ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D571
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘ. ΑΡ. 1665/2010, 38/2011, 161/2011, 162/2011 και 163/2011
25 Ιουλίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
Υπόθεση Αρ. 1665/2010
ΜΕΤΑΞΥ:
1. ΑΝΔΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ
2. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ
3. ΚΩΣΤΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ Αιτητών,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Υπόθεση Αρ. 38/2011
ΜΕΤΑΞΥ:
1. ΑΝΔΡΕΑ ΠΙΤΣΙΑΚΚΟΥ
2. ΚΩΣΤΑΚΗ ΠΙΤΣΙΑΚΚΟΥ
3. ΜΙΧΑΛΗ ΠΙΤΣΙΑΚΚΟΥ
4. ΑΝΤΩΝΗ ΠΙΤΣΙΑΚΚΟΥ
5. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΙΤΣΙΑΚΚΟΥ
Αιτητών,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Υπόθεση Αρ. 161/2011
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΩΣΤΑ ΚΟΚΚΙΝΟΤΡΙΜΙΘΙΩΤΗ
Αιτήτριας,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Υπόθεση Αρ. 162/2011
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΟΙΝΙΚΑΡΙΔΗ
Αιτητή,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Υπόθεση Αρ. 163/2011
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΠΟΣΤΟΛΑΣ ΧΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Αιτήτριας,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους αιτητές στην 1665/10
Μ. Φλωρίδης, για τους αιτητές στην 38/11
κ. Δ. Καϊμης για κ. Βορκά, για τους αιτητές στην 161, 162 και 163/11
Κ. Σταυρινός, για τους καθ΄ ων η αίτηση
Ρ. Πασιουρτίδου (κα), για το ενδ. μέρος
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Τον Απρίλιο του 1993 αποφασίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο η ίδρυση του Πανεπιστημίου Κύπρου και τον επόμενο μήνα, στις 7 Μαΐου, δημοσιεύτηκε η σχετική Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης με αρ. 696. Σύμφωνα με αυτή καθορίζονταν τα κτήματα που θα απαλλοτριώνονταν, καθώς επίσης και ο σκοπός της απαλλοτρίωσης που ήταν «. για τη λειτουργική και χωροδομική οργάνωση και τις στεγαστικές ανάγκες του Πανεπιστημίου Κύπρου και για την πολεοδομική οργάνωση της ευρύτερης περιοχής περιλαμβανομένου του αναγκαίου οδικού δικτύου και των αναγκαίων κοινοτικών διευκολύνσεων».
Δέκα μήνες μετά τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης, στις 4.3.1994, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (ΕΕΔ) και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης με αρ. 252, με το οποίο απαλλοτριώθηκαν 49 εκτάρια και 3 δεκάρια περίπου ιδιωτικής γης από το χωριό (τότε) Αγλαντζιά. Μεταξύ αυτών και κτήματα που ανήκαν στους αιτητές των υπό εξέταση πέντε προσφυγών, για τις οποίες εκδόθηκε διάταγμα συνεκδίκασης καθότι παρουσιάζουν κοινό υπόβαθρο γεγονότων και ταυτότητα νομικών σημείων.
Παρά το γεγονός ότι το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης δημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 1994, εντούτοις οι εργασίες υλοποίησης του σκοπού της άρχισαν μετά την έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο του πολυσύνθετου Γενικού Χωροταξικού Σχεδίου του Πανεπιστημίου που έγινε σε συνεδρία ημερ. 29.8.1996. Κατ΄ αυτή, πέραν της έγκρισης, αποφασίστηκε και η σύσταση Γραφείου Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου, στο οποίο ανατέθηκε η ευθύνη της διεύθυνσης όλων των εργασιών ανάπτυξης της Πανεπιστημιούπολης που λόγω της φύσης και της έκτασης τους δεν ήταν εφικτό να ολοκληρωθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Δεκατρία και πλέον χρόνια μετά την έναρξη των εργασιών υλοποίησης του προαναφερθέντος Σχεδίου, οι αιτητές των πέντε συνενωμένων προσφυγών αξίωσαν από την Απαλλοτριούσα Αρχή (Α/Α) - το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού - την επιστροφή των περιγραφομένων στις προσφυγές κτημάτων τους στη βάση ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν. Οι σχετικές αξιώσεις υποβλήθηκαν γραπτώς κατά τους μήνες Οκτώβριο του 2009 και Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2010 και με τη λήψη τους η Α/Α τις παρέπεμψε προς διερεύνηση στο Διευθυντή του Γραφείου Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου, ο οποίος με επιστολή του ημερ. 29.10.10 προς τη Γενική Διευθύντρια της Α/Α απέρριπτε την αξίωση των αιτητών με το αιτιολογικό ότι στην περίπτωση τους δεν ετύγχανε εφαρμογής το άρθρο 23.5 του Συντάγματος. Όπως γίνεται αντιληπτό, η Α/Α υιοθέτησε τη θέση του Διευθυντή του Γραφείου Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου και με επιστολές της προς τους αιτητές απέρριψε το αίτημα τους. Με επακόλουθο την καταχώριση των υπό κρίση προσφυγών, με τις οποίες προσβάλλεται η νομιμότητα της άρνησης της Διοίκησης να τους επιστρέψει τα απαλλοτριωθέντα κτήματα τους.
Κοινή νομική βάση και των πέντε προσφυγών είναι ότι η άρνηση της Διοίκησης να τους επιστρέψει τα απαλλοτριωθέντα κτήματα τους παραβιάζει το άρθρο 23.5 του Συντάγματος και το άρθρο 15(1) του Ν.15/1962 (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα). Επιπρόσθετα, με τις προσφυγές 38/11, 161/11, 162/11 και 163/11 προωθήθηκαν ως ακυρωτικοί λόγοι και (α) η ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα, (β) η έλλειψη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολόγησης και (γ) η παραβίαση του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του άρθρου 17 της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όσον δε αφορά τους καθ΄ ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, αυτοί με τις ενστάσεις τους υποστηρίζουν την ορθότητα και νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων και ζητούν την απόρριψη των προσφυγών.
Τα μέρη προώθησαν τις θέσεις τους με εμπεριστατωμένες αγορεύσεις, τις οποίες έχω μελετήσει με την πρέπουσα προσοχή και θεωρώ πιο πρακτικό να εξετάσω πρώτα τον ακυρωτικό λόγο που είναι κοινός σε όλες τις προσφυγές. Δηλαδή κατά πόσο η άρνηση των καθ΄ ων η αίτηση να επιστρέψουν στους αιτητές τα επίδικα κτήματα συνιστά παραβίαση του άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν.15/1962, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα).
Σύμφωνα με τα άρθρα 23.5[1] του Συντάγματος και 15(1)[2] του Ν.15/1962 η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και σε περίπτωση που μέσα σε τρία χρόνια ο σκοπός της απαλλοτρίωσης κατέστη ανέφικτος ή εγκαταλείφθη, η Διοίκηση υποχρεούται να προσφέρει την ιδιοκτησία «επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ΄ ου απηλλοτρίωσεν αυτήν».
Είναι θέση των αιτητών ότι βάσει των προνοιών των άρθρων 23.5 του Συντάγματος και 15(1) του Ν.15/1962, η Α/Α οφείλει να τους επιστρέψει τα απαλλοτριωθέντα κτήματά τους καθότι αυτά ευρίσκονται εντός της νεκρής ζώνης και η υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης είναι ανέφικτη. Επεσήμαναν συναφώς ότι παρά την παρέλευση 20 και πλέον χρόνων από τη δημοσίευση της απαλλοτρίωσης, εντούτοις μέχρι σήμερα τα κτήματα δεν χρησιμοποιήθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο και πολύ περισσότερο δεν χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Πρόκειται για θέση που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μην είναι αβάσιμη. Από το υλικό όμως που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι εναντίον του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης υπ΄ αρ. 252 ημερ. 4.3.94 με το οποίο απαλλοτριώθηκαν τα επίδικα κτήματα των αιτητών και όχι μόνο, καταχωρήθηκε αριθμός προσφυγών. Μεταξύ δε των αιτητών που πρόσβαλαν τη νομιμότητα του εν λόγω Διατάγματος ήταν και οι αιτητές των υπό εξέταση προσφυγών υπ΄ αρ. 1665/10, 161/11 και 162/11, οι οποίοι και τότε όπως και τώρα πρόβαλαν και την αδυναμία αξιοποίησης των κτημάτων τους λόγω του ότι αυτά ευρίσκονται στη νεκρή ζώνη με αποτέλεσμα ο σκοπός της απαλλοτρίωσης να καθίσταται ανέφικτος. Όμως, ο υπό αναφορά ισχυρισμός απορρίφθηκε τότε πρωτοδίκως αφού κρίθηκε ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν ήταν ανέφικτος. (Βλ. Latomia Estate Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (1999) 4Α Α.Α.Δ. 391), όπως απορρίφθηκε και κατ΄ έφεση (Latomia Estate Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α (2001) 3Β Α.Α.Δ. 672) με το σκεπτικό ότι η φαινομενική προσωρινή αδυναμία χρησιμοποίησης ολόκληρου του απαλλοτριωθέντος χώρου δεν μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα των διαταγμάτων απαλλοτρίωσης. Παρατίθεται επί του προκειμένου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:
