ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D349
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 282/2011)
26 Μαίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΕΣΠΩ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
Μ. Ιεροκηπιώτου (κα), για Α. Τριανταφυλλίδης και Υιοί ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αξιώνει δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η απορριπτική του αιτήματος της για επιστροφή του απαλλοτριωθέντος κτήματος της, απόφαση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, ημερομηνίας 22/12/2010 και επιπρόσθετα δήλωση ότι η παράλειψη των καθ'ων η αίτηση να ανακαλέσουν την απαλλοτρίωση ή/και να επιστρέψουν στην αιτήτρια το τεμάχιό της, θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί.
Συνοψίζω τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή.
Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του οικοπέδου με αρ. εγγραφής 2364, Τεμάχιο 753, στη Λεωφόρο Δημοσθένη Σεβέρη, Ενορία Τρυπιώτη στη Λευκωσία.
Το πιο πάνω τεμάχιο είχε απαλλοτριωθεί μαζί με άλλα γειτονικά τεμάχια, βάσει σχετικού Διατάγματος ημερομηνίας 28/9/1995, για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας και πιο συγκεκριμένα, όπως καθοριζόταν στη σχετική γνωστοποίηση, για την πολεοδομική και χωροδομική αναβάθμιση και βελτίωση της περιοχής του αστικού κέντρου της Λευκωσίας, μέσα στα πλαίσια διασφάλισης της λειτουργικής συνέχειας και των δυνατοτήτων ενιαίας πολεοδομικής διαμόρφωσης, ανάπτυξης και αξιοποίησης του ευρύτερου χώρου του Γ.Σ.Π., του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων και του αστικού κέντρου της Λευκωσίας.
Είχε στο μεταξύ, προηγηθεί, στις 15/2/1995, απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, για την ανάθεση της ετοιμασίας των σχεδίων μελέτης και επίβλεψης του έργου για το νέο κτίριο της Βουλής των Αντιπροσώπων στο Αρχιτεκτονικό Γραφείο Δ. Κυθραιώτης και Συνεργάται σε συνεργασία με τον Οίκο Khon Pederson Fox Associates (International PA) και η υπογραφή της σχετικής συμφωνίας.
Ακολούθησε η υποβολή όλων των αναγκαίων μελετών και εκτιμήσεων, με βάση τις οποίες το επίδικο τεμάχιο δεν ενέπιπτε στο σχεδιαζόμενο έργο.
Η ανεύρεση σημαντικών αρχαιοτήτων στο χώρο όπου επρόκειτο να κατασκευαστεί το νέο κτίριο της Βουλής, προκάλεσε μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση του.
Με τη συνεργασία του Τμήματος Αρχαιοτήτων και Γερμανού ειδικού συμβούλου, διεφάνη τελικά ότι ήταν δυνατή η αρμονική συνύπαρξη των αρχαιοτήτων με το σύγχρονο σχεδιαζόμενο κτίριο, το οποίο θα έπρεπε να μετατοπιστεί και να ενταχθεί με κατάλληλο τρόπο στον αρχαιολογικό χώρο.
Η πιο πάνω εξέλιξη κατέστησε αναγκαία την τροποποίηση των αρχικών αρχιτεκτονικών σχεδίων, καθώς και την αναθεώρηση των ηλεκτρομηχανολογικών και των στατικών μελετών.
Στις 15/1/2009, το Υπουργικό Συμβούλιο, υιοθετώντας σχετική πρόταση του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, αποφάσισε να εγκρίνει κατ' αρχήν την ανέγερση του νέου κτιρίου της Βουλής έναντι ποσού ύψους €100 εκ. περίπου, να εγκρίνει την κατασκευή του πιο πάνω κτιρίου με τη μέθοδο Μελέτη - Κατασκευή και με βάση διαδικασία που θα καθοριζόταν από το Υπουργείο κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή δημοσίων συμβάσεων και να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Οικονομικών να εξεύρει τις απαραίτητες πιστώσεις για την υλοποίηση του όλου έργου.
