ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D321
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.: 954/2010)
15 Μαίου, 2014
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 28 και 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ABANOUB Y. KAMEL KHALIL,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
----------------------------
Γ. Αντωνιάδης για Χρίστο Πατσαλίδη, για τον Αιτητή.
Λουίζα Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία λήφθηκε στις 30.5.2010 και με την οποίαν απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή του κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 3.7.2009, σχετικά με αίτημα του για διεθνή προστασία, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.
Ο αιτητής, ο οποίος είναι Αιγύπτιος υπήκοος, εισήλθε παράνομα στην Δημοκρατία στις 20.2.2009 και υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 5.3.2009. Στις 26.6.2009 διεξήχθη συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό, κατά την οποία δήλωσε ότι εγκατέλειψε την χώρα του γιατί αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα στο σχολικό του περιβάλλον αφού ήταν ο μόνος Χριστιανός στην τάξη του. Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του στις 30.6.2009 κρίνοντας τους ισχυρισμούς του ως αναξιόπιστους και ότι δεν προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο που να τεκμηριώνει δικαιολογημένο φόβο δίωξης από μη κυβερνητικά όργανα λόγω θρησκείας, ούτε συνέτρεχε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου (εφεξής ο «Νόμος») ή άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Ο αιτητής, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν δεκαπέντε ετών προσέβαλε την απόφαση αυτή με διοικητική προσφυγή ημερ. 18.8.2009, η οποία απορρίφθηκε από την Aναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στις 30.5.2010. Aξίζει να σημειωθεί ότι αίτηση ασύλου που είχε καταχωρίσει και ο πατέρας του αιτητή, ο οποίος βρίσκεται στην Κύπρο, απορρίφθηκε τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου όσο και από την Αναθεωρητική Αρχή. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η μητέρα και η αδελφή του αιτητή επίσης αιτήθηκαν ασύλου στην Κύπρο. Η απόρριψη της αίτησης της αδελφής του από την Διοίκηση, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 19.1.2012 για τυπικούς λόγους (βλ. Kaloudia Yehya Kamel Khalil ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 956/2010, ημερ. 19.1.2012).
Ο αιτητής προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι παραβιάστηκε το άρθρο 11(5) του Νόμου, αφού δεν πληροφορήθηκε ούτε γραπτώς ούτε προφορικά για τα δικαιώματα του, τα σχετικά με την υποβολή της αίτησης του και την διαδικασία. Επίσης δεν διενεργήθηκε δέουσα έρευνα από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ως προς την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων από την Υπηρεσία Ασύλου.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτείνουν ότι δόθηκε στον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου το σχετικό έντυπο που δίνεται στους αιτητές ασύλου για τα δικαιώματα του στην αραβική γλώσσα. Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων προσκόμισαν το εγχειρίδιο στα αγγλικά και πιστή μετάφραση του στην αραβική γλώσσα και παρέπεμψαν στο ερυθρό 7 στον διοικητικό φάκελο, που είναι η πρώτη σελίδα του υπό αναφορά εντύπου στη γλώσσα του αιτητή, στο οποίο υπάρχει στο πάνω αριστερό μέρος η υπογραφή του. Επίσης, αμέσως μετά την καταχώρηση τη διοικητικής προσφυγής δόθηκε στον αιτητή έντυπο με πληροφορίες (Παράρτημα 7 στην ένσταση). Συνεπώς, με τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου, φαίνεται ότι τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 11(5) του Νόμου. Κρίνω ότι ο αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι αποστερήθηκε των δικαιωμάτων για ολοκληρωμένη ενημέρωση κατά την προώθηση του αιτήματος του ως αιτητής ασύλου.
Ο αιτητής επίσης επικαλείται πλάνη και παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να αξιολογήσουν ορθά τα γεγονότα. Πιο συγκεκριμένα, είναι η θέση του ότι υπήρξε παρερμηνεία των όσων ο ίδιος ανέφερε ως προς τον λόγο εγκατάλειψης της πόλης διαμονής του, Μπενισουέφ, και του σχολείου του και της μετάβασης του στην Αλεξάνδρεια, όπου διέμενε για δύο μήνες, και φοίτησε, για το ίδιο διάστημα, στην τρίτη τάξη Γυμνασίου. Θεωρεί ότι αδικαιολόγητα στηρίχθηκε ο ισχυρισμός του λειτουργού ασύλου για αναξιοπιστία πάνω στις πιο πάνω δηλώσεις που λανθασμένα κριθήκαν «αντιφατικές». Θεωρεί επίσης ότι θα έπρεπε τουλάχιστον να υποβληθούν διευκρινιστικές ερωτήσεις ουσίας επί του σημείου ώστε να διευκολυνθεί να εξιστορήσει το γεγονός ή/και να είχε γίνει ανεξάρτητη έρευνα ως προς τις συνθήκες διώξεων χριστιανών στη συγκεκριμένη χώρα.
Με βάση τα άρθρα 3 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, αλλά και το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών, ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο εκείνο που έχει βάσιμους φόβους καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, λόγους ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας και της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας [βλ. Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533].
Έχω μελετήσει με προσοχή το περιεχόμενο της συνέντευξης του αιτητή και θεωρώ, σε συμφωνία με τις εισηγήσεις του δικηγόρου του αιτητή, ότι πράγματι εμφιλοχώρησε πλάνη ως προς την εκτίμηση της αξιοπιστίας του αιτητή που συμπαρασύρει σε ακύρωση την επίδικη απόφαση. Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρέασαν αρνητικά την αξιοπιστία του αιτητή, όπως καταγράφονται στην εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, είναι οι ακόλουθοι:
«1. Ο προσφεύγων δήλωσε γενικά και αόριστα ότι είχε προβλήματα στο σχολείο του γιατί ήταν ο μόνος Χριστιανός στην τάξη του. Ερωτηθείς αν έγινε κάτι το συγκεκριμένο, ισχυρίστηκε ότι μια φορά είχε καβγαδίσει με κάποιους άλλους μαθητές έξω από το σχολείο. Ερωτηθείς αν συνέβηκε οτιδήποτε άλλο απάντησε αρνητικά. Ερωτηθείς αν του συνέβηκε οτιδήποτε άλλο στο σχολείο απάντησε επίσης αρνητικά. Επομένως, ο προσφεύγων δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του αυτούς και δε δύναται να θεωρηθεί δικαιολογημένος ο φόβος διώξης του (ερυθρό 27-1Χ-2Χ).
2. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι μετά τον καβγά, ο οποίος έγινε τον περασμένο χρόνο, σταμάτησε να παρακολουθεί τα μαθήματα του στο σχολείο. Στην αρχή της συνέντευξης του όμως ο προσφεύγων δήλωσε ότι πριν να εγκαταλείψει την χώρα του φοιτούσε στην τρίτη τάξη γυμνασίου. Όταν του επισημάνθηκε η αντίφαση ο προσφεύγων δεν έδωσε επαρκή εξήγηση, δηλώνοντας ότι μελετούσε στο σπίτι (ερυθρό 27-2Χ).
3. Προς το τέλος της συνέντευξης ο προσφεύγων δήλωσε ότι μετά τον καβγά μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια, όπου φοιτούσε σε ένα άλλο σχολείο και εκεί δε του συνέβηκε οτιδήποτε. Ερωτηθείς λοιπόν γιατί έφυγε από την Αλεξάνδρεια, δήλωσε ότι ο πατέρας του τον παρότρυνε να έρθει στην Κύπρο για να μείνει μαζί του. Δήλωσε επίσης πως υπέβαλε αίτηση ασύλου για να μείνει νόμιμα στην Κύπρο. Επομένως, οι προθέσεις του προσφεύγοντα είναι εμφανείς και δε δύναται να στοχιειοθετηθεί το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου δίωξης (ερυθρό 26-1Χ).»
Τα όσα επισημάνθηκαν ως σημεία αναξιοπιστίας οφείλονται σε ερμηνεία και προσωπική εκτίμηση των όσων απάντησε ο αιτητής σε σχετικές ερωτήσεις. Πιο συγκεκριμένα, ο αιτητής, σε αρχικό στάδιο της συνέντευξης, ερωτηθείς αν είχε μείνει σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή στη χώρα του εκτός από την πόλη διαμονής του, Benisuef, απάντησε ως εξής:
«2. b. Last place of residence in country of origin: Benisuef
Have you ever live in any other areas except Benisuef? Yes in Alexandria. We stayed there for two months last year. Why you went in Alexandria? Because I had some problems there. I had a fight.»
Αυτό υποστήριξε και σε μια από τις τελευταίες ερωτήσεις που αφορούσε τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε το σχολείο. Συγκεκριμένα:
«8. a. .............................
Why you stop going to the school? My mother told me not to go to school, in order to avoid problems. What kind of problems? Fights with Muslims.»
Στην Αλεξάνδρεια δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα και αυτό συνάδει με την δήλωση του ότι φοιτούσε στην τρίτη τάξη γυμνασίου πριν φύγει από την χώρα του. Αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει το σχολείο ανέφερε επιπρόσθετα τα εξής:
«8. a. Why did you decide to leave your country?
I had problems in school. In my classroom I was the only Christian. The others were Muslims. The other students wanted me to attend Muslim Religion lessons.»
Ο λειτουργός θεώρησε ότι υπήρξε αντίφαση μεταξύ της τελευταίας απάντησης και της προηγούμενης δήλωσης του ότι φοιτούσε στην τρίτη τάξη του Γυμνασίου προς διευκρίνιση της οποίας έθεσε την εξής ερώτηση:
«8. a. ............................
But before you told me that you were attending the third class of Gymnasium .. I was studding at home ..»
O αιτητής είχε ευθύς εξαρχής αναφέρει ότι μετά το περιστατικό έξω από το σχολείο είχε φύγει από την πόλη του και πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου συνέχισε το σχολείο. Συνεπώς καμία αντίφαση δεν διαπιστώνεται.
Η εκδοχή του αιτητή είναι ότι αμέσως μετά που εγκατέλειψε το σχολείο στην Benisuef παρακολουθούσε μαθήματα στο σπίτι του και ακολούθως μετέβη στην Αλεξάνδρεια όπου συνέχισε την φοίτηση του. Εφόσον το μοναδικό σημείο που επηρέασε την συνολική του αξιοπιστία ήταν αυτό, έχρηζε περαιτέρω διευκρινιστικών ερωτήσεων από τον λειτουργό ώστε να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα.
Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι ο αιτητής ήταν ανήλικος και κατά την διάρκεια της συνέντευξης δεν συνοδευόταν από τον πατέρα του, ο οποίος ωστόσο ήταν στην Κύπρο - όχι ως πρόσφυγας αλλά υπό άγνωστο καθεστώς διαμονής - καθώς και το γεγονός ότι και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του ήταν αιτητές ασύλου, θεωρώ ότι έβρισκε εφαρμογή το άρθρο 18(6) του Νόμου που προνοεί ότι:
«Η Υπηρεσία Ασύλου καθώς και όλες οι εμπλεκόμενες στην εφαρμογή του παρόντος -νόμου αρχές της Δημοκρατίες λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση ατόμων όπως οι ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι... Το παρόν εδάφιο τυγχάνει εφαρμογής μόνο στα πρόσωπα για τα οποία διαπιστώνεται ότι έχουν ειδικές ανάγκες μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση των περιστάσεων τους».
Επίσης αναφορικά με τους ανηλίκους αιτητές το Εγχειρίδιο στις παραγράφους 215 και 216 αναφέρει τα ακόλουθα:
«215. Όταν ένας ανήλικος δεν είναι πλέον παιδί αλλά έφηβος, είναι ευκολότερο να του καθορισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα όπως σ΄ ένα ενήλικο, παρόλο που η σχετική απόφαση εξαρτάται και πάλι από το βαθμό ωριμότητας του εφήβου. Μπορεί έτσι να γίνει δεκτό ότι - εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις για το αντίθετο - ένα πρόσωπο δεκαέξι χρονών ή μεγαλύτερο μπορεί να θεωρείται αρκετά ώριμο ώστε να έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης. Ανήλικοι κάτω των δεκαέξι χρόνων κανονικά πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν είναι αρκετά ώριμοι. Μπορεί όμως να δοκιμάζουν φόβο και να έχουν δική τους βούληση αλλά αυτά δεν θα εμφανίζουν την ίδια σημασία όπως στην περίπτωση ενός ενήλικου.
216. Αξίζει ωστόσο να τονισθεί ότι όσα προαναφέρθηκαν είναι μόνον γενικές κατευθύνσεις και ότι η πνευματική ωριμότητα ενός ανήλικου πρέπει κατά κανόνα να καθορίζεται ενόψει του προσωπικού, οικογενειακού και εκπαιδευτικού περιβάλλοντός του.»
Στην προκειμένη περίπτωση, παρόλο που δεν έγινε οποιαδήποτε τέτοια εξατομίκευση ούτε διερευνήθηκε το επίπεδο ωριμότητας του αιτητή με βάση τα υποδειχθέντα κριτήρια, έγινε ωστόσο αναφορά από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, στη σελ. 4 της απόφασης, και μάλιστα με έντονα γράμματα, στο γεγονός ότι είναι ανήλικος ως εξής:
«Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι ο προσφεύγων ήταν δεκαπέντε χρονών κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης του στην Υπηρεσία Ασύλου και ήρθε στην Κύπρο για να μείνει με τον πατέρα του, ο οποίος είναι επίσης αιτητής ασύλου και απορρίφθηκε τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου όσο και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Ανήλικοι όμως κάτω των δεκαέξι χρόνων κανονικά πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν είναι αρκετά ώριμοι για να συγκεντρώσουν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα (Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, παράγραφοι 214 και 215). Επομένως, αμφισβητείται ο βαθμός της διανοητικής ανάπτυξης και της ωριμότητας του προσφεύγοντα, έτσι ώστε να έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης. Εξάλλου, ο ανήλικος συνοδεύεται από τον ένα ή και από τους δύο γονείς του ή από άλλο μέλος της οικογένειας, από το οποίο εξαρτάται και το οποίο ζητά να του αναγνωρισθεί το καθεστώς πρόσφυγα, το σχετικό καθεστώς καθορίζεται για τον ανήλικο σύμφωνα με την αρχή της οικογενειακής ενότητας (Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, παράγραφος 213).»
Εφόσον λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι ο αιτητής ήταν ανήλικος και καταγράφηκε στην απόφαση, ως γεγονός που προσμέτρησε αρνητικά στην εκτίμηση της αξιοπιστίας του, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να τηρήσουν τα όσα προνοούνται ανωτέρω για τους ανηλίκους πριν αποφανθούν για το επίπεδο της πνευματικής ωριμότητας του.
Το άρθρο 18(7)(α) του Νόμου επίσης επιβάλλει την εξέταση σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα μετά από λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών από διάφορες ανεξάρτητες πηγές ως προς τη γενική κατάσταση στην χώρα ιθαγένειας των αιτητών ασύλου. Στην προκειμένη περίπτωση παρά τον ισχυρισμό για δίωξη του αιτητή από τους μουσουλμάνους συμμαθητές του και την πίεση που του ασκήθηκε να παρακολουθεί μαθήματα μουσουλμανικής θρησκείας, δεν έγινε οποιαδήποτε ανεξάρτητη έρευνα ως προς το καθεστώς των Χριστιανών μαθητών στα σχολεία της Αιγύπτου.
Η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων υιοθέτησε αυτούσια τα πορίσματα της Υπηρεσίας Ασύλου και τα πεπλανημένα συμπεράσματα για την αναξιοπιστία του αιτητή, χωρίς καμία περαιτέρω έρευνα ή διερεύνηση των ισχυρισμών του μέσω νέας συνέντευξης.
Κατά την κρίση μου δεν έγινε η ενδεδειγμένη έρευνα με αποτέλεσμα η εκδοχή του αιτητή να κριθεί ως αναξιόπιστη και να απορριφθεί για μη ικανοποιητικούς λόγους.
Η προσβαλλόμενη απόφαση για όλους τους πιο πάνω λόγους που αφορούν πλάνη, έλλειψη έρευνας και ελλιπή αιτιολογία πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, εκτός εάν συμφωνηθούν μεταξύ των διαδίκων.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου