ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 867/2005, 17 Νοεμβρίου 2006
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ ΜΑΥΡΗ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1086/2009, 5 Δεκεμβρίου 2011
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 6(I)/1998 - Ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D579
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1292/2011)
29 Ιουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΖΕΝΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για την Αιτήτρια.
Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδη, Δημητρίου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για τη θέση Βοηθού Βιβλιοθήκης στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η εν τέλει επιλογή των ενδιαφερομένων μερών («ΕΜ») αντί της ιδίας οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας.
Η αιτήτρια κατέλαβε την πέμπτη θέση στη γραπτή εξέταση η οποία διεξήχθη. Η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου των καθ' ων η αίτηση της απένειμε 2 μονάδες για τα ακαδημαϊκά της προσόντα και μία μονάδα για τη σχετική της πείρα. Η αιτήτρια κρίθηκε ότι δεν κατείχε το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα και ως εκ τούτου δεν της αποδόθηκαν μονάδες. Στον Πίνακα Αρχικής Κατάταξης η αιτήτρια βρισκόταν στην ένατη θέση. Της δόθηκαν τρεις βαθμοί στην προφορική εξέταση με αποτέλεσμα τελικώς να καταταγεί δέκατη. Στην πορεία κενώθηκε ακόμη μία θέση οπότε διορισμός προσφέρθηκε στις έξι υποψήφιες οι οποίες είχαν λάβει την ψηλότερη γενική βαθμολογία.
Η διαμαρτυρία της αιτήτριας ξεκινά με τη θέση πως δεν υπάρχει ορθά αρχειοθετημένος φάκελος με πρωτότυπα πρακτικά με αποτέλεσμα ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται ανέφικτος.
Επιπλέον, η αιτήτρια ισχυρίζεται πως η τριμελής Επιτροπή η οποία διορίστηκε από το Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών ήταν αναρμόδια να λάβει την επίδικη απόφαση καθότι τέτοιος διορισμός, ακόμα και αν γίνει δεκτό πως υπήρχε δυνατότητα διορισμού, έπρεπε να γίνει από το Συμβούλιο το ίδιο και όχι από το Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών.
Θεωρώ πως πρέπει να διευκρινιστούν τα ακόλουθα: Διορίστηκε από το Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών τριμελής Επιτροπή αποτελούμενη από διοικητικό προσωπικό, για τη διεξαγωγή της γραπτής εξέτασης. Σαφώς δεν πρόκειται για την ίδια Επιτροπή με την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών αποτελούμενη από τον Πρύτανη, δύο Αντιπρυτάνεις, ένα Μέλος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου, το Διευθυντή και τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού ως Γραμματέα για την τήρηση των πρακτικών.
Ο διορισμός της πρώτης Επιτροπής, καθώς ορθά εξηγεί η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, έγινε στη βάση του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998, Ν. 6(Ι)/98. Παρατηρώ πως και στην προκήρυξη των θέσεων καταγραφόταν πως «Οι υποψήφιοι θα εξεταστούν γραπτώς και προφορικώς σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν. 6(Ι)/98». Στο δε άρθρο 2(3) του ιδίου Νόμου προβλέπεται η ανάθεση από την αρμόδια αρχή σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή της ευθύνης διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων. Ως αρμόδια αρχή ορίζεται στο άρθρο 2(1)(β) του Νόμου ο Γενικός Διευθυντής ή ο Διευθυντής ή εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του νομικού προσώπου ή οργανισμού δημόσιου δικαίου. Εν προκειμένω, στο διορισμό της εν λόγω Επιτροπής νομίμως, κατά την κρίση μου προέβη ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών ο οποίος, κάτω από τα δεδομένα όπως διαφαίνονται στο επισυνημμένο στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση Οργανόγραμμα του Πανεπιστημίου Κύπρου αλλά και στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου στην οποία η αιτήτρια παραπέμπει, ήταν ο αρμόδιος. Έχοντας υπόψη πως από το σχετικό Οργανόγραμμα ξεκάθαρα φαίνεται πως ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών έχει υπό του όλες τις Υπηρεσίες, μεταξύ αυτών και την Υπηρεσία Ανθρώπινου Δυναμικού, ο ισχυρισμός πως αρμόδιος ήταν ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ανθρώπινου Δυναμικού απορρίπτεται. Η δε επικαλούμενη από την αιτήτρια Τατιάνα Μιχαηλίδου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 867/2005, ημερ. 17.11.2006, διαφέρει από την παρούσα καθότι εκεί η υπόθεση δεν εξετάστηκε υπό το φως του Ν. 6(Ι)/98. Περαιτέρω, δεν υπάρχει, καθώς αντιλαμβάνομαι, άλλη «Τριμελής Επιτροπή» από την προβλεπόμενη από το άρθρο 2(3) του Νόμου Ειδική Τριμελή Επιτροπή, η οποία εν πάση περιπτώσει κινήθηκε εντός των πλαισίων της αρμοδιότητάς της, και συνεπώς όσα ο δικηγόρος της αιτήτριας αναφέρει σχετικά δεν ευσταθούν.
Περαιτέρω, η συμμετοχή του διορίζοντος την Τριμελή Επιτροπή στην Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών δεν βλέπω πώς παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας, ως είναι ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας. Θεωρώ τον ισχυρισμό γενικό και αόριστο και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών διορίστηκε, όπως η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ορθά υποδεικνύει, από το Συμβούλιο με απόφαση ημερομηνίας 7.8.2008. Στην εν λόγω Επιτροπή μεταβιβάστηκε και η αρμοδιότητα για διορισμούς διοικητικού προσωπικού, όπως το Συμβούλιο έχει εξουσία να πράττει δυνάμει του άρθρου 6Α του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου. Στο άρθρο 6Α προβλέπεται πως «Το Συμβούλιο δύναται να καταρτίζει Επιτροπές από μέλη του στις οποίες μπορεί να μεταβιβάζει, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που κρίνει εκάστοτε σκόπιμο να καθορίσει, οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητές του». Ένας από τους όρους διοικητικής λειτουργίας της Επιτροπής είναι και ότι οι αποφάσεις της είναι άμεσα και αμέσως εκτελεστές. Έχοντας αυτά υπόψη και σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της αιτήτριας, δεν διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στο διορισμό (βλ. Σωτηρούλα Μαυρή ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1086/2009, ημερ. 5.12.2011). Ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών δεν στοιχειοθετείται και απορρίπτεται. Όπως επίσης συνακόλουθα απορρίπτεται και ο ισχυρισμός ότι η τελική απόφαση ανήκει στο Συμβούλιο.
Περαιτέρω παρατηρείται, πως τις αιτήσεις αξιολόγησε η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών και όχι η Τριμελής Επιτροπή. Συνεπώς τα όσα συναφώς προβάλλονται περί του αντιθέτου από το δικηγόρο της αιτήτριας δεν ευσταθούν.
Ούτε και ο ισχυρισμός πως ακόμα και στην αναφερόμενη από τους καθ' ων η αίτηση απόφαση του Συμβουλίου ημερ. 8.7.08, δεν γίνεται οποιαδήποτε ειδική μεταβίβαση της αρμοδιότητας διεξαγωγής της προφορικής εξέτασης στην Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών ευσταθεί. Κατά την κρίση μου, εφόσον η αρμοδιότητα η οποία μεταβιβάστηκε ήταν, μεταξύ άλλων, και για τους διορισμούς του διοικητικού προσωπικού δεν νοείται να καλύπτεται όλο το φάσμα της διαδικασίας των διορισμών με εξαίρεση τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης. Αναμφίβολα, και η προφορική εξέταση αποτελεί μέρος της διαδικασίας διορισμού και δεν χρειάζεται ειδική για τούτο μεταβίβαση, ως είναι ο ισχυρισμός.
