ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Ε. Νικολαΐδου (κα), για τους Αιτητές. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-07-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΑΣΟΣ ΑΛΕΤΡΑΣ ΛΤΔ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1300/2010, 11/7/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D511

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1300/2010)

 

11 Ιουλίου 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΤΑΣΟΣ ΑΛΕΤΡΑΣ ΛΤΔ,

Αιτητές

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

 

Ε. Νικολαΐδου (κα), για τους Αιτητές.

Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

------------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στις 13.7.2010, οι καθ΄ ων με σχετική επιστολή τους προς τους αιτητές αναφέρθηκαν στην προηγούμενη επιστολή τους ημερ. 25.9.2009, θεωρώντας την επιβολή του ποσού των €49.762 φόρων και δασμών ως πλήρως αιτιολογημένη με αναφορά σε περαιτέρω διερεύνηση της  υπόθεσης.

 

         Η επιβολή της εκ των υστέρων βεβαίωσης φόρου σχετιζόταν με την εισαγωγή εκ μέρους των αιτητών αριθμού ποδηλάτων που είχαν χώρα καταγωγής την Κίνα και όχι την Μαλαισία όπως αναφερόταν στα έγγραφα εισαγωγής που δηλώθηκαν στη διασάφηση τελωνισμού κατά παράβαση του άρθρου 92 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004.  Ως αποτέλεσμα της λανθασμένης διασάφησης δεν καταβλήθηκε ορθά ο εισαγωγικός δασμός και ο Φ.Π.Α., ενώ παράλληλα απεφεύγθη η καταβολή του δασμού αντιτάμπινγκ.  Κατά συνέπεια οι οφειλόμενοι εισαγωγικοί δασμοί, ο δασμός αντιτάμπινκ, ο Φ.Π.Α. και η χρηματική επιβάρυνση υπολογίσθηκαν στο προαναφερθέν προσόν. 

 

         Οι αιτητές δεν προσέβαλαν με προσφυγή την πιο πάνω απόφαση όπως τους κοινοποιήθηκε στις 25.9.2009, αντέδρασαν όμως με επιστολή ημερ. 20.10.2010 μέσω της δικηγόρου των διαμαρτυρόμενοι ότι δεν διέπραξαν οποιοδήποτε αδίκημα εφόσον τα εμπορεύματα εισήχθησαν από την Μαλαισία με καθ΄ όλα νομότυπο πιστοποιητικό καταγωγής από τη χώρα αυτή.  Ζήτησαν μάλιστα την προς αυτούς παροχή από το Τελωνείο στοιχείων και δεδομένων ώστε σε περίπτωση πιστοποίησης απάτης εκ μέρους της Μαλαισιανής εταιρείας εξαγωγής των ποδηλάτων, να μπορούσαν να κινηθούν εναντίον της.  Το Τελωνείο προχώρησε σε διερεύνηση και με βάση την έρευνα που έγινε στο ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης της διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων διαπίστωσαν ότι τα εμπορευματοκιβώτια που σχετίζονται με την επίδικη διασάφηση παραλήφθηκαν άδεια στις 16.1.2009 στο λιμάνι Yantian  της Κίνας από όπου στις 21.1.2009 αναχώρησαν με φορτίο, ακολουθώντας μια διαδρομή μέσω Χονκ Κονκ, Μαλαισίας και Αλεξάνδρειας με διαφορετικά πλοία και αφίχθηκαν στις 17.3.2009 στο λιμάνι Λεμεσού και παραδόθηκαν στους αιτητές.

 

 Συνάντηση που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των αιτητών και του Τελωνείου στις 25.1.2010 στην οποία παρεδόθησαν τα σχετικά στοιχεία του Τμήματος Τελωνείου δεν κρίθηκαν ικανοποιητικά από τους αιτητές, οι οποίοι παρουσίασαν το νομότυπο πιστοποιητικό καταγωγής των ποδηλάτων από τη Μαλαισία.  Κρούση του Τμήματος Τελωνείων προς τους αιτητές, για εξώδικο συμβιβασμό του αδικήματος της αναληθούς δήλωσης προέλευσης των ποδηλάτων, δεν έγινε δεκτή από αυτούς, οι οποίοι επέμεναν ότι διασύρεται το όνομα τους εφόσον κατέβαλαν όλους τους νόμιμους δασμούς και επιβαρύνσεις έχοντας εισαγάγει τα επίδικα ποδήλατα νομότυπα.

 

         Ακολούθησε από το Τελωνείο η επιστολή ημερ. 13.7.2010 που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη.  Σε αυτή οι καθ΄ ων ενημέρωσαν τους αιτητές ότι μετά από «περαιτέρω διερεύνηση» της υπόθεσης διαπιστώθηκε ότι από μαρτυρία που εξασφάλισε η OLAF από το Ministry of International Trade and Industry της Μαλαισίας, το πιστοποιητικό GSP Form A KL 2009/3811 που κατέθεσαν οι αιτητές για τον τελωνισμό των εμπορευμάτων εκδόθηκε στη βάση λανθασμένων στοιχείων που οι πωλητές των εμπορευμάτων,  εταιρεία  CL Domain  παρουσίασαν  στο εν λόγω Υπουργείο της Μαλαισίας. Περαιτέρω, ότι τα εμπορευματοκιβώτια που ήσαν άδεια φορτώθηκαν από Κινέζο προμηθευτή στο λιμάνι Yiantian της Κίνας στις 16.1.2009 και έφθασαν στην Κύπρο με μεταφορτώσεις χωρίς ποτέ να εκφορτωθούν εμπορεύματα στη Μαλαισία.  Πρόσθετα, στη φορτωτική των εμπορευμάτων σημειώνεται προηγούμενη μεταφορά "pre-carriage" των εμπορευματοκιβωτίων με το πλοίο «Aruni Rickmers» με εκφόρτωση τους στο port Klang της Μαλαισίας.  Μετέπειτα, η διαδρομή των εμπορευματοκιβωτίων από το λιμάνι Yiantian της Κίνας με μεταφόρτωση στο port Klang της Μαλαισίας στο πλοίο «Ital Moderna», με προορισμό τη Λεμεσό, επιβεβαιώθηκε και από επιπρόσθετα στοιχεία του Τελωνείου. 

