ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D368
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 50/2012)
2 Ιουνίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
Ευαγγελίας Καλλίδου-Ελληνα,
Αιτήτριας,
- Και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Στ. Χριστοδούλου για Αντ. Πασχαλίδης & Σία, για αιτήτρια
Ε. Παπαγεωργίου (κα), για καθ΄ ων η αίτηση
κ. Α. Αγγελίδης, για ενδιαφερόμενο μέρος
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) απεφάσισε την πλήρωση της θέσης Διευθυντή Διαφώτισης του Υπουργείου Εξωτερικών - θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, στο εξής «η Θέση» - και προς τούτο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 27.8.2010 την υπ΄ αρ. 944 γνωστοποίηση, με την οποία καλούσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις αιτήσεις τους μέχρι 20.9.2010.
Μέσα στην ταχθείσα προθεσμία κατατέθηκαν 12 αιτήσεις, οι οποίες στάληκαν καθηκόντως από τον Γραμματέα της ΕΔΥ στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών (στο εξής ο Γενικός Διευθυντής) για συστάσεις της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής (ΣΕ) της οποίας ήταν Πρόεδρος.
Στις 17.5.2011 ο Γενικός Διευθυντής διαβίβασε στην ΕΔΥ την έκθεση της ΣΕ, σύμφωνα με την οποία συστήνονταν προς επιλογή τέσσερις υποψήφιοι. Μεταξύ αυτών, την αιτήτρια Ευαγγελία Καλλίδου-Έλληνα και το ενδιαφερόμενο μέρος (EM) Ανδρούλλα Λανίτη.
Η έκθεση της ΣΕ εξετάστηκε από την ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερ. 28.7.11 και κατ΄ αυτή αποφασίστηκε να κληθούν οι τέσσερις υποψήφιοι που σύστηνε σε ατομική προφορική εξέταση στις 28.9.2011 στην παρουσία και του Γενικού Διευθυντή, όπως και έγινε.
Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης των τεσσάρων υποψηφίων, ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την ενώπιον της ΕΔΥ απόδοση τους και αφού σύστησε για διορισμό το EM αποχώρησε. Ακολούθησε, υπό το φως και των κρίσεων του, η αξιολόγηση της απόδοσης και η σύγκριση των υποψηφίων από την ίδια την ΕΔΥ, η οποία προχώρησε σε συνεκτίμηση των στοιχείων που είχε ενώπιον της για επιλογή του καταλληλότερου. Συναφώς, πέραν από τις κρίσεις του Γενικού Διευθυντή, έλαβε υπόψη την έκθεση της ΣΕ, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της Θέσης συμπεριλαμβανομένου και του προβλεπόμενου πλεονεκτήματος, τα στοιχεία των αιτήσεων των υποψηφίων, το περιεχόμενο του Προσωπικού Φακέλου και του Φακέλου των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων του EM που ήταν δημόσιος υπάλληλος, καθώς επίσης και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση. Κατέληξε ότι το EM υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και αφού έκρινε ότι ήταν η πλέον κατάλληλη απεφάσισε να της προσφέρει διορισμό στη Θέση από 1.11.11, πρόταση που το EM αποδέχτηκε και ο σχετικός διορισμός δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 4.11.2011 με την υπ΄ αρ. 986 γνωστοποίηση.
Η αιτήτρια θεωρεί ότι η απόφαση της ΕΔΥ να διορίσει στη Θέση το EM αντί την ίδια την έχει αδικήσει και με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει τη νομιμότητα της για σωρεία νομικών λόγων. Με τις αγορεύσεις της όμως - αρχική και απαντητική - προώθησε ουσιαστικά τρεις, οι οποίοι προσέκρουσαν σε σχολιασμό και απόρριψη τόσο από τους καθ΄ ων η αίτηση όσο και από το EM. Συγκεκριμένα, προώθησε ως ακυρωτικούς λόγους την κατ΄ ισχυρισμό (α) πάσχουσα σύνθεση της ΣΕ κατά τις συνεδρίες της ημερ. 7.2 και 20.4.11 και της ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερ. 28.9.11, (β) έλλειψη της δέουσας έρευνας εκ μέρους της ΣΕ αναφορικά με τα προσόντα των υποψηφίων και πλάνη περί τα πράγματα και (γ) παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και της φυσικής δικαιοσύνης.
Ακολουθεί η εξέταση ενός εκάστου των προαναφερθέντων ακυρωτικών λόγων, με τη σειρά που το Δικαστήριο τους έχει παραθέσει.
Η σύνθεση της ΣΕ και ΕΔΥ
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η ΣΕ συνήλθε σε τρεις συνεδρίες, στις 10.1, 7.2 και 20.4.11. Κατά την πρώτη συνεδρία αποφασίστηκε όπως οι πέντε προσοντούχοι υποψήφιοι κληθούν σε προφορική εξέταση ενώπιον της στις 7.2 - όπως και έγινε - ενώ κατά την τρίτη συνεδρία η ΣΕ προέβη στην τελική αξιολόγηση των υποψηφίων. Όμως, κατά την πρώτη συνεδρία απουσίαζε το μέλος της Χρ. Πατσαλίδης, ο οποίος συμμετέσχε στις επόμενες δύο και στο πρακτικό της δεύτερης καταγράφηκαν τα εξής «Ο κ. Χρίστος Πατσαλίδης, ο οποίος απουσίαζε από την προηγούμενη συνεδρία, ενημερώθηκε για τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί και συμφώνησε με αυτές».
Κάτι παρόμοιο συνέβη και στη συνεδρία της ΕΔΥ ημερ. 28.7.2011, κατά την οποία εξετάσθηκε η έκθεση της ΣΕ και αποφασίστηκε όπως οι συστηθέντες τέσσερις υποψήφιοι κληθούν - όπως και έγινε - σε ατομική προφορική εξέταση ενώπιον της στις 28.9.2011. Κατά την πρώτη, όμως, συνεδρία απουσίαζε το μέλος Σ. Χατζηγιάννης, ο οποίος συμμετέσχε στην δεύτερη ημερ. 28.9.2011 και στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας καταγράφηκε ότι «Το Μέλος κ. Σ. Χατζηγιάννης, ο οποίος απουσίαζε από την προηγούμενη εξέταση του θέματος, ενημερώθηκε για τις αποφάσεις που λήφθηκαν, τις υιοθέτησε και συμμετέχει κανονικά».
Στη βάση των πιο πάνω υποστηρίχτηκε από την αιτήτρια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη, καθότι λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/1999) το οποίο προνοεί όπως η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για κάποιο θέμα διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια
μέλη του συλλογικού οργάνου.
Η αιτήτρια, αντέτειναν οι καθ΄ ων η αίτηση και το ΕΜ, παραγνωρίζει ότι το μέλος που απουσίαζε από τις επίδικες συνεδρίες ενημερώθηκε για την απόφαση που λήφθηκε στην απουσία του, με την οποία και συμφώνησε. Συνεπώς δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 22 του Νόμου.
Διεξήλθα τις εκατέρωθεν θέσεις επί του θέματος και έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 22[1] του Νόμου θεωρώ ότι το παράπονο για πάσχουσα σύνθεση - είτε της ΣΕ είτε της ΕΔΥ - δεν ευσταθεί, καθόσο το μέλος εκάτερης των Επιτροπών που απουσίαζε στις υποδειχθείσες συνεδρίες ενημερώθηκε για το τι αποφασίστηκε στην απουσία του και συμφώνησε. Ο υπό συζήτηση, επομένως, ακυρωτικός λόγος για πάσχουσα σύνθεση της ΣΕ και της ΕΔΥ δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η (κατ΄ ισχυρισμό) έλλειψη της δέουσας έρευνας εκ μέρους της ΣΕ
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το ΕΜ είναι κάτοχος πανεπιστημιακού και μεταπτυχιακού διπλώματος (των Licence et Lettres και Maitrise de Lettres) του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, καθώς και πιστοποιητικού 9μηνης παρακολούθησης μεταπτυχιακού προγράμματος σε θέματα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Κέντρου Κατάρτισης και Μετεκπαίδευσης Δημοσιογράφων του Παρισιού CFJP (Centre de Formation et de Perfectionnement des Jourlaistes), το οποίο δεν είναι μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών. Παρολ΄ αυτά, διατείνεται η αιτήτρια, η ΣΕ στην τελική της αξιολόγηση πίστωσε στο ΕΜ το εν λόγω πιστοποιητικό ως επιπρόσθετο προσόν και μάλιστα το εξίσωσε με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Υπήρξε, επομένως, πλάνη της ΣΕ και έλλειψη της δέουσας έρευνας σ΄ ότι αφορά το στοιχείο αυτό και ενόψει τούτου ο επίδικος διορισμός υπόκειται σε ακύρωση. Παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Σολωμού ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2001) 4(Β) Α.Α.Δ. 881, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή της Λανίτου (ΕΜ, στην παρούσα) στη θέση Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών καθότι και πάλιν το πιστοποιητικό CFJP που κατέχει θεωρήθηκε ως μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος μετεκπαίδευσης σε θέματα δημοσιογραφίας.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΣΕ - αντέτειναν οι καθ΄ ων η αίτηση και το ΕΜ - και οι τέσσερις υποψήφιοι που παρουσιάστηκαν για προφορική εξέταση στην ΕΔΥ ήταν κάτοχοι πανεπιστημιακού και μεταπτυχιακού διπλώματος, όπως απαιτούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας. Σ΄ ότι δε αφορά το ΕΜ, αυτό κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Γαλλική φιλολογία (Maitrise de Lettres) και σ΄ αυτό αναφέρεται η ΣΕ στην τελική της αξιολόγηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έπρεπε να παραγνωρίσει το πιστοποιητικό CFJP που κατείχε. Ορθώς λοιπόν συμπεριλήφθηκε στα προσόντα του ΕΜ και το υπό αναφορά πιστοποιητκό, αλλά δεν είναι αυτό που η ΣΕ και ΕΔΥ θεώρησαν επιπρόσθετο προσόν. Ως επιπρόσθετο προσόν θεώρησαν την άριστη γνώση και της γαλλικής γλώσσας[2] και στην περίπτωση που δεν επιλεγόταν θα έπρεπε να δοθεί ειδική αιτιολογία. Παρέπεμψαν ειδικά στις υποθέσεις Νικολάου ν. ΕΔΥ, Υποθ. 1612/99, ημερ. 14.6.2001, Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Α) Α.Α.Δ. 455[3] και Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 56/08 ημερ. 30.4.09. Όμως, πέραν του πλεονεκτήματος, επεσήμαναν, το ΕΜ αξιολογήθηκε τόσο από την ΣΕ όσο και από την απόδοση της ενώπιον της ΕΔΥ ως εξαίρετη και η απόφαση της ΕΔΥ να την διορίσει είναι απρόσβλητη.
Έχω μελετήσει με προσοχή ό,τι τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων των εκατέρωθεν εισηγήσεων και επιχειρημάτων. Θεωρώ ότι τα παράπονα της αιτήτριας επί του υπό συζήτηση θέματος δεν ευσταθούν καθότι ναι μεν λήφθηκε υπόψη ότι το ΕΜ κατείχε και το πιστοποιητικό CFJP - το οποίο δεν είναι μεταπτυχιακό δίπλωμα - αλλά αυτό που ουσιαστικά θεωρήθηκε - και ορθώς - ότι του έδιδε προβάδισμα ήταν ότι διέθετε το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα της πολύ καλής γνώσης (άριστη) της γαλλικής γλώσσας. Πέραν, βεβαίως, της αξιολόγησης της τόσο από τη ΣΕ όσο και από την ΕΔΥ, ως «εξαίρετης» και επιπροσθέτως της σύστασης που έγινε γι΄ αυτή από το Γενικό Διευθυντή. Δια του λόγου όμως το ασφαλές - ότι δηλαδή η ΣΕ και η ΕΔΥ θεώρησαν ως πλεονέκτημα τη γνώση από το ΕΜ της γαλλικής γλώσσας και όχι επειδή κατείχε το προαναφερθέν πιστοποιητικό - παραθέτω αυτούσια, πρώτα, την τελική αξιολόγηση του ΕΜ από την ΣΕ και, στη συνέχεια, την καταγραφή από την ΕΔΥ των στοιχείων που επηρέασαν την κρίση της ώστε να την επιλέξει.
«Κατέχει (α) πτυχίο Licence et Lettres, Universite de la Sorbonne Nouvelle, (β) Maitrise de Lettres, Universite de la Sorbonne Nouvelle και (γ) Μεταπτυχιακό πρόγραμμα επιμόρφωσης CFJP, Paris. Στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη. Κατά τα έτη 2005-2009,στις υπηρεσιακές της εκθέσεις είχε 40 εξαίρετος. Η υποψήφια κατέχει την θέση της Ανώτερης Λειτουργού Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών από το 1978, και έχει πείρα στα θέματα της Διαφώτισης. Διαθέτει την απαιτούμενη οργανωτική και διοικητική ικανότητα και' είναι ενήμερη για τις αρμοδιότητες, στόχους της Υπηρεσίας Διαφώτισης. Έχει άριστη γνώση της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας. Η ΣΕ με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία κρίσης περιλαμβανομένων της αξίας, των προσόντων και της πείρας, καθώς και την απόδοση και αξιολόγηση της κατά την προφορική εξέταση, και αφού έλαβε υπόψη ότι αυτή κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών σε συναφές θέμα, το προσόν της πολύ καλής γνώσης ξένης γλώσσας (γαλλικά), αξιολογεί την υποψήφια ως Εξαίρετη.»
....................
«Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση της - δηλαδή στην επιλογή του ΕΜ για διορισμό - η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η επιλεγείσα έχει αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την τελική της αξιολόγηση, ως Εξαίρετη, που είναι η υψηλότερη αξιολόγηση, έχει αξιολογηθεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ως Εξαίρετη, που είναι επίσης η υψηλότερη αξιολόγηση, διαθέτει το προβλεπόμενο από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, το οποίο οι λοιποί υποψήφιοι δεν διαθέτουν, όπως και την υπέρ της σύσταση του Γενικού Διευθυντή.»
Ούτε ο υπό συζήτηση, επομένως, ακυρωτικός λόγος ευσταθεί και ακολουθεί η συζήτηση του τρίτου και τελευταίου ακυρωτικού λόγου.
Η (κατ΄ ισχυρισμό) παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και της φυσικής δικαιοσύνης
Αποτελεί γεγονός ότι ο Γενικός Διευθυντής και Πρόεδρος της ΣΕ ήταν ο άμεσα προϊστάμενος του ΕΜ και αυτός συνέταξε και υπέγραψε τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις για τα έτη 2008-2011 που την αφορούσαν. Το στοιχείο αυτό, σύμφωνα με την αιτήτρια, στοιχειοθετεί την ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης μεταξύ τους καθόσο φέρει το ΕΜ σε αδικαιολόγητα προνομιακή θέση έναντι της. Κάτω υπ΄ αυτές τις περιστάσεις, υποστήριξε, ο Γενικός Διευθυντής όφειλε να μη μετάσχει στην σύνθεση της ΣΕ, αφού η συμμετοχή του ήταν ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του ιδίου και κατ΄ επέκταση του διορίζοντος οργάνου. Συμμετείχε όμως και ως εκ τούτου υπήρξε παραβίαση του άρθρου 42[4] του Νόμου 158(1)/99 που ορίζει ότι κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.
Οι καθ΄ ων η αίτηση αντέκρουσαν τα υπό κρίση παράπονα της αιτήτριας, επικαλούμενοι τις πρόνοιες του άρθρου 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/1990, όπως τροποποιήθηκε) σύμφωνα με το οποίο τις συστάσεις σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής για πλήρωση θέσης προϊσταμένου τμήματος - όπως την παρούσα περίπτωση - τις κάνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου. Παρέπεμψαν επίσης στην υπόθεση Χ¨Xάννας και άλλος ν. Δημοκρατίας (2005) 4(Β) Α.Α.Δ. 905 στην οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 42(2) του Ν.158(1)/99 αλλά υπέδειξαν ότι τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης διαφέρουν ουσιωδώς από τα γεγονότα της παρούσας.
Το ΕΜ, από την πλευρά του, υποστήριξε ότι στην παρούσα περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 32(1)(α)(i) και όχι το άρθρο 34(9) του Νόμου 1/1990. Κι αυτό καθότι η Θέση είναι διευθυντική και όχι Προϊσταμένου τμήματος και ως εκ τούτου καθηκόντως ο Γενικός Διευθυντής προέβη σε συστάσεις. Πέραν τούτου, υπέδειξε ότι στις περιπτώσεις που δεν δημιουργείται τεκμήριο μεροληπτικής κρίσης - όπως στην παρούσα - θα πρέπει το στοιχείο αυτό να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα (Christou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 437), που στην παρούσα δεν αποδείχτηκε.
Έχω εξετάσει και επ΄ αυτού του θέματος τις θέσεις των μερών και θα συμφωνήσω με τις θέσεις του ΕΜ ότι στην υπό κρίση περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 32(1)(α)(i) του Νόμου 1/90 το οποίο έχει ως ακολούθως:-
«32.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), συνιστώνται οι Συμβουλευτικές Επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή σε σχέση με την πλήρωση κενών θέσεων Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αφού εξαιρεθούν σε περιπτώσεις πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων.
(α) Για την πλήρωση κενών θέσεων σε Υπουργείο, στο Γραφείο Προγραμματισμού και στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας συνιστάται Επιτροπή:
(i) Aπό το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου ή του Γραφείου Προγραμματισμού ή το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας που θα ενεργεί ως Πρόεδρος- και
..........................».
Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω, ορθώς ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών προέβη στη σύσταση και, πέραν τούτου, κανένα στοιχείο δεν έχει προσκομιστεί που να καταδεικνύει έλλειψη αμεροληψίας. Σχετικά παραπέμπω στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769 από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:-
«Ιδιάζουσα είναι η σχέση που ξεχωρίζει, που διαφέρει ή διακρίνεται από άλλη και ο δεσμός είναι σχέση που προϋποθέτει ή συνεπάγεται ηθικό, νομικό ή συναισθηματικό σύνδεσμο. (Βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη, Έκδοση 1998, σελ. 774 και 471). Κατά τη γνώμη_μας
, παρόλο που η επαγγελματική σχέση του Γενικού Διευθυντή με την ιδιαιτέρα του δεν είναι δεσμός, εντούτοις μπορεί να χαρακτηριστεί «ιδιάζουσα σχέση» έναντι των άλλων υφισταμένων του, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της ιδιαιτέρας γραμματέας έναντι του προϊσταμένου της. Πέραν τούτου, είναι κατάδηλο ότι η ιδιαιτέρα γραμματέας του Γενικού Διευθυντή είχε συμφέρον να προαχθεί ο σύζυγος της και ο Γενικός Διευθυντής υπό τις περιστάσεις είχε καθήκον να αναφέρει το γεγονός αυτό στην ΕΔΥ και να αποφύγει να λάβει μέρος στη διαδικασία προαγωγής. Επομένως, συμφωνούμε με την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος γιατί τεκμαίρεται διά νόμου η μεροληπτική ενέργεια του Γενικού Διευθυντή και δεν χρειάζεται υπό τις περιστάσεις να εξετασθεί αν η ενέργεια αυτή ήταν πράγματι μεροληπτική ή όχι.»
Υπό τα περιστατικά όμως της παρούσας περίπτωσης το ΕΜ δεν ήταν ιδιαιτέρα του Γενικού Διευθυντή και η μεταξύ τους σχέση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ιδιάζουσα σχέση», αλλά καθαρά επαγγελματική σχέση από κάθε άποψη και η προωθηθείσα θέση ότι εμφιλοχώρησε παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και της φυσικής δικαιοσύνης που κατοχυρώνονται από το άρθρο 42 του Ν. 158(1)/1999 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και προς όφελος των καθ΄ων η αίτηση και του ΕΜ.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Άρθρο 22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.
[2] (4) Άριστη γνώση της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας. Πολύ καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας ή άλλης ευρωπαϊκής γλώσσας, αποτελεί πλεονέκτημα.
[3] Η κατοχή του πρόσθετου προσόντος που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας είναι παράγοντας ουσιώδης σημασίας για τον καθορισμό των διεκδικήσεων των υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή σε δημόσια θέση. Κρίνεται αντικειμενικά ως σημαντικό στοιχείο για την επιτυχή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της θέσης η οποία θα πληρωθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, κατοχή του πρόσθετου προσόντος επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για κατάληψη της θέσης. Ανδρέας Γεωργίου και Άλλοι v. Ε.Δ.Υ., (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1822, Ανδρέας Γεωργίου και Άλλοι v. Ε.Ε.Υ., (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1443. Είναι πρόδηλο ότι η διαπίστωση για την κατοχή του πρόσθετου προσόντος από το ενδιαφερόμενο μέρος επενέργησε ουσιαστικά στη λήψη της επίδικης απόφασης. Τόσο για τον αποκλεισμό του κ. Θεοδούλου, θέμα που δεν εγείρεται στην παρούσα προσφυγή, όσο και για τον προσδιορισμό των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους σε σχέση και το πλαίσιο σύγκρισης του με τους υπόλοιπους υποψηφίους. Τα προσόντα είναι ένας από τους τρεις παράγοντες που προσδιορίζουν την καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή.
[4] «Άρθρο 42.-(I) Κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.
(2) Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβαση της.
(3) Η κατά το εδάφιο (2) πιο πάνω, συμμετοχή σε διοικητικό όργανο επιτρέπεται, όταν η διοικητική πράξη δεν μπορεί να εκδοθεί από άλλο, κατά νόμο αρμόδιο όργανο ή όταν το αρμόδιο συλλογικό όργανο δεν μπορεί να συνέλθει επειδή δε θα υπάρχει απαρτία.»