ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D384
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 70/2011)
11 Ιουνίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Μιχ. Βορκάς, για τον Αιτητή.
Μ. Ιεροκηπιώτου (κα) για Α. Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ήταν στην υπηρεσία των καθ'ων η αίτηση από το 1992. Κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του Προϊστάμενου Τεχνικών Υπηρεσιών.
Το Δεκέμβρη 2007 η εργοδοσία του αιτητή τερματίστηκε από τους καθ'ων η αίτηση, μετά που αυτός κρίθηκε ένοχος για πειθαρχικά παραπτώματα και του επεβλήθη η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Η απόφαση προσβλήθηκε από τον αιτητή και ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (Παναγιώτης Θεοδουλίδης v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 103/2008, ημερομηνίας 11/12/2009), λόγω παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας εξαιτίας της συμμετοχής στο Συμβούλιο, του Α. Ανδρέου, υπό τη διπλή ιδιότητα του μέλους του αποφασίζοντος οργάνου και του έμμισθου εργοδοτούμενου της καταγγέλλουσας συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Η συμμετοχή του συγκεκριμένου προσώπου, το οποίο να σημειωθεί πλειοψήφισε υπέρ της καταδίκης του αιτητή στην πειθαρχική διαδικασία υπό τη διπλή αυτή ιδιότητα, είχε καταστήσει, σύμφωνα με το Δικαστήριο, την όλη διαδικασία τρωτή και ανέτρεψε το τεκμήριο της αμεροληψίας που πρέπει να διαπνέει την όλη συμπεριφορά των διοικητικών οργάνων.
Λίγες μέρες μετά την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 103/2008, οι καθ'ων η αίτηση έθεσαν τον αιτητή σε διαθεσιμότητα για περίοδο τριών μηνών. Εναντίον της εν λόγω απόφασης ο αιτητής προσέφυγε στο Δικαστήριο καταχωρώντας την Προσφυγή 1717/2009, η οποία όμως απορρίφθηκε.
Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου στην Προσφυγή 103/2008, οι καθ'ων η αίτηση επανεξέτασαν την υπόθεση του αιτητή σε νέα συνεδρία τους, κατά την οποία αποφασίστηκε η διατύπωση νέου κατηγορητηρίου εναντίον του αιτητή, με αντικείμενο τις ακόλουθες κατηγορίες:
Κατηγορία 1: Παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπαλλήλων.
« 2: Απρεπής συμπεριφορά προς υπαλλήλους του Συμβουλίου.
« 3: Απρεπής συμπεριφορά προς τους κατωτέρους του.
« 4: Απρεπής συμπεριφορά προς τους καταναλωτές του
Συμβουλίου.
« 5: Απρεπής συμπεριφορά προς συνεργάτες του Συμβουλίου.
« 6: Παράλειψη ή άρνηση εκτέλεσης των καθηκόντων της θέσης
του.
« 7: Αδικαιολόγητη κατ' εξακολούθηση αργοπορία στην
προσέλευση στο καθήκον.
Κατηγορία 8: Προσέλευση και αποχώρηση από τα γραφεία του Συμβουλίου
σε ακατάλληλες ώρες.
Ο αιτητής αφού κλήθηκε, εμφανίστηκε ενώπιον των καθ'ων η αίτηση με δικηγόρο και δήλωσε μη παραδοχή σε όλες τις πιο πάνω κατηγορίες. Παράλληλα, ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε, με τη μορφή γραπτών προδικαστικών ενστάσεων:
(α) Τον ισχυρισμό ότι στην περίπτωση του αιτητή τυγχάνει εφαρμογής το γνωστό ως autrefois acquit δόγμα, εφόσον αυτός, για τα ίδια πειθαρχικά παραπτώματα δικάστηκε και ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης το Ανώτατο Δικαστήριο στην Προσφυγή 103/2008 αθωώθηκε, και
(β) τον ισχυρισμό ότι στην περίπτωση του αιτητή έχει παραβιασθεί το συνταγματικό δικαίωμα του για διάγνωση πειθαρχικής ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία.
Και οι δύο πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις του αιτητή απορρίφθηκαν με απόφαση των καθ'ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στους δικηγόρους των δύο πλευρών στις 24/2/2010.
Η πειθαρχική διαδικασία συνεχίστηκε με την κατάθεση μαρτύρων. Μάρτυρες κάλεσαν και οι δύο πλευρές. Ένας από αυτούς ήταν και ο αιτητής.
Ο αιτητής κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και του επεβλήθη σωρευτικά η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Η όλη διαδικασία διήρκεσε μέχρι τις 9/12/2010, ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε στους συνηγόρους των δύο πλευρών η απόφαση της ποινής και περιλάμβανε 20 συνεδρίες των καθ'ων η αίτηση.
Αντιδρώντας ο αιτητής προσέφυγε για δεύτερη φορά στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας την παρούσα προσφυγή. Προβάλλοντας αριθμό λόγων ακύρωσης στα πλαίσια των οποίων εγείρει πληθώρα ισχυρισμών, επιδιώκει την ακύρωση της νέας απόφασης των καθ'ων η αίτηση.
Προτού συνοψίσω τους λόγους ακύρωσης και τους ισχυρισμούς που ο αιτητής εγείρει στα πλαίσια τους, θεωρώ σκόπιμο να διευκρινίσω ότι η εναντίον του αιτητή πειθαρχική διαδικασία διέπεται από το ΜΕΡΟΣ V (Πειθαρχικός Κώδικας) των περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 111/96 - (στο εξής «οι Κανονισμοί»).
ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ
Ο αιτητής προβάλλει ένα μεγάλο αριθμό λόγων ακύρωσης, στα πλαίσια των οποίων εγείρει σωρεία ισχυρισμών, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται. Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί η εξέταση τους.
Η νομιμότητα της σύνθεσης του Συμβουλίου
Προέχει ως θέμα δημοσίας τάξεως η εξέταση των ισχυρισμών που άπτονται της νομιμότητας της σύνθεσης του Συμβουλίου.
