ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Πασχαλίδης, Ανδρέας Λούκα Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές. Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-07-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΣΑΠΟΠΟΥΛΟΣ κ.α. ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Υπoθεση Αρ. 1151/2011, 22/7/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D549

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπóθεση Αρ. 1151/2011

 

 

22 Ιουλίου, 2014

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΣΑΠΟΠΟΥΛΟΣ,

                                    2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΤΕΛΛΗΣ,

                                 3. ΤΟΜΑΖΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

                                 4. ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ,

                                 5. ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΓΓΕΛΗ,

 

Αιτητές,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.     ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

____________________________________________

Αίτηση ημερομηνίας 30/5/2014 για προσαγωγή μαρτυρίας

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

 

Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

____________________________________________

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ AΠΟΦΑΣΗ

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στα πλαίσια της αγόρευσης της κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση προέβη στην πιο κάτω δήλωση:

 

"Η κα Θεοκλήτου αγορεύει:   Θεωρώ ότι υπάρχει κάποια σύγχυση στα γεγονότα, για το λόγο ότι οι αιτητές με την επιστολή του δικηγόρου τους, η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α της ένστασης, είχαν υποβάλει δύο αιτήματα. Το ένα στην παράγραφο (α) της επιστολής αυτής και το άλλο στην παράγραφο (β) της επιστολής αυτής.  Καθ' όσον αφορά το αίτημα στην παράγραφο (α) της επιστολής, που είναι Παράρτημα Α στην ένσταση μας, αυτό απορρίφθηκε από τις 9/11/2009, όπως καθίσταται ξεκάθαρο από το Παράρτημα Στ της ένστασης.  Αυτό είναι το θέμα που αφορούσε σε αίτημα για διατήρηση μισθοδοτικής διαφοράς και το οποίο απορρίφθηκε από το 2009.  Μέσα στην αγόρευση των αιτητών φαίνεται να επαναφέρεται το αίτημα αυτό και οι ισχυρισμοί που σχετίζονται με αυτό, να ενοποιούνται με τους ισχυρισμούς που αφορούν το πρώτο αίτημα, το οποίο απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

      Υπάρχουν επίσης κάποιοι ισχυρισμοί των αιτητών, ότι επηρεάζεται η αρχαιότητα τους με άλλους υπαλλήλους.  Η θέση των καθ'ων η αίτηση είναι ότι δεν επηρεάζεται η αρχαιότητα τους σε σχέση με οποιοδήποτε υπάλληλο.  Όμως, για να κριθεί όσο καλύτερα μπορεί αυτή η υπόθεση, θεωρώ ότι αν υπάρχει ισχυρισμός συγκεκριμένος από τους αιτητές, να μας πουν τα ονόματα των υπαλλήλων που θεωρούν ότι επηρεάζεται η αρχαιότητα τους, οι οποίοι θα μπορούν να έλθουν και ενώπιον του Δικαστηρίου να θέσουν τις θέσεις τους.  Αυτό το θέμα για την αρχαιότητα το θίγω και στη γραπτή μου αγόρευση."

 

 

Παρεμβαίνοντας ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, ο οποίος είχε ήδη περατώσει τη δική του αγόρευση, ανέφερε:

 

"κ. Αγγελίδης:  Δεν έχω ένσταση να το εξετάσουμε.  Είμαι έτοιμος να ανταποκριθώ στην αναφορά της συναδέλφου.  Οι πελάτες μου έχουν στοιχεία και είμαι έτοιμος να την εφοδιάσω.  Θα ζητήσω τρεις βδομάδες για να πάρω τις απαραίτητες πληροφορίες.  Θα προσπαθήσω να δώσω έγκαιρα τα στοιχεία στη συνάδελφο μου, έτσι ώστε να τα εξετάσει και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο νέας αναβολής."

 

 

Δόθηκε χρόνος, κατά τη διάρκεια του οποίου οι δύο πλευρές αντάλλαξαν επιστολές. Η μεν πλευρά των αιτητών εφοδίασε την άλλη πλευρά με ονόματα λειτουργών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, όπως και με άλλα στοιχεία τα οποία θεωρεί σχετικά με το θέμα που ηγέρθη, ενώ οι απόψεις της πλευράς των καθ'ων η αίτηση επί του περιεχομένου της επιστολής των αιτητών, παρατίθενται σε δική της επιστολή. Και οι δύο επιστολές καταχωρήθηκαν στο φάκελο.

