ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D325
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Aρ.: 539/2011)
16 Μαΐου, 2014
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση.
*********
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Ε. Παπαγεωργίου(κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Ι. Τυπογράφος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, με την οποία διόρισαν το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Αντουανέττα Παπά (στο εξής «το ΕΜ») στη θέση Διοικητή Πολιτικής Άμυνας, από 1.4.2011.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ») στις 7.10.2010 συνεδρίασε κατόπιν πρότασης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, για την πλήρωση της κενωθείσας θέσης Διοικητή Πολιτικής Άμυνας, και αποφάσισε επειδή επρόκειτο για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, να δημοσιευτεί η πιο πάνω θέση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (15.10.2010) και να δοθεί προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων.
Υποβλήθηκαν συνολικά 29 αιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων τόσο του αιτητή όσο και του ΕΜ.
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 32(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90 (όπως αυτός τροποποιήθηκε) οι θέσεις Προϊσταμένων Τμημάτων εξαιρούνται από τη διαδικασία των Συμβουλευτικών Επιτροπών, η ΕΔΥ εξέτασε την κατοχή από τους αιτητές των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης κατά τη συνεδρία της ημερ. 21.1.2011. Έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι 25 υποψήφιοι συμπεριλαμβανομένων του αιτητή και του ΕΜ ικανοποιούν τις απαιτήσεις των παραγράφων (1), (2) και (5) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Επίσης αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση ενώπιον της συνολικά 28 υποψηφίους, κατά την οποία, μεταξύ άλλων, θα διαπίστωνε την κατοχή από μέρους τους, του απαιτούμενου προσόντος στην παράγρ. (3) του σχεδίου υπηρεσίας, «πολύ καλή γνώση των θεμάτων Πολιτικής Άμυνας και της σχετικής νομοθεσίας και κανονισμών».
Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, όπου τον αιτητή έκρινε ως «εξαίρετο», ενώ το ΕΜ «πολύ καλή». Ακολούθως ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τον αιτητή και αποχώρησε από τη συνεδρία.
Η κατά πλειοψηφία ΕΔΥ, διαφωνούντος ενός μέλους, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολο τους, έκρινε ότι η ενδιαφερόμενη υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πλέον κατάλληλη και της πρόσφερε διορισμό στην επίδικη θέση από 1.4.2011.
Ο αιτητής επικαλείται αριθμό νομικών ισχυρισμών για να επιτύχει ακύρωση της επίδικης απόφασης, ωστόσο θα με απασχολήσουν μόνο οι δύο από αυτούς, γιατί θεωρώ ότι είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της παρούσας προσφυγής.
Είναι η θέση του αιτητή ότι η ΕΔΥ ενήργησε κάτω από πλάνη ως προς τη διαφορά στην προφορική εξέταση μεταξύ των δύο διαδίκων. Δόθηκε σ΄ αυτή υπέρμετρη βαρύτητα και καταλυτικά καθόρισε την επιλογή του ΕΜ.
Όπως υποβάλλει ο αιτητής, η ΕΔΥ θεώρησε τη διαφορά μεταξύ των υποψηφίων ως σημαντική, βαρύνουσα και ισχυρή αποδίδοντας της «αυξημένη βαρύτητα» κατά παράβαση της νομολογίας, ενώ στην πραγματικότητα αυτή ήταν ελάχιστη.
Απορρίπτοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό ο δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι στην προφορική εξέταση το ΕΜ υπερέχει του αιτητή και βαθμολογείται με την πιο ψηλή βαθμολογία, συνεπώς ορθά δόθηκε από την ΕΔΥ περισσότερη βαρύτητα στην εντύπωση που δημιουργούν οι υποψήφιοι στη συνέντευξη, δεδομένου μάλιστα ότι η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και ψηλά στην ιεραρχία. Η ΕΔΥ δεν υπερέβη τα λογικώς επιτρεπόμενα όρια, δίδοντας περισσότερη σημασία στην απόδοση του ΕΜ κατά την προφορική εξέταση.
Η πιο πάνω κρίση, ενέργεια της ΕΔΥ έχει προφανώς παραβιάσει αυτό που κατ΄ επανάληψη έχει νομολογηθεί και πρόσφατα επανατονίστηκε, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, 169. Όπου εκεί η διαφορά στην αξιολόγηση των διαδίκων στη συνέντευξη έχει κριθεί ως «οριακή»:
«Η διαφορά στην αξιολόγηση της συνέντευξης είναι οριακή αφού το μεν ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη» ενώ η αιτήτρια ως «πάρα πολύ καλή».
........
Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια δεν απέδωσε πολύ χαμηλά στη συνέντευξη, αλλά ισάξια με το ενδιαφερόμενο μέρος, οριακή χαρακτηρίστηκε από την Επιτροπή η διαφορά τους.»
Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, προκύπτει ότι πεπλανημένα η ΕΔΥ θεώρησε ότι η διαφορά στην αξιολόγηση είναι σε «υψηλότερο επίπεδο» για να της αποδώσει αυξημένη βαρύτητα.
Επιπρόσθετα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η ΕΔΥ παράνομα παραγνώρισε τη νόμιμη και έγκυρη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του χωρίς να δώσει την απαιτούμενη ειδική ή πειστική αιτιολογία ή ότι η δοθείσα δικαιολογία είναι πεπλανημένη ή και κατά παράβαση της νομολογίας: η προφορική εξέταση δεν αποτελεί νόμιμο λόγο ή ειδική αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία για την παράκαμψη της σύστασης του Διευθυντή απαιτείται ειδική και πειστική αιτιολογία. Όπως έχει νομολογηθεί η προφορική εξέταση δεν αποτελεί νόμιμο λόγο ή ειδική αιτιολογία παραγνώρισης της σύστασης του προϊσταμένου, Χριστοδούλου (ανωτέρω), όπου υιοθετούνται τα εκεί λεχθέντα στην Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, 440, 441):
«Η διαφορά στην αξιολόγηση της συνέντευξης είναι οριακή αφού το μεν ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη» ενώ η αιτήτρια ως «πάρα πολύ καλή». Έχει αποφασιστεί (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, 440, 441), ότι σε περίπτωση όπου η Επιτροπή προτίμησε για προαγωγή υποψήφιο, παρά την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα και την υπέρ του σύσταση του προϊσταμένου, με μόνη την εντύπωσή της κατά τη συνέντευξη, στην οποία ο αιτητής κρίθηκε ως πολύ καλός και το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετος, η διαφορά αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απόκλισης από τη σύσταση. Κρίθηκε ότι η απόκλιση από τη σύσταση δεν είχε, σε μια τέτοια περίπτωση, ειδικά και επαρκώς αιτιολογηθεί, όπως απαιτείται από τη νομολογία.»
Παράλληλα έχει νομολογηθεί ότι η οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία, συνεπώς η παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή παραμένει αστήρικτη.
Η υπεροχή του ΕΜ, υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή κατά δυόμισι περίπου χρόνια στην παρούσα θέση λόγω κλίμακας, καταγράφεται στο πρακτικό της απόφασης. Σ΄ αυτή όμως δόθηκε περιορισμένη βαρύτητα σύμφωνα με την πάγια επί του θέματος νομολογία, κατά την οποία «η αρχαιότητα στις περιπτώσεις ανώτατων διευθυντικών θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής έχει περιορισμένη σημασία».
Παράλληλα η ΕΔΥ έλαβε υπόψη της ότι οι δύο διάδικοι είναι ίσοι στην αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Καταγράφηκε ακόμα σημείωση ως προς τα προσόντα των μερών και ότι η ενδιαφερόμενη δεν υστερεί του συστηθέντα αιτητή: Κατέχουν και οι δύο επιπρόσθετα ακαδημαϊκά (Master in Public Sector Management, Cyprus International Institute of Management - CIIM) και επαγγελματικά προσόντα (Certified Internal Auditor, The Institute of Internal Auditors), τα οποία αν και δεν απαιτούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης και συνεπώς αποδόθηκε σε αυτά η δέουσα βαρύτητα. Αναφορικά με τον αιτητή η ΕΔΥ φαίνεται ότι έλαβε υπόψη και ως πρόσθετα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης προσόντα: Master of Science in Human Resource Management and Organizational Behaviour, Cyprus International Institute of Management (CIIM) και Fellow, Institute of Civil Defence and Disaster Studies του Ηνωμένου Βασιλείου.
Είναι όμως προφανές ότι η ΕΔΥ δεν έλαβε υπόψη άλλα πρόσθετα προσόντα του αιτητή, όπως αυτά φαίνονται στο διοικητικό του φάκελο: επιτυχία στις εξετάσεις για εγγραφή δικηγόρου, εγγεγραμμένος δικηγόρος και πολλά άλλα σχετικά προγράμματα και εκπαίδευση.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία η έννοια «προσόντα» δεν περιορίζεται μόνο στους ακαδημαϊκούς τίτλους σπουδών, αλλά και σε άλλα εφόδια. Καλαϊτζής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 214, 217: «Η έννοια «προσόντα» δεν περιορίζεται μόνο στους ακαδημαϊκούς τίτλους σπουδών αλλά και σε άλλα εφόδια, όπως πνευματικά και πείρα, και το τελευταίο στοιχείο προσμετρά στην αξία.»
Προφανώς παρά το ότι φαίνεται να υπάρχει κάποια υπεροχή του αιτητή ως προς τα πρόσθετα «προσόντα» σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αυτά φαίνεται να μην απασχόλησαν καθόλου την ΕΔΥ.
Όπως και δεν απασχόλησε η μακρά πείρα του αιτητή σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: υπηρετεί στην Πολιτική Άμυνα από το Μάρτιο του 1984 μέχρι σήμερα, δηλαδή για 27 χρόνια μέχρι τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Όπως έχει νομολογηθεί, Δημοκρατία κ.α. ν. Παπαχριστοδούλου κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, 341, «Αναφορικά με την πείρα θεωρούμε ότι αυτή προσμετρά ως στοιχείο αξίας μόνο όπου είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.»
Eν κατακλείδι, ο λόγος της Χριστοδούλου (ανωτέρω), σ. 171-172, συνοψίζει πλήρως όλα όσα έχω ήδη παρατηρήσει και σφραγίζει την τύχη της αίτησης:
«Αφού όπως είδαμε στη Σπανός ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, η οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία, η παραγνώριση της σύστασης του Αρχιπρωτοκολλητή παραμένει χωρίς στήριξη.
Καταλήγοντας κρίνουμε ότι παραγνωρίστηκε η σύσταση του προϊσταμένου χωρίς επαρκή, ειδική και πειστική αιτιολογία, ενώ δόθηκε παράνομα βαρύνουσα σημασία στην οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη, έστω κι αν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπ΄ όψιν την αντίθετη αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τη σύσταση του προϊσταμένου, την οριακή, έστω, υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, αλλά και την κατοχή από αυτή πρόσθετου προσόντος σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης.»
Εν όψει της επιτυχίας των πιο πάνω λόγων ακύρωσης δεν απαιτείται, θεωρώ, η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης που επικαλείται ο αιτητής.
Η προσφυγή για τους λόγους που έχω διατυπώσει πιο πάνω επιτυγχάνει με €1.600 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ΄ ων η αίτηση.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