 

         Είναι στη βάση των πιο πάνω συνοπτικών δεδομένων που οι αιτητές εισηγούνται ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα χωρίς δέουσα έρευνα, με κατάχρηση εξουσίας και ληφθείσα χωρίς αντικειμενικά κριτήρια, τους επιβλήθηκε η εκ των υστέρων τελωνειακή οφειλή βασισμένη σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία διαφόρων άρθρων του Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, αλλά και της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας.  Η κύρια θέση τους, όπως προκύπτει και από την αγόρευση τους, είναι ότι οι αιτητές δεν παρέβησαν καμία απολύτως νομοθεσία ή κανονισμό, έχοντας πλήρως συμμορφωθεί με όλα τα νομότυπα αναμενόμενα από αυτούς στοιχεία και δεν ευθύνονται καθόλου αν στην άγνοια τους το πιστοποιητικό καταγωγής των ποδηλάτων εκδόθηκε στη βάση ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων των πωλητών προς τις Μαλαισιανές Αρχές.  Υπάρχει επομένως πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο εφόσον το πιστοποιητικό καταγωγής ουδέποτε αποσύρθηκε ή ακυρώθηκε από οποιονδήποτε νόμιμο φορέα, με αποτέλεσμα να υπάρχει και αναιτιολόγητη κρίση της διοίκησης βρισκόμενη μάλιστα σε αντίθεση με το άρθρο 220(2)(β) του Κανονισμού 2913/92/ΕΟΚ.

 

         Οι καθ΄ ων ισχυρίζονται ότι η επίδικη προσβαλλόμενη πράξη είναι απλώς βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 25.9.2009, με την οποία επιβλήθηκαν οι δασμοί χωρίς στη συνέχεια να εξεταστούν νέα στοιχεία ή νέα δεδομένα που αλλοίωναν ουσιωδώς τα γεγονότα επί των οποίων βασίστηκε η προηγούμενη απόφαση.  Κατά τα άλλα, οι καθ΄ ων θεωρούν ότι  η νομολογία και οι Κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπουν την αποφυγή καταβολής εισαγωγικών δασμών έστω και αν οι αιτητές δεν είχαν επακριβή γνώση των δεδομένων της εξαγωγής των εμπορευμάτων από τη χώρα προέλευσης  εφόσον τεκμαίρονται να έχουν γνώση του εμπορίου και των πιθανών κινδύνων του διεθνούς εμπορίου.  Η διαπίστωση από την OLAF του προβληματικού φορτίου και η ένδειξη ψευδούς δήλωσης, όσον αφορά τη χώρα κατασκευής των ποδηλάτων, επαρκεί για τις Τελωνειακές Αρχές να επιβάλουν τους αναγκαίους δασμούς, όπως  ακριβώς έπραξαν στην υπό κρίση περίπτωση.

 

         Εξετάζοντας τα εγερθέντα θέματα, το πρώτον που κρίνεται είναι ότι η πράξη που προσβάλλεται δεν είναι βεβαιωτική της προηγηθείσας απόφασης ημερ. 25.9.2009.  Αυτό διότι κατά τη νομολογία, η αναθεώρηση απόφασης επί τη υποβολή νέων στοιχείων απολήγει πράγματι σε νέα απόφαση μετά από δέουσα έρευνα, (Μάρκου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 531, Δημοκρατία ν. Αναστασίου (2011) 3 Α.Α.Δ. 519 και Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851).  Όπου επαναφέρεται αίτημα με ουσιώδη νέα στοιχεία ώστε να προκύπτει ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση από πλευράς της διοίκησης με αποτέλεσμα νέα απόφαση, η πράξη δεν βεβαιώνει προηγούμενη, αλλά προκύπτει ως εκτελεστή (IMCS Intercollege Ltd v. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 296).

         Όπως εξηγήθηκε και σχετικά πρόσφατα στην Σασάκαρος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 177/2009, ημερ. 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:C235, με αναφορά και  στον  Στασινόπουλο: Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών, 4η έκδοση, σελ. 176, πότε υπάρχει νέα έρευνα είναι πραγματικό ζήτημα και νέα έρευνα θεωρείται ότι έγινε επί πραγματικών ή νομικών θεμάτων που πριν την έκδοση της νεώτερης πράξης λήφθηκαν υπόψη στοιχεία «νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπόψιν.», (δέστε και Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364).