Κατόπιν τούτου, το Τμήμα Δημοσίων Έργων, δημοσίευσε πρόσκληση υποβολής αίτησης συμμετοχής για σκοπούς διεξαγωγής κλειστής διαδικασίας διαγωνισμού για τη μελέτη, κατασκευή και συντήρηση του νέου κτιρίου, με κατάληξη την προεπιλογή, στις 15/5/2009, οκτώ υποψηφίων οι οποίοι θα υπέβαλλαν την οικονομική προσφορά τους.
Στο μεταξύ, στις 8/4/2009, υπογράφηκε νέα συμφωνία μεταξύ του Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων και του Αρχιτεκτονικού Γραφείου Δ. Κυθραιώτης και Συνεργάται, για την τροποποίηση και συμπλήρωση της αρχιτεκτονικής μελέτης που είχε εκπονηθεί με βάση τη συμφωνία του 1995 και αφού θα λαμβάνονταν πλέον υπόψη:
(α) Η αναγκαία μετακίνηση του κτιρίου σε νέα θέση,
(β) η ύπαρξη αρχαιοτήτων στην περιοχή και των σχετικών υποδείξεων προστασίας τους, σύμφωνα με τις εισηγήσεις του ειδικού αρχαιολόγου και
(γ) οι ανάγκες του Εργοδότη περιλαμβανομένης και της δημιουργίας επιπρόσθετης πτέρυγας γραφείων καθαρού εμβαδού 600 m².
Με την τροποποιημένη αρχιτεκτονική μελέτη, το σχεδιαζόμενο νέο κτίριο της Βουλής επεκτάθηκε και μέσα στο τεμάχιο 753 της αιτήτριας, το οποίο, μέχρι τότε, δεν είχε καθ' οιονδήποτε τρόπο αξιοποιηθεί.
Η αιτήτρια, με επιστολή των δικηγόρων της, ημερομηνίας 8/10/2010, προς την Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων, ζήτησε την επιστροφή του ακινήτου της, ισχυριζόμενη ότι είχαν παρέλθει 16 χρόνια χωρίς να υλοποιηθεί ο σκοπός για τον οποίο είχε αυτό απαλλοτριωθεί και χωρίς να ληφθούν από την πλευρά της Δημοκρατίας οποιαδήποτε μέτρα για να καταστεί εφικτή η υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, με αποτέλεσμα, κατά την άποψη της, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης να έχει εγκαταλειφθεί.
Το αίτημα απορρίφθηκε, γιατί όπως υποδείχθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, στην επίδικη επιστολή του, ημερομηνίας 22/12/2010, το τεμάχιο ήταν αναγκαίο για την ανέγερση του κτιρίου της Βουλής, είχαν προωθηθεί οι απαιτούμενες διαδικασίες και ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε εγκαταλειφθεί. ΄
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση:
(α) Παραβιάζει το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και το άρθρο 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν. 15/62).
(β) Παραβιάζει το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος γιατί το επίδικο τεμάχιο δεν χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό για τον οποίο είχε απαλλοτριωθεί.
(γ) Είναι το αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα.
Σύμφωνα με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος:
"Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι' ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ' ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτον δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη τούτης. Εφ' όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής."
Το άρθρο 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62 ως έχει τροποποιηθεί) προβλέπει τα εξής:
"15.-(1) Οσάκις ακίνητος ιδιοκτησία απηλλοτριώθη μετά την έναρξιν της ισχύος του Συντάγματος, και εντός τριών ετών, από της ημερομηνίας καθ' ην η ιδιοκτησία περιήλθεν εις την απαλλοτριούσαν αρχήν, δεν επετεύχθη ο σκοπός δι' ον εγένετο η απαλλοτρίωσις ή η επίτευξις του τοιούτου σκοπού εγκατελείφθη υπό της απαλλοτριούσης αρχής, ή το όλον ή μέρος της τοιαύτης ιδιοκτησίας απεδείχθη ότι υπερβαίνει τας πραγματικάς ανάγκας της απαλλοτριούσης αρχής, θα εφαρμόζωνται αι ακόλουθοι διατάξεις: ήτοι-
(α) η απαλλοτριούσα αρχή δι' εγγράφου αυτής γνωστοποιήσεως προσφέρει την ιδιοκτησίαν εις ήν τιμήν απέκτησεν ταύτην, εις το πρόσωπον εις ό αυτή ανήκε προ τη απαλλοτριώσεως, εάν τούτο απέθανεν, εις τους προσωπικούς αντιπροσώπους ή τους κληρονόμους αυτού, οίτινες υποχρεούνται όπως εντός τριών μηνών από της τοιαύτης γνωστοποιήσεως αποστείλωσιν εις την απαλλοτριούσαν αρχήν έγγραφον αποδοχής ή μη αποδοχής της γενομένης προσφοράς· εάν εντός της προμνησθείσης περιόδου δεν δοθή απάντησις εις την γενομένην προσφοράν αύτη λογίζεται ως μη γενομένη αποδεκτή."
Όπως έχω ήδη αναφέρει, η αιτήτρια εστιάζει το παράπονο της στη θέση ότι στην περίπτωση της έχουν παραβιαστεί οι πιο πάνω συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις γιατί, οι καθ'ων η αίτηση αρνούνται να επιστρέψουν την επίδικη ιδιοκτησία της παρόλο που έχουν παρέλθει συνολικά 16 έτη από την απαλλοτρίωση της, χωρίς να έχει, στο μεταξύ, καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης.
Περαιτέρω επισημαίνεται από την αιτήτρια, ότι υπήρξε αδράνεια της διοίκησης, η οποία από το 1995, όταν εκδόθηκε το διάταγμα απαλλοτρίωσης, μέχρι το 2009 που έγινε η τροποποίηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων του νέου κτιρίου της Βουλής, δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια ή απόφαση για την προώθηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, το δε τεμάχιο παρέμενε στο μεταξύ κενό και χρησιμοποιείτο ως χώρος στάθμευσης.
Κατά την εισήγηση της αιτήτριας, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι υπήρξε εκ των προτέρων προγραμματισμός της υλοποίησης του σκοπού της συγκεκριμένης απαλλοτρίωσης, όπως αυτός αναφερόταν στη σχετική γνωστοποίηση του 1994.
Υποβάλλεται επιπρόσθετα, ότι το επίδικο ακίνητο δεν απαλλοτριώθηκε για το σκοπό της ανέγερσης του νέου κτιρίου της Βουλής και ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβη η διοίκηση από το 2009 και μετά, όταν προέκυψε το ζήτημα των αρχαιολογικών ευρημάτων, ενέργειες οι οποίες είχαν ως κατάληξη την ένταξη του τεμαχίου της αιτήτριας στο σχεδιασμό του νέου κτιρίου της Βουλής, αποδεικνύουν ότι η διοίκηση δεν λάμβανε μέχρι τότε μέτρα για να καθιστά εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το ακίνητο.
Οι καθ'ων η αίτηση απαντούν ότι η υπόθεση θα πρέπει να εξεταστεί κάτω από το πρίσμα του ερωτήματος του κατά πόσο εξακολουθεί να υφίσταται ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του επίδικου τεμαχίου.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια υποστηρίζουν ότι ο παράγων της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την απαλλοτρίωση, δεν είναι από μόνος του αρκετός για να θεωρηθεί ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης κατέστη ανέφικτος ή ότι έχει εγκαταλειφθεί.
Υποβάλλουν ότι το ακίνητο εξακολουθεί να εξυπηρετεί το σκοπό της απαλλοτρίωσης του, πάνω στη βάση κριτηρίων τεχνικής φύσεως που δεν επιδέχονται ακυρωτικό έλεγχο και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται επιστροφή του στην αιτήτρια.
Επικαλούμενοι τέλος τα διαβήματα που είχαν γίνει σε σχέση με το σχεδιασμό του νέου κτιρίου της Βουλής και τις ενέργειες που ακολούθησαν για να αντιμετωπισθεί το ζήτημα των αρχαιολογικών ευρημάτων, οι καθ'ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Όπως ήδη λέχθηκε, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του επίδικου τεμαχίου με βάση τη γνωστοποίηση της 21/12/1994, ήταν η «διασφάλιση της λειτουργικής συνέχειας και των δυνατοτήτων ενιαίας πολεοδομικής διαμόρφωσης, ανάπτυξης και αξιοποίησης του ευρύτερου χώρου του Γ.Σ.Π., του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων και του αστικού κέντρου της Λευκωσίας».
Είναι παραδεκτό και προκύπτει εξάλλου από το υλικό που παρουσιάστηκε, ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αξιοποίηση του τεμαχίου, ούτε ένταξη του σε οποιοδήποτε σχεδιασμό, μέχρι το 2009, όταν η ανακάλυψη σημαντικών αρχαιοτήτων σε άλλο χώρο που επρόκειτο να ανεγερθεί το νέο κτίριο της Βουλής ανέτρεψε τα υφιστάμενα αρχιτεκτονικά σχέδια και οδήγησε στην τροποποίηση τους.
Η γνωστοποίηση που προεκτέθηκε δεν συμπεριλάμβανε την ανέγερση νέου κτιρίου της Βουλής στους σκοπούς για τους οποίους απαλλοτριώθηκε το επίδικο τεμάχιο.
Η αόριστη και γενικόλογη αναφορά στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης του 1994, σε «διασφάλιση λειτουργικής συνέχειας και ενιαίας πολεοδομικής διαμόρφωσης της ευρύτερης περιοχής και του αστικού κέντρου», δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επί 14ετία δέσμευση του ακινήτου, κατά τρόπο ώστε να καλύπτει μεταγενέστερη ένταξη του σε τροποποιημένο αρχιτεκτονικό σχέδιο, το 2009 και για σκοπό που, εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με το σκοπό για τον οποίο είχε αρχικά απαλλοτριωθεί.
Η κρίσιμη παράμετρος, είναι όμως, η ολοκληρωτική αδράνεια της διοίκησης από το 1995 μέχρι το 2009, να προβεί σε έμπρακτες ενέργειες για υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης του. Το ακίνητο παρέμεινε ανεκμετάλλευτο για 14 και πλέον έτη μετά την απαλλοτρίωσή του.
Στην επί του θέματος αυθεντία της Πλήρους Ολομέλειας στη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, επισημάνθηκε η διαρκής υποχρέωση της διοίκησης να καθιστά εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης.
Στην ίδια υπόθεση διευκρινίστηκε επίσης ότι το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή έχει καταστεί ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που αναλόγως της περίπτωσης θα κρίνονταν ως εύλογα αναγκαίες για την υλοποίηση του έργου. Ενδεικτικό του τρόπου που η νομολογία μας προσεγγίζει το θέμα, συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από την Ευθυμιάδης:
"Συμμεριζόμαστε την ανησυχία που εκφράστηκε στη Συμεωνίδης και φρονούμε ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες, ως εκ της προκύπτουσας διαφοροποίησης του επιπέδου των απαιτούμενων ενεργειών της διοίκησης, στο αποτέλεσμα της όποιας συγκεκριμένης υπόθεσης."
(Βλ. επίσης, Δήμος Αραδίππου v. Καλλικά κ.ά. (2012) 3 Α.Α.Δ. 236 και Μορίτση κ.ά. v. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 420).
Στην παρούσα είναι προφανές ότι μέσα στο χρονικό διάστημα 1995-2009 δεν ελήφθησαν από την απαλλοτριούσα αρχή ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούσαν το σκοπό της απαλλοτρίωσης, έστω και υπό τη γενικόλογη μορφή της γνωστοποίησης του 1994, εφικτά υλοποιήσιμο.
Με την επίδικη επιστολή της 22/12/2010 επιχειρείται να αιτιολογηθεί η αδικαιολόγητη, όπως προκύπτει, κατακράτηση της περιουσίας της αιτήτριας επί μια σχεδόν 15ετία, με την αναφορά στην εντελώς πρόσφατη και ευκαιριακή ένταξη του στο σχεδιασμό του νέου κτιρίου της Βουλής, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η αρνητική απόφαση της 22/12/2010 ακυρώνεται και συνακόλουθα, οτιδήποτε παραλείφθηκε θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί. Έξοδα €1.350, πλέον Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