ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Φιλίππου Δέσποινα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 1
Σπανός Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 432
Iωσηφίδης Xρίστος και Άλλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 410
Ζωδιάτης Γιώργος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 406
Χριστοδούλου Ειρήνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164
Παναγή Λοΐζος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 163
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Σπανού (2011) 3 ΑΑΔ 267
Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 ΑΑΔ 263
ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ ν. ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., Υπόθεση Αρ. 274/2012, 19/12/2013
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D440
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 645/2012)
27 Ιουνίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΕΓΓΕΡΗΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Α. Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1
Μ. Στυλιανίδου.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 Νίκο Χασάπη.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την πράξη της Ε.Δ.Υ., ημερ. 11.11.2012, να επιλέξει για διορισμό στη μόνιμη θέση Λογιστή στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας τα ενδιαφερόμενα μέρη Μαρία Στυλιανίδου και Νίκο Χασάπη, αναδρομικά από τις 16.3.2009, αντί του ιδίου.
Η Ε.Δ.Υ. είχε αποφασίσει και προηγουμένως το διορισμό των πιο πάνω ενδιαφερομένων μερών με απόφαση της ημερ. 16.2.2009, η οποία όμως ακυρώθηκε μετά από προσφυγή και πάλι του παρόντος αιτητή στην υπ΄ αρ. υπόθεση 532/2009. Το Δικαστήριο (Κωνσταντινίδης, Δ.) με απόφαση του ημερ. 18.11.2011 ακύρωσε τους διορισμούς λόγω πλημμελούς σύστασης του τότε Γενικού Λογιστή προς όφελος των ενδιαφερομένων μερών εφόσον αυτή συγκρουόταν προς τα στοιχεία του φακέλου έστω και αν η σύσταση, καθώς επιτρεπόταν από το νόμο, ήταν αναιτιολόγητη. Σύμφωνα με την απόφαση, η σύσταση προδήλως συγκρουόταν προς τα στοιχεία του φακέλου εφόσον ο αιτητής υπερείχε και των δύο ενδιαφερομένων μερών στη συνολική βαθμολογία, αλλά και περαιτέρω ως προς τη Στυλιανίδου και κατά το πλεονέκτημα. Σημειώθηκε συναφώς από το Δικαστήριο ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε αποφασίσει τη διεξαγωγή γραπτής εξέτασης που συνίστατο σε έλεγχο αριθμητικού συλλογισμού, γλωσσικού συλλογισμού, ικανότητα διοικητικής κρίσης και ερωτήσεις κρίσεως επί θεμάτων σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης. Ο αιτητής είχε εξασφαλίσει τη ψηλότερη βαθμολογία με 65.17% καταταχθείς τρίτος, αλλά με ίδιο βαθμό με το δεύτερο στη σειρά, η Στυλιανίδου 62.13% όγδοη στη σειρά και ο Χασάπης 61.94% ένατος στη σειρά. Στη βαθμολογία αυτή προστέθηκαν μονάδες για ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα έτσι ώστε η τελική βαθμολογία από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να είχε διαμορφωθεί υπέρ του αιτητή με 68.60%, δεύτερος κατά σειρά, με τη Στυλιανίδου έβδομη στη σειρά με 65.40% και τον Χασάπη ένατο στη σειρά με 65.20%. Πλεονέκτημα είχαν από τους τρεις ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος Χασάπης και σημειώθηκε από το Δικαστήριο ότι, κατά πάγια αρχή, η παραγνώριση πλεονεκτήματος μπορεί να γίνει μόνο με ειδική και πειστική αιτιολογία.
Εντοπίστηκε σε σχέση με τον Χασάπη και έτερο πρόβλημα ότι υπήρχαν εγγενή προβλήματα που επέβαλλαν τη διεξαγωγή έρευνας ως προς την πραγματική κατοχή απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος να είναι ο υποψήφιος μέλος ενός από μια σειρά καθοριζομένων σωμάτων επαγγελματιών λογιστών ή άλλου ισοτίμου σώματος ως θα εγκρίνετο από τον Υπουργό Οικονομικών. Κατά το Δικαστήριο, δημιουργείτο εύλογο κενό ως προς το κατά πόσο η κατάθεση από τον Χασάπη του πιστοποιητικού εγγραφής του στο American Institute of Certified Public Accountants ήταν αρκετή να ικανοποιήσει το σχέδιο υπηρεσίας διότι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για διορισμό στη θέση του Λογιστή δεν ήταν σαφές εάν ο Χασάπης διατηρούσε ή όχι την ιδιότητα του μέλους. Εναπόκειτο, κατά τον Κωνσταντινίδη, Δ. στη διοίκηση να ερευνήσει το θέμα και να διαπιστώσει την πληρωμή ή μη της συνδρομής και την επίπτωση αυτού του δεδομένου στην όλη υπόθεση.
Μετά την ακυρωτική απόφαση ως ανωτέρω ακολούθησε η νενομισμένη επανεξέταση. Η Ε.Δ.Υ. διαπίστωσε στη συνεδρία της 11.1.2012, το γεγονός ότι είχε κριθεί ότι η σύσταση του Γενικού Λογιστή συγκρουόταν με τα στοιχεία του φακέλου. Επομένως, κλήθηκε να προβεί σε νέα σύσταση η νέα Γενική Λογίστρια. Επίσης διερεύνησε το θέμα των προσόντων του ενδιαφερομένου μέρους Χασάπη και ικανοποιήθηκε με επιστολή που της απεστάλη ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Χασάπης ήταν όντως εγγεγραμμένο και ενεργό μέλος του American Institute of Certified Public Accountants.
Η Γενική Λογίστρια παρευρισκόμενη στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. προέβη σε νέα σύσταση, η οποία είχε επί λέξει, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ως εξής:
«Συστήνω για διορισμό τους Στυλιανίδου Μαρία και Χασάπη Νίκο, αφού έλαβα υπόψη μου κυρίως το περιεχόμενο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, για την ετοιμασία της οποίας λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία των αιτήσεων των υποψηφίων και των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Συστήνοντας την Μαρία Στυλιανίδου, δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη μου ότι αυτή στη γραπτή εξέταση κατετάγη στην 7η θέση και ότι δεν διαθέτει το πλεονέκτημα της λογιστικής/ελεγκτικής πείρας μετά την απόκτηση του επαγγελματικού τίτλου. Εντούτοις, η Στυλιανίδου διαθέτει πρόσθετα επαγγελματικά προσόντα, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με αυτό, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Συγκεκριμένα, η Μαρία Στυλιανίδου είναι Certified Internal Auditor και κατέχει επίσης τον επαγγελματικό τίτλο Certification in Control Self Assessment.
Όσον αφορά τον Νίκο Χασάπη, παρά το γεγονός ότι αυτός είχε καταταγεί στην 9η θέση στη γραπτή εξέταση, εντούτοις κατέχει το πλεονέκτημα της διετούς λογιστικής/ελεγκτικής πείρας.
Δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη μου ότι ο μη συστηνόμενος υποψήφιος Νίκος Τέγγερης κατετάγη 2ος στη γραπτή εξέταση, ισοβαθμώντας με τον μη συστηνόμενο υποψήφιο Γιώργο Μιχαήλ, και διαθέτει επίσης το πλεονέκτημα της διετούς λογιστικής/ελεγκτικής πείρας μετά την απόκτηση του επαγγελματικού τίτλου.»
Η Ε.Δ.Υ. αφού έλαβε υπόψη την πιο πάνω σύσταση, τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων όπως είχε αρχικά κατά την πρώτη επιλογή καταγραφεί στις προφορικές συνεντεύξεις, καθώς και τις εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη ως τα καταλληλότερα για διορισμό προσφέροντας σ΄ αυτά τη μόνιμη θέση Λογιστή αναδρομικά από 16.3.2009. Επιλέγοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη ότι αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι στην προφορική εξέταση και είχαν υπέρ τους τη σύσταση της Γενικής Λογίστριας. Δεν παρέλειψε να σημειώσει ως προς τον Χασάπη ότι αυτός διέθετε τη χαμηλότερη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση, όμως η διαφορά μεταξύ των υπολοίπων δεν ήταν μεγάλη, ενώ διέθετε και το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας και, επομένως, σε συνεκτίμηση όλων των στοιχείων αυτός υπερείχε των μη επιλεγέντων. Ως προς τη Στυλιανίδου, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη ότι διέθετε χαμηλότερη βαθμολογία από ορισμένους μη επιλεγέντες, ενώ σε αντίθεση με τον αιτητή που δεν επιλέγηκε, δεν διέθετε ούτε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Όμως αυτή διέθετε πρόσθετα επαγγελματικά προσόντα που δεν διέθετε ο αιτητής και συγκεκριμένα τον επαγγελματικό τίτλο Certification in Control Self Assessment, ενώ ήταν επίσης Certified Internal Auditor που αν και δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας και δεν αποτελούσαν ούτε πλεονέκτημα, κρίθηκαν απολύτως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Η Ε.Δ.Υ. συνεκτιμώντας τα πιο πάνω μαζί με το γεγονός ότι η Στυλιανίδου αξιολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο από τον αιτητή και διέθετε επί πλέον τη σύσταση της Γενικής Λογίστριας, την επέλεξε έναντι του αιτητή για διορισμό.
Εγείρονται με την υπό κρίση προσφυγή διάφοροι λόγοι ακυρώσεως. Ο πρώτος και θεμελιακός λόγος σχετίζεται με την παραβίαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε από το δικαστικό λόγο στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 532/2009. Διαπιστώνεται έρεισμα στη θέση αυτή. Το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε κάλυπτε ακριβώς τη σύγκρουση και διάσταση της σύστασης του πρώην Γενικού Λογιστή με τα στοιχεία του φακέλου. Συγκεκριμένα ο Κωνσταντινίδης, Δ., διαπίστωσε ότι ήταν «πρόδηλο» ότι υπήρχε σύγκρουση διότι ο αιτητής υπερείχε των ενδιαφερομένων μερών ως προς τη συνολική βαθμολογία, αλλά και ως προς τη Στυλιανίδου ως προς το πλεονέκτημα, το οποίο ο αιτητής κατείχε, ενώ η Στυλιανίδου όχι. Και περαιτέρω ότι δεν ήταν δυνατό να αποδοθεί βαρύτητα στη σύσταση ενόψει της καλύτερης απόδοσης στην προφορική εξέταση εφόσον η σύσταση δεν ήταν αιτιολογημένη. Επομένως, η σύσταση που συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων δεν «ήταν εύλογο να είχε βαρύτητα». Και εφόσον η σύσταση όχι μόνο λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ., αλλά και συνυπολογίστηκε προς επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων στοιχειοθετείτο λόγος ακυρότητας.
Η νέα σύσταση δεν είχε οποιοδήποτε ουσιώδες διαφοροποιητικό στοιχείο από την προηγηθείσα. Για να συνήδε και να συμμορφωνόταν με το δεδικασμένο έπρεπε να είχε αντικειμενική πλέον συσχέτιση με τα στοιχεία των φακέλων. Και δεν ήταν πλέον ζήτημα παροχής αιτιολογίας εκεί που προηγουμένως δεν υπήρχε, ως εισηγείται η συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους Στυλιανίδου ώστε να παρείχετο τώρα αιτιολογία προς θεραπεία της αναιτιολόγητης προηγούμενης σύστασης. Η Γενική Λογίστρια δεν κωλυόταν βεβαίως να αναπτύξει τη δική της αιτιολογία συστήνοντας εκείνους τους υποψήφιους που κατά την κρίση της ήταν οι καταλληλότεροι. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημα που απορρέει από το δεδικασμένο. Ο Κωνσταντινίδης, Δ., ρητά ανέφερε πως το πρόβλημα δεν εντοπιζόταν στο αναιτιολόγητο της σύστασης ώστε τώρα να θεραπεύεται με την παροχή αιτιολογίας. Το πρόβλημα ήταν η σύγκρουση της σύστασης με τα αντικειμενικά δεδομένα ως προέκυπταν από τους φακέλους.
Εξακολουθεί η σύσταση της Γενικής Λογίστριας να είναι αντίθετη με τα στοιχεία αυτά. Όχι πως δεν τα ανέφερε. Αλλά στο ότι η σύσταση δεν δικαιολογείτο κατά αντικειμενικό τρόπο ως προς αυτά. Το πρώτο αντικειμενικό δεδομένο ήταν η γραπτή εξέταση που αποφασίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως τρόπος αξιολόγησης των υποψηφίων. Ο αιτητής υπερτερούσε κατά πολύ ως προς το αντικειμενικά μετρήσιμο αυτό στοιχείο. Με 65.17% επιτυχία και τρίτη κατάταξη (ουσιαστικά ισοβαθμούνται με τον δεύτερο), ήταν με άνεση σε ψηλότερη θέση από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη 62.13% (Στυλιανίδου) και 61.94% (Χασάπη). Αυτή δεν ήταν μια μικρή διαφορά λιγότερη από 5 μονάδες ως κατά πλάνη αποφάσισε στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. εφόσον για τη συνολική κατάταξη στις γραπτές εξετάσεις οι υποψήφιοι εξετάστηκαν σε τέσσερεις διαφορετικούς τομείς, όπως προηγουμένως αναφέρθηκε, και η διαφορά μεταξύ του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών ήταν όχι μόνο η ποσοστιαία διαφορά, αλλά και η συνολική κατάταξη, πέντε και έξι ολόκληρων θέσεων. Δεν είναι εύλογο τα αντικειμενικά κριτήρια να υποτιμώνται με τέτοιες γενικευμένες προσεγγίσεις.
Επομένως η σύσταση της Γενικής Λογίστριας παραγνώρισε την αντικειμενική αυτή διάσταση του θέματος και όσον αφορά το Χασάπη το αντιστάθμισε με το πλεονέκτημα που κατείχε, ενώ όσον αφορά τη Στυλιανίδου το αντιστάθμισε με τα πρόσθετα της προσόντα. Μη συστήνοντας τον αιτητή δεν εξήγησε την άποψη αυτή παρά μόνο ανεφέρθη στην υπέρτερη κατάταξη του στη γραπτή εξέταση και ότι και εκείνος κατέχει το πλεονέκτημα.
Το λάθος όμως ήταν κυρίως της Ε.Δ.Υ. που αποδέχθηκε τη σύσταση αυτή σε παραγνώριση των δεδομένων των φακέλων. Αποδεχόμενη τη σύσταση, η Ε.Δ.Υ. την κατέστησε μέρος του σκεπτικού της και διέπραξε το λάθος να συνυπολογίσει με αυτό τον τρόπο στοιχεία και δεδομένα υπέρ των δύο ενδιαφερομένων μερών που ήσαν σε σύγκρουση με τους υπηρεσιακούς φακέλους, αλλά και το δεδικασμένο ως ήδη ανωτέρω εξηγήθηκε. Ως προς δε τη Στυλιανίδου υπέπεσε και στο σφάλμα να παραγνωρίσει το υπέρ του αιτητή πλεονέκτημα χωρίς ειδική πειστική αιτιολογία. Έχει κατά επανάληψη νομολογηθεί ότι η κατοχή πλεονεκτήματος προσφέρει στον υποψήφιο προβάδισμα έναντι αυτού που δεν το κατέχει. Αυτό, σε συνάρτηση με το κριτήριο ή παράγοντα της αξίας, (Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας και Παντελίτσα Κουπεπίδου ν. Παναγή (2011) 3 Α.Α.Δ. 163, Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 109, Βαρνάβας Κυριαζής ν. Θ.Ο.Κ., υπόθ. αρ. 274/2012, ημερ. 19.12.2013, και Κοκκινόφτα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1950/2012, ημερ. 4.4.2014), ECLI:CY:AD:2014:D243. Η παράκαμψη του πλεονεκτήματος χρειάζεται ειδική πειστική αιτιολογία, (Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410 και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).
Εδώ η Ε.Δ.Υ. δεν έδωσε τέτοια πειστική αιτιολογία. Η αιτιολογία που έδωσε ήταν λανθασμένη, ή, κατά πλάνη θεωρηθείσα ως στοιχειοθετούσα παράκαμψη του πλεονεκτήματος. Χρησιμοποιήθηκε κατ΄ αρχάς η υπέρ της Στυλιανίδου σύσταση της Γενικής Λογίστριας, η οποία όμως συγκρουόταν με τα στοιχεία του φακέλου, αλλά και το δεδικασμένο και επομένως δεν αποτελούσε στοιχείο υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους. Χρησιμοποιήθηκαν περαιτέρω τα πρόσθετα επαγγελματικά προσόντα της Στυλιανίδου, τα οποία όμως δεν μπορούσαν να υπερτερήσουν έναντι του πλεονεκτήματος. Όπως αποφασίστηκε στην Κοκκινόφτα ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - το πλεονέκτημα δεν έχει το ίδιο «ειδικό» βάρος όπως ένα πρόσθετο προσόν. Το πλεονέκτημα δίδει νομολογιακά προβάδισμα στον κάτοχο του, εφόσον ως τέτοιο μνημονεύεται ρητά στο σχέδιο υπηρεσίας. Δεν μπορεί να υποσκελιστεί από πρόσθετα προσόντα που ούτε απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα, όπως εδώ αναγνωρίζει ρητά η Ε.Δ.Υ. στο σκεπτικό της, δίδοντας τους ανάλογη βαρύτητα. Να σημειωθεί εδώ ότι και ο αιτητής, σύμφωνα με τον προσωπικό του φάκελο της αίτησης του για διορισμό Τεκμ. «Α», και όπως αναδεικνύει και ο συνήγορος του, κατέχει πρόσθετα προσόντα, όπως το Professional Accountancy Certificate, από το Institute of Chartered Accountants, το EQL International Company Law Αssessment, και το Degree of Associate of Business Administration από το Cyprus College. Τα πρόσθετα αυτά προσόντα ουδόλως αναφέρθηκαν από τη Γενική Λογίστρια κατά τη σύσταση της, αλλά ούτε και από την Ε.Δ.Υ. Επομένως, σύσταση που παραγνωρίζει προσόντα υποψηφίου, τονίζοντας ή υπερτονίζοντας προσόντα συνυποψηφίου πάσχει εξ αντικειμένου, η δε Ε.Δ.Υ. υπέπεσε στην ίδια πλάνη μη αναφερθείσα στα πρόσθετα αυτά προσόντα, τα οποία έπρεπε βεβαίως να συνυπολογισθούν και να σταθμιστούν έναντι των πρόσθετων προσόντων της Στυλιανίδου και όχι ως αντιστάθμισα του πλεονεκτήματος που διέθετε ο αιτητής. Η Ε.Δ.Υ. απλώς αναφέρθηκε στα πρόσθετα προσόντα της Στυλιανίδου, τα οποία «δεν διαθέτει ο υποψήφιος Τέγγερης Νικόλαος», αφήνοντας έτσι να νοηθεί ότι ο αιτητής δεν κατείχε οποιαδήποτε άλλα προσόντα πέραν του πλεονεκτήματος. Κάτι το οποίο όμως ήταν εσφαλμένο. Αλλά και τα όσα λέγει εκ των υστέρων στην αγόρευση της η Στυλιανίδου ως προς τη βαρύτητα και την ποιότητα των προσόντων δεν μπορούν αφενός να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης, αλλά και αφετέρου η Ε.Δ.Υ. ουδέποτε τα εξέτασε ή τα συνεκτίμησε.
Όσον αφορά την σε ανώτερο επίπεδο απόδοση της Στυλιανίδου έναντι του αιτητή στην προφορική συνέντευξη («εξαίρετη», έναντι «πολύ καλού»), αφενός η νομολογία έχει χαρακτηρίσει τη διαφορά αυτή ως οριακή (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Δημοκρατία ν. Σπανού (2011) 3 Α.Α.Δ. 267), αλλά και αφετέρου έχει κριθεί ότι η προφορική συνέντευξη δεν αποτελεί λόγο απόκλισης από σύσταση προϊσταμένου ή παράκαμψη πλεονεκτήματος. Η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει το πλεονέκτημα, (Φιλίππου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - Δημοκρατία ν. Γερμανού - ανωτέρω - και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 1150).
Έσφαλλε λοιπόν η Ε.Δ.Υ. παραγνωρίζοντας το πλεονέκτημα χωρίς ειδική πειστική αιτιολογία και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοια η πάσχουσα σύσταση της Γενικής Λογίστριας, ούτε και η οριακή διαφορά στη συνέντευξη, ενώ κατά πλάνη δεν αναφέρθηκαν ή συνεκτιμήθηκαν και τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή. Ενώ βεβαίως υπήρχε και η αντικειμενική διάσταση του θέματος με την καλύτερη απόδοση του αιτητή στις καθιερωθείσες γραπτές εξετάσεις που κατά τη νομολογία αποτελούν αντικειμενικό δείκτη αξίας, (Δημοκρατία ν. Σπανού - ανωτέρω - Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 263 και Αναστασιάδου ν. Vantieghem ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 959).
Ως προς τον Χασάπη, πέραν από τα διαπιστωθέντα προβλήματα στη σύσταση της Γενικής Λογίστριας και η Ε.Δ.Υ. κατά πλάνη υιοθέτησε την εν λόγω σύσταση, παραγνωρίζοντας τα αντικειμενικά υπέρ του αιτητή δεδομένα που όπως και στην περίπτωση της Στυλιανίδου, αφορούσαν την καλύτερη κατάταξη του έναντι του Χασάπη στη διενεργηθείσα γραπτή εξέταση. Δεν χρειάζεται να επαναληφθούν όσα ήδη εξετάστηκαν συναφώς και αποφασίστηκαν ανωτέρω. Να υπομνησθεί μόνο ότι ο αιτητής έναντι του Χασάπη είχε ακόμη μεγαλύτερη διαφορά στο αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης από ότι έναντι της Στυλιανίδου. Όταν η Γενική Λογίστρια σύγκρινε ιδιαιτέρως τον αιτητή με τον Χασάπη, ανέφερε μεν ότι ο πρώτος κατετάγη δεύτερος και ο Χασάπης ένατος και περαιτέρω ότι ο Χασάπης διαθέτει το πλεονέκτημα, αλλά και ο αιτητής επίσης το διαθέτει, αλλά δεν εξήγησε το λόγο της προτίμησης της για τον Χασάπη. Αντικειμενικά, ο αιτητής υπερτερούσε στην κατάταξη και εφόσον η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, η υπηρεσία των ενδιαφερομένων μερών ως δημόσιοι υπάλληλοι και η εξέταση των προσωπικών τους φακέλων, δεν θα έπρεπε να διαφοροποιήσει τα δεδομένα έναντι του αιτητή δίδοντας έτσι οποιοδήποτε προβάδισμα στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Επομένως παραγνωρίστηκε το πλεονέκτημα χωρίς ειδική πειστική αιτιολογία τόσο από τη Γενική Λογίστρια, όσο και από την Ε.Δ.Υ., η οποία κατά πλάνη ως ήδη αποφασίστηκε έκρινε τη διαφορά στη γραπτή εξέταση ως όχι μεγάλη, υποτιμώντας έτσι τη σημασία, αλλά και την αντικειμενική της διάσταση και επιλέγοντας τον Χασάπη ουσιαστικά μόνο με την καλύτερη αξιολόγηση στην προφορική εξέταση, η οποία όμως, όπως και στην περίπτωση της Στυλιανίδου και στη βάση της νομολογίας που ήδη καταγράφηκε, δεν μπορεί να αποτελέσει ειδική πειστική αιτιολογία για την παράκαμψη του πλεονεκτήματος. Και βεβαίως, η άλλη πλάνη της Ε.Δ.Υ. εδώ είναι ότι ούτε καν ανεφέρθη στο πλεονέκτημα που και ο αιτητής κατέχει. Δεν ήταν επομένως δυνατό το πλεονέκτημα να παραγνωριστεί με μόνη τη διαφορά, οριακή, μεταξύ της απόδοσης τους στην προφορική εξέταση έναντι της αντικειμενικής και ανώτερης κατάταξης του αιτητή στη γραπτή εξέταση.
Ενόψει των ανωτέρω δεν χρειάζεται να ασχοληθεί το Δικαστήριο με το καθαυτό προσόν του Χασάπη ως εγγεγραμμένος στο American Institute of Certified Public Accountants.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται στη βάση του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.