 

         Είναι βεβαίως ζήτημα γεγονότων σε κάθε περίπτωση κατά πόσο εκδόθηκε νέα πράξη επί τη διερευνήσει νέων στοιχείων ή όχι.  Εδώ η προσβαλλόμενη πράξη ρητά αναφέρει ότι υπήρξε «περαιτέρω διερεύνηση» της όλης υπόθεσης.  Αυτή η πρόσθετη έρευνα έφερε στην επιφάνεια στοιχεία και δεδομένα που δεν εμφανίζονται στην προηγηθείσα επιστολή εκ των υστέρων βεβαίωσης φόρου ημερ. 25.9.2009.  Αυτά είναι: η μαρτυρία που εξασφάλισε η OLAF ότι το πιστοποιητικό GSP Form A που είχαν καταθέσει οι αιτητές είχε εκδοθεί στη βάση λανθασμένων στοιχείων που παρουσίασε στο Μαλαισιανό Υπουργείο, η πωλήτρια εταιρεία ποδηλάτων, CL Domain.  Ότι τα εμπορευματοκιβώτια είχαν παραληφθεί άδεια και φορτώθηκαν σε Κινέζικο λιμάνι από Κινέζο προμηθευτή.  Ότι η φορτωτική έχει σημείωμα για «pre-carriage» με διαδρομή του πλοίου που επιβεβαίωνε μεταφορτώσεις των εμπορευμάτων.  Και ότι από την αρχική φόρτωση τους σε λιμάνι της Κίνας μέχρι την άφιξη τους στην Κύπρο δεν είχαν εκφορτωθεί, αλλά απλά είχαν μεταφορτωθεί από πλοίο σε πλοίο.

 

         Συγκρίνοντας την αιτιολογία που δίνεται από την προσβαλλόμενη πράξη παρατηρείται ότι αυτή είναι διάφορη από την αιτιολογία της 25.9.2009.  Αυτό, άλλωστε, το αναγνωρίζει και η ίδια η διοίκηση όταν στην προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 13.7.2010, καταλήγει, εκ των υστέρων βεβαίως, να λέγει ότι η βεβαίωση φόρου ημερ. 25.9.2009 είναι «πλήρως αιτιολογημένη».  Δεν είναι απλώς ζήτημα ότι η αιτιολογία είναι πιο εκτεταμένη και λεπτομερής, αλλά είναι το ζήτημα ότι οι ίδιοι οι καθ΄ ων δηλώνουν ότι αυτή η αιτιολογία προέρχεται από «περαιτέρω διερεύνηση», η οποία είχε έναυσμα την αρχική επιστολή διαμαρτυρίας των αιτητών μέσω της δικηγόρου των ημερ. 20.10.2009, (Παράρτημα 10 στην ένσταση), την επιστολή των καθ΄ ων ημερ. 19.3.2010, (Παράρτημα 16), για εξώδικο συμβιβασμό αντί ποινικής δίωξης, και την περαιτέρω διαμαρτυρία των καθ΄ ων ημερ. 14.6.2010, (Παράρτημα 17).

 

         Αναφέρεται δε στην τελευταία επιστολή των αιτητών ότι είχε προηγηθεί συνάντηση τους με τους καθ΄ ων κατά την οποία είχαν προσκομιστεί «διάφορα αποδεικτικά στοιχεία και διευκρινίσεις», που κατά την άποψη των αιτητών, τους απάλλασσαν από την καταβολή οπουδήποτε φόρου ως αποτέλεσμα δικής τους αμέλειας ή σύμπραξης σε ποινικό αδίκημα και οι λειτουργοί των καθ΄ ων ανέλαβαν να διερευνήσουν τις πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά.  Στην προσβαλλόμενη πράξη δεν αναφέρεται ότι τα στοιχεία που δόθηκαν από τους αιτητές ήσαν ήδη στη διάθεση των καθ΄ ων και είχαν εξεταστεί από αυτούς κατά την παραγωγή της πρώτης διοικητικής πράξης ημερ. 25.9.2009.  Αντίθετα, όπως ήδη αναφέρθηκε, πιστοποιούν ότι έγινε «περαιτέρω διερεύνηση».  Η συνήγορος των καθ΄ ων στη δική της αγόρευση δεν μνημονεύει την επιστολή των αιτητών ημερ. 20.10.2009, ούτε την παροχή διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων και διευκρινίσεων, ούτε και εξηγεί με ποιο τρόπο η έρευνα που έγινε για να καταλήξουν οι καθ΄ ων στην προσβαλλόμενη πράξη, ήταν στη βάση των στοιχείων που υπήρχαν ήδη όταν απεστάλη η αρχική επιστολή ημερ. 25.9.2009.  Επομένως, η θέση στην αγόρευση των καθ΄ ων σελ. 5, ότι «δεν προσκομίστηκαν νέα στοιχεία από τους αιτητές», αντιστρατεύεται τη ρητή θέση των αιτητών  ότι δόθηκαν τέτοια νέα αποδεικτικά στοιχεία και διευκρινίσεις και τη ρητή καταγραφή των καθ΄ ων στην προσβαλλόμενη πράξη ότι έγινε «περαιτέρω διερεύνηση».  Αυτό προκύπτει και από το γεγονός, όπως θα εξηγηθεί και μετέπειτα, ότι τα στοιχεία που παρουσιάζονται μέσα από την ένσταση των καθ΄ ων αποδεικνύουν ότι μεταγενέστερα και μόνο της εισαγωγής των επιδίκων ποδηλάτων από τους αιτητές ήταν που η OLAF άρχισε να αποστέλλει σχετικές πληροφορίες περί ενδείξεων απάτης ή δόλου εκ μέρους της CL Domain.

 

  Άλλωστε, οι αιτητές δικαιούνται να γνωρίζουν επακριβώς την αιτιολογία της αναζήτησης από αυτούς φορολογικής επιβάρυνσης και επιπλέον δασμών ώστε και οι ίδιοι να ασκούσαν τα όποια δικαιώματα τους έναντι των πωλητών.  Η μόνη αναφορά που έγινε από τους καθ΄ ων στην επιστολή τους ημερ. 25.9.2009, ήταν ότι τα εμπορεύματα δεν είχαν προέλευση την Μαλαισία, αλλά την Κίνα.

