ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D435
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 301/2012)
27 Ιουνίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AQUA SOL HOTELS PUBLIC COMPANY LTD,
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
--------------------------------
Κ. Γεωργιάδου (κα), για την Αιτήτρια.
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης της τότε Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την οποία απέρριψε την ιεραρχική τους προσφυγή ως προς το αίτημα τους να μην καταβάλουν κοινωνικές ασφαλίσεις για τον πρώην εργοδοτούμενο τους Ανδρέα Πυρίλλη για ποσά που του καταβάλλονταν ως οδοιπορικά.
Όπως οι ίδιοι οι αιτητές αναφέρουν ως γεγονότα κατά την ιεραρχική προσφυγή τους που κατέθεσαν στην Υπουργό στις 31.10.2011, το εν λόγω άτομο αρχικά εργαζόταν στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας των αιτητών στην Αγία Νάπα στο λογιστήριο, αλλά κατά τον Μάϊο του 2005 του ζητήθηκε όπως αναλάβει και λογιστικό έλεγχο μεταβαίνοντας στα ξενοδοχεία που διαχειρίζονταν οι αιτητές στην Αγία Νάπα με επί πλέον ποσό £150 ως οδοιπορικά (€256), διότι θα χρησιμοποιούσε το ιδιωτικό του όχημα. Στις αρχές του 2008, οι αιτητές αποφάσισαν να διακοπεί ο επί τόπου λογιστικός έλεγχος στα διάφορα ξενοδοχεία και ο Α. Πυρίλλης περιορίστηκε στην εργασία του στο λογιστήριο όπως και προηγουμένως.
Στα τέλη του 2008, οι αιτητές μετέφεραν τα κεντρικά γραφεία τους στη Λάρνακα ειδοποιώντας τους εργοδοτούμενους τους ότι θα υπήρχε αντισταθμιστικό πακέτο ωφελημάτων για τη μετακίνηση τους από την Αγία Νάπα. Ο Α. Πυρίλλης υπέβαλε παράπονο μέσω της συντεχνίας του για το δικό του αντισταθμιστικό πακέτο ωφελημάτων και κατά τη διάρκεια της συζήτησης που έγινε εντοπίστηκε από τους αιτητές ότι εκ λάθους του καταβάλλονταν οδοιπορικά για την περίοδο 1.1.2008 μέχρι 28.2.2009. Ως αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ αυτής της διαπίστωσης και του αντισταθμιστικού πακέτου, οι αιτητές δεν ζήτησαν την επιστροφή του πιο πάνω ποσού, δήλωσαν δε ότι θα το χαρίσουν στον Α. Πυρίλλη και επί πλέον του παραχωρήθηκε αύξηση μισθού πλέον €250 οδοιπορικά και για μη παροχή φαγητού.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι αιτητές για την περίοδο 1.1.2008-28.2.2009, κατέβαλαν το 10% των κοινωνικών ασφαλίσεων του εργοδοτουμένου τους με βάση τον μισθό του χωρίς αυτός να συμπεριλαμβάνει τα οδοιπορικά των €256, ούτε και του απέκοπταν το 6,3% ως εισφορά στις κοινωνικές ασφαλίσεις για το ποσό αυτό. Οι αιτητές δήλωναν πάντοτε στο φόρο εισοδήματος ότι το ποσό των €256 πληρωνόταν ως οδοιπορικά και ουδέποτε θεωρήθηκε από τους ίδιους ή συμφωνήθηκε ότι περιλαμβανόταν στον μηνιαίο μισθό.
Ο Πυρίλλης μετατέθηκε στα κεντρικά γραφεία των αιτητών στη Λάρνακα μέχρι 11.8.2011, όταν τερματίσθηκαν οι υπηρεσίες του, μετά δε τον τερματισμό των υπηρεσιών του ο ίδιος ήγειρε θέμα εναντίον των αιτητών ότι το ποσό των €256 για την πιο πάνω περίοδο ήταν μισθός και όχι οδοιπορικά. Παρασχέθηκαν στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων όλα τα σχετικά στοιχεία, αλλά ο Διευθυντής των Υπηρεσιών απέρριψε τους ισχυρισμούς των αιτητών θεωρώντας ότι το ποσό των €256 μηνιαίως δεν αφορούσε πραγματικά έξοδα οδοιπορικών αφού ο Α. Πυρίλλης έπαυσε αφενός να χρησιμοποιεί το όχημα του και να ασκεί τα καθήκοντα αυτά, ενώ αφετέρου οι πληρωμές γίνονταν συστηματικά από τους αιτητές και κατ΄ επανάληψη. Ο Διευθυντής κάλεσε επομένως τους αιτητές να καταβάλουν τις ανάλογες εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Η Υπουργός απέρριψε, όπως ήδη αναφέρθηκε, την ιεραρχική προσφυγή αναφέροντας ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων διεξήγαγαν έρευνα μετά το παράπονο που υπέβαλε ο Α. Πυρίλλης και λήφθηκαν στοιχεία και πληροφορίες τόσο από τον ίδιο, όσο και από τους αιτητές μαζί με τις καταστάσεις πληρωμών και τα πιστοποιητικά απολαβών των εργοδοτουμένων της. Με βάση τα γεγονότα και στοιχεία και τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν, το επιπρόσθετο ποσό που καταβαλλόταν μηνιαίως στον Α. Πυρίλλη ενέπιπτε στην έννοια των ασφαλιστέων αποδοχών σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία και επομένως προέκυπτε υποχρέωση καταβολής επιπρόσθετων ασφαλιστέων αποδοχών συνολικού ύψους €725,48 για λογαριασμό του Α. Πυρίλλη για την περίοδο 1.1.2008-28.2.2009.
Η Υπουργός προχώρησε να εξηγήσει ότι η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων βασίστηκε στα εξής δεδομένα: ότι ο Α. Πυρίλλης λάμβανε εκτός από το μισθό του και το ποσό των €256 μηνιαίως που δεν αφορούσε πραγματικά έξοδα οδοιπορικών εφόσον το εν λόγω άτομο είχε παύσει για την περίοδο 1.1.2008-28.2.2009 να χρησιμοποιεί το όχημα του, όπως επιβεβαιώνεται και από τη σχετική αλληλογραφία των αιτητών και των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Πρόσθετα, η πληρωμή αυτή συνδεόταν με την απασχόληση του Α. Πυρίλλη και καταβαλλόταν συστηματικά και κατ΄ επανάληψη κατά την εν λόγω περίοδο. Δεν ήταν συνεπώς χαριστική πληρωμή, αλλά ασφαλιστέα αποδοχή.
Οι αιτητές αμφισβητούν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης. Παρόλο που στην αίτηση ακυρώσεως βασίζονται στους νομικούς λόγους και στην πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, και αυτό συνοπτικά, με γενικότητα και χωρίς εξήγηση, στην αγόρευση τους ουδόλως ισχυρίζονται ότι η απόφαση πάσχει με αναφορά στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο αρ. 59(Ι)/2010 ως αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας κάποιου άρθρου αυτού ή λανθασμένης υπαγωγής των γεγονότων στις πρόνοιες της νομοθεσίας. Οι δύο πρώτοι λόγοι ακύρωσης στηρίζονται στην κατ΄ ισχυρισμόν έλλειψη αιτιολογίας, την επάρκεια αυτής και την αοριστία της. Παραθέτουν αρκετή νομολογία στο θέμα χωρίς όμως να εξηγούν πώς και για ποιο λόγο η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει ως αναιτιολόγητη. Το μόνο που ουσιαστικά προβάλλουν είναι ότι η αιτιολογία είναι γενική και η διοικητική πράξη υπό αναθεώρηση «απλά πληροφορεί την Αιτήτρια ότι, από στοιχεία και πληροφορίες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επιπρόσθετο ποσό εμπίπτει στην έννοια των ασφαλιστέων αποδοχών.».
Δεν έχουν όμως έτσι τα πράγματα. Η αιτιολογία της επίμαχης πράξης είναι πλήρης και όχι απλώς πληροφοριακή. Γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη όπως τα πιστοποιητικά αποδοχών (IR 63) του εργοδοτούμενου, σε αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων, που περιέχεται τόσο στην αίτηση, την ένσταση, αλλά και τον ίδιο το διοικητικό φάκελο, Τεκμ. «Α», αλλά και προσδιορίζεται με επάρκεια η βάση επί της οποίας λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Είναι αφενός η καταβολή των €256 μηνιαίως που δεν αντιστοιχούσε με πραγματικά έξοδα οδοιπορικών για την περίοδο 1.1.2008-28.2.2009, και αφετέρου η επαναληπτική και συστηματική καταβολή του ποσού αυτού. Έπεται κατά την απόφαση της Υπουργού, εύλογη, βεβαίως, ότι δεν πρόκειτο για χαριστική πληρωμή, ούτε και για λάθος εφόσον συνεχιζόταν για περίοδο χρόνου.
Διερωτάται κανείς τι υπολείπεται από πλευράς αιτιολογίας. Κατά πάγια νομολογία η αιτιολογία πρέπει να είναι τέτοια που αφενός να δίδει στο διοικούμενο το στίγμα της διοικητικής απόφασης και αφετέρου να είναι δεκτική δικαστικού ελέγχου, (Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 547/2012, ημερ. 24.1.2013 και Γιώργου Σπύρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1426/2012, ημερ. 30.1.2014), ECLI:CY:AD:2014:D83. Ακόμη και λακωνική αιτιολογία μπορεί να είναι επαρκής υπό τις περιστάσεις, (Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κακαρή (2008) 3 Α.Α.Δ. 182), ενώ η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί και από τους διοικητικούς φακέλους, (Christodoulides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297, Republic v. Myrtiotis (1975) 3 C.L.R. 484, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438 και Πετρίδης κ.ά. ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (2010) 3 Α.Α.Δ. 501).
Εδώ παρέχονται όλα τα στοιχεία στην επίδικη και προσβαλλόμενη πράξη. Ούτε η θέση ότι η αιτιολογία είναι αόριστη και βασισμένη σε εικασίες είναι ορθή. Αντίθετα, βασίζεται και επί των στοιχείων που οι ίδιοι οι αιτητές προσκόμισαν ενώπιον της διοίκησης και ενώπιον της Υπουργού. Πολύ εύστοχα δε η συνήγορος των καθ΄ ων επιχειρηματολόγησε στη δική της αγόρευση ότι ουδέν ζήτημα αιτιολογίας έθεσαν οι αιτητές κατά την ιεραρχική προσφυγή τους ενώπιον της Υπουργού. Το Παράρτημα 4 της ένστασης είναι η επιστολή της ιεραρχικής προσφυγής. Απλή ανάγνωση της επιβεβαιώνει την πλήρη ύπαρξη όλων των δεδομένων και στοιχείων που ήταν ενώπιον τόσο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όσο και ενώπιον της Υπουργού. Στα εννέα νομικά σημεία που οι συνήγοροι των αιτητών προβάλλουν προς την Υπουργό προς επανεξέταση της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν υπάρχει καμιά αιτίαση που βασίζεται στην έλλειψη ή την αοριστία ή την άλλως πως πάσχουσα αιτιολογία.
Ωσαύτως και η θέση ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας πρέπει να απορριφθεί. Πέραν και πάλι της ανάπτυξης της σχετικής θεωρίας ως προς το πότε υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα ή ότι επί παραλείψεως εξέτασης ουσιωδών ζητημάτων επέρχεται ακυρότητα λόγω μη δέουσας έρευνας, δεν συγκεκριμενοποιείται πώς και για ποιο λόγο δεν έγινε ουσιαστική έρευνα από την Υπουργό. Δεν εξηγείται τι παρελήφθη να ληφθεί υπόψη ή τι λήφθηκε υπόψη που δεν έπρεπε. Η επάρκεια κάθε έρευνας συναρτάται προς τα δεδομένα του εξεταζόμενου θέματος και θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης, επαρκής ή δέουσα έρευνα όταν αυτή επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835 και Μάριος Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1126/2012, ημερ. 6.5.2014), ECLI:CY:AD:2014:D291.
Ούτε και παραβίαση της αρχής της ισότητας διαπιστώνεται από τη διοίκηση κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Θέματα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων πρέπει να τίθενται με ευκρίνεια και επάρκεια στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, πράγμα που εδώ εμφανώς δεν συμβαίνει. Ούτε και προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η ανισότητα. Έναντι ποιου ή ποιων άλλων σε παρόμοια θέση, η διοίκηση ενήργησε αντιφατικά ή κατά άνισο τρόπο, ουδόλως αναφέρεται. Η αιτίαση αυτή στερείται παντελώς οποιουδήποτε πραγματικού ή νομικού υπόβαθρου. Υπάρχει δε σύγχυση εννοιών και αιτιάσεων στην αγόρευση των αιτητών. Εισηγούνται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα τους να ακουστούν. Εκτός του ότι αυτό δεν σχετίζεται με το Άρθρο 28, είναι φανερό ότι η ιεραρχική προσφυγή λειτουργεί ως δικαίωμα ακρόασης του διοικούμενου. Το άρθρο 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 59(Ι)/2010, προνοεί για τη δυνατότητα κατάθεσης ή υποβολής ιεραρχικής προσφυγής με γραπτή αίτηση στην οποία ο προσφεύγων εκθέτει τους λόγους στους οποίους στηρίζει την προσφυγή. Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου, εναπόκειται στον Υπουργό, «κατά την κρίση του», να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει περαιτέρω ευκαιρία σ΄ αυτό να υποστηρίξει τους λόγους της προσφυγής. Η πρόνοια είναι δυνητική και όχι επιτακτική. Το δικαίωμα ακρόασης ήδη ενεργοποιήθηκε με την ανάπτυξη των λόγων στην ίδια την ιεραρχική προσφυγή, (Ορφανού ν. Δημοκρατίας (1999)4 Α.Α.Δ. 864, Σταυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303, Βάσος Χαρτούμπαλλος & Υιοί (Αισερκίτες) Λτδ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1188/2004, ημερ. 16.2.2007), και κατ΄ αναλογίαν Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 383 και Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393).
Η ιεραρχική προσφυγή όπως είναι νομολογημένο έχει σκοπό την εξ υπαρχής και εκ νέου εξέταση της αρχικής αιτήσεως και τη διερεύνηση όλων των δεδομένων. Δεν επενεργεί ως έφεση (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426 και D.F. Iacovou Group Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1049/2011, ημερ. 15.2.2013).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