 

Ενόψει του περιεχομένου της απαντητικής επιστολής των καθ'ων η αίτηση, οι αιτητές καταχώρισαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν όπως τους επιτραπεί να προσάξουν μαρτυρία με τη μορφή ενόρκων δηλώσεων «για να καταδείξουν τον ισχυρισμό τους ότι η απόρριψη του αιτήματος τους για την αναθεώρηση της αναπροσαρμογής της μισθοδοσίας τους παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης».

 

Σημειώνεται ότι με την προσφυγή τους οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση των επιστολών των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 21/7/2011 και 9/8/2011, με τις οποίες «.... παρά την προηγούμενη στάση τους πριν και αμέσως μετά την προσφυγή τους 1701/10, απορρίφθηκε άνισα και παράνομα το αίτημα τους για την αναθεώρηση της αναπροσαρμογής της μισθοδοσίας τους κατά την αναβάθμιση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και την αναδρομική τοποθέτηση τους όπως των άλλων συναδέλφων τους από την 1/11/1996 απ' ευθείας στις αρχικές μισθολογικές βαθμίδες των αντίστοιχων κλιμάκων τους με ανάλογη αναπροσαρμογή των μετέπειτα κλιμάκων που προέκυψαν από την                 1/1/1996 ....».

 

Είναι η θέση των αιτητών πως η επιδιωκόμενη με την παρούσα αίτηση να προσαχθεί μαρτυρία είναι «ευλόγως σχετική, συναφής και αποδεικτική των επίδικων θεμάτων και αφορά γεγονότα τα οποία πρέπει το δικαστήριο να γνωρίζει για να είναι σε θέση να αποφασίσει την προσφυγή».

 

Οι θέσεις της κας Θεοκλήτου περιστρέφονται γύρω από τον άξονα ότι, εκείνο που στην πραγματικότητα, με την παρούσα αίτηση τους, οι αιτητές επιδιώκουν, είναι να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία για σκοπούς απόδειξης του κατ' ισχυρισμό παράνομου και/ή άδικου τρόπου με τον οποίο έγινε η μισθολογική τους αναβάθμιση περί την 1/11/1996, στη βάση των προνοιών του Νόμου 57(ΙΙ)/96, «εντελώς εκπρόθεσμα και/ή αντικανονικά, αφού δεν προσέβαλαν με προσφυγή την εν λόγω μισθολογική αναπροσαρμογή η οποία τεκμαίρεται, πλέον, αμαχήτως νόμιμη και η νομιμότητα της οποίας δεν μπορεί είτε άμεσα, είτε έμμεσα να κριθεί στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής». Εν πάση περιπτώσει, η επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία είναι, σύμφωνα με τις διαζευκτικές θέσεις της                        κας Θεοκλήτου, γενική, αόριστη και ασαφής, καθώς επίσης και άσχετη με την εγκυρότητα της επίδικης πράξης. Στην ουσία πρόκειται, σύμφωνα με τη συνήγορο, για μαρτυρία που αφορά σε νομική επιχειρηματολογία και όχι σε γεγονότα και συνεπώς «αχρείαστη». Τέλος, είναι η θέση της κας Θεοκλήτου ότι, με την επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία επιδιώκεται η αλλοίωση των στοιχείων που ήταν ενώπιον της διοίκησης και λήφθηκαν υπόψη κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.

 

Βασικό νομικό έρεισμα των θέσεων του αιτητή, συνιστούν οι πρόνοιες των Κανονισμών 10(2) και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, όπως τροποποιήθηκαν με τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικό Κανονισμό 1975, από τις οποίες πηγάζει και οριοθετείται η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει οδηγίες αναφορικά, μεταξύ άλλων, με αποδεικτικά μέσα, οποτεδήποτε κρίνει αναγκαίο σε διαδικασία προσφυγής κάτω από το άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Οι πιο πάνω πρόνοιες έτυχαν εξέτασης και ερμηνείας σε μια σειρά αποφάσεων πρωτόδικων αλλά και της Ολομέλειας, στις οποίες καθορίστηκε το πλαίσιο με το οποίο το θέμα προσεγγίζεται από τα Δικαστήρια. Θεωρώ άσκοπο και περιττό να επαναλάβω με λεπτομέρεια τις αρχές που η νομολογία μας έθεσε, αρχές οι οποίες είναι πολύ γνωστές. Περιορίζομαι να υπενθυμίσω πως το καθοριστικό κριτήριο στην κάθε περίπτωση, είναι η σχετικότητα της προτεινόμενης να προσαχθεί μαρτυρίας προς οποιοδήποτε επίδικο θέμα που εγείρεται στην προσφυγή και η αποδεικτική της αξία έναντι του συγκεκριμένου επίδικου θέματος. Με άλλα λόγια, η μαρτυρία πρέπει να τεκμηριώνει τους λόγους ακύρωσης (Sportsman Betting Co. Ltd. v. Δημοκρατίας (2000)                    3 Α.Α.Δ. 591 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd. (1990)                   3(E) Α.Α.Δ. 3835). Όμως, η προτεινόμενη να προσαχθεί μαρτυρία δεν μπορεί να διαφοροποιεί, μεταβάλλει ή αλλοιώνει τα στοιχεία που ήδη λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999)   Α.Α.Δ. 549 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 345).

 

Είναι προφανές πως το ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι κατά πόσο η προτεινόμενη μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οποιοδήποτε επίδικο θέμα.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, τα επίδικα θέματα μιας προσφυγής προσδιορίζονται στη δικογραφία και οι αγορεύσεις των συνηγόρων δεν αποτελούν μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων (Κοινότης Λυσού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 537). Τα επίδικα θέματα εξετάζονται και αποφασίζονται με βάση αποκλειστικά το πραγματικό υπόβαθρο που οι διάδικοι παραθέτουν στο δικόγραφο τους (Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25).

 

Μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης μπορούν να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για ακύρωση διοικητικής πράξης. Οι αγορεύσεις δικηγόρων αποτελούν μόνο, μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι το υποκατάστατο της στοιχειοθέτησης τους (Θεοφάνους κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (2002) 3 Α.Α.Δ. 384).

 

Σύμφωνα με τους Κανονισμούς 7[1] και 7Α[2] του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, τα νομικά σημεία μιας προσφυγής πρέπει να αιτιολογούνται (Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 282).

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω πως εκείνο που προέχει είναι να εξεταστεί κατά πόσο η προτεινόμενη στην παρούσα περίπτωση μαρτυρία, είναι σχετική με θέμα το οποίο έχει καταστεί επίδικο μέσα από στοιχειοθετημένο και αιτιολογημένο λόγο ακύρωσης.

 

Το θέμα της άνισης μεταχείρισης έχει τεθεί ως εξής στα νομικά σημεία 5 και 6, της προσφυγής:

 

"5. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας έναντι του Νόμου και την αρχή της ίσης μεταχείρισης έναντι όλων που τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες και που οφείλει η διοίκηση να τηρεί.

 

6. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν αλλότριου σκοπού και παραβιάζει τα κεκτημένα δικαιώματα των Αιτητών, τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, των ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης με συνέπεια να στερεί στους αιτητές του δικαιώματος και ιεραρχικού προβαδίσματος της άσκησης των καθηκόντων της θέσης τους κατά διάκριση κλίμακας."΄

 

 

Σχετικές με το υπό συζήτηση θέμα είναι και οι πιο κάτω αναφορές στα γεγονότα της προσφυγής:

 

"β. Με βάση τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο αρ. 6 του 1996 αλλά και αργότερα με τον προϋπολογισμό 8/2002, υπήρξε αναπροσαρμογή της μισθοδοσίας των αιτητών με τον εξής τρόπο:

 

(α) Στην περίπτωση των Λειτουργών που προσλήφθηκαν στην Υπηρεσία την 1.2.00, και οι οποίοι κατά την 1.2.02 κατείχαν την κλίμακα Α6 σε μισθολογική βαθμίδα χαμηλότερη από την αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α8, η αναπροσαρμογή έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18(1)(α)(ι) των Κανονισμών ΚΔΠ 175/95, βάσει των οποίων τους παραχωρήθηκαν 2 εξάμηνες προσαυξήσεις μέχρι να φτάσουν την αρχική βαθμίδα της νέας κλίμακας Α8.

 

(β) Στην περίπτωση των Λειτουργών που προσλήφθηκαν στην Υπηρεσία πριν από την 1.2.2000 και οι οποίοι κατά την 1.1.02 κατείχαν την κλίμακα Α6 σε μισθολογική βαθμίδα ψηλότερη από την αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α8, η αναπροσαρμογή της μισθοδοσίας έγινε με βάση άλλες πρόνοιες των Κανονισμών ΚΔΠ 175/95 χωρίς να τους δοθούν εξάμηνες προσαυξήσεις.

 

γ. Με απόφασή του όμως, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών αναρμόδια και / ή εσφαλμένα αποφάσισε την αναθεώρηση της αναπροσαρμογής της μισθοδοσίας των πιο πάνω Λειτουργών που προσλήφθηκαν την 1.2.2000 και την τοποθέτησή τους αναδρομικά στην αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α8 από την 1.1.02 χωρίς να τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού 18(1)(α)(ι).

 

δ. Ύστερα από την διευθέτηση που έγινε για τους Λειτουργούς που προσλήφθηκαν την 1.2.00 με την Αναθεώρηση του Κρατικού Μισθολογίου κατόπιν της απόφασης του Γεν. Διευθυντή πιο πάνω, οι αιτητές με αλλεπάλληλες επιστολές τους, ζήτησαν όπως κατ' ίση μεταχείριση, τύχουν αναπροσαρμογής της μισθοδοσίας τους.

 

Πρέπει να σημειώσω ότι την 9.9.05 υπήρξε και απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που είναι σχετική (584/04).

 

η. Είναι ισχυρισμός των αιτητών ότι πράξη και/ή απόφαση των καθ'ων η αίτηση συνιστά άνιση μεταχείριση και αντίκειται στο Σύνταγμα (άρθρο 28)."

 

 

Εξέτασα με προσοχή τους επί του προκειμένου ισχυρισμούς και θέσεις των αιτητών. Θεωρώ ότι αποτελούν γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς που πόρρω απέχουν από στοιχειοθετημένους και αιτιολογημένους λόγους ακύρωσης. Καταλήγω με τη διαπίστωση ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν είναι ικανοί να καταστήσουν την προτεινόμενη μαρτυρία σχετική με επίδικο θέμα. Όπως έχει υποδειχθεί, τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τα δικόγραφα. Τα όσα λέχθηκαν από τους συνηγόρους των μερών και τα οποία έχουν ανταλλαγεί μεταξύ τους, ύστερα από το κλείσιμο της δικογραφίας, δεν μπορούν να πληρώσουν το κενό της αοριστίας και της γενικότητας του δικογράφου των αιτητών. Εφόσον το δικόγραφο των αιτητών δεν έχει καταστήσει την προτεινόμενη μαρτυρία σχετική με επίδικο θέμα, με τον τρόπο που υπαγορεύεται από τη νομολογία, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, θα καταβληθούν όμως στο τέλος της υπόθεσης.

 

Η προσφυγή ορίζεται για συνέχιση των διευκρινίσεων στις 5/9/2014, στις 8.45 π.μ.

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                         Δ.

 

 

 

/ΔΓ



[1] 7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.

 

[2] 7Α. Το Δικαστήριο ή Δικαστής δύναται να διατάξη όπως έγγραφος πρότασις μη συμμορφουμένη προς τας προνοίας των κανονισμών 4, 5 και 7 διαγραφή, τροποποιηθή ή συμπληρωθή ούτως ώστε να συμμορφούται προς τας τοιαύτας προνοίας ή να εκδώση οιανδήποτε άλλην διαταγήν την οποίαν ήθελε θεωρήσει αρμόζουσαν.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο