ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Α. Ευτυχίου, για αιτητές Μ. Λοίζου (κα), για καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-07-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο SALEH AL SALEH κ.α. ν. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1651/2011, 25/7/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D570

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                      ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1651/2011

 

25 Iουλίου, 2014

 

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

Μεταξύ:

1.    SALEH AL SALEH,

2.    (1) SALEH AL SALEH, ΚΑΙ

(2) KHADΙJA AL SALEH, ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΩΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΟΝΕΩΝ, ΕΧΟΝΤΑΣ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΤΟΥΣ:

(Α) GHOSOUN AL SALEH,

(B) YAHIA AL SALEH,

(Γ) ABDULAZIZ AL SALEH,

(Δ) RAMA AL SALEH,

(E) MOHAMAD AL SALEH,

(ΣΤ) MOUSTAFA AL SALEH,

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

(Α) ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

(Β) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_____

 

Α. Ευτυχίου, για αιτητές

Μ. Λοίζου (κα), για καθ΄ ων η αίτηση.

______

 

 

Α  Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

     ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Οι αιτητές της παρούσας προσφυγής - οι συριακής καταγωγής Saleh Al Saleh και  Khadua Al Saleh ως και τα έξι παιδιά τους - αξιούν:

 

Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το Διάταγμα των καθ΄ ων η αίτηση που τους κοινοποιήθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών στις 11.11.11, με το οποίο τους στέρησαν την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας και τους κάλεσαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο είναι άκυρο και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.

 

     Το ιστορικό και τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση εκτίθενται στην αίτηση και στην ένσταση και συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

     Ο Σύριος Saleh Al Saleh (στο εξής ο Αιτητής 1) πρωτοαφίχθηκε στην Κύπρο στις 26.3.1991 και του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτη μέχρι 10.4.91.  Παρέτεινε όμως παράνομα την παραμονή του στη Δημοκρατία μέχρι τις 20.8.94 οπόταν συνελήφθη από την Αστυνομία και απελάθηκε στην πατρίδα του,  το δε όνομα του καταχωρίστηκε στον κατάλογο των απαγορευμένων μεταναστών.  Παρολ΄ αυτά επιχείρησε να επαναεισέλθει στη Δημοκρατία τον Απρίλιο του 1995, πλην όμως δεν του επετράπη η είσοδος και επέστρεψε αυθημερόν στην πατρίδα του.  Δεν εγκατέλειψε όμως τις προσπάθειες εγκατάστασης του στο νησί, τις οποίες προώθησε μέσω βουλευτή με το αιτιολογικό ότι θα παντρευτεί ελληνοκύπρια (Ε/Κ).  Μάλιστα την υποψήφια Ε/Κ νύμφη ο βουλευτής χαρακτήριζε αξιοθρήνητη και σύστηνε να επιτραπεί η είσοδος στη Δημοκρατία του Αιτητή 1 προκειμένου να την παντρευτεί καθότι - όπως ανάφερε - λόγω της εμφάνισης της ήταν δύσκολο να την παντρευτεί Ε/Κ.  Όλες όμως οι προσπάθειες δεν απέδωσαν,  ώσπου στις 27.8.96 το όνομά του αφαιρέθηκε από τον κατάλογο των απαγορευμένων μεταναστών στη βάση στοιχείων που διαβιβάστηκαν στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής το Τμήμα) ότι στις 25.1.96 ο Αιτητής 1  τέλεσε πολιτικό γάμο στο Λίβανο με την κατά 20 χρόνια μεγαλύτερη του Ε/Κ  Ε. Α.

 

     Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ο Αιτητής 1 επανήλθε στην Κύπρο στις 9.9.96 και έκτοτε μέχρι 30.9.01 το Τμήμα ανανέωνε περιοδικά την άδεια παραμονής του στη Δημοκρατία, η οποία έπαυσε να είναι απαραίτητη αφού στις 22.8.01 ενεγράφη ως Κύπριος πολίτης λόγω του γάμου του με την προαναφερθείσα Ε/Κ.  Δέκα όμως μήνες μετά, στις 22.5.02, ο εν λόγω γάμος λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού και το Φεβρουάριο του επόμενου έτους ο Αιτητής 1 νυμφεύτηκε στη Συρία την ομοεθνή του Alhasan Khadija (Khadija Al Saleh, Αιτήτρια 2 στην αίτηση) με την οποία είχε ήδη αποκτήσει δύο παιδιά στις 24.12.97 και  2.1.01, ενώ τρίτο παιδί γεννήθηκε δύο μήνες μετά την τέλεση του γάμου τους στις 15.4.03.  Ακολούθησε τον Ιούνιο του 2003 η άφιξη στην Κύπρο και της Αιτήτριας 2 με τα τρία παιδιά που είχε μέχρι τότε αποκτήσει με τον Αιτητή 1 και, όπως γίνεται αντιληπτό, παραχωρήθηκε και σ΄ αυτούς  άδεια παραμονής στη Δημοκρατία. Έκτοτε το ζεύγος διαμένει στη Λεμεσό όπου απέκτησε ακόμη τρία παιδιά τα οποία γεννήθηκαν στις 21.9.04, 31.12.07 και 11.10.10 αντίστοιχα.

 

     Στις 9.7.08 υποβλήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών για στέρηση από τον Αιτητή 1 της κυπριακής υπηκοότητας με το αιτιολογικό ότι την είχε αποκτήσει με δόλο και ψευδείς παραστάσεις, οι οποίες συνίσταντο στο ότι απέκρυψε το γεγονός ότι ενώ ήταν παντρεμένος με την προαναφερθείσα Ε/Κ διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με την νυν σύζυγό του με την οποία μάλιστα είχε - όταν αιτήθηκε την εγγραφή του ως Κύπριου πολίτη - αποκτήσει και δύο παιδιά.

 

     Η πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών έγινε αποδεκτή από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο ενημέρωσε σχετικά τον Αιτητή 1 με επιστολή ημερ. 13.8.08.

 

     Ο Αιτητής 1 αντέδρασε στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με επιστολή μέσω δικηγόρου με την οποία υπέβαλε αίτημα για διορισμό Επιτροπής Έρευνας προς εξέταση του όλου θέματος.  Το αίτημα έγινε αποδεκτό και η διορισθείσα Επιτροπή - στη βάση των στοιχείων που συνέλεξε και αφού άκουσε τόσο τον Αιτητή 1 όσο και την πρώην Ε/Κ «σύζυγό του» - ετοίμασε έκθεση με ημερ. 20.7.10 που υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο.  Πρόκειται για αιτιολογημένη έκθεση στην οποία η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής 1 νυμφεύτηκε την κατά 20 χρόνια μεγαλύτερή του Ε/Κ με αποκλειστικό στόχο την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας και για την επίτευξη αυτού του στόχου απέκρυψε από τις αρχές της Δημοκρατίας ουσιώδη γεγονότα.  Παράλληλα, η Επιτροπή, εξέφραζε  την ανησυχία ότι τον ίδιο επιλήψιμο τρόπο που μετήλθε ο Αιτητής 1 για να ξεγελάσει τις Αρχές της Δημοκρατίας προς εξασφάλιση της κυπριακής υπηκοότητας, μετήλθε και ο αδελφός του Αμπτουλαζί Τζιπάρι ο οποίος παντρεύτηκε την ίδια Ε/Κ, η οποία είναι κατά 30 χρόνια μεγαλύτερη του, για να εξασφαλίσει και αυτός κυπριακή υπηκοότητα.  Συναφώς η Επιτροπή επεσήμανε ότι η Ε/Κ που «νυμφεύτηκε» τα δύο αδέλφια  είναι άτομο αξιοθρήνητο, φτωχό, άρρωστο, ευάλωτο, ζει με βοηθήματα του Γραφείου Ευημερίας και χρησιμοποιήθηκε πλήρως από τον Αιτητή 1 προς απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας, κάτι που επιχειρείται να επαναληφθεί για τον ίδιο σκοπό και από τον αδελφό του.

 

     Η έκθεση υποβλήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο σε συνεδρία του ημερ. 8.4.10 αποφάσισε να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Εσωτερικών να προβεί στην έκδοση διατάγματος στέρησης της κυπριακής υπηκοότητας τόσο από  τον  Αιτητή 1 όσο και από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του.  Τέτοιο διάταγμα  εκδόθηκε  δυνάμει των προνοιών του άρθρου 113 των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων του 2002 έως 2013 (Ν.141(1)/2002) στις 16.9.11 και στη συνέχεια, το Τμήμα, απέστειλε συστημένη επιστολή στον Αιτητή 1 ημερ. 11.11.11 με την οποία τον καλούσε να παραδώσει όλα τα έγγραφα τα οποία σχετίζονται με την εγγραφή τόσο του ιδίου όσο και των λοιπών μελών της οικογένειας του ως κυπρίων πολιτών και, περαιτέρω, να αναχωρήσει άμεσα από την Κύπρο με την οικογένεια του.  Πρόκειται, όπως γίνεται αντιληπτό, για την απόφαση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή και η οποία στο εξής θα αναφέρεται ως η Απόφαση.

     Η προσφυγή προωθήθηκε με άξονα τις θέσεις ότι η Απόφαση (α) παραβιάζει τα άρθρα 1, 2, 7 και 8 του Μέρους ΙΙ του Κυρωτικού Νόμου 5(ΙΙΙ)/2000 για τα Δικαιώματα του Παιδιού, (β) εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών, (γ) παραβιάζει το άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158/99), (δ) βασίζεται σε Έκθεση που αφενός είναι αναιτιολόγητη και αφετέρου δεν είναι προϊόν δέουσας έρευνας, (ε) συνιστά βάναυση, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση των αιτητών και παραβιάζει τα δικαιώματα τους για οικογενειακή ζωή που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 3 και 8 της ΕΣΔΑ και (στ) είναι παράνομη εφόσον λήφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με πάσχουσα σύνθεση.

 

     Προέχει η εξέταση της κατ΄ ισχυρισμό πάσχουσας σύνθεσης του Υπουργικού Συμβουλίου, που ως ακυρωτικός λόγος δεν εγείρεται στην προσφυγή.  Εξ αυτού και μόνο, υπέβαλε η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί καθότι με την προσφυγή δεν προσβάλλονται τα τεκμήρια της νομιμότητας και κανονικότητας που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη πράξη.

 

     Η θέση της συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Η σύνθεση διοικητικού οργάνου είναι θέμα δημοσίας τάξεως και ως τέτοιο μπορεί να εξεταστεί ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και να αποτελέσει και λόγο ακύρωσης (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).  Ωστόσο στην προκείμενη περίπτωση κατά τη γνώμη μου δεν τίθεται θέμα πάσχουσας σύνθεσης του Υπουργικού Συμβουλίου.  Όχι απλώς γιατί προωθήθηκε κατά τρόπο γενικό και αόριστο, αλλά και στη βάση ότι η εκάστοτε σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν καταγράφεται στα σχετικά πρακτικά των συνεδριάσεων του τα οποία επισυνάπτονται στην ένσταση ως παραρτήματα 34, 37 και 41.  Ο υπό αναφορά, επομένως, ακυρωτικός λόγος απορρίπτεται και ακολουθεί η εξέταση του ακυρωτικού λόγου που έχει ως βάση τα Δικαιώματα του Παιδιού και συγκεκριμένα την κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση από τους καθ΄ ων η αίτηση των άρθρων 1, 2, 7 και 8 του περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικός) Νόμου 5(ΙΙΙ)/2000.

 

     Αποτελεί θέση του συνηγόρου των αιτητών ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων, τα παιδιά του ζεύγους Saleh που γεννήθηκαν στην Κύπρο «. έχουν αποκτήσει αμέσως αυτοτελές και ανεξάρτητο δικαίωμα απόκτησης της ιθαγένειας της Κυπριακής Δημοκρατίας λόγω της γέννησης και εγγραφής των στο Αρχείο Πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας και το πιο πάνω δικαίωμα οφείλει η Κυπριακή Δημοκρατία να το σεβαστεί χωρίς οποιαδήποτε διάκριση στην φυλή, γλώσσα, θρησκεία των παιδιών ή των γονέων τους ή της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής τους.»

    

     Η Σύμβαση, αντέτεινε η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, δεν ρυθμίζει τον τρόπο και διαδικασία απόκτησης και στέρησης της ιθαγένειας.  Πρόκειται για ζήτημα που η Σύμβαση αφήνει να ρυθμιστεί  από τα ίδια τα Συμβαλλόμενα Κράτη και ο σχετικός Νόμος που θεσπίστηκε στην Κύπρο είναι ο Ν.141(1)/2002 σύμφωνα με τον οποίον ένα παιδί δεν αποκτά αμέσως δικαίωμα ιθαγένειας λόγω της γέννησης του και εγγραφής του στο σχετικό Αρχείο.  Εν πάση περιπτώσει ο υπό συζήτηση ακυρωτικός λόγος θα πρέπει να απορριφθεί καθότι οι αιτητές δεν τον εξειδικεύουν επαρκώς ως είχαν υποχρέωση.

 

     Οι θέσεις της συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση επί του ζητήματος έχω τη γνώμη ότι είναι ορθές.  Πέραν του ότι οι αιτητές δεν εξειδικεύουν επαρκώς τους ισχυρισμούς που προώθησαν για τεκμηρίωση του υπό συζήτηση ακυρωτικού λόγου, οι πρόνοιες των άρθρων  1, 2, 7 και 8 δεν παρέχουν σε ένα παιδί «. αυτοτελές και ανεξάρτητο δικαίωμα απόκτησης της ιθαγένειας της Κυπριακής Δημοκρατίας λόγω της γέννησης και εγγραφής.» του στο σχετικό Αρχείο.  Στα άρθρα 1 και 2 καμιά αναφορά δεν γίνεται για το υπό συζήτηση θέμα - το άρθρο 1 ορίζει τι σημαίνει παιδί και το άρθρο 2 προνοεί για το σεβασμό που οφείλουν τα Συμβαλλόμενα Κράτη στα δικαιώματα του παιδιού - ενώ στα άρθρα 7 και 8[1] δεν υπάρχει πρόνοια ότι με την γέννηση του ένα παιδί αποκτά αμέσως και την ιθαγένεια του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο γεννήθηκε.  Όπως πολύ ορθά δε επεσήμανε η συνήγορος των αιτητών, η Σύμβαση αφήνει στα Συμβαλλόμενα Κράτη να ρυθμίσουν με εθνική νομοθεσία τον τρόπο και διαδικασία απόκτησης ή στέρησης της ιθαγένειας και σχετικά (στην Κύπρο) θεσπίστηκε ο Ν.5(ΙΙΙ)/2000 ο οποίος, χωρίς να αντιστρατεύεται τις πρόνοιες της Σύμβασης, ρυθμίζει διεξοδικά το ζήτημα και επομένως ο υπό συζήτηση ακυρωτικός λόγος δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

     Ο επόμενος ακυρωτικός λόγος  αποτελεί προέκταση του αμέσως προηγούμενου.  Σύμφωνα με αυτόν ο Υπουργός Εσωτερικών δεν είχε εξουσία και/ή αρμοδιότητα να στερήσει και από τα παιδιά του Αιτητή 1 την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας καθότι η εξουσιοδότηση που του δόθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο αφορούσε μόνο τον Αιτητή 1.

 

     Τα τρία πρώτα παιδιά του Αιτητή 1, αντέτεινε η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, ενεγράφησαν ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 110(3)[2] του Ν.141(1)/2002 και τα άλλα τρία βάσει του άρθρου 109(1)[3] του ίδιου Νόμου ως γεννηθέντα στη Δημοκρατία από πατέρα Κύπριο πολίτη.  Κατά συνέπεια από τη στιγμή που το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε, καθόλα νόμιμα και αιτιολογημένα, ότι ο Αιτητής 1 απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα με δόλο και ψευδείς παραστάσεις, ως θέμα λογικής ακολουθίας ήταν αναπόφευκτη η αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας και από τα παιδιά του.

    

     Εξέτασα και επ΄ αυτού του θέματος τις εκατέρωθεν θέσεις.  Κατέληξα ότι η αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας από τον Αιτητή 1 καθιστούσε τη στέρηση της κυπριακής υπηκοότητας και από τα παιδιά του μονόδρομο.  Για τον απλό λόγο ότι αυτά απέκτησαν την κυπριακή υπηκοότητα αποκλειστικά και μόνο στη βάση της υπηκοότητας του πατέρα τους, η οποία κρίθηκε ότι αποκτήθηκε με δόλο και ψευδείς παραστάσεις.  Επομένως η αφαίρεση της κυπριακής υπηκοότητας από τον πατέρα τους, επέφερε άνευ ετέρου την αφαίρεση και απ΄ αυτά της υπό αναφορά υπηκοότητας. Κατά συνέπεια και αυτός ο ακυρωτικός λόγος απορρίπτεται.

 

     Παραπονούνται, περαιτέρω, οι αιτητές ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 54 του Ν.158(1)/1999 καθότι οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις που δημιουργούν δικαιώματα και ευνοϊκές για τους διοικούμενους καταστάσεις, δεν ανακαλούνται μετά από την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος.  Δεν με βρίσκει σύμφωνο ούτε αυτή η εισήγηση.  Με βάση το εδάφιο 6 του άρθρου 54 του εν λόγω Νόμου, οι αρχές της χρηστής διοίκησης που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων δεν ισχύουν όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το Νόμο.   Και αυτό συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, όπου η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση για στέρηση της υπηκοότητας ουσιαστικά αποτελεί ανάκληση προηγούμενης πράξης χορήγησης της υπηκοότητας που ρυθμίζεται από το άρθρο 113 του Ν. 141(1)/2002.  Κατά συνέπεια ούτε αυτός ο ακυρωτικός λόγος ευσταθεί καθότι το ζήτημα ρυθμίζεται από ειδικό Νόμο που είναι και ο μόνος που μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση.

 

     Ο επόμενος ακυρωτικός λόγος προωθήθηκε στη βάση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της δέουσας έρευνας και με όσα διατυπώνονται στην Έκθεση της Επιτροπής Έρευνας δεν τεκμηριώνεται το στοιχείο του δημόσιου συμφέροντος που σύμφωνα με το άρθρο 113(5)[4] αποτελεί προϋπόθεση για αποστέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας.

 

     Πράγματι το στοιχείο του δημόσιου συμφέροντος αποτελεί σύμφωνα με το Νόμο προϋπόθεση για αποστέρηση από κάποιο πρόσωπο της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας.  Το ερώτημα επομένως  που εγείρεται υπό τα περιστατικά της υπόθεσης είναι κατά πόσο τα όσα διατυπώνονται στην Έκθεση της Επιτροπής τεκμηριώνουν όντως την προϋπόθεση του δημόσιου συμφέροντος.  Συναφώς έχει αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία ότι δεν αρκεί απλή επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος για αποστέρηση της υπηκοότητας, αλλά το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά έτσι ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος προς την κατεύθυνση διαπίστωσης κατά πόσο τα περιστατικά που επικαλείται η διοίκηση συγκροτούν την έννοια του εκάστοτε κατά Νόμο σκοπούμενου συμφέροντος.  (Στεφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367, Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221 και Aντέννα Τ.V. Λτδ ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 747, όπως και το σύγγραμμα Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Το Διοικητικό συμφέρον και η ανάκληση των διοικητικών πράξεων», Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1979, ΙΙ, σελ. 355 και επ.).

 

     Διεξήλθα με προσοχή την πολυσέλιδη Έκθεση της Επιτροπής Έρευνας, η οποία συντάχθηκε αφού άκουσε τόσο τον Αιτητή 1 όσο και την Ε/Κ Ε.Α. και αξιολόγησε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της.  Ήταν πεποίθηση της Επιτροπής ότι ο γάμος του Αιτητή 1 με την Ε.Α.  απέβλεπε αποκλειστικά και μόνο στην απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας.  Παραθέτει επί του προκειμένου στοιχεία που την οδήγησαν να σχηματίσει την πεποίθηση αυτή τα οποία συνοψίζονται και στην αρχή της παρούσας.  Μεταξύ αυτών και ότι (α) διαρκούσης της «έγγαμης συμβίωσής του» με την Ε/Κ είχε παράλληλα εξωσυζυγική σχέση με την νυν σύζυγό του με την οποία απέκτησε τα τρία από τα έξι παιδιά τους, (β)  αμέσως μόλις  επετεύχθη ο σκοπός του - δηλαδή η απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας - προχώρησε σε αίτηση διαζυγίου και με τη λύση του γάμου του νυμφεύτηκε την νυν σύζυγο του που στην πραγματικότητα πάντοτε ήταν η συμβία του, (γ) ένα χρόνο μετά το διαζύγιό του με την  κατά 20 χρόνια μεγαλύτερη του Ε.Α., αυτή παντρεύτηκε τον αδελφό του Αιτητή 1 που είναι παράνομος μετανάστης και κατά 30 χρόνια μικρότερος της και (δ) η Ε/Κ χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για επίτευξη του σκοπού του Αιτητή 1 ως πρόσωπο αδιαμφισβήτητα αξιοθρήνητο, φτωχό και ευάλωτο.  Όλα τα στοιχεία αυτά κατά τη γνώμη μου αποκαλύπτουν ότι η Έκθεση της Επιτροπής υπήρξε προϊόν ενδελεχούς έρευνας και τα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε είναι καθόλα τεκμηριωμένα και αιτιολογημένα.  Ειδικά δε σ΄ ότι αφορά το στοιχείο του δημόσιου συμφέροντος, το οποίο όπως σημειώθηκε αποτελεί προϋπόθεση για αποστέρηση από κάποιον της κυπριακής υπηκοότητας,  παρατίθεται αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την Έκθεση της Επιτροπής που ομιλεί αφ΄ εαυτού.

 

«(στ)        Η διατήρηση της κυπριακής υπηκοότητας από τον κ. Saleh ΑΙ Saleh με τέτοια συμπεριφορά και τέτοιο ιστορικό δεν συντελεί, κατά τη γνώμη μας, προς το δημόσιο συμφέρον και δεν γίνεται αποδεκτή από την έννομη κυπριακή πολιτεία. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι στην περίπτωση που διατηρηθεί η ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας στον κ. Saleh, το δημόσιο συμφέρον παραβλάπτεται γιατί -

 

(ι) το κράτος θα υποχρεωθεί, εκ των πραγμάτων, να πολιτογραφήσει εκτός από τα πέντε (σήμερα) παιδιά του και την αλλοδαπή σύζυγο του, και

 

          (ιι) τα δημόσια ταμεία συνεχώς θα επιβαρύνονται με κοινωνικές παροχές, επιδόματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση, στέγαση μιας πολυμελούς οικογένειας, η οποία πιστεύουμε ότι εξασφάλισε τη παραμονή στον τόπο μας δόλια, εκμεταλλευόμενη ένα ευάλωτο άτομο και με καταστρατήγηση και καταπάτηση της κυπριακής νομοθεσίας.»

 

     Το πιο πάνω απόσπασμα κατά την άποψή μου εξειδικεύει την έννοια του δημόσιου συμφέροντος με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία καταγράφονται στην Έκθεση και επομένως κρίνω ότι και ο υπό συζήτηση ακυρωτικός λόγος δεν ευσταθεί.

 

     Η πιο πάνω κατάληξη σφραγίζει και την τύχη των λόγων ακύρωσης που έχουν ως άξονα τη θέση ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη ή ότι δεν προηγήθηκε της έκδοσής της η δέουσα έρευνα.  Όπως σφραγίζει και την τύχη του ακυρωτικού λόγου που βασίζεται στην αντίληψη ότι η αφαίρεση της κυπριακής υπηκοότητας από τους αιτητές συνιστά βάναυση, απάνθρωπη και παραβιάζει  τα δικαιώματα τους για οικογενειακή ζωή που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 3 και 8 της ΕΣΔΑ.  Σε σχέση δε με τον υπό αναφορά λόγο υιοθετώ πλήρως την πιο κάτω θέση της συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση την οποία ενσωματώνω αυτούσια για σκοπούς της παρούσας.

 

                              «Δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχτεί ότι η αποστέρηση υπηκοότητας με βάση το Νόμο, συνιστά βάναυση απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση του Αιτητή 1 ή των τέκνων του ή ότι αντίκειται στο δικαίωμα τους για οικογενειακή ζωή, ως τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται από τη ΕΣΔΑ.

 

                              Η παραχώρηση και στέρηση υπηκοότητας με βάση το Νόμο, καθώς και η παραχώρηση ή στέρηση δικαιώματος παραμονής σε οποιοδήποτε αλλοδαπό στη βάση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, αποτελεί γνώρισμα και αποτέλεσμα των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας επί του εδάφους της.(βλ. μεταξύ άλλων Levantis v. Republic (1988) 3C C.L.R. 2483)

 

                              Η άσκηση τούτου του κυριαρχικού δικαιώματος της Δημοκρατίας, βάσει των θεσμοθετημένων κριτηρίων του Νόμου, δεν δύναται να συνιστά βάναυση, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση του Αιτητή 1 ή των τέκνων του ή να αντίκειται στο δικαίωμα τους για οικογενειακή ζωή.

 

                              Η οικογένεια του Αιτητή δύναται ως ενιαία μονάδα να επανεγκατασταθεί σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της χώρας καταγωγής τους, χωρίς να διασπασθεί.

 

                              Εξάλλου, ο Αιτητής διατηρούσε την οικογένεια του διασπασμένη για σειρά ετών, αφού η μητέρα των παιδιών του και τα παιδιά του βρίσκονταν στη Συρία, ενώ αυτός βρισκόταν στη Δημοκρατία παντρεμένος με Κύπρια, ούτως ώστε να αποκτήσει την Κυπριακή υπηκοότητα.

 

                              Δεν μπορεί τώρα να χρησιμοποιεί τη ισχυριζόμενη διάσπαση της οικογένειας του,  που  τόσα χρόνια διατηρούσε  διασπασμένη  προς απόκτηση  της υπηκοότητας δια γάμου με Κύπρια, προς όφελός του.»

 

     Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η προσφυγή είναι καταδικασμένη σε απόρριψη, αλλά ένα καταληκτικό σχόλιο δεν θα ΄ταν χωρίς σημασία.  Αφορά την ευκολία με την οποία οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας χορήγησαν στον Αιτητή 1 την κυπριακή υπηκοότητα ως αποτέλεσμα του γάμου του με την Ε.Α., τη στιγμή που όλα τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιόν τους ενέβαλλαν τουλάχιστον σε υποψία σε σχέση με τη γνησιότητα των προθέσεων του Αιτητή 1.  Σε τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν εκ του περισσού να επισημανθεί ότι ενδείκνυται προληπτική έρευνα, παρά οι εκ των υστέρων διορθωτικές κινήσεις που δημιουργούν και ανεπιθύμητες συνέπειες σε πρόσωπα που καμιά ευθύνη δεν έχουν για τις επιλήψιμες ενέργειες των γονιών τους.

 

     Για όλα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.100 έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και  εναντίον του Αιτητή 1.

 

 

 

                                                            Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

/κβπ

         



[1] Άρθρο 7

 

1.      Το παιδί  εγγράφεται στο ληξιαρχείο αμέσως μετά τη γέννηση του και έχει από εκείνη τη στιγμή τo δικαίωμα ονόματος, το δικαίωμα να αποκτήσει  ιθαγένεια και, στο μέτρο του δυνατού,  τo δικαίωμα να γνωρίζει  τους γονείς του και να ανατραφεί από αυτούς.

 

2.     Τα Συμβαλλόμενα Κράτη μεριμνούν για την εφαρμογή αυτών των δικαιωμάτων,  σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους και με  τις υποχρεώσεις που τους.επιβάλλουν οι ισχύουσες σ' αυτό τον τομέα διεθνείς συνθήκες, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, ελλείψει αυτών,  το παιδί θα ήταν άπατρις.

Άρθρο 8

1.     Τα   Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται το δικαίωμα του παιδιού να διαφυλάττει την ταυτότητα του,  συμπεριλαμβανομένης της ιθαγένειας του, του ονόματος του και των οικογενειακών σχέσεων του, όπως αυτά αναγνωρίζονται από το νόμο, χωρίς παράνομη παρέμβαση.

2.     Όταν ένα παιδί στερείται παράνομα ορισμένα ή όλα τα στοιχεία που συνιστούν την ταυτότητα του, τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να του παράσχουν κατάλληλη υποστήριξη και προστασία, ώστε η ταυτότητα του να αποκατασταθεί τo συντομότερο δυνατόν.

 

[2] 110(3) Ο Υπουργός μπορεί να μεριμνήσει όπως το ανήλικο παιδί οποιουδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας εγγραφεί ως πολίτης της Δημοκρατίας κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τρόπο από το γονέα ή τον κηδεμόνα του παιδιού.

 

[3] 109(1) Πρόσωπο που γεννήθηκε στην Κύπρο κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960, είναι πολίτης της Δημοκρατίας αν κατά το χρόνο της γέννησης του οποιοσδήποτε από τους γονείς του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας ή σε περίπτωση που κατά το χρόνο της γέννησης του δεν ζούσαν οι γονείς του, οποιοσδήποτε από αυτούς, θα εδικαιούτο, αν δεν είχε αποβιώσει, να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται, εκτός αν το Υπουργικό Συμβούλιο διαφορετικά ήθελε διατάξει, σε περιπτώσεις όπου η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του εν λόγω προσώπου ήταν παράνομη.

 

[4] 113(5)  Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αποστερεί οποιοδήποτε πρόσωπο από την ιδιότητά του ως πολίτη σύμφωνα με το άρθρο αυτό εκτός αν ικανοποιηθεί ότι δε συντελεί στο δημόσιο συμφέρον όπως το πρόσωπο αυτό εξακολουθήσει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο