ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Συμεωνίδου & άλλοι ν. Δημοκρατία(Αρ.2) (1993) 3 ΑΑΔ 258
Δήμος Λεμεσού ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ (1999) 3 ΑΑΔ 610
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D558
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 339/2012)
23 Ιουλίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 22, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
NATALIA SARANCIUC,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Χριστοδουλίδης, για την Αιτήτρια.
Α. Ζερβού (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά:
Α. Δήλωση του δικαστηρίου ότι η άρνηση των καθ΄ ων η αίτηση να απαντήσουν στο αίτημά της ημερ. 10.1.12, που υποβλήθηκε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης σχετικά με την παροχή άδειας γάμου με το σύντροφο της. Είναι προφανές ότι η δήλωση την οποίαν ζητά από το δικαστήριο η αιτήτρια με την παράγραφο Α του αιτητικού της προσφυγής της είναι ασυμπλήρωτη και δεν αναφέρει τη θεραπεία την οποία ζητά, και
Β. Δήλωση του δικαστηρίου ότι η αιτήτρια έχει το δικαίωμα να συνάψει γάμο με τον σύντροφο της τον οποίο και κατονομάζει.
Στα νομικά σημεία επί των οποίων βασίζεται η αίτηση ακυρώσεως αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι η άρνηση και/ή αμέλεια των καθ΄ ων η αίτηση να ικανοποιήσουν το αίτημα της αιτήτριας είναι αντισυνταγματική και παράνομη.
Η αιτήτρια είναι αλλοδαπή από τη Μολδαβία. Τον Ιούνιο του 2011 υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου, η οποία απορρίφθηκε στις 4.11.11. Η αιτήτρια μαζί με το σύντροφο της, με τον οποίο επιθυμούν να τελέσουν γάμο, επισκέφθηκαν το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και στις 10.1.12 υπέβαλαν αίτημα για να τους παραχωρηθεί άδεια γάμου. Η αιτήτρια κατέβαλε και το ποσό των €68.39 σεντ, όπως λέγει, για την έκδοση της άδειας γάμου. Μέχρι την ημερομηνία καταχώρισης της προσφυγής, στις 5.3.12, δεν είχε πάρει απάντηση αναφορικά με το προαναφερόμενο αίτημά της.
Στην ένσταση τους οι καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου συνεπεία της απάντησης των καθ΄ ων η αίτηση στο προαναφερόμενο αίτημά της, με την επιστολή τους προς την αιτήτρια και κοινοποίηση προς το δικηγόρο της, ημερ. 5.6.12.
Στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση έχει επισυναφθεί, ως Παράρτημα 18, η αίτηση της αιτήτριας ημερ. 10.1.12 με την οποία ζητά επιβεβαίωση για γάμο (confirmation for marriage). Ως Παράρτημα 19 στην ένσταση, επισυνάπτεται η απάντηση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 5.6.12, η οποία απευθύνεται στην αιτήτρια με κοινοποίηση στον κ. Χριστοδουλίδη, δικηγόρο της αιτήτριας. Στην απάντηση αναγράφεται ότι, δεδομένου πως η αίτηση της αιτήτριας για πολιτικό άσυλο έχει απορριφθεί στις 13.2.12 και η αιτήτρια δεν έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, «η εξέταση της αίτησης σας για παραχώρηση βεβαίωσης μη τέλεσης γάμου δεν μπορεί να προωθηθεί περαιτέρω».
Στη γραπτή αγόρευση εκ μέρους της αιτήτριας αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι κατά την ημερομηνία καταχώρισης της προσφυγής της, στις 5.3.12, η αιτήτρια δεν είχε λάβει οποιαδήποτε απάντηση σε σχέση με το αίτημά της ημερ. 10.1.12. Εν πάση περιπτώσει η προσφυγή της δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, εφόσον με την παράγραφο Β της αίτησής της ζητείται δήλωση του δικαστηρίου ότι η αιτήτρια έχει δικαίωμα να συνάψει γάμο με το σύντροφο της.
Είναι θεμελιωμένο ότι παράλειψη αρμόδιας δημόσιας αρχής να δώσει απάντηση σε έγγραφες αιτήσεις ή παράπονα, που προβλέπονται από το Άρθρο 29 του Συντάγματος, στοιχειοθετεί δικαίωμα προσφυγής, εφόσον το αντικείμενο της αίτησης ή του παραπόνου αφορά σε ζήτημα υποκείμενο στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης ή πράξης. Η χορήγηση απάντησης σε έγγραφη αίτηση ή παράπονο, εξαλείφει την παράλειψη και διαγράφει το δικαίωμα προσφυγής ή, αν ασκήθηκε προσφυγή, της αποστερεί το αντικείμενο της, εκτός αν η παράλειψη υπήρξε ζημιογόνος για το διοικούμενο, οπόταν το δικαίωμα προσφυγής ή συνέχισης της προσφυγής διατηρεί τη δραστικότητά του (Δέστε: Δήμος Λεμεσού ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ (1999) 3 ΑΑΔ 610, 616).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει ισχυρισμός, εκ μέρους της αιτήτριας, ότι η παράλειψη απάντησης των καθ΄ ων η αίτηση, στο αίτημα της, υπήρξε ζημιογόνος για την ίδια και επομένως θεωρώ ότι με την απάντηση των καθ΄ ων η αίτηση στο προαναφερόμενο αίτημα της (η οποία επίσης δεν αμφισβητείται από την αιτήτρια), αυτή έχασε το έννομο συμφέρον το οποίο είχε όταν καταχώρησε, αρχικώς, την προσφυγή της, στην περαιτέρω προώθηση της προσφυγής της. Αυτό συνέβηκε στις 5.6.12 όταν της απεστάλη η προαναφερόμενο απάντηση, η οποία κοινοποιήθηκε, αυθημερόν, όπως φαίνεται, και στο δικηγόρο της.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι, ενόψει της δεύτερης θεραπείας την οποία ζητά στην παράγραφο Β της προσφυγής της, αυτή διατηρεί έννομο συμφέρον να προωθεί την προσφυγή της και μετά την απάντηση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 5.6.12. Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση της αιτήτριας. Είναι θεμελιωμένο ότι, όταν με το ίδιο δικόγραφο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες πράξεις που δεν έχουν συνάφεια μεταξύ τους, εκδικάζεται μόνο η πρώτη (Δέστε: Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 ΑΑΔ 379 και Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 258). Αναφορικά με τη συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο πράξεων, στη Συμεωνίδου (ανωτέρω) εξηγήθηκε ότι, όταν η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία, θεωρούνται ότι έχουν συνάφεια μεταξύ τους (Δέστε, επίσης, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σελ. 274).
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι με την παράγραφο Α του αιτητικού της προσφυγής ζητείται δήλωση ότι η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να απαντήσουν στο αίτημα της αιτήτριας ημερ. 10.1.12 είναι αντισυνταγματική και παράνομη, παρόλο που η ζητούμενη δήλωση είναι μη συμπληρωμένη και ουσιαστικά δεν αποκαλύπτει τη θεραπεία η οποία ζητείται, ενώ με την παράγραφο Β του αιτητικού της προσφυγής ζητείται γενική δήλωση του δικαστηρίου ότι η αιτήτρια έχει το δικαίωμα να συνάψει γάμο με το σύντροφο της. Δεν θεωρώ ότι η δεύτερη θεραπεία είναι συναφής με την πρώτη αλλά ούτε και θεωρώ ότι το παρόν ακυρωτικό δικαστήριο έχει εξουσία, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, να εκδώσει τέτοια γενική δήλωση. Κατά συνέπεια κρίνω πως η αιτήτρια δεν δικαιούται ούτε και στη θεραπεία της παραγράφου Β του αιτητικού της προσφυγής της. Εν πάση περιπτώσει η θεραπεία Β δεν είναι συναφής με τη θεραπεία Α και, επομένως, δεν μπορεί να εξεταστεί με το ίδιο δικόγραφο.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω εκτιμώ ότι η αιτήτρια απώλεσε το έννομο συμφέρον της να προωθεί την παρούσα προσφυγή, από τις 5.6.12, όταν της κοινοποιήθηκε η απάντηση στο αίτημά της και δεν δικαιούται στη δήλωση που ζητά στην παράγραφο Β του αιτητικού της προσφυγής. Παρόλη την απώλεια του εννόμου συμφέροντος της στις 5.6.12 η αιτήτρια συνέχισε να προωθεί την προσφυγή της μέχρι σήμερα.
Υπό τις περιστάσεις η προσφυγή απορρίπτεται, αλλά θεωρώ ορθό και δίκαιο να μη δώσω οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα. Η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της έξοδα.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.