Ο αιτητής προτείνει ότι το Συμβούλιο λειτούργησε υπό κακή σύνθεση διότι κατά τη συνεδρία της 9/12/2010, στην οποία του επιβλήθηκε η ποινή, συμμετείχαν μέλη που απουσίαζαν από προηγούμενες συνεδρίες.
Από τα 20 μέλη που έλαβαν την τελική απόφαση, μόνο τα 7 παρίσταντο σε όλες τις προηγούμενες συνεδρίες ενώ τα υπόλοιπα 13 απουσίαζαν από μία ή περισσότερες, κατά περίπτωση, συνεδρίες οι οποίες υποδεικνύονται από τον αιτητή.
Είναι η θέση του αιτητή ότι η όλη διαδικασία διεξήχθη υπό φθίνουσα και επανερχόμενη διάταξη μελών και με αταξία εισερχομένων και επανερχομένων, με σαφή πάσχουσα σύνθεση κατά τρόπο που παραβιάζει το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).
Πάσχουσα όμως κατέστη, κατά τον αιτητή, η σύνθεση του Συμβουλίου επειδή δεν προκύπτει νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήση των μελών του στις συνεδρίες οι οποίες ήταν στο σύνολο τους έκτακτες, κατά παράβαση και του άρθρου 21(3) του Ν.158(Ι)/99.
Η πλευρά των καθ'ων η αίτηση, παραπέμποντας στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. 167/2009, ημερομηνίας 12/4/2013, απαντά ότι υπήρξε ενημέρωση των απόντων μελών στις επόμενες συνεδρίες, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η νομιμότητα της σύνθεσης του Συμβουλίου, ότι δεν τίθεται ζήτημα φθίνουσας και επανερχόμενης σύνθεσης αφού τα δύο μέλη που συμμετείχαν στις συνεδρίες της 20/1/2010 και 3/3/2010, αλλά απουσίαζαν κατά τη λήψη της τελικής απόφασης, δεν συμμετείχαν σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της διαδικασίας και τέλος ότι επρόκειτο για τακτικές συνεδρίες μετά το πέρας των οποίων καθοριζόταν η ημερομηνία και ώρα διεξαγωγής της επομένης, οπόταν δεν ήταν αναγκαία η κλήτευση των μελών.
Σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.158(Ι)/99:
"Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένα θέματα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με την συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης."
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Στην παρούσα περίπτωση η διοικητική διαδικασία ολοκληρώθηκε σε είκοσι συνεδρίες.
Στις 20/1/2010 αποφασίστηκε η διατύπωση κατηγορητηρίου εναντίον του αιτητή, ενώ στις 3/2/2010 έγινε η ακρόαση της πειθαρχικής κατηγορίας, η απάντηση μη παραδοχής του αιτητή και η υποβολή προδικαστικών ενστάσεων του δικηγόρου του. Ακολούθως, στις 17/2/2010 εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν οι ενστάσεις και στις 24/2/2010 ανακοινώθηκε η απόρριψη των ενστάσεων στους δικηγόρους. Στις 3/3/2010 και στις 10/3/2010 συνεχίστηκε η διαδικασία με εξέταση και αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, ενώ στις 12/3/2010 ανανεώθηκε η διαθεσιμότητα του αιτητή. Στις 15/3/2010, 16/4/2010 και 3/5/2010 συνεχίστηκε η εξέταση - αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, συμπεριλαμβανομένου του Διευθυντή του Συμβουλίου, ενώ στις 28/5/2010, 10/6/2010 και 16/6/2010 κατέθεσε ενόρκως και αντεξετάστηκε ο αιτητής και στις 24/6/2010 κατέθεσε και αντεξετάστηκε μάρτυρας υπεράσπισης του αιτητή. Στη συνέχεια, κατατέθηκαν γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων στις 30/6/2010. Στις 31/8/2010 το Συμβούλιο αποφάνθηκε περί της ενοχής του αιτητή, απόφαση που δόθηκε στους δικηγόρους των διαδίκων στις 20/10/2010. Ακολούθησε στις 11/11/2010 η απόφαση να ακουστεί ο δικηγόρος του αιτητή για σκοπούς ποινής και στις 24/11/2010 η απόφαση επί της ποινής, η οποία δόθηκε γραπτώς στους συνηγόρους στη συνεδρία με την οποία ολοκληρώθηκε η διαδικασία στις 9/12/2010.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά των πιο πάνω συνεδριάσεων, όλα τα μέλη καλούνταν εκ των προτέρων νομότυπα και εμπρόθεσμα, ενώ μετά το πέρας της εναρκτήριας συνεδρίας της 20/1/2010 και ακολούθως, με εξαίρεση τις συνεδρίες της 3/5/2010, 28/5/2010, 16/6/2010 και 24/6/2010 που δεν είχαν προκαθορισθεί αλλά αποφασίστηκαν κατόπιν διαβούλευσης του Προέδρου με τους νομικούς συμβούλους, ορίζονταν οι ημερομηνίες και ώρες των επόμενων συνεδριών, κατά τρόπο ώστε να λαμβάνουν τη μορφή τακτικών συνεδριών, όπως επισημάνθηκε στην Παναγιώτης Θεοδουλίδης v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 103/2008, ημερομηνίας 11/12/2009.
Οι αποφάσεις λαμβάνονταν τηρουμένης της απαρτίας, τα δε μέλη που απουσίαζαν σε διάφορα στάδια της διαδικασίας, εκτός του Α. Ανδρέου που δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία αφού η συμμετοχή του είχε κριθεί ως αντικανονική στην ακυρωτική απόφαση της Θεοδουλίδης (πιο πάνω), ενημερώνονταν στην επόμενη συνεδρία για τα όσα είχαν λάβει χώρα στην απουσία τους.
Αν το σύνολο των γεγονότων εξαντλείτο στα πιο πάνω, τότε η εισήγηση των καθ'ων η αίτηση ότι οι αλλαγές στη σύνθεση του Συμβουλίου καλύπτονται από τις πρόνοιες του άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99, θα ήταν ορθή. Όμως, στην παρούσα περίπτωση υπάρχει η πιο κάτω ιδιομορφία:
Σε αντίθεση με τα περιστατικά της απόφασης στην ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ (πιο πάνω), όπου η διαδικασία εξελίχθηκε πάνω στη βάση παραδεκτών γεγονότων, η δε Αρχή αποφάνθηκε λαμβάνοντας υπόψη το γραπτό πόρισμα αρμόδιου λειτουργού και τις γραπτές παραστάσεις των εκπροσώπων του εγκαλούμενου τηλεοπτικού σταθμού, η διαδικασία στην παρούσα περίπτωση περιλάμβανε εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ουσιώδους σημασίας η αξιολόγηση της μαρτυρίας από τα μέλη του συλλογικού οργάνου, προς το σκοπό λήψης απόφασης για την ενοχή ή την απαλλαγή του πειθαρχικώς διωκόμενου.
Η προσωπική εντύπωση ενός εκάστου των μελών του Συμβουλίου και η αξιολόγηση, δια ζώσης των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης ως αναγκαίο προαπαιτούμενο της ετυμηγορίας του, στα πλαίσια μιας δίκης που διεξάγεται ουσιαστικά κατά τα πρότυπα της ποινικής διαδικασίας, αναδεικνύει τη σημασία της φυσικής παρουσίας των μελών και καθιστά αμφίβολη την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99 για εκ των υστέρων ενημέρωση μέσω των πρακτικών.
Υπήρξε εδώ μεταβολή της σύνθεσης και στις εννιά συνεδρίες, κατά τις οποίες έλαβε χώρα η εξέταση των μαρτύρων.
Η εξέταση - αντεξέταση των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής εξελίχθηκε σε πέντε συνεδρίες, κατά τις οποίες η σύνθεση του Συμβουλίου παρουσίαζε συνεχείς μεταβολές. Κατά τη συνεδρία της 3/3/2010 απουσίαζαν οι Μ. Ιερείδης, Γ. Χρυσάνθου, Κ. Παρπούνας και Αδ. Ανδρέου. Στην επόμενη, της 10/3/2010 απουσίαζαν οι Σ. Αλετράρης, Σ. Κολακκίδου, Μ. Ιερείδης, Γ. Χρυσάνθου, Κ. Παρπούνας, Αργ. Αργυρού και Αδ. Ανδρέου. Στις 15/3/2010 καταγράφονται ως απόντες οι Σ. Αλετράρης, Αντ. Αντωνίου, Γ. Χρυσάνθου, Κ. Παρπούνας και Αδ. Ανδρέου. Στην επόμενη της 16/4/2010 απουσίαζαν οι Σ. Αλετράρης, Γ. Χρυσάνθου, Κ. Παρπούνας και Αδ. Ανδρέου, ενώ στη συνεδρία της 3/5/2010 σημειώθηκαν ως απόντες οι Σ. Αλετράρης, Γ. Χρυσάνθου, Κ. Παρπούνας, Αδ. Ανδρέου, Αντ. Αντωνίου, Σ. Κολακκίδου και Π. Παύλου.
Κάτω από παρόμοιες συνθήκες διεξήχθη η εξέταση - αντεξέταση και των μαρτύρων της υπεράσπισης, που επεκτάθηκε σε τέσσερις συνεδρίες.
Στις 28/5/2010, κατά την ανάγνωση της κατάθεσης του αιτητή, απουσίαζαν οι Σ. Αλετράρης, Γ. Χρυσάνθου, Π. Παύλου, Γρ. Γρηγορίου, Κ. Παρπούνας και Αδ. Ανδρέου. Η εξέταση του αιτητή συνεχίστηκε στη συνεδρία της 10/6/2010 στην απουσία των Σ. Αλετράρη, Γ. Χρυσάνθου, Κ. Παρπούνα, Αδ. Ανδρέου, Λ. Μαυρομμάτη, Αν. Στυλιανού και Αλκ. Κωνσταντίνου. Κατά την αντεξέταση του αιτητή από τη δικηγόρο της κατηγορούσας αρχής, στις 16/6/2010 απόντες ήταν οι Σ. Αλετράρης, Γ. Χρυσάνθου, Κ. Παρπούνας, Αδ. Ανδρέου, Αντ. Αντωνίου και Η. Κανάρη.
Η δε εξέταση και αντεξέταση του μάρτυρα υπεράσπισης Γ. Καραολή που έλαβε χώρα στις 24/6/2010, διεξήχθη στην απουσία των Σ. Αλετράρη, Γ. Χρυσάνθου, Κ. Παρπούνα, Αδ. Ανδρέου, Μ. Ιερείδη και Αργ. Αργυρού.
Αναφορικά με το μέλος Α. Ανδρέου υπενθυμίζω ότι αυτός απουσίαζε από όλες τις συνεδριάσεις, εφόσον η συμμετοχή του είχε κριθεί αντικανονική.
Με βάση την εικόνα της σύνθεσης των επί μέρους συνεδριάσεων που προεκτέθηκε, προκύπτει ότι στην κρίσιμη συνεδρίαση της 31/8/2010, όπου αποφασίστηκε, στη βάση της δοθείσας μαρτυρίας, η ενοχή του αιτητή, δέκα από τα είκοσι μέλη που παρίσταντο σ' αυτή, δεν είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν ιδίοις όμμασι το σύνολο της προσφερθείσας μαρτυρίας, λόγω της απουσίας τους από τις προηγηθείσες συνεδρίες, κατά τις οποίες εξετάστηκαν και αντεξετάστηκαν οι μάρτυρες των δύο πλευρών.
Στη σελ. 11 της αιτιολογίας της απόφασης του Συμβουλίου, η οποία προσυπογράφεται από όλα τα παρόντα μέλη και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των πρακτικών, κάτω από το τίτλο «Αξιολόγηση μαρτυρίας» γίνονται αναφορές στη «γενική εντύπωση» που άφησαν στα μέλη, οι μάρτυρες συμπεριλαμβανομένων του κατηγορουμένου και των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης και διατυπώνεται κρίση, κατά περίπτωση και με βάση την εντύπωση που άφησαν στα μέλη, περί μαρτύρων της αλήθειας ή όχι.
Τίθεται επομένως εύλογα το ερώτημα κατά πόσο είναι δυνατή η διαμόρφωση τέτοιας εντύπωσης και κρίσης μέσω των πρακτικών και χωρίς την αμεσότητα της φυσικής παρουσίας στη διαδικασία.
Κατά την εξέταση του πιο πάνω λόγου ακύρωσης, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο πειθαρχικά διωκόμενος κατηγορούμενος απολαμβάνει τα δικαιώματα τα οποία εγγυάται το άρθρο 12.5 του Συντάγματος[1], σε κατηγορούμενο σε ποινική δίκη, ένα από τα οποία είναι και το δικαίωμα εξέτασης και αντεξέτασης μαρτύρων. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι τυγχάνουν εφαρμογής και οι πρόνοιες του άρθρου 12.2 του Συντάγματος[2]. (Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1839).
Με δεδομένο ότι η πειθαρχική δίκη διεξάγεται τηρουμένων των εχεγγύων του άρθρου 12 του Συντάγματος, οι συνθήκες της παρούσας με την διαπιστωμένη έλλειψη της άμεσης παρακολούθησης και αξιολόγησης των μαρτύρων εκ μέρους μεγάλου αριθμού μελών του ασκούντως οιονεί ποινική δικαιοδοσία πειθαρχικού οργάνου, δημιουργούν σημαντικό κενό, που δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική δικλίδα του άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99.
Προκύπτει συναφώς ότι σημαντικός αριθμός μελών προέβη σε αξιολόγηση μαρτυρίας κατά τη λήψη της οποίας, τα συγκεκριμένα μέλη απουσίαζαν.
Η εκ των υστέρων ενημέρωση απόντων μελών για τα όσα διαμείφθηκαν στην απουσία τους, δεν μπορεί να αναπληρώσει την προσωπική εντύπωση που σχηματίζουν τα μέλη ενός πειθαρχικού σώματος, κατά την παρουσίαση και εξέταση των μαρτύρων.
Απουσιάζει υπό τις περιστάσεις η αυθεντική κρίση επί των όσων, δια ζώσης κατατέθηκαν και η αξιολόγηση της πειστικότητας τους, η οποία δεν είναι δυνατό να αντικατασταθεί με μια απλή ανάγνωση των πρακτικών.
Εφαρμογή του άρθρου 22 του Νόμου 158(Ι)/99 στην πειθαρχική διαδικασία, θα εξουδετέρωνε τα δικαιώματα τα οποία σύμφωνα με τη νομολογία εγγυάται το άρθρο 12.5 του Συντάγματος στον πειθαρχικά διωκόμενο κατηγορούμενο και θα καθιστούσε μη δίκαιη την πειθαρχική δίκη. Σύμφωνα με το άρθρο 179 του Συντάγματος, το Σύνταγμα αποτελεί τον υπέρτατο Νόμο. Επομένως, το άρθρο 12.5 υπερισχύει του άρθρου 22 του Νόμου 158(Ι)/99.
Στην παρούσα υπόθεση, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο πάνω, η απουσία των μελών του πειθαρχικού οργάνου στο στάδιο της εξέτασης μαρτύρων, δεν μπορεί να θεραπευθεί κατ' επίκληση του άρθρου 22 του Νόμου 158(Ι)/99. Ακολουθεί, πως η σύνθεση του πειθαρχικού οργάνου ήταν παράνομη. Παράνομη σύνθεση σημαίνει έλλειψη αρμοδιότητας (Medcon Construction Ltd. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 441).
Ως εκ των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω αρμοδιότητας.
Οι ισχυρισμοί για αοριστία και πολλαπλότητα του κατηγορητηρίου και μη στοιχειοθέτησης των κατηγοριών
Είναι η θέση του αιτητή ότι το κατηγορητήριο που του επιδόθηκε στις 25/1/2010, πάσχει από αοριστία και πολλαπλότητα γιατί δεν περιέχει λεπτομέρειες και γεγονότα, συστατικά των παραπτωμάτων, περιέχει κατηγορίες που δεν συμπεριλαμβάνονται στον Πειθαρχικό Κώδικα του Συμβουλίου («παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπαλλήλων» και «προσέλευση και αναχώρηση από τα γραφεία σε ακατάλληλες ώρες»). Επιπρόσθετα, περιέχει κάποιες κατηγορίες («απρεπής συμπεριφορά προς τους καταναλωτές και τους συνεργάτες του Συμβουλίου»), που δεν έχουν στοιχειοθετηθεί.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 68 του Πειθαρχικού Κώδικα, υπάλληλος υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη:
"(α) αν διαπράξει παράπτωμα σχετικό με έλλειψη τιμιότητας ή ηθικής αισχρότητας και
(β) αν ενεργήσει ή παραλείψει κάτι με τρόπο που να ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις του."
Τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων καθορίζονται στον Κανονισμό 53:
"Κάθε υπάλληλος οφείλει:
(α) να είναι πιστός και να σέβεται τους Νόμους,
(β) να εκτελεί πιστά, αμερόληπτα, απροσωπόληπτα, δίκαια και μόνο βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και ανελλιπώς τα καθήκοντα του και γενικά να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προαγωγή των συμφερόντων και της εύρυθμης λειτουργίας του Συμβουλίου,
(γ) να εκτελεί οποιεσδήποτε διαταγές και οδηγίες μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων του,
(δ) να μην ενεργεί ή να παραλείπει ή να συμπεριφέρεται με τρόπο που θα μπορεί να δυσφημήσει το Συμβούλιο γενικά ή τη θέση του ειδικά ή που μπορεί να τείνει να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στο Συμβούλιο,
(ε) να συμπεριφέρεται κατάλληλα προς τους ανωτέρους, τους συναδέλφους και στο κοινό,
(στ).........................."
Ο τύπος του κατηγορητηρίου προβλέπεται στον Κανονισμό 77(8)(ε) του Πειθαρχικού Κώδικα, που επιβάλλει τη συνοπτική έκθεση των παραπτωμάτων και είναι πανομοιότυπος με την κλήση που επιδόθηκε στον αιτητή.
Από τις οκτώ κατηγορίες που διατυπώθηκαν, οι υπ' αριθμό 2,3,4,5,6 και 7 που αφορούν σε απρεπή συμπεριφορά, παράλειψη εκτέλεσης καθηκόντων και καθυστέρηση προσέλευσης στην εργασία, συμπεριλαμβάνονται στα παραπτώματα του άρθρου 77(2) του Πειθαρχικού Κώδικα.
Στα παραπτώματα του εν λόγω άρθρου εμπίπτει, κατά τη γνώμη μου, και η κατηγορία 8, που αφορά στο πειθαρχικό παράπτωμα της προσέλευσης - αποχώρησης από τα γραφεία του Συμβουλίου σε ακατάλληλες ώρες. Η θέση του αιτητή ότι το παράπτωμα, αντικείμενο της συγκεκριμένης κατηγορίας, δεν περιλαμβάνεται στον Πειθαρχικό Κώδικα δεν με βρίσκει σύμφωνο. Οι πρόνοιες των παραγράφων (α) και (β) του Κανονισμού 53 καλύπτουν και τη συγκεκριμένη κατηγορία.
Η κατηγορία 1 αφορά σε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπαλλήλων. Ο αιτητής αμφισβητεί την εν λόγω κατηγορία, υποστηρίζοντας ότι δεν περιλαμβάνεται στον Πειθαρχικό Κώδικα τέτοιο πειθαρχικό παράπτωμα. Αναφορικά με την ίδια κατηγορία, υποστηρίζει επίσης ότι για το θέμα της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα έπρεπε να ασκηθεί πρώτα ποινική δίωξη εναντίον του και μετά να διωχθεί πειθαρχικά.
Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες υπ' αριθμό 4 και 5 για απρεπή συμπεριφορά προς τους καταναλωτές και συνεργάτες του Συμβουλίου, είναι η θέση του αιτητή ότι δεν έχουν στοιχειοθετηθεί μέσα από το μαρτυρικό υλικό και δεν αιτιολογήθηκαν στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, με αποτέλεσμα η κατάληξη του Συμβουλίου περί της ενοχής του σε σχέση με τις συγκεκριμένες κατηγορίες να παραμένει μετέωρη.
Είναι γεγονός ότι η αυστηρή προσήλωση στους κανόνες του δικαίου της απόδειξης δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής δίκης (βλ. Κρητιώτη v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778) και ότι το ακυρωτικό δικαστήριο όταν ελέγχει απόφαση που λήφθηκε σε πειθαρχική διαδικασία, δεν υπεισέρχεται στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προέβη το αρμόδιο όργανο (βλ. Παπαχαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 97).
Ταυτόχρονα όμως, όπως ήδη επισημάνθηκε, έχει προ πολλού αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι ο πειθαρχικά διωκόμενος υπάλληλος έχει τα ίδια δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα σε άτομο που διώκεται ποινικά. (Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1839).
Όπως υπογραμμίστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στην Παπασάββας ν. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 3 Α.Α.Δ. 115, καμιά κύρωση δεν μπορεί να επιβληθεί σε άτομο για ποινικό ή πειθαρχικό παράπτωμα έξω από το πλαίσιο της ποινικής ή πειθαρχικής διαδικασίας προσαρμοσμένης στις διατάξεις του άρθρου 12 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, όπως τονίστηκε στην Κρητιώτη (πιο πάνω), με αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959, σελ. 414):
"Ο υπό του αρμοδίου όμως οργάνου χαρακτηρισμός ωρισμένων πραγματικών περιστατικών ως συνιστώντων ή μη πειθαρχικόν παράπτωμα, δεν αποτελεί ουσιαστικήν κρίσην διαφεύγουσαν τον ακυρωτικόν έλεγχον του Σ.τ.Ε., αλλά νομικόν χαρακτηρισμόν των πραγματικών αυτών περιστατικών και υπαγωγήν των εις συγκεκριμένον κανόνα δικαίου.. ήτοι ενέργειαν ελεγχόμενην ακυρωτικώς."
Είναι αυτονόητο ότι το άρθρο 12.2 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την καταδίκη για διάπραξη αδικήματος το οποίο είναι άγνωστο στο Νόμο - στην παρούσα περίπτωση τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η υπ' αριθμό 1 κατηγορία για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπαλλήλων, δεν προβλέπεται στον Πειθαρχικό Κώδικα του Συμβουλίου και επιπρόσθετα είναι εντελώς αόριστη και γενικόλογη. Ως εκ τούτου, η καταδίκη του αιτητή στην πρώτη κατηγορία ακυρώνεται.
Ομοίως, οι κατηγορίες 4 και 5 για απρεπή συμπεριφορά προς καταναλωτές και συνεργάτες του Συμβουλίου δεν έχουν αρκούντως στοιχειοθετηθεί. Δεν υπάρχει στο μαρτυρικό υλικό ή στο κείμενο της επίδικης απόφασης οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με οτιδήποτε μπορούσε να συνδέσει τον αιτητή μ' αυτή την πτυχή. Η αντικειμενική υπόσταση των εν λόγω παραπτωμάτων δεν έχει, κατά τη γνώμη μου, τεκμηριωθεί. Οι εισηγήσεις των καθ'ων η αίτηση στις σελ 2-3 της αγόρευσης τους και οι αναφορές στη σελίδα 11 της καταδικαστικής απόφασης του Συμβουλίου σε περιστατικά υβριστικής και προσβλητικής συμπεριφοράς, που προέκυψαν μέσα από τις καταθέσεις, προφανώς σχετίζονται με τις κατηγορίες υπ' αρ. 2 και 3 που άπτονται της συμπεριφοράς του αιτητή προς τους υπαλλήλους του Συμβουλίου και τους υφισταμένους του.
Όπως παρατηρήθηκε στην Πλατρίτης v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 571, σελ. 578:
"Το Διοικητικό Δικαστήριο όμως μπορεί να επέμβει όταν διαπιστώνεται κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα. Χωρεί ως εκ τούτου, επέμβαση όπου δεν υπάρχουν αντικειμενικά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία άσκησαν στο πειθαρχικό όργανο ουσιώδη επιρροή ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων."
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι απουσιάζουν εντελώς από το κατηγορητήριο, οι λεπτομέρειες των πιο πάνω παραπτωμάτων, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και του άρθρου 12.2 του Συντάγματος.
Όπως τονίστηκε από τον Πική, Π. (όπως ήταν τότε) στη Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου και/ή μέσω του Δημάρχου Παραλιμνίου (Αρ. 1) (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393:
"Η απουσία των γεγονότων που στοιχειοθετούν τις κατηγορίες υπήρξε παντελής. Αποτελεί, όπως και στην ποινική δίκη, προϋπόθεση για τη θεμελίωση του πειθαρχικού πταίσματος η γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο των γεγονότων που το στοιχειοθετούν. Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 12(5), αποτελούν και δικαιώματα του κατηγορουμένου στην πειθαρχική δίκη όπως έχει επανειλημμένα αποφασιστεί και διακηρυχθεί από το Δικαστήριο. (Βλέπε Haros v. Republic, 4 RSCC 39, Morsis v. Republic 4 RSCC 133, Menelaou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 467, Petrou v, Republic (1980) 3 C.L.R. 203, Papacleovoulou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 187, Matsas v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1448).
Kαι η Ελληνική νομολογία αναγνωρίζει ότι παράλειψη εξειδίκευσης των γεγονότων τα οποία στοιχειοθετούν την κατηγορία καταρρίπτουν το βάθρο του κατηγορητηρίου και καθιστούν τη διαδικασία άκυρη στην ολότητα της. (Βλέπε επίσης Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) σ. 365, Ευρετήριο Αποφάσεων Συμβουλίου Επικρατείας (1935-1940) σ. 71 Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας (1931) Β Απόφαση 715/31 σ. 408)."
Τα πιο πάνω ισχύουν βέβαια και στην παρούσα. Σημειώνεται ότι ο αιτητής είχε θέσει το ζήτημα της γενικότητας και αοριστίας του κατηγορητηρίου και ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου, όμως οι καθ'ων η αίτηση, απέρριψαν την ένσταση και δεν προέβησαν σε οποιοδήποτε διάβημα για τη διόρθωση του.
Ως εκ των πιο πάνω, η καταδίκη του αιτητή στις κατηγορίες 4 και 5 δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του οργάνου και συνεπώς και αυτή η καταδίκη ακυρώνεται. (Kyprianou v. PSC (1973) 3 C.L.R. 206).
Η πιο πάνω κατάληξη μου φέρνει στο προσκήνιο το σωρευτικό χαρακτήρα της ποινής και συγκεκριμένα τις επιπτώσεις που η ακύρωση της καταδίκης στις συγκεκριμένες κατηγορίες έχει αναφορικά με το κύρος της ποινής στο σύνολο της.
Αν η ποινή δεν ήταν σωρευτική, η πιο πάνω κατάληξη μου αναφορικά με τις κατηγορίες 1, 4 και 5 δεν θα είχε καμιά ουσιώδη επίπτωση επί της ποινής, εφόσον η πειθαρχική καταδίκη στις υπόλοιπες κατηγορίες θα είχε επικυρωθεί.
Ωστόσο στον αιτητή επιβλήθηκε σωρευτικά μια και μόνο ποινή για τη διάπραξη αριθμού αδικημάτων και συγκεκριμένα επί όλων των αδικημάτων για τα οποία κρίθηκε ένοχος.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η ακύρωση της απόφασης σε σχέση με μία από τις κατηγορίες, καθιστά το σύνολο της πειθαρχικής απόφασης ακυρώσιμο. Η επί του προκειμένου θέση της νομολογίας μας τέθηκε στην υπόθεση Μichaelides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 454, με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από τη σελ. 289 του συγγράμματος του Καθηγητή Κυριακόπουλου, «Law of Civil Servants», Έκδοση του 1954:
"Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω εκτεθέντων, δέον να δεχθώμεν, ότι πειθαρχική απόφασις, δι' ης κολάζονται δι' ενιαίας ποινής πλείονα πειθαρχικά αδικήματα του υπαλλήλου, καθίσταται ακυρωτέα εάν, έστω και εν τούτων, δεν συνιστά κατά νόμον πειθαρχικόν αδίκημα∙ διότι άδηλον καθίσταται αν το πειθαρχικόν όργανον θα επέβαλε την αυτήν ποινήν μόνον διά τας λοιπάς πράξεις, αι οποίαι συνιστώσιν όντως πειθαρχικά αδικήματα."
Συνεπώς η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, αφού προηγουμένως κρίθηκε ένοχος του συνόλου των κατηγοριών, στις οποίες υπενθυμίζω περιλαμβάνονται μια κατηγορία που αφορά αδίκημα που δεν προβλέπεται από τον Πειθαρχικό Κώδικα, όπως και δύο κατηγορίες που δεν έχουν στοιχειοθετηθεί, καθίσταται ακροσφαλής, υποκείμενη σε ακύρωση.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη, θα προχωρήσω και θα εξετάσω και τους πιο κάτω ισχυρισμούς του αιτητή, έτσι ώστε σε περίπτωση που η επί του προκειμένου κρίση μου αμφισβητηθεί με έφεση, το Δικαστήριο να έχει σφαιρική και πλήρη εικόνα της υπόθεσης.
Η κατ' ισχυρισμόν παραβίαση του εχεγγύου της αμερόληπτης κρίσης
Ο αιτητής επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό που έθεσε στα πλαίσια της προσφυγής του αρ. 103/2008, εισηγείται ότι η συμμετοχή του Προέδρου του Συμβουλίου Α. Παπαναστασίου στη διαδικασία νόθευσε την αρχή της αμεροληψίας, λόγω μιας επιστολής του αιτητή με αποδέκτη τον Υπουργό Εσωτερικών, το 2006, με την οποία ο αιτητής καταφερόταν εναντίον του Προέδρου καταλογίζοντας του ότι εσκεμμένα παρεμπόδισε έκτακτη γενική συνέλευση ενός συντεχνιακού οργάνου για σκοπούς εξέτασης συντεχνιακών ατασθαλιών.
Το πιο πάνω διάβημα του, όπως υποστηρίζει, «ενόχλησε» τον Πρόεδρο ο οποίος συγκάλεσε στις 6/6/2006 έκτακτη συνεδρία του Συμβουλίου, στα πλαίσια της οποίας αποφασίστηκε να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα, ενώ στη συνέχεια με διάφορες ενέργειες και χειρισμούς κατά την πειθαρχική έρευνα και διαδικασία, αποκάλυψε μια μεροληπτική στάση εναντίον του αιτητή.
Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Το θέμα της επιστολής παραπόνου του αιτητή προς τον Υπουργό για την άρνηση παραχώρησης τόπου και χρόνου για τη γενική συνέλευση του Ταμείου Ευημερίας του προσωπικού, δεν ήταν το μοναδικό ζήτημα που τέθηκε στη συνεδρία της 6/6/2006 στην οποία εξετάστηκαν και διάφορα σημειώματα και αναφορές του αιτητή.
Από το σύνολο του υλικού και τη καταγεγραμμένη στάση του Προέδρου στα διάφορα στάδια της διαδικασίας, δεν προκύπτει ότι υπήρξε υπό τις περιστάσεις, μεταξύ αυτού και του αιτητή, ιδιάζουσα σχέση ή οξεία έχθρα η οποία καθιστούσε αντικανονική τη συμμετοχή του κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 42 του Ν.158(Ι)/99, ή επηρέαζε καθ' οιονδήποτε τρόπο τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης.
Εξάλλου, ο ισχυρισμός έχει ήδη απορριφθεί στη Προσφυγή αρ. 103/2008, με την παρατήρηση ότι η όλη ανάμειξη και συμπεριφορά του τόσο κατά την έρευνα όσο και κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής δίκης, δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μεροληπτική, οι δε παρεμβάσεις του ήταν διαδικαστικού χαρακτήρα.
Τα πιο πάνω ισχύουν και στην παρούσα. Τα σημεία στα οποία εστιάζει ο δικηγόρος του αιτητή, το περιεχόμενο των επιστολών που αντηλλάγησαν για το ζήτημα του Ταμείου Ευημερίας και τα σημεία των καταθέσεων και της μαρτυρίας που σημειώνονται στην αγόρευση, δεν αποκαλύπτουν από μόνα τους πρόβλημα παραβίασης των εχεγγύων αμεροληψίας εκ μέρους του Προέδρου.
Ως εκ των πιο πάνω, οι επί του προκειμένου ισχυρισμοί του αιτητή κρίνονται ανεδαφικοί και ως τέτοιοι απορρίπτονται.
Η κατ' ισχυρισμόν παράβαση του άρθρου 12.2 του Συντάγματος
Προβάλλεται από τον αιτητή, ότι επειδή η Προσφυγή του αρ. 103/2008 εναντίον της αρχικής απόφασης του Συμβουλίου είχε επιτυχή κατάληξη, η εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης και η καταδίκη του από το ίδιο όργανο, παραβιάζει το άρθρο 12.2 του Συντάγματος που ορίζει ότι «ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου δια το αυτό αδίκημα» και την αρχή της αμεροληψίας.
Το αποτέλεσμα και η καταδίκη του στην αρχική διαδικασία, επηρέασε όπως εισηγείται ο αιτητής και την κρινόμενη διαδικασία στην οποία συμπεριλήφθηκαν αναφορές από το σκεπτικό της πρώτης απόφασης και σημειώθηκαν αλλαγές στη στάση των μελών του Συμβουλίου που άλλαξαν την αρχικά ευνοϊκή προς αυτόν άποψη, προφανώς επηρεασμένοι από την πρώτη καταδικαστική απόφαση.
Το επιχείρημα είναι ανεδαφικό. Η αρχική απόφαση ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους, που αφορούσαν στη σύνθεση του Συμβουλίου και συνεπώς η αρχική καταδίκη του αιτητή εξαφανίστηκε στις 11/12/2009. Διενεργήθηκε επανεξέταση σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, η οποία οδήγησε στην έκδοση νέας απόφασης, της προσβαλλόμενης.
Το παραχθέν δεδικασμένο κάλυπτε μόνο το κριθέν ζήτημα της συμμετοχής του Α. Ανδρέου, ο οποίος δεν έλαβε μέρος στην υπό κρίση περίπτωση. Πέραν τούτου, δεν υπήρχε οποιοδήποτε κώλυμα για το Συμβούλιο, είτε να επανεκδικάσει την υπόθεση, είτε να χρησιμοποιήσει στη μεταγενέστερη κρίση του, παρόμοιο σκεπτικό με αυτό της αρχικής του απόφασης. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τη στάση των μελών κατά την ψηφοφορία, εφόσον επρόκειτο για εξ' ολοκλήρου νέα διοικητική διαδικασία.
Η πρώτη καταδίκη του αιτητή είχε ακυρωθεί λόγω παράνομης σύνθεσης η οποία σήμαινε έλλειψη αρμοδιότητας (βλ. Medcon Construction (πιο πάνω)). Όταν η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω παράβασης του κανόνα αρμοδιότητας, «δεν εμποδίζεται η διοίκησης να επαναλάβη την πράξιν, τηρούσα αυτήν την φοράν τους σχετικούς κανόνας περί αρμοδιότητος ή τύπου» (Δήμητρα Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου, «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως», σελ. 42). Εξάλλου και στην ποινική δίκη είναι εφικτή η επανεκδίκαση και δεν εγείρεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 12.2 του Συντάγματος.
Επομένως και οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αιτητή απορρίπτονται ως ανεδαφικοί.
Η κατ' ισχυρισμόν παραβίαση του εύλογου χρόνου διάγνωσης της πειθαρχικής ευθύνης του αιτητή
Είναι η θέση του αιτητή ότι παραβιάστηκε το κατοχυρωμένο στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος και 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, δικαίωμα διάγνωσης της πειθαρχικής ευθύνης του εντός ευλόγου χρόνου, λαμβανομένου υπόψη ότι η εναντίον του διαδικασία άρχισε στις 6/6/2006, τα παραπτώματα που του αποδίδονταν είχαν τελεστεί πριν από τέσσερα, πέντε, ακόμη και οκτώ χρόνια, με αποτέλεσμα σημαντικοί μάρτυρες κατηγορίας να αποφύγουν την απάντηση κρίσιμων ερωτημάτων της αντεξέτασης, επικαλούμενοι την πάροδο του εν λόγω μακρού χρονικού διαστήματος.
Επιπρόσθετα, ο εύλογος χρόνος παραβιάστηκε λόγω της παράλειψης του Διευθυντή να προχωρήσει έγκαιρα στην συνοπτική εκδίκαση των παραπτωμάτων, κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 77(3)(α) του Πειθαρχικού Κώδικα του Συμβουλίου.
Και αυτό το παράπονο του αιτητή κρίνεται αβάσιμο. Η επανεξέταση του θέματος μετά την ακυρωτική απόφαση, άρχισε στις 20/1/2010, με τη διατύπωση του κατηγορητηρίου και επεκτάθηκε σε 19 συνεδρίες, κατά τις οποίες υποβλήθηκαν και εξετάστηκαν προδικαστικές ενστάσεις από το δικηγόρο του αιτητή, κατατέθηκαν γραπτές αγορεύσεις, ακούστηκε μεγάλος αριθμός μαρτύρων (14) οι οποίοι αντεξετάστηκαν και εν τέλει εκδόθηκε η απόφαση για την ενοχή στις 31/8/2010 και επιβλήθηκε η ποινή στις 9/12/2010.
Υπό τις περιστάσεις, δεν υπήρξε υπαίτια καθυστέρηση από πλευράς καθ'ων η αίτηση στη διεξαγωγή της πειθαρχικής δίκης, η οποία συμπληρώθηκε σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Αναφορικά με την πρόνοια του Κανονισμού 77(3)(α) για συνοπτική εκδίκαση παραπτωμάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός εναποθέτει στη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή, να κρίνει κατά πόσο από τα πορίσματα της έρευνας που διεξάγεται για το σκοπό αυτό, προκύπτει η δυνατότητα συνοπτικής εκδίκασης και να ενεργήσει αναλόγως. Κατά τον ίδιο τρόπο, σύμφωνα με την επιφύλαξη του Κανονισμού 77(1)(α), αν ο Διευθυντής πιστεύει ότι εξαιτίας της σοβαρότητας του παραπτώματος ή εξαιτίας των περιστάσεων που έγινε αυτό, θα έπρεπε να συνεπάγεται σοβαρότερη ποινή (από την προβλεπόμενη για παραπτώματα συνοπτικώς εκδικαζόμενα - επίπληξη και αυστηρή επίπληξη), προχωρεί στη διεξαγωγή έρευνας ή στον ορισμό ερευνώντος λειτουργού όπως ορίζεται στην υποπαράγραφο (β) του Κανονισμού 77(1).
Επομένως και οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αιτητή κρίνονται ανεδαφικοί και ως τέτοιοι απορρίπτονται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Υπέρ του αιτητή επιδικάζονται €1.500 έξοδα.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
[1] (5) Πας κατηγορούμενος δι' αδίκημά τι έχει τα ακόλουθα κατ' ελάχιστον όρον δικαιώματα:
(α) να πληροφορηθή εις καταληπτήν υπ' αυτού γλώσσαν αμέσως και λεπτομερώς την φύσιν και τους λόγους της εις αυτόν αποδιδομένης κατηγορίας,
(β) να έχη επαρκή χρόνον και διευκόλυνσιν διά την προπαρασκευήν της υπερασπίσεως αυτού,
(γ) να υπερασπίζη εαυτόν αυτοπροσώπως ή διά συνηγόρου της εκλογής αυτού ή, εφ' όσον δεν έχη επαρκή προς αμοιβήν του συνηγόρου μέσα, να παρέχηται εις αυτόν δωρεάν νομική αρωγή, όταν τούτο επιβάλλη το συμφέρον της δικαιοσύνης,
(δ) να εξετάζη ή να προκαλή την εξέτασιν μαρτύρων κατηγορίας και να ζητή την προσέλευσιν και εξέτασιν μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους τους ισχύοντας ως προς τους μάρτυρας κατηγορίας,
(ε) να έχη δωρεάν συμπαράστασιν διερμηνέως, εφ' όσον δεν δύναται να κατανοήση ή να ομιλή την εν τω δικαστηρίω χρησιμοποιουμένην γλώσσαν.
[2] Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου διά το αυτό αδίκημα. Ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου διά την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν, εκτός εάν συνεπεία ταύτης προεκλήθη θάνατος.