ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D568
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1380/2012)
25 Ιουλίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
SAMY ABDELKARIM SABOUR ZAKHARY,
Αιτητή,
και
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
______
Π. Δαμιανού (κα), για τον αιτητή
Δ. Παπαμιλτιάδους (κα), για την καθ΄ ης η αίτηση
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από την Αίγυπτο και αφίχθηκε νόμιμα στην Κύπρο μαζί με τη σύζυγο και τα τρία τους παιδιά στις 18.4.11 και την επομένη, 19.4.11, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία επικαλούμενος διώξεις της οικογένειας του που είναι χριστιανική από μουσουλμάνους της χώρας του.
Η αίτηση εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία αποφάσισε την απόρριψή της και προς τούτο επέδωσε δια χειρός σχετική επιστολή στον αιτητή ημερ. 8.12.11.
Ο αιτητής αντέδρασε στην απόρριψη της αίτησης του με κατάθεση διοικητικής προσφυγής στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία μετά από μελέτη της έκθεσης που ετοίμασε αρμόδιος λειτουργός την απόρριψε με απόφαση της ημερ. 25.6.12.
Η απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κοινοποιήθηκε στον αιτητή ταχυδρομικώς με επιστολή ημερ. 6.7.12, ο οποίος στις 5.9.12 καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά:-
«Δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση η οποία εξεδόθη την 25.6.12 και έλαβε γνώση ο αιτητής κατά ή περί την 17.7.12 στην οποία απερρίφθη το αίτημα του αιτητή για αναγνώριση του ως πρόσφυγα δυνάμει των διατάξεων του Νόμου 6(1) του 2000 κηρυχθεί άκυρη και στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος».
Η προσφυγή, η οποία προσέκρουσε σε ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση, βασίζεται σε έντεκα ακυρωτικούς λόγους στους οποίους δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά. Κι αυτό καθότι με τη (δεύτερη) 3σέλιδη αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του ημερ. 6.11.13 - η πρώτη ημερ. 18.9.13 αποτελούμενη από 2 φύλλα φαίνεται να εγκαταλείφθηκε ως στερούμενη παντελώς ουσίας - προωθήθηκαν τρεις ακυρωτικοί λόγοι και στη συνέχεια με την απαντητική της αγόρευσης ακόμη ένας. Ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση (α) λήφθηκε εν πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, (β) είναι αναιτιολόγητη και προϊόν ανεπαρκούς έρευνας, (γ) δεν λήφθηκε μέσα στα χρονικά πλαίσια που επιτάσσει η νομοθεσία και (δ) η ιεραρχική του προσφυγή εξετάστηκε μόνο από ένα μέλος της Αρχής αντί από την Ολομέλειά της.
Οι προαναφερθέντες ακυρωτικοί λόγοι αναπτύσσονται σε συντομία τόσο στη (δεύτερη) αγόρευση της συνηγόρου του όσο και στην απαντητική της, όπου διατυπώνονται ουσιαστικά πέντε παράπονα τα οποία, με την τεκμηρίωση που τα συνοδεύει, έχουν ως ακολούθως:
1. Ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα εφόσον «. από τα έγγραφα που η ίδια η Δημοκρατία επισυνάπτει στην ένσταση, δεν διεξήχθη οποιαδήποτε ειδική έρευνα στην περίπτωση του αιτητή και περιορίστηκε στο να απορρίψει την αίτηση του προσφεύγοντα».
2. Ο Λειτουργός τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων όφειλε να αποδεχτεί την αναντίλεκτη μαρτυρία του αιτητή βάσει της οποίας το αίτημα του για διεθνή προστασία ήταν γνήσιο ενόψει των διώξεων που υπέστη η οικογένεια του στην Αίγυπτο από τους μουσουλμάνους και η απόρριψη της μαρτυρίας του ως αναξιόπιστης παραβιάζει το άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000.
3. Ενώ ο αιτητής είναι χριστιανός ορθόδοξος και ενώ ζήτησε διερμηνέα χριστιανό εντούτοις οι καθ΄ ων η αίτηση χρησιμοποίησαν ως διερμηνέα μουσουλμάνο ο οποίος του δημιούργησε αισθήματα ανασφάλειας και επιφυλακτικότητας και εκ τούτου παραβιάστηκε το άρθρο 13Α(9)(β) του περί Προσφύγων Νόμου.
4. Παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του αιτητή και κατά συνέπεια οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και
5. Ότι η ιεραρχική του προσφυγή εξετάστηκε μόνο από ένα μέλος της Αρχής, παράπονο που όπως σημειώθηκε προωθήθηκε με την απαντητική αγόρευση της συνηγόρου του.
Με τη σειρά της η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, υπερασπιζόμενη τη νομιμότητα και ορθότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων να απορρίψει την προσφυγή του αιτητή, χαρακτηρίζει τον ισχυρισμό για έλλειψη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας ως γενικό και αόριστο. Συναφώς υπενθύμισε την καλώς εμπεδωμένη στο Διοικητικό Δίκαιο αρχή σύμφωνα με την οποία γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί δεν είναι αρκετοί για να αποσείσουν το βάρος που έχει ένας αιτητής για στοιχειοθέτηση των ακυρωτικών λόγων που επικαλείται. Παρέπεμψε σχετικά στις υποθέσεις Ali Hossain v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 1737/07, ημερ. 27.10.08 και Synethra Perera Kandane Kankanmalage v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 904/12, ημερ. 25.10.13. Σ΄ ότι αφορά δε το δεύτερο παράπονο του αιτητή εισηγήθηκε ότι ήταν εύλογο για το Λειτουργό να απορρίψει τους ισχυρισμούς του αιτητή για διώξεις της οικογένειας του για θρησκευτικούς λόγους, ενόψει των αντιφάσεων στις οποίες περιέπεσε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων και ως εκ τούτου η απόρριψη της προσφυγής ήταν καθόλα νόμιμη και τεκμηριωμένη. Παρέπεμψε σχετικά στις υποθέσεις Bihus Irina v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 682/08, ημερ. 22.10.09 και Imran Ashraf v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 571/07 ημερ. 8.5.08, καθώς επίσης και στις πρόνοιες του άρθρου 204 του Εγχειριδίου της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων το οποίο τονίζει ότι οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους. Τέλος σ΄ ότι αφορά τα τελευταία δύο παράπονα του αιτητή τα χαρακτήρισε επιπόλαια, αόριστα και εν πάση περιπτώσει αβάσιμα καθότι, αφενός, μεν του χορηγήθηκαν υπηρεσίες αξιόπιστου και ανεπηρέαστου διερμηνέα και αφετέρου το παράπονο του ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασής του δεν βρίσκει έρεισμα στο υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο, αντίθετα, τεκμηριώνει τη θέση ότι έγινε σεβαστό από κάθε άποψη.
Εξέτασα τις εκατέρωθεν θέσεις και επί των πέντε παραπόνων του αιτητή με την πρέπουσα προσοχή και έκδηλα, κατά την άποψή μου, όλα στερούνται ερείσματος. Πράγματι ο ισχυρισμός του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, όπως αυτός προβάλλεται στη λιτή αγόρευση της συνηγόρου του, είναι αστήρικτος, γενικός και αόριστος και ως τέτοιος δεν αποσείει το βάρος απόδειξης που είχε ο αιτητής για επιτυχία της προσφυγής του. (Βλ. μεταξύ άλλων Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, Ζίζυρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631 και Μούστρας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 70).
Από την εξέταση πρώτα της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και ακολούθως της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής προκύπτει ότι το αίτημα του για χορήγηση διεθνούς προστασίας απερρίφθη για τους λόγους που εξηγούνται εκεί με λεπτομέρεια και ουσιαστικά γιατί κρίθηκε αναξιόπιστος. Είναι όμως θεμελιωμένο ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εύκολα στα ευρήματα αξιοπιστίας του διοικητικού οργάνου όταν μάλιστα το διοικητικό όργανο - όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση - είχε την ευκαιρία να δει και να αξιολογήσει ένα αιτητή. Στην προκείμενη περίπτωση τα ευρήματα αξιοπιστίας του αιτητή στα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου και επικυρώθηκαν και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, θεωρώ ότι ήταν απόλυτα δικαιολογημένα και δεν παρέχεται οποιοδήποτε περιθώριο στο Δικαστήριο για επέμβαση. Με την κατάρρευση, επομένως, της αξιοπιστίας του αιτητή κατέρρευσε και η εκδοχή του εφόσον δεν υπήρχε οποιοδήποτε άλλο πραγματικό υπόβαθρο για να την στηρίξει και κάτω απ΄ αυτά τα δεδομένα ο ισχυρισμός ότι η Απόφαση είναι προϊόν μη ενδελεχούς έρευνας κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται. Ανεδαφικό και απορριπτέο κρίνεται και το παράπονό του ότι ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου όφειλε να αποδεχτεί την αναντίλεκτη, όπως χαρακτηρίστηκε, μαρτυρία του καθότι τέτοια υποχρέωση δεν βρίσκει έρεισμα στο Νόμο. Αντίθετα η μαρτυρία του αιτητή υπόκειτο σε αξιολόγηση από το Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος είχε κάθε δυνατότητα να την κρίνει αναξιόπιστη ενόψει της σωρείας των αντιφάσεων και ανακριβειών στις οποίες υπέπεσε ο αιτητής και τις οποίες, ο Λειτουργός, αναφέρει στην έκθεσή του. Αβάσιμο επίσης κρίνεται και το παράπονο ότι δεν χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση του χριστιανός διερμηνέας και οι σχετικές του αιτιάσεις αφενός δεν βρίσκουν έρεισμα στο υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και, αφετέρου, στερούνται σοβαρότητας. Πέραν των πιο πάνω, ανεδαφικά και απορριπτέα κρίνονται και τα άλλα δύο παράπονα του αιτητή σύμφωνα με τα οποία παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης που έχει και, περαιτέρω, ότι η προσφυγή του δεν εξετάστηκε από την Ολομέλεια της Αρχής. Είναι αρκετό σε σχέση με τα παράπονα αυτά να παρατηρήσω ότι (α) η διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής διέπεται από το άρθρο 28(ζ) του Ν.6(1)/2000 το οποίο δεν την υποχρεώνει να καλεί σε προσωπική συνέντευξη ή να διεξάγει ακροαματική διαδικασία οποτεδήποτε έχει ενώπιον της μία διοικητική προσφυγή. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο Νόμος της παρέχει διακριτική ευχέρεια και κατά συνέπεια το σχετικό παράπονο του αιτητή απορρίπτεται και (β) η ιεραρχική προσφυγή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 28(ε)(3) του Νόμου εξετάζεται από ένα μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 28(ε)(4) για εξέτασή της από την Ολομέλεια. Αυτό συνέβαινε και στην υπό συζήτηση υπόθεση και κατά συνέπεια και αυτό το παράπονο απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα προς προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