 

         Επί της ουσίας, η υπόθεση είναι παρόμοια με τα γεγονότα της Panipsos Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 743/2010, ημερ. 27.9.2012, του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία είναι υπό έφεση.  Τα δεδομένα όμως και τα τεθέντα εκεί νομικά ζητήματα είναι εν πολλοίς τα ίδια και συνεπώς μπορεί να γίνει όπου χρειάζεται αναφορά σ΄ αυτά.  Το ερώτημα που τελικώς τίθεται είναι κατά πόσο οι αιτητές ευθύνονται σε βαθμό και έκταση υπαιτιότητας ώστε να τους επιβληθεί ο δασμός αντιτάμπιγκ και οι τελωνειακές πρόσθετες οφειλές.  Οι καθ΄ ων στη βάση της περαιτέρω διερεύνησης και στη βάση της έκθεσης  της OLAF, διαπίστωσαν ότι η εταιρεία CL Domain που φερόταν ως οι πωλητές των ποδηλάτων από τη Μαλαισία είχαν και λειτουργούσαν εργοστάσιο παραγωγής αυγών.  Και ότι κατά τον φυσικό έλεγχο των εμπορευμάτων στις 24.7.2009, στα υποστατικά των αιτητών δεν εντοπίστηκε η χώρα καταγωγής επί των ιδίων των ποδηλάτων.  Επομένως, στη βάση των στοιχείων της OLAF, το πιστοποιητικό Form A κρίθηκε ότι είχε εκδοθεί από τις Μαλαισιανές αρχές με αναληθή στοιχεία και δηλώσεις της εταιρείας CL Domain.

 

         Η βεβαίωση εκ των υστέρων οφειλής στηρίχθηκε στα άρθρα 48 και 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου             αρ. 94(Ι)/2004 και στα άρθρα 5(4) και 13 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(Ι)/2000.

 

         Όπως λέχθηκε και στην Panipsos Ltd v. Δημοκρατίας - ανωτέρω -:

 

«Το άρθρο 48 δίδει τη δυνατότητα στο Διευθυντή να               ".. βεβαιώσει το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του ..".  Αυτό λαμβάνει χώραν όταν πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει διασάφηση, ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία ή έγγραφα ή στοιχεία που παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης (που δεν είναι η εδώ περίπτωση), «.. ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή ελλείπουν υποστηρικτικά προς αυτή στοιχεία».  Το άρθρο 52 αφορά την χρηματική επιβάρυνση και τόκο, επιβάρυνση που δεν αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία ανεξάρτητη εκτελεστή πράξη εφόσον είναι παρεπόμενη της ίδιας της βεβαίωσης της εκ των υστέρων οφειλής, (Καλαπαλίκκης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 818 και Sirocco Fashion Center Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, υπόθ. αρ. 1679/07, ημερ. 30.11.2010)

 

Οι αιτητές, σύμφωνα με τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, εισήξαν τα εμπορεύματα στις 17.3.2009 και καταχώρησαν τα σχετικά στοιχεία στο ηλεκτρονικό σύστημα των καθ΄ ων, τα οποία ελέγχθηκαν αυτόματα και βεβαιώθηκαν οι αναλογούντες δασμοί και φόροι, πάντοτε βεβαίως στη βάση των στοιχείων και δεδομένων που είχαν καταχωρηθεί από τους ίδιους τους αιτητές.  Μεταγενέστερα είναι που η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης («European Anti-Fraud-Olaf»), ενεργώντας στο πλαίσιο του άρθρου 45 του ΕΚ 515/97 του Συμβουλίου ημερ. 13.3.1997, ενημέρωσε με επιστολή της      ημερ. 15.4.2009, (Παράρτημα 9 στην ένσταση), ότι ποσότητες ποδηλάτων με καταγωγή την Κίνα εισάγονταν στην Ευρώπη με δηλωτικά στοιχεία που έδειχναν, αναληθώς, ως χώρα καταγωγής τη Μαλαισία.  Ήταν στη βάση αυτής της πληροφόρησης που οι λειτουργοί των καθ΄ ων ερεύνησαν τα γραφεία και υποστατικά των αιτητών εντοπίζοντας την επίδικη διασάφηση εισαγωγής των ποδηλάτων με προμηθευτή την CL Domain Sdn.Bhd, η οποία περιλαμβανόταν στον κατάλογο εταιρειών για τις οποίες η OLAF διενήργησε έρευνα για επαλήθευση των πιστοποιητικών Form A.  Το πιστοποιητικό καταγωγής Form A υπό στοιχεία KL 2009/3811, αναφερόταν στον κατάλογο της OLAF ως ένα από αυτά που εκδόθηκαν από τις Μαλαισιανές αρχές (MITI), στη βάση αναληθών στοιχείων και δηλώσεων.  Φυσικός έλεγχος που έγινε στα επίδικα ποδήλατα δεν εντόπισε, όπως ήδη αναφέρθηκε, τη χώρα καταγωγής τους.

 

Όλη η θέση των καθ΄ ων στηρίζεται στην ουσία στην προσκόμιση αναληθούς πιστοποιητικού καταγωγής Form A.  Αυτό όμως δεν εκδόθηκε από τους αιτητές, αλλά από το Malaysian Ministry of Industry and Trade.  Η εκ των υστέρων βεβαίωση εδράζεται σε νομοθετικές πρόνοιες που συναρτώνται προς υπαίτια και ηθελημένη παραπλάνηση των τελωνειακών αρχών.  Το άρθρο 92 του Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, στο οποίο βασίζονται επίσης οι καθ΄ ων, ρητώς εισάγει στις πρόνοιες του την πρόθεση εξαπάτησης στη χρήση, προσαγωγή, παράδοση ή αποστολή εγγράφου που είναι αναληθές ή τη εν γνώσει του εισαγωγέα πρόταξη αναληθούς δηλώσεως.  Το άρθρο 92 είναι σημαντικότατο διότι, ως και οι ίδιοι οι καθ΄ ων ανέφεραν κατά την επιβολή των δασμών, οι πράξεις των αιτητών αποτελούσαν αδίκημα αναληθούς δήλωσης κατά παράβαση του άρθρου 92, με  βεβαίωση που εκδόθηκε στη βάση των άρθρων 48 και 52 του ίδιου Νόμου.  Έπεται ότι, όπως έχει αποφασιστεί και στην υπόθεση Panipsos Ltd v. Δημοκρατίας - ανωτέρω -:

 

«Το άρθρο 48 του Νόμου, στο οποίο γίνεται επίκληση στην προσβαλλόμενη πράξη, οφείλεται να διαβάζεται υπό το φως μαρτυρίας περί ηθελημένης καταστρατήγησης του Νόμου από τον εισαγωγέα ή τουλάχιστον συνειδητής παράλειψης ή αμέλειας παρουσίασης των ορθών στοιχείων.»

 

Το άρθρο 92 δεν αδρανοποιείται λόγω της ύπαρξης του εδαφίου (4) αυτού, το οποίο επίσης καθιστά συμπεριφορά που δεν εμπίπτει στο εδάφιο (1) ποινικά κατακριτέα, ήσσονος όμως σημασίας, τιμωρητέας με πρόστιμο μέχρι Λ.Κ.500 από αυτή της «πρόθεσης εξαπάτησης» κατά το εδάφιο (1), που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή με πρόστιμο μέχρι ΛΚ50.000 ή σε αμφότερες τις ποινές.  Αντίθετα, οι ίδιοι οι καθ΄ ων καθόρισαν στην επιστολή τους ημερ. 25.9.2009 ότι οι πράξεις τους συνιστούσαν «αδίκημα αναληθούς δήλωσης» με βάση το       άρθρο 92 γενικώς, χωρίς να το περιορίσουν στο εδάφιο (4) αυτού.

 

Η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια για εξαπάτηση ή εν γνώσει του εισαγωγέα αναληθούς δηλώσεως, είναι συμβατή και με τις πρόνοιες του άρθρου 220(2)(b) του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/12 του Συμβουλίου που δεν επιτρέπει εκ των υστέρων καταλογισμό οφειλής όταν ο οφειλέτης «ενήργησε με καλή πίστη» και τήρησε όλες τις πρόνοιες της τελωνειακής νομοθεσίας ή όταν το πιστοποιητικό που χορηγείται από τις αρχές τρίτης χώρας και οδηγεί σε προτιμησιακό καθεστώς αποδεικνύεται ανακριβές, γεγονός το οποίο αποτελεί σφάλμα που δεν ήταν εύλογο να γίνει αντιληπτό, εκτός και αν οι εκδώσασες το πιστοποιητικό αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν το γεγονός ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους.

 

Το επακριβές κείμενο του άρθρου 220(2)(b) του Council Regulation (EEC) No. 2913/92 της 12.10.1992, όπως τροποποιήθηκε με τα Regulation (EC) No. 82/97, Regulation (ECNo. 955/99, Regulation (EC) No.2700/2000, Regulation (EC) No. 648/2005 και Council Regulation (EC) No. 1791/2006, έχει ως εξής: (χρησιμοποιείται το Αγγλικό κείμενο που είναι πλέον διαυγές ως προς τις σχετικές πρόνοιες εφόσον χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις και το ίδιο λεκτικό για να αποδώσει τις ίδιες έννοιες, - δέστε Sirocco Fashion Center Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1679/2007, ημερ. 30.11.2010).

 

«2.   Except in the cases referred to in the second and third subparagraphs of Article 217(1), subsequent entry in the accounts shall not occur where:

...........................................................................................................

 

(b)   the amount of duty legally owed was not entered in the accounts as a result of an error on the part of the customs authorities which could not reasonably have been detected by the person liable for payment, the latter for his part having acted in good faith and complied with all the provisions laid down by the legislation in force as regards the customs declaration.

 

         Where the preferential status of the goods is established on the basis of a system of administrative cooperation involving the authorities of a third country, the issue of a certificate by those authorities, should it prove to be incorrect, shall constitute an error which could not reasonably have been detected within the meaning of the first subparagraph.

 

         The issue of an incorrect certificate shall not, however, constitute an error where the certificate is based on an incorrect account of the facts provided by the exporter, except where, in particular, it is evident that the issuing authorities were aware or should have been aware that the goods did not satisfy the conditions laid down for entitlement to the preferential treatment.

 

        The person liable may plead good faith when he can demonstrate that, during the period of the trading operations concerned, he has taken due care to ensure that all the conditions for the preferential treatment have been fulfilled.

 

          The person liable may not, however, plead good faith if the European Commission has published a notice in the Official Journal of the European Communities, stating that there are grounds for doubt concerning the proper application of the preferential arrangements by the beneficiary country;»

 

Δεν εντοπίζεται στα γεγονότα της υπόθεσης οποιαδήποτε ανάμειξη, υπαιτιότητα, ή απάτη, ή πρόθεση υποβολής ψευδών ή αναληθών στοιχείων από τους αιτητές.  Αυτοί εισήγαγαν την ηλεκτρονική διασάφηση στη βάση των στοιχείων και δεδομένων που είχαν από το αρμόδιο Μαλαισιανό Υπουργείο.  Χρησιμοποίησαν το Form A ως ήταν εγκριμένο από τις αρχές της χώρας εξαγωγής.  Αυτή είναι και η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των γεγονότων στην Sirocco Fashion Center Ltd - ανωτέρω - και της παρούσας υπόθεσης, αλλά και της Panipsos Ltd - ανωτέρω -, εφόσον στην Sirocco οι αρμόδιες αρχές του Μπαγκλαντές δεν είχαν εκδώσει προς τη μεσάζουσα τα πιστοποιητικά, τα οποία και θα έπρεπε συνεπώς να θεωρούνταν ως ψευδή και αναληθή, καλώντας μάλιστα τις τελωνειακές αρχές της Κύπρου να μην εκκαθαρίσουν τα εμπορεύματα έναντι ψευδών και πλαστογραφημένων πιστοποιητικών.  Έτσι κρίθηκε από τον παρόν Δικαστήριο στη Sirocco ότι δεν ήταν δυνατή η επίκληση της καλής πίστης κατά το Άρθρο 220(2)(b) του Κανονισμού 2913/1992, εφόσον το πιστοποιητικό εξαγωγής δεν είχε εκδοθεί από τις κρατικές και αρμόδιες υπηρεσίες του Μπαγκλαντές.

 

Στην προκείμενη περίπτωση οι ίδιες οι Μαλαισιανές αρχές φαίνεται να εξαπατήθηκαν από τους πωλητές CL Domain, χωρίς επομένως να εμπίπτει η υπόθεση στις πρόνοιες της τρίτης παραγράφου του εδαφίου 2(b) ανωτέρω του άρθρου 220.  Περαιτέρω, η απάτη δεν ήταν στη γνώση των αιτητών και κανένα στοιχείο ή δεδομένο δεν τους εμπλέκει σε οτιδήποτε το παράνομο.  Αυτοί εισήγαγαν στο σύστημα «Θησέας» το «Declaration Information», (Παράρτημα 7 στην αρχική ένσταση).  Φαινόταν εκεί η Μαλαισία ως χώρα εξαγωγής και η CL Domain ως πωλητής.  Αυτό έγινε στις 18.3.2009.  Υπεβλήθη μαζί και το Form A, (Παράρτημα 8), σφραγισμένο και πιστοποιημένο από το Ministry of International Trade and Industry, Kuala Lumpur, Malaysia, 23.1.2009, ότι «It is hereby certified, on the basis of control carried out, that the declaration by the exporter is correct.».  Το «Declaration of the Exporter», δηλαδή, την CL Domain, φέρον σφραγίδα, καθόριζε ότι οι δηλώσεις που περιέχονταν στο Form A και όλα τα στοιχεία σ΄ αυτό, ήταν ορθά και ότι τα αγαθά, ποδήλατα, είχαν κατασκευαστεί στη Μαλαισία.

 

Μόνο εκ των υστέρων ήταν που η OLAF στις 15.4.2009 απέστειλε την έκθεση της στους καθ΄ ων (Παράρτημα 9), με αναφορά στην αποστολή («mission») που είχε στη Μαλαισία μεταξύ 1-5 Δεκεμβρίου 2008.  Σ΄ αυτή καταγράφεται ο μηχανισμός του δόλου ως εξής:

 

«The goods left Malaysia with false or invalid GSP Form A certificates of Malaysian origin.  These certificates were either fraudulently obtained from the Malaysian authorities on the basis of false declarations and documentation provided to these authorities or, in many cases, were falsified.

 

These documents were subsequently presented in the EC as proof of Malaysian origin for importations of hundreds of containers of bicycles.  They were accepted by customs in the Community at face value at the time and consequently the European Community importers evaded the 48,5% anti-dumping duties payable if they had been correctly declared under their true Chinese origin.»

 

Και περαιτέρω στη συμπλήρωση της έκθεσης της OLAF με την επιστολή της ημερ. 28.4.2009, αναφέρεται ότι η CL Domain ήταν μια από τις εταιρείες «under verification» (δηλαδή δεν ήταν ακόμη δεδομένη η απάτη) και αφορούσαν εισαγωγές στην Ευρώπη κατά την περίοδο 2006-2008.  Ειδικά για την CL Domain αναφερόταν η περίοδος Απριλίου 2006-Νοεμβρίου 2007.  Όλα αυτά δείχνουν ότι η OLAF διερεύνησε δεδομένα προηγηθέντα ή σύγχρονα της παραλαβής των επίδικων ποδηλάτων και οι αιτητές δεν γνώριζαν ποτέ οτιδήποτε για το προβληματικό της εξαγωγής των αγαθών από τη Μαλαισία ή το ενδεχομένως ψευδές του Form A, ή, των ανακριβών δηλώσεων της CL Domain.

 

Η θέση των καθ΄ ων ότι επειδή η επίδικη εισαγωγή ποδηλάτων ήταν η πρώτη και μοναδική από την CL Domain, αναμενόταν από ένα έμπειρο εισαγωγέα ποδηλάτων να είχε ανταλλάξει κάποια σχετική αλληλογραφία πριν την παραγγελία «και όχι να επαναπαύεται με την προσκόμιση του πιστοποιητικού καταγωγής» (θέση που προβάλλεται στη σελ. 20 της αγόρευσης των καθ΄ ων και πιστοποιεί περαιτέρω την προσκόμιση νέων στοιχείων από τους αιτητές), απαντήθηκε ως εξής στην Panipsos Ltd:

 

«Έμμεσα οι καθ΄ ων μέμφονται τους αιτητές για τη λανθασμένη εισαγωγή των στοιχείων στο σύστημα «Θησέας», διότι κατέχουν μεγάλη πείρα στις εισαγωγές ποδηλάτων και μοτοσυκλεττών και ως εκ τούτου θα μπορούσαν να «.. είχαν ανακαλύψει κατά πόσο τα εμπορεύματα αυτά προέρχονταν από την Κίνα και άρα να επιβαρύνονταν με φόρο αντιτάμπιγκ.».  Το στοιχείο αυτό ανέδειξε ιδιαιτέρως η κα Συμεωνίδου κατά τις διευκρινίσεις.  Δεν είναι όμως με την πείρα που έπρεπε οι αιτητές να υποψιαστούν οτιδήποτε, τη στιγμή που τα επίσημα έγγραφα της Μαλαισίας, έδειχναν τη χώρα ως την καταγωγή των ποδηλάτων.  Η OLAF, υπενθυμίζεται, προέβηκε σε εκτεταμένες έρευνες για να ανακαλύψει το πρόβλημα, με τη βοήθεια των Μαλαισιανών αρχών και επιτόπιες έρευνες.  Τα έγγραφα που επισυνάπτονται στα Παραρτήματα 36-40 στην ένσταση φαίνεται να προέκυψαν από αυτές τις  εξειδικευμένες και εκτεταμένες έρευνες της OLAF και είναι αντίθετα με τα πιστοποιητικά που οι αιτητές είχαν στη διάθεση τους, επίσης Παραρτήματα 5-9 στην ένσταση, αλλά και τα πρωτότυπα έγγραφα φορτωτικής και άλλα που επισυνάπτονται στην αγόρευση των αιτητών.  Επομένως, δεν ήταν θέμα πείρας, ως η εισήγηση των καθ΄ ων.» 

 

Η πρόσθετη θέση των καθ΄ ων ότι δεν είναι απαραίτητη η προηγούμενη απόσυρση ή ακύρωση του Form A, ή, ότι το Τελωνείο ενήργησε στη βάση αντικειμενικών δεδομένων και δεν αποτελεί προϋπόθεση η εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής να βασίζεται σε «γνώση, εμπλοκή ή ανάμειξη των αιτητών στην παρατυπία»,  παραγνωρίζει την υπεράσπιση της καλής πίστης και την ανάγκη διαπίστωσης «αναληθούς δήλωσης» κατά τη κοινοτική και ημεδαπή νομοθεσία (άρθρο 92 του Νόμου αρ. 94(Ι)/2004), όπως ήδη εξηγήθηκε.  Και ταυτόχρονα, ενώ είναι βεβαίως ορθή η θέση των καθ΄ ων ότι το Τελωνείο δεν εμποδίζεται να προβεί σε εκ των υστέρων ελέγχους, έστω και αν οι αιτητές εισήγαγαν νόμιμα την επίδικη διασάφηση, όπως γίνεται αποδεκτό από τη συνήγορο των καθ΄ ων, (σελ. 26 της αγόρευσης), η αναζήτηση εκ των υστέρων οφειλής δεν πρέπει να αντιστρατεύεται το Νόμο ή τις αρχές της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση.  Αναφέρθηκαν στην Panipsos Ltd - ανωτέρω - τα εξής σχετικά:

 

        «Αναμφίβολα, όπως ορθά αναφέρουν οι καθ΄ ων, με τις υποθέσεις Frakapor Co Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.2001 και Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 530, καθώς και άλλες, όπως οι Δημοκρατία ν. Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 284 και Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7, η διοίκηση οφείλει να λάβει εκείνα τα μέτρα, ακόμη και ανακλητικά, προς είσπραξη των οφειλών του δημοσίου, ο δε χρόνος δεν αποτελεί πρόβλημα όταν στην παραγωγή της πράξης συνέβαλε και ο διοικούμενος, (Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803 και Μίχαλος Δημητρίου Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675).

 

          Τα γεγονότα όμως εδώ δεν δείχνουν καμιά άμεση ή έμμεση συμμετοχή των αιτητών στην παραγωγή της λανθασμένης διασάφησης.  Ενήργησαν καλόπιστα υπό το φως των δεδομένων και των πιστοποιητικών που είχαν.  Το ότι το Τμήμα Τελωνείων ενημέρωσε με σχετική εγκύκλιο του από το 2005, όλους τους ενδιαφερομένους για το περιεχόμενο του Κανονισμού 1095/05 ως προς τους δασμούς που επιβάλλονται όταν τα εμπορεύματα έχουν καταγωγή την Κίνα, ουδόλως καθιστά τους αιτητές συμμέτοχους σε οποιαδήποτε παρανομία.  Δεν υφίστανται εδώ γεγονότα όπως στην Μίχαλος Δημητρίου Λτδ - πιο πάνω - όπου οι εισαγωγείς είχαν ενημερωθεί ως προς την αναγκαιότητα για προϊόντα εισαγόμενα από την Ταϋλάνδη, να συνοδεύονται από την κατάθεση πρωτότυπου πιστοποιητικού εξαγωγής από τη χώρα αυτή, αλλά παρά ταύτα κατατέθηκαν αντίγραφα.  Εδώ τα πιστοποιητικά ήταν πρωτότυπα.  Ούτε είναι η περίπτωση όπως την Fournaris M &J Imports & Exports Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 486, όπου οι Βελγικές αρχές δεν μπορούσαν να επαληθεύσουν την αυθεντικότητα του EUR 1, διότι ο εξαγωγέας αδυνατούσε να βεβαιώσει την κοινοτική προέλευση των επίδικων ηλεκτρικών συσκευών.

         Στην Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών - ανωτέρω - αναφέρθηκε ακριβώς ότι το εκεί επιχείρημα του εφεσείοντος ότι η ανάκληση παρέβαινε τις αρχές της χρηστής διοίκησης «.. ίσως να είχε σημασία κάτω από κανονικές συνθήκες, αν δηλαδή ο ίδιος δεν ευθυνόταν για τον αρχικά λανθασμένο υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας.».  Η Ολομέλεια αναφέρθηκε μάλιστα και στην Τάσος Τρουλλίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -.  Παρομοίως, στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπάρχει καμιά ένδειξη περί οποιασδήποτε ευθύνης των ιδίων των αιτητών στην εισαγωγή των στοιχείων στο «Θησέας», ούτε βέβαια σε σχέση με παρανομία οποιουδήποτε είδους κατά την προηγηθείσα εξαγωγή των εμπορευομένων.

 

        Η εκ των υστέρων επιβολή δασμών και φόρων στην υπό κρίση περίπτωση όπου δεν συμμετείχαν με καμιά απολύτως μαρτυρία οι ίδιοι οι αιτητές, αφίστατο της αρχής της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης προς τη διοίκηση.  Το άρθρο 48 του Νόμου, στο οποίο γίνεται επίκληση  στην προβαλλόμενη πράξη, οφείλεται να διαβάζεται υπό το φως μαρτυρίας περί ηθελημένης καταστρατήγησης του Νόμου από τον εισαγωγέα ή τουλάχιστον συνειδητής παράλειψης ή αμέλειας  παρουσίασης των ορθών στοιχείων.  Οι καθ΄ ων γενικώς αναφέρθηκαν στο άρθρο 48.  Δεν εξηγούν ποια πτυχή του παραβίασαν οι αιτητές και αυτό προσθέτει στο αναιτιολόγητο της απόφασης.  Το άρθρο 48 περιέχει διαζευκτικές ενέργειες εκ μέρους του εισαγωγέα.  Ποια από όλες ήταν η προβληματική εδώ, ουδόλως αναφέρεται.»

 

Η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της δεδομένων και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί και η υπόθεση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Τρίτο Τμήμα) Unifrigo Gadus Srl και CPL Imperial 2 SpA v. Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνεκδ. υποθ. Τ-10/97 και Τ-11/97, ημερ. 9.6.1998.  Εκεί λέχθηκε ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είναι υποχρεωμένη να υφίσταται τις επιβλαβείς συνέπειες από την οποιαδήποτε παράτυπη ή παράνομη συμπεριφορά των προμηθευτών των εισαγωγέων διότι ένας συνετός επιχειρηματίας πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμά τους κινδύνους της αγοράς στην οποία σκοπεύει να κινηθεί, αλλά η υπόθεση αφορούσε πιστοποιητικό EUR 1, συναλλαγή  δηλαδή  εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με διαφορετικές δυνατότητες ανακάλυψης προβλημάτων και με τη δυνατότητα έγκαιρης διαπίστωσης και διόρθωσης τους. 

 

Τα γεγονότα εκεί αφορούσαν την εξαγωγή ψαριών από τη Νορβηγία στην Ιταλία στη βάση πιστοποιητικού EUR 1 ότι τα προϊόντα ήταν νορβηγικής καταγωγής.  Αργότερα οι ίδιες οι Νορβηγικές αρχές οικειοθελώς προσέφεραν στις Ιταλικές αρχές την πληροφορία ότι ο εξαγωγέας αδυνατούσε να αποδείξει ότι τα αγαθά ήσαν πράγματι από τη Νορβηγία. Οι εισαγωγείς στην Ιταλία δεν αμφισβήτησαν αυτές τις θέσεις των Νορβηγικών αρχών, ενώ ήταν κοινός τόπος ότι οι αρχές αυτές ήταν οι αρμόδιες αρχές εντός της έννοιας του Άρθρου 5(2) του Κανονισμού αρ. 1697/79 και περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι το λάθος που οδήγησε στην εκ των υστέρων βεβαίωση από τις Ιταλικές αρχές ανήκε στον εξαγωγέα που δήλωσε την αυθεντικότητα της καταγωγής των προϊόντων, αλλά αργότερα δεν ήταν σε θέση να το πιστοποιήσει.  Επομένως το λάθος δεν προερχόταν από τις αρμόδιες αρχές της Νορβηγίας ώστε να αποκλείεται η εκ των υστέρων βεβαίωση.  Θεωρήθηκε ότι μόνο λάθη που αφορούν πράξεις των ιδίων των αρχών ενέπιπταν στο Άρθρο 5(2).

 

Έκτοτε ο Κανονισμός 1697/79 (OJ 1979 L197), καταργήθηκε με το Άρθρο 251 του νέου Κανονισμού 2913/92, ο οποίος εισήξε την έννοια της καλής πίστης («good faith») στο Άρθρο 220(2)(b), που δεν υπήρχε προηγουμένως στο Άρθρο 5(2) του Κανονισμού 1697/79.  Έτσι όπου στην απουσία ένδειξης συμμετοχής του εισαγωγέα σε οποιαδήποτε  απάτη, ο εισαγωγέας καλόπιστα προβαίνει σε συναλλαγές στη βάση πιστοποιητικών που αρμοδίως εκδίδονται από τις κρατικές υπηρεσίες της χώρας εξαγωγής, έχοντας και ο ίδιος δυνάμει του Άρθρου 220(2)(b) επιδείξει καλή πίστη και εύλογη επιμέλεια ότι όλες οι προϋποθέσεις για την προτημισιακή μεταχείριση έχουν εκπληρωθεί.  Εδώ δεν έχει διαφανεί ότι οι αιτητές δεν έχουν εκπληρώσει αυτό το καθήκον.

 

Στα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης διαπιστώνεται λανθασμένη εκ μέρους των καθ΄ ων αντίληψη του Νόμου και των γεγονότων ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για πλάνη και επί των δύο. 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων.

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το             Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                             Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο