ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Iωαννίδης Aντώνης ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 275
Kεφάλα Σούζη, Kεντρικός Φορέας Iσότιμης KατανομήςBαρών ν. (Αρ. 1) (2003) 3 ΑΑΔ 59
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλες ν. Δώρας Γερμανού και Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 93
Mαραγκός Σταύρος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 671
Μιχαηλίδου - Αρσένη Σπυρούλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 486
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σωτήρη Χατζηγεωργίου (2008) 3 ΑΑΔ 100
Aδάμου Aδάμος και Άλλη ν. Aνδρέα Πούλλου (2009) 3 ΑΑΔ 541
Χαραλαμπίδης Ρένος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2010) 3 ΑΑΔ 129
Καμπανέλλας Χρυσόστομος Α. ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (2010) 3 ΑΑΔ 159
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Ανδρέα Ασσιώτη (2010) 3 ΑΑΔ 395
Χριστοδούλου Χαρίκλεια ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 ΑΑΔ 115
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 1/1990 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990
Ν. 6(I)/1998 - Ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D350
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
26 Μαίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 92/2010, 93/2010, 185/2010
Υπóθεση Αρ. 92/2010
1. ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Υπóθεση Αρ. 93/2010
ΛΕΝΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Υπóθεση Αρ. 185/2010
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για τους Αιτητές στις Προσφυγές 92/2010 και 93/2010.
Ξ. Ξενοφώντος, για τον Αιτητή στην Προσφυγή 185/2010.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Ρ. Καλλιγέρου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2.
Ν. Θεοδώρου (κα) για Κούσιος & Κορφιώτης, για το Ενδιαφερόμενο
Μέρος 3.
________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με τις πιο πάνω προσφυγές που συνεκδικάστηκαν λόγω κοινού πραγματικού και νομικού υποβάθρου, οι αιτητές Σωτήρης Νικολαΐδης και Παναγιώτης Παναγή (Προσφυγή αρ. 92/2010), Λένια Γεωργίου, (Προσφυγή αρ. 93/2010) και Χρίστος Παπαδόπουλος (Προσφυγή αρ. 185/2010), αμφισβητούν την εγκυρότητα απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ») ημερομηνίας 12/10/2009, με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη Παναγιώτα Φλωρή, Βάσος Σταύρου και Ελισάβετ Μιχαήλ διορίστηκαν στη θέση του Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ (Κτηματολογίου), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από 1/12/2009.
Σημειώνεται ότι με τις Προσφυγές αρ. 92/2010 και 93/2010 προσβάλλεται ο διορισμός και των τριών ενδιαφερόμενων μερών, ενώ η Προσφυγή αρ. 185/2010, έχει ως αντικείμενο το διορισμό μόνο της Ε. Μιχαήλ.
Α. ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Η πλήρωση 13 μόνιμων θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ (Κτηματολογίου), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, τροχιοδρομήθηκε με δημοσίευμα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2/5/2008, στο οποίο καθορίζονταν και τα απαιτούμενα προσόντα αναλόγως των αναγκών της υπηρεσίας.
Σύμφωνα με την προκήρυξη, για τις πέντε θέσεις οι υποψήφιοι θα έπρεπε να κατέχουν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), για τις άλλες πέντε, ανάλογο δίπλωμα, τίτλο ή προσόν στις Εκτιμήσεις και για τις υπόλοιπες τρεις, στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Υποβλήθηκαν 485 αιτήσεις, οι οποίες παραπέμφθηκαν από την ΕΔΥ στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, με οδηγίες όπως κληθούν όλοι οι υποψήφιοι σε ειδική γραπτή εξέταση.
Η εξέταση που οργανώθηκε και διεξήχθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στις 21/3/2009 περιλάμβανε δύο σκέλη: Ειδικό Θέμα με ερωτήσεις σχετικά με ειδικές γνώσεις που απαιτούνταν για τη συγκεκριμένη θέση (70 μονάδες) και Γενικό Θέμα με ερωτήσεις γενικού ενδιαφέροντος (30 μονάδες).
Στην εξέταση προσήλθαν 124 και πέτυχαν 62 υποψήφιοι, τα ονόματα των οποίων τοποθετήθηκαν σε ονομαστικό κατάλογο, κατά σειρά επιτυχίας.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη Π. Φλωρή, Β. Σταύρου και Ε. Μιχαήλ κατετάγησαν στην 1η, 3η και 4η θέση, με συνολική βαθμολογία 84,5, 80,5 και 80,25, αντιστοίχως.
Η κατάταξη των αιτητών ήταν η ακόλουθη: Σ. Νικολαΐδης - 5ος (77,75), Χ. Παπαδόπουλος - 6ος (77), Λ. Γεωργίου -7η (76,75) και Π. Παναγή -17ος (70,75).
Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μαζί με τον ονομαστικό κατάλογο και τις βαθμολογίες των υποψηφίων, υποβλήθηκε στις 10/6/2009 στην ΕΔΥ, για τη διαδικασία αξιολόγησης κατά τα προβλεπόμενα στον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1998 (Ν. 6(Ι)/98, ως έχει τροποποιηθεί).
Η ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 28/7/2009 εξέτασε τον κατάλογο επιτυχόντων και αποφάσισε να δημοσιευθεί αυτός στην Επίσημη Εφημερίδα και στον ημερήσιο τύπο.
Σε επόμενες συνεδρίες της, που έγιναν στις 27/8/2009 και 1/9/2009, η ΕΔΥ εξέτασε τις αιτήσεις των 62 επιτυχόντων υποψηφίων για να διαπιστώσει την κατοχή των απαιτούμενων στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντων και να τους τοποθετήσει σε ξεχωριστούς πίνακες αναλόγως των τριών ειδικοτήτων των κενών θέσεων.
Για την ειδικότητα της Διοίκησης Επιχειρήσεων που αφορά τις παρούσες προσφυγές, η ΕΔΥ αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, ότι τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη, καθώς και οι αιτητές Σ. Νικολαΐδης, Χ. Παπαδόπουλος και Π. Παναγή, κατείχαν όλα τα απαιτούμενα προσόντα και τους συμπεριέλαβε στον κατάλογο 9 προσοντούχων και επιτυχόντων υποψηφίων, αποκλείοντας ταυτόχρονα την αιτήτρια Λ. Γεωργίου και μια άλλη υποψήφια, που δεν είναι διάδικος, ως μη προσοντούχες, με βάση το περιεχόμενο των ακαδημαϊκών προσόντων τους.
Στο επόμενο στάδιο, οι προσοντούχοι - επιτυχόντες υποψήφιοι, των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε σε 10, λόγω της προσθήκης μιας ακόμη υποψηφίας που παρουσίασε μεταπτυχιακό τίτλο στη ζητούμενη ειδικότητα, υποβλήθηκαν σε ομαδική προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ στις 9/10/2009, στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ο οποίος βαθμολόγησε ξεχωριστά την απόδοση τους και αποχώρησε.
Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος και τα Μέλη της ΕΔΥ αξιολόγησαν ξεχωριστά, την απόδοση των υποψηφίων και αφού μελέτησαν τις αιτήσεις και τα συνημμένα σ' αυτές πιστοποιητικά σπουδών και πείρας, αποτίμησαν σε μονάδες όλα τα υπόλοιπα κριτήρια του άρθρου 3(1) του Ν. 6(Ι)/98.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας απονομής των μονάδων και αφού στις μονάδες που έλαβαν οι υποψήφιοι για τη γραπτή εξέταση, προστέθηκε ο μέσος όρος της βαθμολογίας για κάθε ένα από τα υπόλοιπα κριτήρια (προφορική εξέταση - άλλα ακαδημαϊκά προσόντα - σχετική πείρα) και οι μονάδες αξιολόγησης του Διευθυντή, η ΕΔΥ προέβη στον καταρτισμό Πίνακα Διοριστέων, ανά ειδικότητα, κατατάσσοντας τους υποψήφιους κατά σειρά συνολικών μονάδων.
Σύμφωνα με την κατάταξη του πίνακα που εδώ ενδιαφέρει, τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη, συγκέντρωσαν τις περισσότερες συνολικά μονάδες (Π. Φλωρή - 109,30, Β. Σταύρου - 103,30 και Ε. Μιχαήλ - 103,25) και ως εκ τούτου η ΕΔΥ αποφάσισε, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 6(7) του Ν. 6(Ι)/98, το διορισμό τους στην επίδικη θέση από 1/12/2009.
Σύμφωνα με τη συνολική βαθμολογία των αιτητών, ο Χ. Παπαδόπουλος συγκέντρωσε 101,40, ο Σ. Νικολαΐδης 98,75 και ο Π. Παναγή 92,55, κατέλαβαν δε την 4η, 5η και 10η θέση του Πίνακα, αντιστοίχως, με αποτέλεσμα να μην εξασφαλίσουν διορισμό.
Β. ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ
Οι αιτητές στην Προσφυγή αρ. 92/2010 προβάλλουν ότι:
(α) Υπό νομική πλάνη εφαρμόστηκε ο Ν. 6(Ι)/98 αντί του Ν. 1/90.
(β) Η διεξαγωγή της ειδικής γραπτής εξέτασης και ο καθορισμός των θεμάτων, διενεργήθηκαν από αναρμόδιο όργανο κατά παράβαση της παραγράφου 2(1) και 2(2) του Παραρτήματος του Ν. 6(Ι)/98.
(γ) Δεν τηρήθηκαν πλήρη και άρτια πρακτικά κατά τις συνεδρίες της ΕΔΥ ημερομηνίας 9/10/2009 και 12/10/2009.
(ε) Υπήρξε πλάνη και έλλειψη αιτιολογίας της ΕΔΥ κατά την απόδοση μονάδων για τα κριτήρια της σχετικής πείρας και των προσόντων των ενδιαφερόμενων μερών.
(στ) Δεν έγινε η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα της καταλληλότητας του μεταπτυχιακού προσόντος της ενδιαφερόμενης Π. Φλωρή.
H αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 93/2010 ισχυρίζεται ότι:
(α) Πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, η απόφαση της ΕΔΥ με την οποία αποκλείστηκε ως μη προσοντούχος.
(β) Υπό νομική πλάνη εφαρμόστηκε ο Ν. 6(Ι)/98.
(γ) Η παρ. (γ) της σημείωσης των απαιτούμενων προσόντων βρίσκεται σε αντίθεση με την παρ. 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας και ετέθη καθ' υπέρβαση (ultra vires) του N. 1/90.
(δ) Η διεξαγωγή της ειδικής γραπτής εξέτασης και ο καθορισμός των θεμάτων διενεργήθηκαν από αναρμόδιο όργανο κατά παράβαση των παραγράφων 2(1) και 2(2) του Παραρτήματος του Ν. 6(Ι)/98.
Ο αιτητής στην Προσφυγή αρ. 185/2010 εισηγείται τα ακόλουθα:
(α) Υπό νομική πλάνη εφαρμόστηκε ο Ν.6(Ι)/98.
(β) Υπήρξε άνιση μεταχείριση - παράβαση Νόμου λόγω των θεμάτων που τέθηκαν στις γραπτές εξετάσεις.
(γ) Η γραπτή εξέταση και ο καθορισμός των θεμάτων διενεργήθηκαν από αναρμόδιο όργανο, κατά παράβαση της παραγράφου 2(1) και 2(2) του Παραρτήματος του Ν. 6(Ι)/98.
(δ) Ο καθορισμός του χρόνου και του τόπου της γραπτής εξέτασης παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 6(Ι)/98.
(ε) Παράνομα και κάτω από συνθήκες πλάνης, αποδόθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Μιχαήλ μια μονάδα σχετικής πείρας.
(στ) Δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά στις συνεδρίες της ΕΔΥ ημερομηνίας 9/10/2009 και 12/10/2009.
(i) Το θέμα του εφαρμοστέου νομικού καθεστώτος.
Αποτελεί κοινό ισχυρισμό των αιτητών, που ως εκ της φύσης του εξετάζεται κατά προτεραιότητα, ότι η διαδικασία, κακώς και κατά πλάνη διεξήχθη με βάση τις πρόνοιες του Ν. 6(Ι)/98, ο οποίος κατά την άποψη τους εφαρμόζεται για θέσεις Πρώτου Διορισμού ("Εισδοχής" στη Δημόσια Υπηρεσία) και μέχρι την Κλίμακα Α7, σε αντίθεση με την επίδικη, η οποία είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, Κλίμακας Α8-10-11 και η πλήρωση της διέπεται από τις σχετικές διατάξεις του Ν. 1/90.
H εισήγηση είναι αβάσιμη.
Όπως ορθά επισημαίνεται από τους δικηγόρους των καθ' ων η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών, η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 του Ν. 6(Ι)/98 διαδικασία επιλογής για διορισμό σε θέση στη δημόσια υπηρεσία, η οποία ακολουθήθηκε στην κρινόμενη περίπτωση, εφαρμόζεται σε «οποιαδήποτε διαδικασία για διορισμό σε θέση στη δημόσια υπηρεσία».
Σύμφωνα δε με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 6(Ι)/98, «θέση» σημαίνει «θέση εισδοχής στη δημόσια υπηρεσία, της οποίας η αρχική κλίμακα δεν υπερβαίνει την κλίμακα Α8 του κυβερνητικού μισθολογίου, όπως αυτή ισχύει κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του εν λόγω Νόμου, για την οποίαν απαιτείται ως βασικό προσόν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισότιμο προσόν».
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, ο μισθός της έχει ως αφετηρία την κλίμακα Α8 και για τη διεκδίκησή της, απαιτείται η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος στη Διαχείριση Ακινήτων ή στις Εκτιμήσεις ή στα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister -at-Law) ή στη Δημόσια Διοίκηση ή στο Δημόσιο Δίκαιο και τις Πολιτικές Επιστήμες ή στα Οικονομικά ή στη Διοίκηση Επιχειρήσεων ή σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης (L.I.S. Legal/ Fiscal).
Επιπρόσθετα, όπως αναφέρεται στη «Σημείωση» της προκήρυξης της, η επίδικη θέση περιλαμβάνεται στον κατάλογο θέσεων (Παράρτημα ΙΙβ) Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής για τις οποίες δυνάμει της υπ' Αρ. 2 Απόφασης της Βουλής των Αντιπροσώπων, που λήφθηκε στις 7/6/2007 (Παράρτημα Τέταρτο, Μέρος ΙΙ, με αρ. 4073 και ημερομηνία 15/6/2007, της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας), διεξάγεται ειδική γραπτή εξέταση από τις οικείες Συμβουλευτικές Επιτροπές, αλλά η αξιολόγηση για επιλογή γίνεται με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στους περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμους του 1998 έως 2006.
Ορθά επομένως εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες του Ν. 6(Ι)/98.
(ii) Το θέμα της αρμοδιότητας διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης και του καθορισμού των θεμάτων.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η γραπτή εξέταση και ο καθορισμός των θεμάτων της, θα έπρεπε να είχε διενεργηθεί από την προβλεπόμενη στο άρθρο 2 του Παραρτήματος του Ν. 6(Ι)/98, Ειδική Επιτροπή και όχι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία στην παρούσα περίπτωση ενήργησε αναρμοδίως.
Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι, η παρούσα περίπτωση αφορούσε θέση που καθοριζόταν σε σχετικούς καταλόγους που κατατέθηκαν στη Βουλή για έγκριση, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 2Α του Ν. 6(Ι)/98, σύμφωνα με τις οποίες η γραπτή εξέταση και το περιεχόμενό της καθορίζεται και διεξάγεται από τις οικείες Συμβουλευτικές Επιτροπές.
Οι ισχυρισμοί των αιτητών είναι ανεδαφικοί.
Όπως έχω ήδη επισημάνει, η επίδικη θέση περιλαμβανόταν στον κατάλογο θέσεων (Παράρτημα ΙΙβ) Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής για την πλήρωση των οποίων, δυνάμει σχετικής απόφασης της Βουλής, διεξάγεται ειδική γραπτή εξέταση από τις οικείες Συμβουλευτικές Επιτροπές.
Σχετικά είναι τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 2Α του Ν. 6(Ι)/98 που προβλέπουν τα εξής:
"(2) Σε αντίστοιχους ξεχωριστούς καταλόγους, οι οποίοι επίσης κατατίθενται για έγκριση στη Βουλή των Αντιπροσώπων κάθε έτος, εμφαίνονται οι θέσεις με την ίδια μισθοδοσία, για τις οποίες διεξάγεται ειδική γραπτή εξέταση από τις οικείες Συμβουλευτικές Επιτροπές, που συνιστώνται με βάση τις διατάξεις των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων.
(3) Το περιεχόμενο της ειδικής γραπτής εξέτασης, που προβλέπεται στο εδάφιο (2), καθορίζεται από τις οικείες Συμβουλευτικές Επιτροπές και περιλαμβάνει ειδικό θέμα, ανάλογα με τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται για τις θέσεις αυτές, η επιλογή, όμως, για διορισμό γίνεται με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (Ι) του άρθρου 3."
Επομένως, στην παρούσα περίπτωση, αρμόδια και νομότυπα, η οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή διεξήγαγε την ειδική γραπτή εξέταση και καθόρισε τα θέματα του διαγωνισμού.
Ο αιτητής Χ. Πατσαλίδης στην Προσφυγή αρ. 185/2010, υποβάλλει ότι η γραπτή εξέταση δεν διεξήχθη μέσα στο τελευταίο τετράμηνο κάθε έτους, όπως ορίζεται στο άρθρο 5(α) του Ν. 6(Ι)/98 και ότι ο τόπος και ο χρόνος της εξέτασης δεν καθορίστηκε από την προβλεπόμενη στο άρθρο 2 του Παραρτήματος του Νόμου, Ειδική Επιτροπή.
Στην ίδια προσφυγή εγείρεται επίσης ζήτημα παρανομίας και άνισης μεταχείρισης λόγω του περιεχομένου των ερωτήσεων, που κλήθηκαν να απαντήσουν οι υποψήφιοι κατά ειδικότητα.
Οι ισχυρισμοί δεν είναι αποδεκτοί.
Οι πιο πάνω λόγοι που σχετίζονται με τη νομιμότητα της διαδικασίας διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης, φέρνουν στο προσκήνιο το δόγμα της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Οι αιτητές έλαβαν μέρος στο γραπτό διαγωνισμό και ως επιτυχόντες αξιολογήθηκαν στο επόμενο στάδιο από την ΕΔΥ, επιδιώκοντας το διορισμό τους, πάνω στη βάση μεταξύ άλλων και του έγκυρου, εννοείται, διαγωνισμού.
Η εκ των υστέρων έγερση, όταν οι ίδιοι δεν επελέγησαν, τέτοιων ζητημάτων, κατά την προσβολή των διορισμών άλλων υποψηφίων που είχαν συγκριτικά κριθεί υπέρτεροι τους, συνιστά κλασσική περίπτωση απαράδεκτης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. (Βλ. Ιωαννίδη v. ATHK (1998) 3 A.A.Δ. 275).
(iii) O ισχυρισμός για παράλειψη τήρησης πλήρων και άρτιων πρακτικών από την ΕΔΥ.
Ο λόγος ακύρωσης αφορά δύο συνεδρίες της ΕΔΥ κατά τις οποίες δεν τηρήθηκαν, σύμφωνα με τους αιτητές, πλήρη και άρτια πρακτικά, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) και το άρθρο 11 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90).
Η εισήγηση αφορά τις συνεδρίες ημερομηνίας 9/10/2009 και 12/10/2009, κατά τις οποίες συνεχίσθηκε και ολοκληρώθηκε η διαδικασία της προφορικής εξέτασης και απονομής μονάδων στα διάφορα κριτήρια και λήφθηκε η επίδικη απόφαση διορισμού των ενδιαφερόμενων μερών.
Σύμφωνα με τους αιτητές, δεν προκύπτει από τα πρακτικά των πιο πάνω συνεδριών, κατά πόσο ο Πρόεδρος και τα Μέλη της ΕΔΥ βαθμολόγησαν ξεχωριστά την απόδοση κάθε υποψηφίου και επίσης δεν καταγράφηκε η βαθμολογία του Διευθυντή, με αποτέλεσμα να υπάρχει ουσιώδες κενό στα πρακτικά και υπόνοια ότι οι βαθμολογίες δόθηκαν παράτυπα και εκτός του διαδικαστικού πλαισίου.
Ούτε αυτοί οι ισχυρισμοί ευσταθούν.
Τα πρακτικά των δύο πιο πάνω συνεδριάσεων, περιέχουν τα απαραίτητα στοιχεία που αφορούν τη σύνθεση του οργάνου, τα θέματα που εξετάστηκαν και τις αποφάσεις που λήφθηκαν. Οι δε βαθμολογίες του Διευθυντή και της ΕΔΥ (Προέδρου και Μελών) καταγράφηκαν αναλυτικά στον Πίνακα Διοριστέων που επισυνάφθηκε ως Παράρτημα του πρακτικού της 12/10/2009, σύμφωνα με το οποίο αποτελεί «αναπόσπαστο μέρος του».
Σημειώνεται ότι το άρθρο 24(2) του Ν. 158(1)/99, δεν απαιτεί καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων.
(iv) H απόφαση αποκλεισμού της αιτήτριας Λ. Γεωργίου ως μη προσοντούχου.
Η αιτήτρια Λ. Γεωργίου στην Προσφυγή αρ. 93/2010 παραπονείται ότι χωρίς δέουσα έρευνα και κατά πλάνη κρίθηκε ως μη προσοντούχος από την ΕΔΥ, η οποία, θα έπρεπε, όπως ισχυρίζεται, να αναζητήσει την άποψη του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλου Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ) αναφορικά με την καταλληλότητα του διπλώματος της στις Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση με κατεύθυνση στη Διοικητική Επιστήμη.
Κατά τη δημοσίευση της θέσης, όπως ήδη λέχθηκε, είχε καθοριστεί, κατά τα προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας ότι, βάση των αναγκών της Υπηρεσίας θα επιλέγονταν πέντε υποψήφιοι με προσόν στα Νομικά, πέντε με προσόν στις Εκτιμήσεις και τρεις με προσόν στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Σε αυτή την τελευταία κατηγορία επεδίωξε διορισμό η αιτήτρια, κοινοποιώντας μάλιστα εκ των προτέρων τρεις επιστολές με τις οποίες ζητούσε να κριθεί το πτυχίο της ως ισότιμο με πτυχίο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της αλληλογραφίας, η αιτήτρια επισύναψε αναλυτική βαθμολογία των μαθημάτων που οδήγησαν στην απόκτηση του τίτλου της και καταστάσεις μαθημάτων άλλων ανωτάτων σχολών, ισχυριζόμενη ότι το δίπλωμα της στη Δημόσια Διοίκηση ήταν σχετικό με τη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Η ΕΔΥ κατά την εξέταση των αιτήσεων, δεν την συμπεριέλαβε στον κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων, θεωρώντας ότι το συγκεκριμένο δίπλωμα δεν την καθιστούσε προσοντούχο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Στο σημείο αυτό εκδηλώθηκε διαφωνία στους κόλπους της ΕΔΥ και η απόφαση της πλειοψηφίας είχε το πιο κάτω σκεπτικό:
"Η πλειοψηφία της Επιτροπής θεώρησε ότι το αίτημα της εν λόγω υποψήφιας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, αφού μετά από μελέτη της αναλυτικής κατάστασης μαθημάτων του πτυχίου της, έκρινε ότι τα μαθήματα που παρακολούθησε και που εμπίπτουν στο τομέα της "Διοικητικής Επιστήμης" είναι μόλις 45℅ του συνόλου των μαθημάτων του εν λόγω πτυχίου (18 από σύνολο 40 μαθημάτων) και, πέραν αυτού, εμπίπτουν ξεκάθαρα στο Τομέα της Δημόσιας Διοίκησης, όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται στον τίτλο του πτυχίου, και όχι της Διοίκησης Επιχειρήσεων, σύμφωνα με τις παρούσες ανάγκες της Υπηρεσίας. Πρόσθετα, εξετάζοντας τον ισχυρισμό της υποψήφιας ότι μεγάλος αριθμός μαθημάτων των σπουδών της καλύπτεται από τον κύκλο σπουδών του πτυχίου της Διοίκησης Επιχειρήσεων, η πλειοψηφία της Επιτροπής έκρινε ότι τα εν λόγω μαθήματα μπορούν να θεωρηθούν ως μαθήματα βάσης και όχι μαθήματα ειδίκευσης στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, όπως είναι η Λογιστική, τα Χρηματοοικονομικά, το Μάρκετιγκ, η Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού, η Διοίκηση Πληροφορικών Συστημάτων για επιχειρησιακούς σκοπούς και άλλα, δηλαδή μαθήματα που χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν ένα πτυχίο στη μελέτη του αντικειμένου της Διοίκησης Επιχειρήσεων."
Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν ευσταθούν.
Aποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας, ούτε σε αξιολόγηση της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων. Η διαπίστωση κατοχής των απαιτούμενων προσόντων αποτελεί καθήκον του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ερμηνεία που δίδεται, εκτός εάν αυτή δεν είναι εύλογα επιτρεπτή, ούτε υποκαθιστά τη δική του κρίση στην κρίση του αρμοδίου οργάνου (βλ. Δημοκρατία κ.ά. v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, Αδάμου κ.ά. v. Πούλλου (2009) 3 Α.Α.Δ. 541, Καμπανέλλας v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (2010) 3 Α.Α.Δ. 159 και Δημοκρατία κ.ά. v. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395).
Από το απόσπασμα του πρακτικού που έχει παρατεθεί πιο πάνω, προκύπτει ότι το περιεχόμενο του τίτλου της αιτήτριας εξετάστηκε επαρκώς, με αναφορά στα επί μέρους θέματα και υπό το πρίσμα των αναλυτικών καταστάσεων και των απόψεων της, που ευρίσκονταν ενώπιον της ΕΔΥ.
Η ύπαρξη μιας αντίθετης άποψης επί του θέματος, από ένα μέλος της ΕΔΥ, δεν συνιστά από μόνη της, έλλειψη δέουσας έρευνας, ούτε εξουδετερώνει τους κανόνες λειτουργίας των συλλογικών οργάνων.
Δεν υπήρχε υποχρέωση παραπομπής του θέματος στο ΚΥΣΑΤΣ. (Βλ. Δημοκρατία ν. Χ" Γεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100).
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, το εύρημα ότι η αιτήτρια δεν ήταν προσοντούχος, ήταν εύλογα επιτρεπτό και εντός ορίων της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ.
Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να αποδεικνύει αυθαιρεσία ή πλάνη, η δε υιοθέτηση των εισηγήσεων του δικηγόρου της αιτήτριας αναφορικά με τη βαρύτητα που δόθηκε ή δε δόθηκε σε συγκεκριμένα μαθήματα κατά τη διαμόρφωση της κρίσης της ΕΔΥ, θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη υποκατάσταση της κρίσης του αποφασίζοντος οργάνου.
(v) Η εισήγηση ότι η παρ. (γ) της Σημείωσης των απαιτούμενων προσόντων της προκήρυξης είναι ultra vires της παρ. 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας και του N. 1/90.
Η αιτήτρια Λ. Γεωργίου, στην Προσφυγή αρ. 93/2010 ισχυρίζεται επιπρόσθετα ότι η σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, σύμφωνα με την οποία τα αναφερόμενα στην παρ. (1) του σχεδίου, απαιτούμενα προσόντα θα καθορίζονται, κατά τη δημοσίευση της θέσης, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας, είναι ultra vires, της παρ. (1) του σχεδίου υπηρεσίας και του άρθρου 27 του Ν. 1/90.
Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Στην παρ. (1) του σχεδίου υπηρεσίας παρατίθενται, ως απαιτούμενα, αριθμός ακαδημαϊκών, αλλά και επαγγελματικών προσόντων, που αφορούν σε ένα ευρύ φάσμα ειδικοτήτων, ούτως ώστε να είναι δυνατή, η κατά περίπτωση επιλογή, του καταλληλότερου θέματος, με γνώμονα τις τρέχουσες ανάγκες της υπηρεσίας, οι οποίες δεν παραμένουν στάσιμες, αλλά διαφοροποιούνται, ακολουθώντας τις εξελίξεις στον τομέα ευθύνης της. Με αποτέλεσμα να είναι απόλυτα νομότυπη η προσθήκη στις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας της σημείωσης, που δίδει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα επιλογής, της πιο κατάλληλης και αναγκαίας ειδικότητας κατά τον ουσιώδη χρόνο της δημοσίευσης κενών θέσεων. Το θέμα έχει κριθεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ν. Κεφάλα (Αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 59.
Ούτε και η επίκληση του άρθρου 27 του Ν. 1/90, που προβλέπει ότι ο καθορισμός των απαιτούμενων προσόντων των σχεδίων υπηρεσίας γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενισχύει την επιχειρηματολογία της αιτήτριας.
Σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 29(1) του ίδιου Νόμου, σε περίπτωση που το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, προβλέπει τον καθορισμό των απαιτούμενων προσόντων, η αρμόδια αρχή καθορίζει και επεξηγεί τις ανάγκες της υπηρεσίας που επέβαλαν την επιλογή των συγκεκριμένων προσόντων.
Στην απαντητική αγόρευση της αιτήτριας, εισάγεται νέος ισχυρισμός ότι η πιο πάνω πρόνοια του άρθρου 29(1) του Ν. 1/90 είναι αντισυνταγματική.
Πέραν του ότι η γενική και αόριστη αναφορά σε αντισυνταγματική παραβίαση δεν καθιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, δυνατή την εξέταση του θέματος της αντισυνταγματικότητας (Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671), στην παρούσα προσφυγή το επιχείρημα εισάγεται πολύ αργοπορημένα, με γενικότητα και δεν έχει δεόντως δικογραφηθεί στην αίτηση. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξεταστεί.
(vi) O ισχυρισμός για ανεπαρκή διερεύνηση της καταλληλότητας του μεταπτυχιακού της ενδιαφερόμενης Π. Φλωρή.
Το ενδιαφερόμενο μέρος Π. Φλωρή θεωρήθηκε από την ΕΔΥ ως προσοντούχος υποψήφια, λόγω της κατοχής μεταπτυχιακού τίτλου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (Μ.Β.Α. - C.I.I.M.), κρίση που αμφισβητείται από τους αιτητές στην Προσφυγή αρ. 92/2010 ως αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και ευνοιοκρατικής μεταχείρισης.
Η εισήγηση είναι ανεδαφική. Στην προκήρυξη της επίδικης θέσης διευκρινίζεται σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα, {βλ. Σημείωση της παρ.3(1)} ότι ο όρος «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.
Σύμφωνα δε με σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που προσκομίστηκε από τη δικηγόρο του ενδιαφερόμενου μέρους, το δίπλωμα Master in Business Administration (MBA) που χορηγεί το Cyprus International Institute of Management (C.I.I.M.) κατόπιν διετούς κύκλου σπουδών, δηλαδή το δίπλωμα που διέθετε το ενδιαφερόμενο μέρος, «θεωρείται ότι ικανοποιεί επιπρόσθετα τις απαιτήσεις των Σχεδίων Υπηρεσίας στα οποία μεταπτυχιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης/Διεύθυνσης ως και Διοίκησης Επιχειρήσεων αποτελούν απαραίτητο προσόν, το οποίο πρέπει να κατέχουν οι υποψήφιοι για να θεωρούνται προσοντούχοι».
(vii) Η κατ' ισχυρισμόν πλάνη και έλλειψη αιτιολογίας της ΕΔΥ κατά την απόδοση μονάδων για την πείρα και τα προσόντα.
Είναι η θέση των αιτητών στην Προσφυγή αρ. 92/2010, ότι η αξιολόγηση και απονομή μονάδων για το κριτήριο της σχετικής πείρας και των άλλων ακαδημαϊκών προσόντων, ήταν, ελλείψει οποιωνδήποτε καταγεγγραμμένων σχολίων, αναιτιολόγητη.
Με παρόμοια εισήγηση, ο αιτητής στην Προσφυγή αρ. 185/2010 προβάλλει ότι παράνομα και κάτω από συνθήκες πλάνης αποδόθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Μιχαήλ, μία μονάδα σχετικής πείρας.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτείνουν ότι ο Νόμος δεν απαιτεί αιτιολόγηση των βαθμολογιών και ότι η απονομή μονάδων από τα Μέλη της ΕΔΥ, για τα προσόντα και την πείρα ήταν πανομοιότυπη σε όλους τους υποψηφίους, κατά τρόπο που δεν αφήνει ερωτηματικά με αποτέλεσμα να συντρέχει ζήτημα επιδοκιμασίας - αποδοκιμασίας εκ μέρους των αιτητών, στους οποίους επίσης δόθηκαν μονάδες σχετικής πείρας, χωρίς κανένα επιπρόσθετο σχόλιο.
Για τους πιο κάτω λόγους, οι πιο πάνω ισχυρισμοί των αιτητών δεν είναι αποδεκτοί.
Ο Ν. 6(Ι)/98 και ιδιαίτερα το άρθρο 3(1)(β) που καθορίζει τη βαρύτητα που δίδεται από τη διορίζουσα αρχή στα διάφορα κριτήρια, δεν επιβάλλει αιτιολόγηση των μονάδων που κατά περίπτωση απονέμονται. Στο άρθρο 6(4) όμως, προβλέπεται ότι η απόφαση αναφορικά με τις μονάδες που αποδίδονται κατά περίπτωση, καταγράφεται στα πρακτικά.
Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της, η ΕΔΥ ακολουθώντας την προβλεπόμενη διαδικασία, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της αίτησης του κάθε υποψηφίου αναφορικά με τα προσόντα και την πείρα του και αφού έλαβε υπόψη όλα τα συνημμένα στην αίτηση πιστοποιητικά σπουδών και πείρας, προχώρησε στην απονομή μονάδων. Οι βαθμολογίες που αποδόθηκαν σε κάθε υποψήφιο από τον Πρόεδρο και τα Μέλη της ΕΔΥ καταχωρήθηκαν αναλυτικά και χωριστά στον Πίνακα που ενσωματώθηκε στα πρακτικά. Δεν υπήρξαν διαφοροποιήσεις μεταξύ των μελών του διορίζοντος οργάνου στις επιμέρους βαθμολογίες.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την κατανομή μονάδων ήταν σύμφωνη με το Νόμο και τη νομολογία.
Στην Σπυρούλα Μιχαηλίδου - Αρσένη v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 486 και στη Χαραλαμπίδης v. Aρχής Λιμένων Κύπρου (2010) 3 Α.Α.Δ. 129, εξετάστηκε η εγκυρότητα διορισμών που έγιναν σύμφωνα με τη διαδικασία του Ν. 6(Ι)/98 και κρίθηκε ότι ο καθορισμός ποσοστών βαρύτητας και η κατανομή μονάδων, κατά τρόπο ανάλογο με την παρούσα, ήταν απόλυτα νομότυπος.
Σχετική είναι επίσης και η Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2007) 4(Α) Α.Α.Δ. 115, στην οποία εξετάστηκαν παρόμοια ζητήματα και κρίθηκε ότι η καταχώριση των χωριστών βαθμολογιών και η απόδοση του μέσου όρου τους ως συνολικής βαθμολογίας, πάνω στη βάση των βεβαιώσεων των αιτήσεων, ήταν αρκετή, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αιτιολογία.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή Χρ. Παπαδόπουλου στην Προσφυγή αρ. 185/2010, ότι κακώς πιστώθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Μιχαήλ με μια μονάδα σχετικής πείρας, έχω την άποψη ότι προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού τα δεδομένα της συνολικής βαθμολογίας (103,25 μονάδες για την ενδιαφερόμενη έναντι 101,40 του αιτητή) και της σειράς κατάταξης, δεν είναι δυνατό να ανατραπούν προς όφελός του, έστω και αν δεν ληφθεί υπόψη η μια μονάδα πείρας που αποδόθηκε στη Μιχαήλ.
Τέλος, σε σχέση με την αναφορά που γίνεται στη σελ.10 της αγόρευσης του αιτητή στην Προσφυγή αρ. 185/2010, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη μετά το διορισμό τους ανέλαβαν καθήκοντα στον κλάδο Εκτιμήσεων και όχι στην ειδικότητα για την οποία επιλέγησαν, θα περιοριστώ στην επισήμανση ότι η εν λόγω αναφορά δεν αποτελεί επίδικο ζήτημα της παρούσας διαδικασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, καμιά από τις πιο πάνω προσφυγές μπορεί να επιτύχει. Συνεπώς και οι τρεις θα πρέπει να απορριφθούν.
Οι πιο πάνω προσφυγές αποσυνενώνονται.
Και οι τρεις πιο πάνω προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση (ένα σετ εξόδων από της συνένωσης των προσφυγών και μετά), όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