«Οι εφεσείουσες εταιρείες υπέβαλαν επίσης ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν εφικτός είναι εσφαλμένο γιατί, ολόκληρη η απαλλοτριωθείσα γη βρίσκεται στη νεκρή ζώνη και η αξιοποίηση της είναι αδύνατη. Με την πιο πάνω εισήγηση οι εφεσείουσες διευκρίνισαν ότι δεν αμφισβητούν την κυριαρχία της Δημοκρατίας, αλλά τη μη δυνατότητα αξιοποίησης της νεκρής ζώνης χωρίς τη συνεννόηση και/ή άδεια των Ηνωμένων Εθνών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε σε ενδιάμεση απόφαση του (με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των εφεσειουσών για την προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας ως προς το καθεστώς της νεκρής ζώνης) ότι η κυριαρχία της Δημοκρατίας αναμφίβολα επεκτείνεται σε ολόκληρο το έδαφος της. όπως αυτό καθορίζεται από τη Συνθήκη Εγγύησης και ότι δεν έχει γίνει καμιά εκχώρηση του δικαιώματος αυτού στα Ηνωμένα Έθνη ή στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Όπως έχει προβληθεί από τους εφεσίβλητους, η ούτω καλούμενη νεκρή ζώνη (buffer 'zone) καλύπτει τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός των Τουρκικών Δυνάμεων και της Εθνικής Φρουράς της Δημοκρατίας, μέσα στην οποία η Δημοκρατία έχει αποδεχθεί την ύπαρξη της ΟΥΝΦ1ΚΥΠ σε μια προσπάθεια αποτροπής της παραβίασης της κατάπαυσης του πυρός και προώθησης στρατιωτικών κινήσεων.
Έχουμε εξετάσει την εισήγηση που έχει υποβληθεί και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η φαινομενική προσωρινή αδυναμία χρησιμοποίησης ολόκληρου του απαλλοτριωθέντος χώρου δεν μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα των διαταγμάτων απαλλοτρίωσης. (Ιδε Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ευγενίας Δημητριάδου και άλλον (1998) 3 Α.Α.Δ. 777). Το μεγαλύτερο μέρος της γης που έχει απαλλοτριωθεί θα χρησιμοποιηθεί ως φυσικό περιβάλλον και όχι για τις κτιριακές ανάγκες. Η ανέγερση των κτιρίων θα γίνεται κατά στάδια μέσα στα. ευρύτερα πλαίσια του προγραμματισμού για την υλοποίηση των σχεδίων που συνθέτουν ένα μεγάλο έργο.»
Έχω την άποψη ότι, παρόλο που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου καθότι δεν υπάρχει ταύτιση της διαφοράς, εντούτοις τα όσα έχουν αποφασιστεί κατ΄ έφεση στην Latomia Estate Ltd (ανωτέρω) εφαρμόζονται πλήρως και στις παρούσες προσφυγές σ΄ ότι αφορά τη θέση των αιτητών για το ανέφικτο υλοποίησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης παρόλο που παρήλθαν 20 χρόνια από τη δημοσίευση της απαλλοτρίωσης. Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα παραβίασης είτε του άρθρου 23.5 του Συντάγματος είτε του άρθρου 15(1) του Ν.15/1962. Επιπρόσθετα τυγχάνουν εφαρμογής και τα όσα επισημάνθηκαν στην υπόθεση Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, όπου έγινε ανασκόπηση της νομολογίας σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 23.5 του Συντάγματος. Συναφώς αποφασίστηκε ότι το καθοριστικό κριτήριο για τυχόν επιστροφή ακίνητης ιδιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε δεν είναι αν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί εντός των προβλεπομένων τριών ετών, αλλά αν ο σκοπός αυτός είναι εφικτά πραγματοποιήσιμος, με τη Διοίκηση να υποχρεούται να έχει προβεί σε ενέργειες, αναλόγως της περίπτωσης, οι οποίες είναι ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Παρατίθεται επί του προκειμένου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:
"Συμμεριζόμαστε την ανησυχία που εκφράστηκε στην Συμεωνίδης και φρονούμε ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες, ως εκ της προκύπτουσας διαφοροποίησης του επιπέδου των απαιτούμενων ενεργειών της διοίκησης, στο αποτέλεσμα της όποιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα εκρίνοντο ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Η σαφής ορολογία του Άρθρου 23.5 αντανακλά δεόντως την αντίληψη μας για την ουσιαστική διάσταση του όπως την έχουμε εκφράσει."
Έχοντας υπόψη και την ερμηνεία που δόθηκε στο άρθρο 23.5 του Συντάγματος στην πιο πάνω αυθεντία, υιοθετώ τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους πως τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου για τις υπό εξέταση προσφυγές, καθιστούν σαφές ότι η Διοίκηση προέβη σε όλες εκείνες τις ενέργειες που υπό τις περιστάσεις ήταν ευλόγως αναμενόμενες και αναγκαίες ώστε να καταστήσει εφικτά υλοποιήσιμο το μεγάλο αυτό έργο μέσα σε εύλογο χρόνο. Παραπέμπω ειδικότερα στο Παράρτημα 13 στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση στην προσφυγή 1665/2010 όπου παρατίθεται λεπτομερής πίνακας των ενεργειών που λήφθηκαν προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.
Στα πλαίσια των πιο πάνω λόγων ακύρωσης προβάλλεται από μέρους των αιτητών της προσφυγής 1665/2010 η εισήγηση, ότι το επίδικο τεμάχιό τους απαλλοτριώθηκε για μελλοντική αξιοποίηση. Έρεισμα για την εισήγηση τους αυτή αποτέλεσε η εξής αναφορά η οποία περιέχεται στην επιστολή της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερομηνίας 24.11.2010 με την οποία τους πληροφορούσε ότι το αίτημα τους για επιστροφή του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου τους δεν έγινε αποδεκτό.
«Η ανέγερση της Πανεπιστημιούπολης προϋποθέτει την κατά φάση ανάπτυξη σε βάθος χρόνου αλλά σε ενιαίο χώρο. Επισημαίνεται ότι το υπό αναφορά τεμάχιο βρίσκεται εντός της νεκρής ζώνης και η κτιριακή ανάπτυξη του Πανεπιστημίου προορίζεται, επί του παρόντος στην ελεγχόμενη από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχή».
Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την εξέταση των προσφυγών που προσέβαλαν τη νομιμότητα του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης (Latomia Estate Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (1999) 4Α Α.Α.Δ. 391) απέρριψε ανάλογο ισχυρισμό των εκεί αιτητών, ότι δηλαδή τα κτήματα τους απαλλοτριώθηκαν για μελλοντικούς σκοπούς.
Ως εκ τούτου αντί οποιουδήποτε άλλου σχολιασμού παραθέτω τα εκεί λεχθέντα τα οποία και υιοθετώ.
«Απομένει να εξετασθεί η άλλη κύρια θέση του κ. Λιβέρα, στην οποία αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία και στην απαντητική του αγόρευση, όσον αφορά το μέρος της ατταλλοτριωθείσας γης που προορίζετο όχι για άμεση αλλά για μελλοντική αξιοποίηση. Το θέμα αυτό έχει δύο παραμέτρους. Κατά πρώτο, σύμφωνα με την ίδια τη μελέτη του Πανεπιστημίου, ο χώρος αυτός προορίζετο όντως για αξιοποίηση όχι στην αρχική αλλά στη δεύτερη φάση των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου. Η παράμετρος αυτή δεν δημιουργεί δυσκολία, έχει δε ήδη απαντηθεί εν μέρει: ο χώρος αυτός περιλαμβάνετο αναγκαία και άρρηκτα στον όλο σχεδιασμό του έργου. Η απαλλοτρίωση του επομένως δεν ήταν νια μελλοντικό σκοπό αλλά ως μέρος παρόντος σκοπού. Η νομολογία αναγνωρίζει ότι, ιδιαίτερα στην περίπτωση μεγάλων και σύνθετων έργων, η πραγμάτωση του σκοπού του έργου δεν αναμένεται να γίνει άμεσα και διά μιας αλλά στις φάσεις και στάδια που η φύση, ο σχεδιασμός, οι δυνατότητες και ο οικονομικός προγραμματισμός του καθορίζουν, ώστε να μην τίθεται θέμα ανέφικτου του σκοπού ακόμα και αν το έργο δεν προτίθεται να συμπληρωθεί στα τρία χρόνια που προνοούνται στο Άρθρο 23.5. Η περίπτωση του Πανεπιστημίου είναι ακριβώς τέτοια περίπτωση, η δε προγραμματιζόμενη αξιοποίηση της εν λόγω γης σε άλλη φάση μετά από μερικά χρόνια ουδόλως επηρεάζει την αμεσότητα και το εφικτό του σκοπού της απαλλοτρίωσης.»
Τώρα όσον αφορά τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω πως κατά την άποψή μου πως οι υπό (2), (3) και (6) για κατάχρηση εξουσίας λόγοι ακύρωσης των προσφυγών 161/2011, 162/2011 και 163/2011 δεν αναπτύσσονται επαρκώς και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η εξέτασή τους.
Απομένουν λοιπόν προς εξέταση οι λόγοι ακύρωσης που αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων καθώς και στην ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα.
Δεν θα συμφωνήσω ούτε με τους εν λόγω ισχυρισμούς. Είναι η θέση μου πως η αιτιολογία της απόρριψης του αιτήματος των αιτητών για επιστροφή των κτημάτων τους καταγράφεται με σαφήνεια στις αντίστοιχες επιστολές των καθ΄ ων η αίτηση και η αιτιολογία που δόθηκε συνάδει πλήρως με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων. Άλλωστε σύμφωνα με τη νομολογία η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης μπορεί να συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Όσον αφορά δε ειδικότερα την εισήγηση των αιτητών στις προσφυγές 161, 162 και 163/2011 ότι η αιτιολογία που δόθηκε για την απόρριψη του αιτήματος τους είναι αντιφατική και πάλι δεν θα συμφωνήσω. Τα όσα αναφέρθηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση συνάδουν πλήρως με τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα καθώς και με την υπάρχουσα νομολογία σε υποθέσεις που αφορούν μεγάλα και πολύπλοκα έργα όπως το εξεταζόμενο. Η ανάπτυξη της Πανεπιστημιούπολης αποτελεί ενιαίο έργο και συνεπώς εσφαλμένα οι αιτητές αναφέρονται αποκλειστικά στο δικό τους τεμάχιο ωσάν αυτό να μπορούσε να ειδωθεί αποκομμένο από το ενιαίο συνολικό έργο.
Και ο ισχυρισμός όμως περί έλλειψης δέουσας έρευνας δεν μπορεί κατά την άποψή μου να ευσταθήσει.
Τα όσα έχουν αναφερθεί αλλά και το σύνολο των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων καταδεικνύουν κατά τη γνώμη μου ότι οι καθ΄ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους εν προκειμένω όλα τα ουσιώδη στοιχεία που τους επέτρεπαν να οδηγηθούν σε ασφαλή συμπεράσματα. (Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, (1997) 3 Α.Α.Δ. 270).
Τέλος είναι η θέση μου πως δεν έχει καταδειχθεί ούτε ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο. Άλλωστε σύμφωνα με τη νομολογία το βάρος απόδειξης το φέρει ο επικαλούμενος αυτήν, δηλαδή στην παρούσα περίπτωση οι αιτητές.
Τα όσα προαναφέρθηκαν απαντούν και τον ισχυρισμό των αιτητών ότι από το 1994 που έγινε η απαλλοτρίωση μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμιά ενέργεια από την απαλλοτριούσα αρχή για χρήση των επίδικων κτημάτων. Όπως πολύ ορθά τονίζει το ενδιαφερόμενο μέρος οι αιτητές παραβλέπουν πλήρως το γεγονός ότι τα κτήματά τους απαλλοτριώθηκαν ως μέρος ενός συνόλου τεμαχίων που αποτελούν ενιαίο χώρο στον οποίο θα υλοποιηθεί ο ενιαίος σκοπός της απαλλοτρίωσης.
Για τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές απορρίπτονται με €2.000 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και σε βάρος των αιτητών, τα οποία να διαμοιραστούν εξίσου μεταξύ τους ούτως ώστε έκαστος να επιβαρυνθεί με το ποσό των €400.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι' ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ' ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποίηση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ' όσον δε γνωστοποίηση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.»
2 «15. - (1) Οσάκις ακίνητος ιδιοκτησία απηλλοτριώθη μετά την έναρξιν της ισχύος του Συντάγματος, και εντός τριών ετών, από της ημερομηνίας καθ' ην η ιδιοκτησία περιήλθεν εις την απαλλοτριούσαν αρχήν, δεν επετεύχθη ο σκοπός δι' ον εγένετο η απαλλοτρίωσις ή η επίτευξις του τοιούτου σκοπού εγκατελείφθη υπό της απαλλοτριούσης αρχής, ή το όλον ή μέρος της τοιαύτης ιδιοκτησίας απεδείχθη ότι υπερβαίνει τας πραγματικάς ανάγκας της απαλλοτριούσης αρχής, θα εφαρμόζωνται αι ακόλουθοι διατάξεις, ήτοι -
(α) η απαλλοτριούσα αρχή δι' εγγράφου αυτής γνωστοποιήσεως προσφέρει την ιδιοκτησίαν εις ην τιμήν απέκτησεν ταύτην, εις το πρόσωπον εις ο αύτη ανήκε προ της απαλλοτριώσεως ή, εάν τούτο απέθανεν, εις τους προσωπικούς αντιπροσώπους ή τους κληρονόμους αυτού, οίτινες υποχρεούνται όπως εντός τριών μηνών από της τοιαύτης γνωστοποιήσεως αποστείλωσιν εις την απαλλοτριούσαν αρχήν έγγραφον αποδοχής ή μη αποδοχής της γενομένης προσφοράς· εάν εντός της προμνησθείσης περιόδου δεν δοθή απάντησις εις την γενομένην προσφοράν αύτη λογίζεται ως μη γενομένη αποδεκτή :
Νοείται ότι εάν διαρκούσης της κατοχής ακινήτου ιδιοκτησίας διά τον σκοπόν δι' ον εγένετο η απαλλοτρίωσις δυνάμει του παρόντος Νόμου, εγένετο επί ταύτης οιαδήποτε προσθήκη, αφαίρεσις ή ετέρα τροποποίησις, ή εάν μέρος μόνον της απαλλοτριωθείσης, δυνάμει του παρόντος Νόμου ακινήτου ιδιοκτησίας προσφέρεται υπό της απαλλοτριούσης αρχής δυνάμει του παρόντος άρθρου, η απαλλοτριούσα αρχή καθορίζει εύλογόν τινα τιμήν ην αναγράφει εν τη ανωτέρω αναφερθείση γνωστοποιήσει- και το πρόσωπον εις ο εδόθη η τοιαύτη γνωστοποίησις δύναται εν τω εγγράφω της αποδοχής της γενομένης προσφοράς της ιδιοκτησίας ν' αμφισβήτηση την ως ανωτέρω καθορισθείσαν και δηλωθείσαν τιμήν εάν δεν επιτευχθή συμφωνία, η τιμή καθορίζεται υπό του δικαστηρίου.
(β) εάν το πρόσωπον εις ο εγένετο η γνωστοποίησις δυνάμει της παραγράφου (α) απεδέχθη ως εν τοις ανωτέρω την διά ταύτης γενομένην προσφοράν, τούτο υποχρεούται όπως, εντός τριών περαιτέρω μηνών από της τοιαύτης αποδοχής, ή, υπό τας περιστάσεις, τας προβλεπομένας εις την εν παραγράφω (α) διαλαμβανομένην επιφύλαξιν, εντός τριών μηνών αφ' ης η τιμή, εις ην η ιδιοκτησία αποδίδεται εις τούτο, συνεφωνήθη ή αναλόγως της περιπτώσεως επεδικάσθη υπό του Δικαστηρίου, καταβάλη εις την απαλλοτριούσαν αρχήν της ως ανωτέρω οφειλομένην τιμήν∙ διά την απόδοσιν της ιδιοκτησίας· επί τούτω η απαλλοτριούσα αρχή μεταβιβάζει πάραυτα εις αυτόν την κυριότητα της ιδιοκτησίας.