Ο ισχυρισμός δε πως δεν υπήρχαν στο φάκελο τόσο το εν λόγω πρακτικό όσο και το πιο κάτω αναφερόμενο μήνυμα αποσύρθηκε. Παρατηρώ, βεβαίως πως, αν και δεν είναι ιδανικός ο τρόπος που τα πρακτικά των συνεδριάσεων των καθ' ων η αίτηση αρχειοθετούνται, εν τούτοις είναι κατανοητή η εξήγηση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση πως το ίδιο πρακτικό αφορά σε ποικιλία θεμάτων και αντίγραφο του σχετικού μέρους του πρακτικού καταχωρείται στον εκάστοτε διοικητικό φάκελο. Συνεπώς, θεωρώ πως το προσκομισθέν ενώπιον του Δικαστηρίου πρακτικό αποτελεί μέρος του φακέλου με αποτέλεσμα ο δικαστικός έλεγχος να είναι εφικτός. Το ίδιο ισχύει και για το εκ των υστέρων προσκομισθέν ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο εστάλη προς όλα τα μέλη της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών, μεταξύ αυτών και τα απουσιάζοντα μέλη, προσκαλώντας τα στις συνεδρίες, ανάμεσα σ' αυτές και τη συνεδρία κατά την οποία διεξάχθηκε η προφορική εξέταση και συνεπώς η απουσία δύο μελών της Επιτροπής κατά τη διάρκειά της δεν είναι μεμπτή. Σημειώνεται πως το εν λόγω μήνυμα προηγείται χρονολογικά της διεξαγωγής προφορικής εξέτασης.
Περαιτέρω, παρατηρώ πως ο καταρτισμός του Πίνακα Αρχικής Κατάταξης έγινε πράγματι από το Γραμματέα της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών, όπως είναι η θέση της αιτήτριας. Η ρητή όμως έγκριση του Πίνακα από την εν λόγω Επιτροπή φανερώνει πως δεν ήταν ο Γραμματέας ο οποίος άσκησε την αρμοδιότητα αξιολόγησης των δεδομένων των υποψηφίων αλλά η Επιτροπή και συνεπώς ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.
Προχωρώ στην εξέταση του ισχυρισμού πως κατά παράβαση του άρθρου 21(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) ο Γραμματέας της Επιτροπής παρέμεινε στην επίδικη συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 7.7.2011. Ο Γραμματέας της Επιτροπής ήταν αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών και το επικαλούμενο από τους αιτητές πιο πάνω άρθρο 21(1) προβλέπει ρητά για τη δυνατότητα παραμονής του αρμοδίου για την τήρηση των πρακτικών κατά τη διάρκεια της συνεδρίας. Συνεπώς και αυτός ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ακολούθως, ο δικηγόρος της αιτήτριας προτείνει πως τα ΕΜ Σακκά και Δημητρίου λανθασμένα κρίθηκαν πως διαθέτουν καλή γνώση της Αγγλικής. Είναι εύλογη η εισήγηση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση πως οι υποψήφιοι εξετάστηκαν στα πλαίσια της γραπτής εξέτασης και στην αγγλική γλώσσα με την αιτήτρια να έχει εξασφαλίσει 61% ενώ το ΕΜ Δημητρίου 59.5% και το ΕΜ Σακκά 57.5% και συνεπώς δεν μπορεί να καταλογιστεί έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας στην Επιτροπή. Δεν θα είχε νόημα εάν κάποιος δεν μπορούσε να στηριχθεί στα αποτελέσματα της πιο πάνω εξέτασης στο μέρος που αφορούσε στην Αγγλική ενώ κατά τα άλλα ήταν η εξέταση αξιόπιστος δείκτης της αξίας των υποψηφίων στην οποία μάλιστα κυρίως η αιτήτρια στηρίζει την υπεροχή της. Η διαφορά μεταξύ των βαθμολογιών που εξασφαλίστηκαν από τα εν λόγω ΕΜ και την αιτήτρια ήταν πράγματι μικρή, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της μη ύπαρξης ορίου επιτυχίας ώστε να μπορούσε να γίνει δεκτή η θέση πως επειδή ήταν κάτω από το 60%, τα ΕΜ δεν απέδειξαν καλή γνώση, και συνεπώς ο ισχυρισμός πως υπό πλάνη θεωρήθηκε ότι τα ΕΜ κατείχαν το απαιτούμενο επίπεδο γνώσης της Αγγλικής δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός της αιτήτριας, ότι η πείρα των ΕΜ παρανόμως προσμέτρησε δύο φορές τόσο ως πλεονέκτημα όσο και ως πρόσθετο προσόν πέραν του πλεονεκτήματος. Δεν εξετάστηκε δε η συνάφεια της πείρας αυτής με τα καθήκοντα της θέσης. Αναφορικά με τη θέση της αιτήτριας πως η πείρα των ΕΜ παρανόμως προσμέτρησε δύο φορές τόσο ως πλεονέκτημα όσο και ως πρόσθετο προσόν πέραν του πλεονεκτήματος, παρατηρώ πως αποδόθηκαν από πέντε βαθμούς στα ΕΜ ως βαθμός προσόντων που θεωρούνται ως πλεονέκτημα βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης. Αναδρομή στις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας φανερώνει ότι η μόνη αναφορά σε πλεονέκτημα στο μέρος των απαιτούμενων προσόντων αφορά τη διετή πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Δεν προβλέπεται οποιοδήποτε άλλο προσόν ως πλεονέκτημα. Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι ο πιο πάνω βαθμός προσόντων συνδέεται αποκλειστικά με το πλεονέκτημα της διετούς πείρας. Για το συγκεκριμένο, όμως, πλεονέκτημα ήδη δόθηκαν βαθμοί, οι βαθμοί πείρας και δε νοείται υποψήφιος να αντλεί διπλό όφελος από ένα προσόν, όπως έγινε εν προκειμένω στις περιπτώσεις και των πέντε ΕΜ. Κατά την κρίση μου, συνεπώς, λανθασμένα αποδόθηκαν επιπρόσθετες πέντε μονάδες στα ΕΜ στη βάση βαθμού προσόντων που θεωρούνται ως πλεονέκτημα στη βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας. Απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο η πλάνη αυτή επέδρασε ουσιωδώς στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η απάντηση είναι αρνητική καθότι έστω και εάν αφαιρεθούν οι πιο πάνω πέντε μονάδες από τον τελικό βαθμό των ΕΜ, το γεγονός παραμένει ότι και τα πέντε ΕΜ διατηρούν ψηλότερη βαθμολογία από την αιτήτρια. Συνεπώς, η πλάνη δεν ήταν ουσιώδης ώστε να επηρεάζει την κατάληξη της προσφυγής.
Η αιτήτρια βάλλει επίσης κατά της μη προσμέτρησης υπέρ της πλεονεκτήματος καθώς και της μη λήψης υπόψη των πρόσθετων, έστω μη ακαδημαϊκών, προσόντων της ούτε και σταθμίστηκε η αξία τους, σε αντίθεση με ό,τι έγινε για τα ΕΜ που τους αναγνωρίστηκε πείρα και ως πλεονέκτημα.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, διετής πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελούσε πλεονέκτημα. Παρατηρώ πως έστω και αν στην πείρα της αιτήτριας συνυπολογιστεί η περίοδος πρακτικής άσκησης στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου (2.4.2009-30.9.2009) και πάλιν δεν συμπληρώνεται περίοδος δύο ετών μέχρι τις 28.3.2011, ημερομηνία λήξης υποβολής των αιτήσεων, η οποία θα της εξασφάλιζε μονάδες ως κατέχουσας το πλεονέκτημα. Συνεπώς, ορθά δεν αναγνωρίστηκε κατοχή πλεονεκτήματος στην αιτήτρια. Ούτε διαπιστώνεται πλάνη στην αναγνώριση του πλεονεκτήματος στα ΕΜ καθότι όλες διέθεταν πείρα πέραν των τεσσάρων ετών. Τα όσα δε η αιτήτρια προβάλλει αναφορικά με τον υπολογισμό της πείρας δεν την βοηθούν εφόσον, κάτω από όλες τις περιστάσεις, τα ΕΜ υπερείχαν καταφανώς έναντί της σε πείρα. Ως αποτέλεσμα δεν εντοπίζεται έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνη ή έλλειψη αιτιολογίας.
Πέραν των πιο πάνω, ο ισχυρισμός ότι αναιτιολόγητα αποδόθηκαν μονάδες για πλεονέκτημα στα ΕΜ δεν στοιχειοθετείται. Η απλή αναφορά πως «από μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι τα ΕΜ δεν κατείχαν το πλεονέκτημα και επομένως η σχετική απόφαση είναι πεπλανημένη» δεν κρίνεται ως επαρκής στοιχειοθέτηση και ο ισχυρισμός συνακόλουθα απορρίπτεται.
Η αιτήτρια επίσης παραπονείται για την παραγνώριση των προσόντων της τα οποία καταγράφει στη γραπτή της αγόρευση. Δικαίως το παράπονο συναντά τη διαμαρτυρία της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση πως ο Νόμος προβλέπει πως υπόψη λαμβάνονται μόνο τα ακαδημαϊκά προσόντα (άρθρο 3(1)(α)(iv)) και όχι προσόντα όπως της αιτήτριας. Η αντίκρουση του ισχυρισμού δεν αποτελεί εκ των υστέρων αιτιολογία της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, όπως ο δικηγόρος της αιτήτριας διατείνεται. Θεωρώ πως οι καθ' ων η αίτηση συμμορφώθηκαν με τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου όταν δεν ασχολήθηκαν με προσόντα των υποψηφίων πέραν των ακαδημαϊκών ακριβώς ενόψει των προνοιών του εφαρμοστέου Νόμου. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Προβάλλεται επίσης πως ο προκαθορισμός των διάφορων κριτηρίων και της αξίας τους που θα έπαιζαν ρόλο στην τελική βαθμολόγηση είναι αναιτιολόγητος. Ορθά παραπέμπει η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση στο άρθρο 3(1) του Ν. 6(Ι)/98. Ειδικότερα στο άρθρο 3(1)(β) ορίζεται η βαρύτητα που είναι δυνατό να δίδεται από τη διορίζουσα αρχή στο καθένα από τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εν λόγω άρθρου. Δεν βλέπω οι καθ' ων η αίτηση να έχουν παρεκκλίνει από αυτά και συνεπώς ούτε αυτός ο ισχυρισμός γίνεται δεκτός.
Ο επόμενος ισχυρισμός της αιτήτριας στρέφεται κατά του τρόπου διεξαγωγής της προφορικής εξέτασης. Κατά την εισήγηση, οι περισσότερες ερωτήσεις οι οποίες της υποβλήθηκαν δεν ήταν συναφείς με το αντικείμενο της εξέτασης. Από την άλλη, οι καθ' ων η αίτηση παραπέμπουν στις καταγεγραμμένες στο πρακτικό της 7.7.2011 ερωτήσεις οι οποίες αποφασίστηκε να υποβάλλονται στους υποψηφίους, για να προβάλουν τη θέση πως οι ερωτήσεις που υποβάλλονταν, σκόπιμα δεν ήταν περιορισμένης θεματολογίας ώστε να μην ευσταθεί και ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως συγκεκριμένο ΕΜ έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης.
Παρατηρώ πως ο Νόμος 6(Ι)/98 προβλέπει στην επιφύλαξη του άρθρου 6(4) πως η απόφαση του αρμόδιου οργάνου αναφορικά με τις μονάδες που δίνει σε κάθε περίπτωση για την απόδοση ενός υποψηφίου στην προφορική εξέταση κλπ καταγράφεται στα πρακτικά. Δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση. Εν προκειμένω, η απόφαση έχει καταγραφεί και δεν βλέπω πώς διαφορετικά θα μπορούσε το Δικαστήριο να ασκήσει κρίση επί των προβαλλομένων από την αιτήτρια αποφεύγοντας την από μέρους του Δικαστηρίου απαράδεκτη άσκηση πρωτογενούς κρίσης. Συνακόλουθα και ο ισχυρισμός περί παράβασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης απορρίπτεται.
Περαιτέρω, η απόδοση τριών μονάδων στην αιτήτρια για την απόδοσή της στην προφορική εξέταση σε αντίθεση με την απόδοση περισσοτέρων μονάδων σε άλλες υποψήφιες για την κατάταξη των οποίων δόθηκε ακριβώς η ίδια όπως και για την αιτήτρια αιτιολογία έχω τη γνώμη ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πάσχει καθότι η σύγκριση δεν γίνεται μεταξύ της αιτήτριας και των ΕΜ αλλά μεταξύ της αιτήτριας και άλλων υποψηφίων. Συνεπώς, ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ούτε και ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι οι καθ' ων η αίτηση απέδωσαν υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Τα ΕΜ 1, 2 και 3 ήδη είχαν εξασφαλίσει ψηλότερες βαθμολογίες από την αιτήτρια στη γραπτή εξέταση, ενώ η αιτήτρια υπερείχε έναντι των ΕΜ 4, 5 και 6 γύρω στις τρεις μονάδες. Επιπρόσθετα, τα ΕΜ είχαν εξασφαλίσει ψηλότερους βαθμούς για την πείρα τους. Ήταν αυτά τα δεδομένα κάτω από τα οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και ως εκ τούτου δεν θεωρώ πως στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός για απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση κατά παραγνώριση των λοιπών στοιχείων.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ των Καθ' ων η αίτηση €1300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς