ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D324
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 494/2013)
16 Μαΐου, 2014
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
Αναφορικά με τα Αρθρα 1Α, 12, 17, 25, 26, 28, 33, 35, 169(3), 179(2) και 146 του Συντάγματος και άρθρα 49, 56, 101 και 10 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε. την Οδηγία 98/34/ΕΚ για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών και στον αντίστοιχο περί Διαδικασίας Πληροφόρησης Ορισμένων Τεχνικών Κανόνων Νόμος του 2003, Ν. 72(Ι)/2003, και τον περί Στοιχημάτων Νόμο του 2012 (Ν.106(Ι)/2012).
ΒETFAIR INTERNATIONAL PLC´S
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μεσω
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Αίτηση ημερ. 3.6.2013 για παραμερισμό της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 15.5.2013 και παρέμβαση τρίτου
Φ. Καμένος για κ. Αλ. Μαρκίδη, για τους Αιτητές.
Α. Πελεκάνος, για τους αιτητές στην κυρίως αίτηση.
Ν. Γεωργίου και Καλλής & Καλλής, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι αιτητές απέβλεπαν στην ακύρωση της απόφασης της καθ΄ ης η αίτηση ημερ. 26.2.1013, με την οποία τοποθετήθηκε σε ιστοσελίδα που κατάρτισε η καθ΄ ης, η διεύθυνση του διαδικτυακού χώρου των αιτητών, με την οποία υποχρεώθηκε η εταιρεία CABLENET Communication Systems Ltd, να εφαρμόσει σύστημα φραγής στην πιο πάνω ιστοσελίδα των αιτητών, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η πρόσβαση χρηστών - πελατών των τελευταίων, στις υπηρεσίες που παρέχουν, κατά παράβαση των Ευρωπαϊκών Οδηγιών και/ή του Νόμου.
Στις 24.4.2013 το Δικαστήριο εξέδωσε κατόπιν αιτήσεως η οποία επιδόθηκε στους καθ΄ ων η αίτηση, οι οποίοι επέλεξαν να μην εμφανιστούν, διατάγματα αναστολής εκτέλεσης της ανωτέρω απόφασης των καθ΄ ων.
Ακολούθως, στις 14.5.2013, ημερομηνία κατά την οποία ήταν ορισμένη η προσφυγή, και στην απουσία εμφάνισης εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, το Δικαστήριο προχώρησε να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στη βάση του ευρήματος του στα πλαίσια της αίτησης αναστολής για έκδηλη παρανομία. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω τα όσα διατύπωσα στην απόφαση μου ημερ. 24.4.2013. Σημειώνω συνοπτικά ότι η Betfair πέτυχε στην αίτηση της στη βάση της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι εμποδίστηκε να συνεχίσει, ως νομικό πρόσωπο που νομίμως κατείχε άδεια από άλλο κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να παρέχει τις υπηρεσίες της λόγω μη θέσπισης σχετικών κανονισμών και οδηγιών για εφαρμογή του σχετικού Νόμου.
Στις 3.6.2013 οι εδώ αιτητές, Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας, Ιπποδρομιακή Αρχή εν τη έννοια του άρθρου 2 του περί Φορολογίας Ιπποδρομιακών Στοιχημάτων και Λαχνών Νόμου του 1973 ως έχει τροποποιηθεί, καταχώρισαν την υπό κρίση αίτηση επιδιώκοντας ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. «15.5.2013», και για παρέμβαση ως ενδιαφερόμενο μέρος/ενδιαφερόμενος τρίτος στην προσφυγή.
Η αίτηση βασίζεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Άρθρο 146.2, στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς 10, 13, 17, 18 και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου 1962, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.17 θ.10, Δ.26 θ.14, Δ.48 θ. 1-4, 9(h) (u), Δ.64 στη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στις Γενικές Εξουσίες και Πρακτική του Δικαστηρίου.
Στην αίτηση καταχωρίστηκε ένσταση η οποία προβάλλει σειρά προδικαστικών ενστάσεων, οι κυριότερες από τις οποίες είναι:
· Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν καταχώρισαν έφεση ή δεν προχώρησαν στη λήψη νέας απόφασης και ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση είναι άνευ αντικειμένου.
· Η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον στην προώθηση της αίτησης.
Καταχωρείται η παρούσα αίτηση μετά από σχετική πληροφόρηση των αιτητών για έκδοση των επίδικων αποφάσεων. Προβάλλουν, κατά κύριο λόγο, ότι το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην έκδοση του διατάγματος κατόπιν παραπλάνησης, λόγω απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων εκ μέρους της Betfair η οποία απόληξε στην έκδοση της αναστολής της επίδικης απόφασης. Ακόμη ότι ο Νόμος εισάγει ξεκάθαρη απαγόρευση και άρα το είδος στοιχήματος δεν ήταν υποκείμενο, ούτε αποτελούσε πεδίο έκδοσης κανονισμών εκ μέρους της Αρχής: δεν ετίθετο καν ζήτημα να μπορεί η Betfair να αποταθεί για έκδοση αδείας. Ουσιαστικά η Αρχή ενήργησε δυνάμει του άρθρου 65(2) του Νόμου δεσμίως.
Επικαλούνται λοιπόν έννομο συμφέρον εν όψει του ότι έχουν αποστερηθεί της δικαστικής προστασίας εφόσον η αιτήτρια θα έπρεπε να είχε κληθεί να συμμετάσχει στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος/ενδιαφερόμενος τρίτος, αποδίδοντας στην Betfair σκοπιμότητα στην παράλειψη ειδοποίησης για την ύπαρξη της διαδικασίας η οποία την αφορούσε άμεσα.
Η καθ΄ ης η αίτηση Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω της Ανεξάρτητης Αρχής Στοιχημάτων, υιοθέτησε μόνο τις θέσεις της αιτήτριας και τη γραπτή της αγόρευση χωρίς η ίδια να υποβάλει δική της αίτηση για παραμερισμό και χωρίς εξήγηση για την επιλογή της να ερημοδικήσει.
Κατά πρώτο, σημειώνω ότι παρατηρείται το εξής νομικό θα έλεγα παράδοξο. Οι ίδιοι οι καθ΄ ων η αίτηση να μην εφεσιβάλλουν τις αποφάσεις του Δικαστηρίου ημερ. 24.4.2013 και 14.5.2013, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις να καλύπτονται από τελεσιδικία και τρίτο πρόσωπο να αιτείται παραμερισμό των εν λόγω αποφάσεων, είτε για απόκρυψη είτε για άλλους λόγους, επικαλούμενο άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον. Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί εν όψει της τελεσιδικίας των αποφάσεων είναι κατά πόσο έπασχε η διαδικασία εν όψει του ότι δεν επιδόθηκε στην εδώ αιτήτρια, είτε η ίδια η αίτηση επί της προσφυγής, είτε η αίτηση για συντηρητικά διατάγματα, υπό την ιδιότητα της ως «ενδιαφερόμενου μέρους», οπότε και το Δικαστήριο θα ακύρωνε την απόφαση ή αποφάσεις του ex debito justitiae.
Για να αποφασιστεί έτσι κατά πόσο η Betfair όφειλε να επιδώσει την αίτηση στην εδώ αιτήτρια ως ενδιαφερόμενο μέρος, ώστε να νομιμοποιείται και να της παρέχεται η δυνατότητα να καταχωρίσει αίτηση παραμερισμού μετά που πληροφορήθηκε την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων από το Πρωτοκολλητείο. Για να απαντηθεί το πιο πάνω ερώτημα θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η αιτήτρια είχε και έχει δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος ή δικαίωμα παρέμβασης ως ενδιαφερόμενος τρίτος. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαχρονικά υποστηρίζει ότι το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία ενδιαφερομένου μέρους προσομοιάζει με εκείνο του παρεμβαίνοντος στην Ελλάδα και τη Γαλλία και πρέπει να ασκείται κατά τον ίδιο τρόπο (Theodorides and Others v. Ploussiou (1976) 2 C.l.r. 319, Pitsillos v. CBC (9182) 3 C.L.R. 208, Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 87).
To δικαίωμα επομένως για παρέμβαση στη διαδικασία, συναρτάται με τη φύση του συμφέροντος που θίγεται από την επίδικη πράξη και που όπως ευθέως προκύπτει από τις αυθεντίες ανωτέρω, πρέπει να είναι άμεσο.
Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαμόρφωσε τη νομολογία για το πότε επιτρέπεται να παρέμβει ένα πρόσωπο το οποίο θεωρείται ως επηρεαζόμενο από την επίδικη πράξη (Vorkas and Others v. The Republic of Cyprus (1984) 3A C.L.R. 87, Charalambides v. The Municipality of Limassol (1988) 3B C.L.R. 972, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Σολωμού (2001) 3Β Α.Α.Δ. 955, από όπου και το πιο κάτω απόσπασμα:
«Ο θεσμός της παρέμβασης τρίτου σε διαδικασία δεν είναι θεσμοθετημένος στην Κύπρο. Πότε και κάτω από ποίες προϋποθέσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέμβαση τρίτου σε αναθεωρητική δικαιοδοσία εξετάστηκε σε κάποια έκταση στη Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 87. Εν πρώτοις επαναλαμβάνεται ότι το δικαίωμα προσώπου του οποίου το συμφέρον διακυβεύεται ή θα επηρεαστεί δυσμενώς από την ακύρωση της υπό αναθεώρηση διοικητικής πράξης ή απόφασης, έχει δικαίωμα να ακουστεί ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Τούτο αναγνωρίστηκε από την καθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Josephides v. Republic 2 R.S.C.C. 72, 75. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η θέση του ενδιαφερομένου προσώπου παραλληλίζεται προς εκείνη του παρεμβαίνοντος στο αντίστοιχο Ελληνικό δικαιϊκό σύστημα. Το συμφέρον, που καθιστά παραδεχτή τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου προσώπου στη διαδικασία, είναι όπως εξηγείται στη Vorkas, ανάλογο προς εκείνο του προσφεύγοντος. Ο επηρεασμός από τη δικαστική απόφαση πρέπει να διαγράφεται ως άμεσος κατ΄ ανάλογο τρόπο προς τον επηρεασμό συμφέροντος που νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο Δικαστήριο και να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, απόφασης ή παράλειψης. Το νομιμοποιητικό συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να υφίσταται, όπως είναι καθιερωμένο και στα τρία κρίσιμα χρονικά στάδια κατά τον αντίστοιχο χρόνο έκδοσης, προσβολής και αναθεώρησης της διοικητικής απόφασης.».
Για το ίδιο θέμα στο σύγγραμμα Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 1994, 2η ΄Εκδοση, σελ. 272-273, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Έννομο συμφέρον: Εξουσία ασκήσεως παρεμβάσεως δεν έχει οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος, αλλά μόνο αυτός που έχει «έννομο» συμφέρον. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κρίνεται όπως και κατά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, στο πλαίσιο της οποίας και αναπτύσσεται. Την προϋπόθεση αυτή του παραδεκτού της παρεμβάσεως εκπληρώνει πάντοτε (και γι΄ αυτό δεν απαιτείται ειδικώς) ο υπουργός που εποπτεύει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, του οποίου προσβάλλεται πράξη επί ακυρώσει, καθώς και ο πτωχεύσας κατά την διάρκεια της πτωχεύσεως, επί προσφυγής ή ένδικου μέσου που άσκησε ο σύνδικος. Πρέπει επίσης να πιθανολογείται ως υφιστάμενη στον τρίτο, στον οποίο ανακοινώνεται η δίκη από διάδικο ή, προ πάντων, από την εισηγητή της υποθέσεως.
Τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν επαγγελματικούς σκοπούς έχουν έννομο συμφέρον να παρέμβουν, μόνο αν από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως θίγονται ως τοιαύτα ή αν θίγονται τα συμφέροντα του συνόλου των μελών του, όχι όμως αν θίγονται τα συμφέροντα ορισμένων μόνο (έστω πολλών) από τα μέλη τους, γιατί τα νομικά αυτά πρόσωπα έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων όλων των μελών τους και όχι μόνο ορισμένων από αυτούς και μάλιστα εις βάρος, τυχόν, των συμφερόντων άλλων μελών».
«Έννομο συμφέρον έχει εκείνος που οφελείται από την προσβαλλόμενη πράξη και υφίσταται συγκεκριμένη βλάβη από την τυχόν ακύρωσή της» (ΣΕ 519/1983) όπως αναφέρεται στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, Τόμος 2ος, 13η έκδοση, παρα. 556, σελ. 189, εκεί υποσημείωση.
Η αιτήτρια ουσιαστικά δεν έχει καταδείξει ίδιον έννομο συμφέρον που θίγεται από την επίδικη πράξη που όπως προκύπτει από τις αυθεντίες ανωτέρω πρέπει να είναι άμεσο. Η ακυρωθείσα πράξη βρίσκω υπό τις περιστάσεις ότι δεν έχει ληφθεί υπέρ τη αιτήτριας αλλά κατ΄ εφαρμογή και στα πλαίσια των γενικών εξουσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Στοιχημάτων, όπως με λεπτομέρεια αναλύεται στην απόφαση μου ημερ. 24.4.2013.
Η αιτήτρια είναι τρίτο ξένο πρόσωπο στη σχέση μεταξύ της Betfair και των καθ΄ ων η αίτηση και η οποιαδήποτε βλάβη την οποία επικαλείται η αιτήτρια δεν επέρχεται με την άρση του συστήματος φραγής που επιβλήθηκε στην Betfair, με αποτέλεσμα να μην έχει αποδειχθεί άμεσος επηρεασμός ή σχέση εγγύτητας μεταξύ της πράξης και του αποδέκτη στο βαθμό που απαιτείται για να στοιχειοθετεί έννομο συμφέρον.
Όπως έχει παρατηρηθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σολωμού (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 955:
«Δικαίωμα εκπροσώπησης κατά την προσφυγή έχει άτομο του οποίου το συμφέρον είναι κατά νομική συνέπεια ενδεχόμενο να επηρεαστεί από τη θεώρηση της νομιμότητας της πράξης η οποία προσβάλλεται. Τα άτομα αυτά είναι κατά κανόνα οι ευνοηθέντες από την επίδικη διοικητική απόφαση. O θεσμός της παρέμβασης τρίτου σε διαδικασία δεν είναι θεσμοθετημένος στην Κύπρο. Πότε και κάτω από ποίες προϋποθέσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέμβαση τρίτου σε αναθεωρητική δικαιοδοσία εξετάστηκε σε κάποια έκταση στη Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 87.»
Είναι η κατάληξη μου ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος και παραμένει «ξένη προς τη διαδικασία μη έχουσα άμεσο συμφέρον στην έκβαση της. Το συμφέρον το οποίο επικαλείται με αναφορά στην υπό κρίση διοικητική απόφαση ενδέχεται να έχει μελλοντικό χαρακτήρα».
Συνοψίζοντας σημειώνω:
(α) οι αποφάσεις του Δικαστηρίου κατέστησαν τελεσίδικες εφόσον δεν προσβλήθηκαν κατ΄ έφεση από την Ανεξάρτητη Αρχή Στοιχημάτων (καθ΄ ης η αίτηση)
(β) οι προσβαλλόμενες με την προσφυγή αποφάσεις αφορούσαν απόφαση της Αρχής η οποία επηρέαζε άμεσα την Betfair και μόνο, χωρίς να αφορά καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην αιτήτρια ως επωφελούμενη εκ των αποφάσεων της Αρχής ή επ΄ ωφελεία άλλων προσώπων. Επρόκειτο για απόφαση, πράξη ή ενέργειες των καθ΄ ων η αίτηση ως εκ του Νόμου και ουδέποτε η αιτήτρια κατέστη ή θα μπορούσε να καταστεί ενδιαφερόμενο μέρος ώστε η Betfair να έχει υποχρέωση επίδοσης της αίτησης προς την ίδια
(γ) εκ των πραγμάτων δεν έχει επηρεαστεί το δικαίωμα της αιτήτριας να ακουστεί ως αποστερούμενη της ιδιότητας ενδιαφερόμενου μέρους
(δ) και αν ακόμα συνέτρεχαν όλες οι πιο προϋποθέσεις η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι έχει άμεσο έννομο συμφέρον ως εκ της έκβασης της προσφυγής.
Η αίτηση επί των προδικαστικών σημείων επιτυγχάνει.
Τα όσα εμπεριέχονται στην ένορκη δήλωση και αφορούν επί της ουσίας της «διαφοράς» ή του νομοθετικού πλαισίου, είναι άσχετα με την προώθηση του αιτήματος εφόσον άπτονται του τελικού σταδίου και προϋποθέτουν την έγκριση του αιτήματος για παραμερισμό των αποφάσεων και ή της έγκρισης της αίτησης για παρέμβαση και δεν θα εξεταστούν.
Εν όψει της επιτυχίας των προδικαστικών ενστάσεων η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