ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D566
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1195/2010)
25 Ιουλίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
G4S SECURITY SERVICES (CYPRUS) LTD,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ'ου η αίτηση.
Θ. Κουσπή (κα), για Ι. Νικολάου ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.
Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ'ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακόλουθη θεραπεία:
"Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση, που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια την 24.6.2010, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα 1, και με την οποίαν ο Καθ' ου η αίτηση αποφάσισε να εκδώσει στο όνομα της αιτήτριας άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας με ημερομηνία έναρξης την 24.6.2010 αντί την 1.3.2010 και/ή παρέλειψε να εκδώσει με αναδρομική ισχύ την πιο πάνω άδεια από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, είναι εξ' υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."
Τα γεγονότα της προσφυγής
Η αιτήτρια είναι ιδιωτική εταιρεία που ασχολείται με την παροχή υπηρεσιών ασφάλειας.
Στις 29/5/2009 τέθηκε σε ισχύ ο περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμος του 2007 (Ν. 125(Ι)/2007, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 54(Ι)/2009) - (στο εξής «ο Νόμος»), σύμφωνα με τον οποίο, «ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας», σημαίνει «το γραφείο το οποίο λειτουργεί δυνάμει άδειας που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου».
Στο άρθρο 3 του Νόμου προβλέπεται η τήρηση από τον Αρχηγό της Αστυνομίας (στο εξής «ο Αρχηγός»), Μητρώου Εγγραφής Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας, ενώ στο άρθρο 9 επιβάλλεται ως υποχρέωση κάθε ενδιαφερόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο προτίθεται να ιδρύσει τέτοιο γραφείο, η υποβολή αίτησης στον Αρχηγό και η καταβολή του σχετικού τέλους.
Όπως ορίζεται στο άρθρο 25(1) του Νόμου, «γραφεία τα οποία κατά το χρόνο της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, παρέχουν υπηρεσίες ασφάλειας, θα συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες αυτές, νοουμένου ότι θα εξασφαλίσουν, για το σκοπό αυτό, προσωρινή άδεια από τον Αρχηγό και νοουμένου ότι θα προσφέρουν τις υπηρεσίες ασφάλειας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου».
Προνοείται περαιτέρω, στο εδάφιο (2) του πιο πάνω άρθρου ότι «η προσωρινή άδεια ισχύει για χρονική περίοδο έξι μηνών και εξασφαλίζεται ύστερα από αίτηση στον Αρχηγό, αφού ο αιτητής καταβάλει το καθορισμένο τέλος».
Προβλέπεται τέλος στο εδάφιο (3) ότι «πριν από τη λήξη της ισχύος της προσωρινής άδειας, το γραφείο ή ο ιδιώτης φύλακας υποβάλλει αίτηση για έκδοση άδειας που χορηγείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ο Αρχηγός δύναται κατά την κρίση του να εκδώσει την αιτούμενη άδεια με όρους ή χωρίς όρους».
Το ζήτημα της εφαρμογής της πιο πάνω νομοθεσίας αποτέλεσε αντικείμενο σύσκεψης που έλαβε χώρα στο Αρχηγείο Αστυνομίας στις 31/7/2009, στην παρουσία των αρμόδιων αξιωματικών και εκπροσώπων του Κυπριακού Συνδέσμου Επιχειρήσεων Ασφάλειας (ΚΥΣΕΑ) και άλλων ενδιαφερόμενων εταιρειών συμπεριλαμβανομένης και της αιτήτριας, αξιωματούχος της οποίας (Γιάννης Αργυρού) παρίστατο και με την ιδιότητα του Προέδρου του ΚΥΣΕΑ.
Μέσα στα πλαίσια της πιο πάνω σύσκεψης, έγινε, όπως αποκαλύπτουν τα σχετικά πρακτικά, παρουσίαση των κυριότερων υποχρεώσεων των εταιρειών σύμφωνα με το Νόμο και τους επεξηγήθηκε η διαδικασία που θα ακολουθείται για την έκδοση των αδειών.
Εκ μέρους του ΚΥΣΕΑ υποβλήθηκαν διευκρινιστικά ερωτήματα και εισηγήσεις.
Δύο περίπου μήνες αργότερα και συγκεκριμένα, στις 18/9/2009, ο Αναπλ. Αρχηγός Αστυνομίας, πληροφόρησε τον ΚΥΣΕΑ ότι υπήρχαν διαθέσιμες αιτήσεις για τους σκοπούς του Νόμου, τόσο στην ιστοσελίδα της Αστυνομίας στο Διαδίκτυο, όσο και στα Λογιστήρια όλων των Αστυνομικών Διευθύνσεων τα οποία είχαν οριστεί ως επαρχιακοί σύνδεσμοι με το Γραφείο Χειρισμού Θεμάτων Ιδιωτικών Υπηρεσιών Ασφάλειας (στο εξής «το Γραφείο»), που είχε συσταθεί για το σκοπό αυτό στους κόλπους της Αστυνομίας.
΄Ενα περίπου μήνα αργότερα ακολούθησε η «Αστυνομική Ανακοίνωση αρ. 3» του Γραφείου, η οποία δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο στις 15/10/2009 και κοινοποιήθηκε στον ΚΥΣΕΑ με επιστολή του Αρχηγού ημερομηνίας επίσης 15/10/2009, με την οποία καλούνταν όλες οι ενδιαφερόμενες εταιρείες υπηρεσιών ασφάλειας, οι οποίες λειτουργούσαν πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου, να υποβάλουν τις σχετικές αιτήσεις για έκδοση των προβλεπόμενων προσωρινών αδειών λειτουργίας τους, καθώς και για την έκδοση των αδειών άσκησης του επαγγέλματος του φύλακα για όλους τους εργοδοτούμενους φύλακες τους μέχρι τις 17/12/2009.
Κατόπιν σχετικού αιτήματος της αιτήτριας που υποβλήθηκε στις 27/8/2009 στο Λογιστήριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας, ο Αρχηγός εξέδωσε την προσωρινή άδεια αρ. ΠΓ/0003/09, με ημερομηνία έκδοσης την 31/8/2009 και λήξης την 28/2/2010, αποκλειστικά για τις υπηρεσίες που είχαν υποβληθεί στην αίτηση.
Πριν την εκπνοή της πιο πάνω προσωρινής άδειας της αιτήτριας ο ΚΥΣΕΑ, με γραπτό διάβημα του προς τον Αρχηγό, εισηγήθηκε για πρακτικούς λόγους, επέκταση της ημερομηνίας λήξης των προσωρινών αδειών και «καθορισμό μιας λογικής συγκεκριμένης ημερομηνίας κατά την οποίαν όλες οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών ασφαλείας θα πρέπει να προχωρήσουν σε έκδοση κανονικής άδειας».
Στις 3/3/2010 υποβλήθηκε από την αιτήτρια στο Λογιστήριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας, αίτηση για κανονική άδεια ίδρυσης και λειτουργίας της ως ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, με βάση το άρθρο 9(1) του Νόμου.
Για την πιο πάνω αίτηση καταβλήθηκε το ποσό των €400.
Κατόπιν τούτου, ο αρχηγός εξέδωσε προς όφελος της αιτήτριας την επίδικη άδεια υπ'. αριθμό Γ/0010/10 (γενικών υπηρεσιών ασφάλειας) με ημερομηνία έκδοσης την 24/6/2010 και λήξης την 23/6/2011 και υπό τη ρητή αίρεση της εκπαίδευσης των φυλάκων της αιτήτριας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16 του Νόμου.
Η αιτήτρια όμως αντέδρασε και με επιστολή της ημερομηνίας 8/7/2010 ζήτησε την αλλαγή της ημερομηνίας έκδοσης της πιο πάνω άδειας της, από 24/6/2010 σε 1/3/2010 διότι, όπως ανέφερε, υπήρχε κίνδυνος αποκλεισμού προσφοράς που είχε υποβάλει για διεκδίκηση δημόσιου διαγωνισμού υπηρεσιών φρούρησης του Αεροδρομίου Λάρνακας στις 24/3/2010, διάστημα κατά το οποίο δεν καλυπτόταν από οποιαδήποτε άδεια αφού η προσωρινή της άδεια εξέπνευσε στις 28/2/2010.
Το πιο πάνω αίτημα απορρίφθηκε από τον Αρχηγό, ο οποίος πληροφόρησε γραπτώς την αιτήτρια ότι η ημερομηνία έναρξης της ισχύος της άδειας της με αρ. Γ/0010/10 δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί.
Οι λόγοι ακύρωσης
Προβάλλεται εκ μέρους της αιτήτριας ότι ο καθορισμός από τον καθ'ου η αίτηση της 24/6/2010 ως της ημερομηνίας έκδοσης της άδειας αρ. Γ/0010/10 και εν συνεχεία, η άρνηση του να μεταβάλει την πιο πάνω ημερομηνία ούτως ώστε να καλύπτει και το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μετά τη λήξη της προσωρινής άδειας αρ. ΠΓ/0003/09, βρίσκεται σε αντίθεση με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ιδιαίτερα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη διοίκηση, αντίκειται δε και στις αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας.
Υποστηρίζεται επιπρόσθετα ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη λόγω πραγματικής και νομικής πλάνης καθότι η αναδρομική ισχύς της «κανονικής» άδειας παροχής υπηρεσιών ασφάλειας επιβάλλεται από το άρθρο 7(ε) και (στ) του Ν. 158(Ι)/99, για σκοπούς ορθής εφαρμογής των προνοιών των άρθρων 9 και 25 του Νόμου και για σκοπούς αποκατάστασης της αδικίας που έγινε σε βάρος της αιτήτριας από παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας του καθ' ου η αίτηση.
Υποβάλλεται ακόμα ότι ο καθ' ου η αίτηση αναιτιολόγητα και καθ' υπέρβαση εξουσίας, με κακή χρήση της διακριτικής του ευχέρειας, αρνείται να καθορίσει αναδρομικά την ισχύ της άδειας που χορηγήθηκε στην αιτήτρια.
(i) Οι ισχυρισμοί για παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση
Με το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογίας της η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η ίδια δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην έκδοση της «κανονικής» άδειας, εφόσον υπέβαλε έγκαιρα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία και υποβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση από την πλευρά της Αστυνομίας, η οποία δεν ενήργησε μέσα σε εύλογο χρόνο από την υποβολή της αίτησης που έλαβε χώρα τις 3/3/2010, με αποτέλεσμα η άδεια να εκδοθεί σχεδόν τέσσερις μήνες αργότερα, στις 24/6/2010 και ενώ όλα τα απαραίτητα έγγραφα ευρίσκονταν ήδη ενώπιον της, αφού είχαν κατατεθεί με την υποβολή της αίτησης για την προσωρινή άδεια.
Όπως περαιτέρω επισημαίνεται στη σχετική εισήγηση, ούτε στην Αστυνομική Ανακοίνωση αρ. 3, ούτε στην επιστολή του Αρχηγού προς τον ΚΥΣΕΑ, ημερομηνίας 15/10/2009, καθίστατο σαφές κατά πόσο η Αστυνομία ήταν κατά το χρόνο εκείνο έτοιμη να παραλάβει και εξετάσει αιτήσεις για χορήγηση «κανονικών αδειών» και επίσης δεν είχαν στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο καθοριστεί τα προβλεπόμενα στο άρθρο 23 του Νόμου, τέλη, που θα έπρεπε να καταβάλλονται με την υποβολή των αιτήσεων. Τα τέλη καθορίστηκαν, σύμφωνα με την αιτήτρια, αργότερα με σχετική Γνωστοποίηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 8/1/2010 (Κ.Δ.Π. 4/2010).
Ούτε όμως και κατά την ημερομηνία αυτή, ισχυρίζεται η αιτήτρια, μπορούσαν να υποβληθούν αιτήσεις για «κανονική» άδεια, εφόσον βρισκόταν σε εκκρεμότητα το ζήτημα της έγκρισης από τον Αρχηγό του προγράμματος εκπαίδευσης των φυλάκων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16(1) του Νόμου.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι υπό τις περιστάσεις, ο καθ'ου η αίτηση όφειλε κατά το χρόνο έκδοσης της «κανονικής» άδειας να προσδώσει σ' αυτήν αναδρομική ισχύ, ώστε να καλύπτεται η περίοδος κατά την οποία η αιτήτρια παρέμεινε χωρίς άδεια για λόγους που δεν αφορούσαν στο πρόσωπο της. Προσθέτει ότι η απόρριψη του σχετικού αιτήματος της, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι δυσμενείς συνέπειες στις οποίες ήταν εκτεθειμένη, παραβιάζει τα άρθρα 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99, ως έχει τροποποιηθεί), που καθιερώνουν την αρχή της χρηστής διοίκησης και της συνεπούς συμπεριφοράς των διοικητικών οργάνων κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας.
Η πλευρά του καθ' ου η αίτηση απορρίπτει τους πιο πάνω ισχυρισμούς και εισηγείται ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι, συμπεριλαμβανομένης και της αιτήτριας, ήταν πλήρως ενημερωμένοι από τις 18/8/2009 ότι μπορούσαν να παραλάβουν έντυπα αιτήσεων και επίσης με την αστυνομική ανακοίνωση της 15/10/2009 καθίστατο σαφές ότι ήταν δυνατή η υποβολή αιτήσεων για έκδοση «κανονικής» άδειας, τόσο από μέρους νέων ενδιαφερομένων, όσο και από εταιρείες που ήδη δραστηριοποιούνταν στο αντικείμενο.
Αναφορικά με το θέμα της έγκρισης των τελών των κανονικών αδειών, η θέση του καθ'ου η αίτηση, η οποία είναι ορθή, είναι ότι αυτά είχαν ήδη γνωστοποιηθεί από τις 26/6/2009 (Κ.Δ.Π. 256/2009) και στη συνέχεια γνωστοποιήθηκαν στις 7/8/2009 τα τέλη για τις προσωρινές άδειες (Κ.Δ.Π. 305/2009) και ακολούθως στις 8/1/2010 με την Κ.Δ.Π. 305/2009 που επικαλέστηκε η αιτήτρια, δημοσιεύτηκαν τα τροποποιημένα τέλη για την έκδοση «κανονικών» αδειών.
Ο καθ' ου η αίτηση προσθέτει ότι ο καθορισμός των σχετικών τελών ήταν γνωστός στους ενδιαφερομένους από τη σύσκεψη της 31/7/2009, κατά την οποία μάλιστα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ο πρόεδρος του ΚΥΣΕΑ και εκ των διευθυντών της αιτήτριας, Γιάννος Αργυρού, είχε εκφράσει τη διαμαρτυρία του συνδέσμου για το ύψος τους.
Αναφορικά με το θέμα του προγράμματος εκπαίδευσης των φυλάκων, ο καθ'ου η αίτηση υποβάλλει ότι αυτό είχε καθοριστεί λεπτομερώς με την «Αστυνομική Ανακοίνωση αρ. 2» στις 19/2/2010, πριν από τη λήξη της προσωρινής άδειας της αιτήτριας και ότι εν πάση περιπτώσει, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν αποτελούσε προϋπόθεση υποβολής αίτησης δυνάμει του άρθρου 9 του Νόμου.
Επικαλούμενη τις πρόνοιες του άρθρου 25(3) του Νόμου, η πλευρά του καθ'ου η αίτηση επισημαίνει το γεγονός ότι η αίτηση της αιτήτριας υποβλήθηκε μετά τη λήξη της προσωρινής της άδειας και ότι δεν καθορίζεται στο Νόμο οποιαδήποτε προθεσμία εντός της οποίας οφείλει να ενεργήσει ο Αρχηγός. Προσθέτει ότι το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την υποβολή της αίτησης μέχρι την έκδοση της άδειας ήταν εύλογο, δεδομένου ότι στην πορεία, υποβλήθηκε και εξετάστηκε το αίτημα του ΚΥΣΕΑ και η σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα για την επέκταση της ημερομηνίας λήξης της προσωρινής άδειας.
Υποβάλλεται εν κατακλείδι ότι, ούτως ή άλλως, δεν ήταν δυνατό να προσδοθεί αναδρομική ισχύς στην άδεια της αιτήτριας, διότι κάτι τέτοιο θα βρισκόταν εκτός πλαισίου του Νόμου και επίσης, επειδή η παρούσα δεν εμπίπτει στις προβλεπόμενες στο άρθρο 7 του Ν. 158(Ι)99, περιπτώσεις διοικητικών πράξεων με αναδρομική ισχύ.
Το θέμα που εγείρεται διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 25 του Νόμου (Μεταβατικές Διατάξεις) που προεκτέθηκαν. Σύμφωνα μ' αυτές, γραφεία τα οποία κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου παρείχαν υπηρεσίες ασφάλειας, όπως η περίπτωση της αιτήτριας, θα συνέχιζαν να προσφέρουν τις εν λόγω υπηρεσίες, νοουμένου ότι θα εξασφάλιζαν για το σκοπό αυτό προσωρινή άδεια. Η αιτήτρια μετά την εξασφάλιση της προσωρινής άδειας της ΠΓ/0003/09 έπρεπε πριν από τη λήξη της, όπως ρητώς προβλέπεται στο εδάφιο (2), να υποβάλει αίτηση για έκδοση της άδειας του άρθρου 9 την οποία ο Αρχηγός «δύναται να εκδώσει κατά την κρίση του» με όρους ή χωρίς όρους, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 25.
Η αίτηση της αιτήτριας υποβλήθηκε στις 3/3/2010, δηλαδή μετά τη λήξη της προσωρινής άδειας και ενώ προηγουμένως είχε υποβληθεί αίτημα του ΚΥΣΕΑ για επέκταση της ισχύος των προσωρινών αδειών.
Οι διαβουλεύσεις που ακολούθησαν και η αναζήτηση της άποψης του Γενικού Εισαγγελέα, καθιστούν το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έκδοση της άδειας εύλογο, δεδομένου ότι ο Νόμος δεν επιβάλλει προθεσμία για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Αρχηγού.
Οι θέσεις της αιτήτριας, ότι η ίδια δεν είχε ενημερωθεί για τη δυνατότητα έγκαιρης υποβολής αίτησης και ότι η Αστυνομία δεν ήταν έτοιμη να παραλάβει και εξετάσει αιτήσεις κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα λόγω των εκκρεμοτήτων των τελών και της εκπαίδευσης των φυλάκων, δεν ευσταθούν.
Όπως ήδη επισημάνθηκε, διευθυντικό στέλεχος της αιτήτριας, ελάμβανε ως πρόεδρος του ΚΥΣΕΑ, ενεργό ρόλο στις διάφορες διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους της Αστυνομίας και όπως προκύπτει από τα πρακτικά της σύσκεψης και τη σχετική αλληλογραφία, ήταν ενήμερος κατά τον ουσιώδη χρόνο, τόσο για το ζήτημα των τελών, για το οποίο μάλιστα υπέβαλε και σχετική διαμαρτυρία, όσο και για τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεων από νομικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνταν στις συγκεκριμένες υπηρεσίες πριν από τη ψήφιση του Νόμου.
Το θέμα της εκπαίδευσης δεν ήταν προαπαιτούμενο της υποβολής αίτησης δυνάμει των προνοιών του Νόμου και ως εκ τούτου δεν εμπόδιζε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις αιτήσεις τους. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για θέμα ανεξάρτητο της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης, το οποίο τελικά ρυθμίστηκε με την «Αστυνομική Ανακοίνωση αρ. 2» που καθόρισε το προτεινόμενο πρόγραμμα εκπαίδευσης, η δε εκπαίδευση των φυλάκων τέθηκε ως όρος της επίδικης άδειας της αιτήτριας.
Από τα γεγονότα, το νομικό πλαίσιο και τις θέσεις των διαδίκων που προεκτέθηκαν δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράβαση που να σχετίζεται με τις καθιερωμένες αρχές της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του κοινού.
Στη Δημοκρατία v. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, τονίστηκε ότι η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου, ούτε συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας.
Κατά τη γνώμη μου ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη στο Νόμο διαδικασία και παρά τη γενικόλογη αναφορά της αιτήτριας σε παράβαση της αρχής της ισότητας, δεν έχει γίνει επίκληση συγκεκριμένης περίπτωσης που να έτυχε διαφορετικής ρύθμισης.
Οι συναλλαγές της αιτήτριας στα πλαίσια των επαγγελματικών δραστηριοτήτων της και οι ιδιωτικές συμβάσεις που συνήψε κατά το χρονικό διάστημα που δεν κατείχε την απαιτούμενη άδεια, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν έρεισμα για την ικανοποίηση του αιτήματος της για αναδρομικότητα της ημερομηνίας έκδοσης της άδειας της. Ούτε βεβαίως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει, κατ' επίκληση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη.
Η παρούσα δεν αποτελεί επίσης περίπτωση ασυνεπούς ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοικήσεως. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μέσα στα πλαίσια του ισχύοντος νομικού καθεστώτος και δεν έχει αποδειχθεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη της.
Όπως ήδη προεκτέθηκε, μετά τη ψήφιση του Νόμου, οι ενδιαφερόμενοι, πληροφορήθηκαν έγκαιρα για την εφαρμογή του και είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους και να ζητήσουν διευκρινίσεις σε ειδική προς τούτο σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν τόσο ατομικά, όσο και δια του ΚΥΣΕΑ.
Δημοσιεύτηκαν ανακοινώσεις στο διαδίκτυο και κοινοποιήθηκαν επιστολές στους ενδιαφερομένους μέσω του ΚΥΣΕΑ ο οποίος αναμφισβήτητα ήταν ενήμερος των εξελίξεων, αφού υπέβαλε διαμαρτυρία για το ύψος των τελών και στη συνέχεια αίτημα για επέκταση των προσωρινών αδειών.
Αναμένοντας προφανώς την έγκριση του, η αιτήτρια υπέβαλε με καθυστέρηση την αίτηση της, μετά τη λήξη της προσωρινής της άδειας, με αποτέλεσμα, να καθυστερήσει αντίστοιχα και η έκδοση της «κανονικής» άδειας λόγω των διαβουλεύσεων που χρειάστηκε στο μεταξύ να γίνουν.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί της αιτήτριας, κρίνονται αβάσιμοι και ως τέτοιοι απορρίπτονται.
(ii) Η κατ' ισχυρισμό παράβαση του άρθρου 7 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99, ως έχει τροποποιηθεί) και η εισήγηση για υπέρβαση εξουσίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 158(Ι)/99, μια διοικητική πράξη δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
"(α) Αν επιτρέπει την αναδρομικότητα της πράξης ο νόμος·
........................
(δ) όταν η διοικητική πράξη ανακαλεί άλλη πράξη της διοίκησης που είναι παράνομη ή που αντιβαίνει προς τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου·
(ε) όταν αποκλειστικό περιεχόμενο της πράξης είναι η διαπίστωση πραγματικής κατάστασης και η αναδρομική ισχύς επιβάλλεται για την ορθή εφαρμογή του νόμου και δε θίγει δημιουργηθείσες καταστάσεις·
(στ) όταν η αναδρομική ισχύς επιβάλλεται για να αποκατασταθεί αδικία που έγινε σε βάρος διοικουμένου από παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της διοίκησης."
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η περίπτωση της ενέπιπτε στα εδάφια (δ), (ε) και (στ) πιο πάνω, ήταν δηλαδή επιβεβλημένη η αναδρομική ισχύς της άδειας της για σκοπούς ορθής εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 9 και 25 του Νόμου, αλλά και για σκοπούς αποκατάστασης της αδικίας που έγινε σε βάρος της από παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας του καθ' ου η αίτηση.
Συντρέχει δε, όπως υποστηρίζει, υπέρβαση εξουσίας και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του καθ'ου η αίτηση, ο οποίος αναιτιολόγητα απέρριψε το σχετικό αίτημά της.
Οι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. Η παρούσα δεν αποτελεί περίπτωση οφειλόμενης ενέργειας αφού η έκδοση της άδειας εναπόκειται, σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 25(3) του Νόμου, στη διακριτική ευχέρεια του Αρχηγού, η δε απορριπτική απόφαση του υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή δυνάμει των προνοιών του άρθρου 12 του Νόμου.
Όπως σημειώνεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 243:
"Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας προσβλητή επί ακυρώσει δι' αιτήσεως προς το Συμβούλιον Επικρατείας δύναται να υπάρξει μόνον οσάκις δια σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως. Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής δια την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρόμενη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενέργεια ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλομένης ενεργείας."
Περαιτέρω, η επίδικη απόφαση δεν αφορά ανάκληση άλλης παράνομης πράξης, ούτε και έχει ως αποκλειστικό περιεχόμενο τη διαπίστωση μιας πραγματικής κατάστασης που θα καθιστούσε αναγκαία την αναδρομικότητα για σκοπούς ορθής εφαρμογής του Νόμου.
Σημειώνεται ότι στον ίδιο το Νόμο δεν προβλέπεται η δυνατότητα έκδοσης αδειών με αναδρομική ισχύ και η επίκληση από μέρους της αιτήτριας των προνοιών των άρθρων 9 και 25 δεν ενισχύει την επιχειρηματολογία της.
Το ζήτημα της εφαρμογής των πιο πάνω διατάξεων και οι υποχρεώσεις που εκπηγάζουν από αυτές, επεξηγήθηκε επαρκώς στους ενδιαφερομένους, μέσω των συναντήσεων που έλαβαν χώρα για το σκοπό αυτό και της αλληλογραφίας που ακολούθησε.
Η αιτήτρια είχε τη δυνατότητα, να ζητήσει δια των εκπροσώπων της όλες τις αναγκαίες διευκρινίσεις, ούτως ώστε να μπορέσει έγκαιρα να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του Νόμου.
Εναπόκειτο στην ίδια να προχωρήσει έγκαιρα στα απαραίτητα διαβήματα, πριν από τη λήξη της προσωρινής της άδειας στην οποία δόθηκε, βάσει των μεταβατικών διατάξεων του Νόμου, εξάμηνη ισχύς, ώστε να είναι εφικτή στο μεσοδιάστημα η έγκαιρη υποβολή και εξέταση των αιτήσεων.
Όπως ήδη επισημάνθηκε, η αιτήτρια υπέβαλε με καθυστέρηση την αίτηση της στις 3/3/2010, μετά τη λήξη της προσωρινής της άδειας.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι ο καθ' ου η αίτηση ενήργησε μέσα στα πλαίσια των απορρεουσών από το Νόμο εξουσιών του, εξέτασε την αίτηση, την οποία τελικά ενέκρινε και δεν υπάρχει περιθώριο επίκλησης του άρθρου 7 του Ν. 158(Ι)/99 για να στοιχειοθετηθεί ισχυρισμός για κατάχρηση εξουσίας ή κακή χρήση διακριτικής ευχέρειας, λόγω της μη αναδρομικότητας της άδειας που εκδόθηκε προς όφελος της αιτήτριας.
Ως εκ τούτου και οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί της αιτήτριας κρίνονται αβάσιμοι και ως τέτοιοι απορρίπτονται.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα €1.350 υπέρ του καθ'ου η αίτηση. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