ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D333
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1926/2012)
20 Μαΐου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΟΜΕΤΙΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για τους Αιτητές.
Ν. Νικολαΐδου (κα) για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο Δήμος Αγίου Δομετίου επέβαλε με ειδοποίηση του ημερ. 4.10.2012 επαγγελματικό φόρο στην ΑΤΗΚ, ύψους €609. Η ειδοποίηση παρελήφθη από την ΑΤΗΚ στις 18.10.2012, η οποία και άσκησε την παρούσα προσφυγή προς ακύρωση της φορολογίας που της επιβλήθηκε.
Αποτελεί τη βασική θέση της ΑΤΗΚ ότι ως οργανισμός δημοσίου δικαίου ιδρυθείσα με το Κεφ. 302, έχει την υποχρέωση και την εξουσία να παρέχει τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες σε όλη την επικράτεια της Δημοκρατίας. Σε αυτή τη βάση εγκατέστησε μη επανδρωμένο τηλεφωνικό κέντρο στον Άγιο Δομέτιο και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διεξάγει εξ αυτής της εγκατάστασης επιχείρηση, βιοτεχνία, εμπόριο, επάγγελμα ή επιτήδευμα ως τα άρθρα 104 και 105 του περί Δήμων Νόμου αρ. 111/1985 προνοούν. Η ΑΤΗΚ συμμορφούμενη με τις υποχρεώσεις της καταβάλλει ήδη στο κράτος τα νενομισμένα τέλη για την εγκατάσταση και λειτουργία τηλεφωνικών κέντρων και δεν υπάρχει πρόνοια στη νομοθεσία που να αναφέρεται σε τέλη ή φόρους που η ΑΤΗΚ οφείλει στις δημοτικές αρχές.
Η ΑΤΗΚ με αναφορά σε σχετική νομολογία σε σχέση με την ερμηνεία νομοθετημάτων εισηγείται ότι δεν διεξάγει επιχείρηση εφόσον δεν απορροφά τον χρόνο, την προσοχή και την εργασία προσώπου με σκοπό το κέρδος. Η εγκατάσταση μη επανδρωμένου κέντρου τηλεφωνίας δεν συνεπάγεται τη χρήση προσωπικού και επομένως δεν θα έπρεπε να επιβληθεί επαγγελματικός φόρος στη βάση και αποφάσεων του Υπουργού Εσωτερικών ότι στις περιπτώσεις κοινοτήτων δεν επιβάλλεται φόρος επαγγέλματος για μη επανδρωμένο σταθμό βάσης με κεραία αναμετάδοσης κινητής τηλεφωνίας ή για την κατοχή μη επανδρωμένων κτιρίων όπου είναι εγκατεστημένα τηλεφωνικά κέντρα. Στην υπό κρίση περίπτωση η επίμαχη κατασκευή ήταν ένας μη επανδρωμένος σταθμός βάσης και κεραία αναμετάδοσης κινητής τηλεφωνίας χωρίς τη διεξαγωγή οποιασδήποτε επιχείρησης εμπορίου, βιομηχανίας ή επαγγέλματος.
Ο Δήμος, αντίθετα, αναφέρει ότι η επιβολή της επαγγελματικής φορολογίας έγινε τον Οκτώβριο του 2012 και αφορά το έτος 2012, στη βάση των εξουσιών που του παρέχει ο Νόμος αρ. 101/1985 και ως εκ τούτου δεν ισχύουν τα όσα αναφέρονται από την ΑΤΗΚ σε κοινότητες. Σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, δεν χρειάζεται αιτιολογία όπου οι πράξεις εκδίδονται ομοιόμορφα σε μεγάλο αριθμό ή με μηχανικά ή ηλεκτρονικά μέσα, καθώς και πράξεις που δεν εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας. Στην περίπτωση δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δήμου να επιβάλει ή όχι επαγγελματικό φόρο, αλλά κατά δέσμια αρμοδιότητα υποχρεώνεται να προβεί στην επιβολή εφόσον βέβαια κατά τα άλλα συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου αρ. 111/1985. Άλλωστε, η ΑΤΗΚ ήταν σε θέση να αντιληφθεί από τα στοιχεία που αναγράφονται στο επίδικο τιμολόγιο την αιτιολογία της επιβληθείσας επαγγελματικής φορολογίας χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε περαιτέρω επεξήγηση. Μάλιστα, μέχρι το 2010 η ΑΤΗΚ κατέβαλλε επαγγελματική φορολογία στο Δήμο χωρίς οποιαδήποτε ένσταση. Και ενώ η ΑΤΗΚ μπορούσε να υποβάλει στοιχεία για αναθεώρηση της φορολογίας και να καταχωρήσει σχετική ένσταση δεν το έπραξε ώστε να μην μπορεί να γίνεται τώρα λόγος για απουσία δέουσας έρευνας.
Ο Δήμος περαιτέρω ισχυρίζεται ότι τα άρθρα 104 και 105 του Νόμου αρ. 111/1985 δεν προϋποθέτουν την ύπαρξη γραφείων ή σταθερού τόπου εργασίας ή ακόμη και την παροχή προσωπικού εφόσον η μόνη προϋπόθεση του Νόμου είναι στην ουσία η άσκηση κερδοφόρας επιχείρησης. Η ΑΤΗΚ εγκατέστησε για περισσότερο των δεκαπέντε εργασίμων ημερών το μη επανδρωμένο τηλεφωνικό κέντρο ασκώντας συνεπώς επιχείρηση, επιτήδευμα, εργασία ή επάγγελμα.
Το πρώτο που πρέπει να λεχθεί είναι ότι η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 27.11.2012, πριν από την ημερομηνία καταβολής του επιβληθέντος επαγγελματικού φόρου που ήταν η 30.11.2012, αποτελεί από μόνο του γεγονός που δηλώνει την ένσταση της ΑΤΗΚ στη φορολογία. Η αιτιολογία από την άλλη μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στην ίδια την ειδοποίηση που επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της στην αίτηση ακύρωσης, που φανερώνει ότι πρόκειται περί επαγγελματικού φόρου επιβληθέντος από τον Δήμο με αναφορά στον αριθμό πελάτη, στο ποσό του φόρου, το έτος και την ημερομηνία πληρωμής. Αναφέρεται επίσης ότι μετά τη λήξη της ημερομηνίας πληρωμής επιβάλλεται επιβάρυνση 10%. Αυτά αναφέρονται μόνο στα εξωτερικά γνωρίσματα της πράξης. Η ορθή όμως αιτιολόγηση προϋποθέτει και δέουσα ή επαρκή έρευνα με αναφορά στα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης.
Το ζητούμενο εδώ είναι η νομιμοποίηση του Δήμου να επιβάλει επαγγελματικό φόρο σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία και κατά πόσο δόθηκε στα σχετικά άρθρα που επιτρέπουν την επαγγελματική φορολόγηση, η ορθή ερμηνεία. Τα σχετικά άρθρα 104 και 105 του περί Δήμων Νόμου αρ. 111/1985, ως τροποποιήθηκε, και που κατατάσσονται κάτω από το γενικότερο τίτλο «Άδειαι Επιτηδεύματος ή Επαγγέλματος», έχουν σήμερα ως εξής:
«104. Το συμβούλιο επιβάλλει σε νομικά πρόσωπα τα οποία ασκούν οποιαδήποτε επιχείρηση, βιομηχανία, βιοτεχνία, εργασία, εμπόριο, επιτήδευμα ή επάγγελμα, εντός των δημοτικών ορίων, ετήσια δικαιώματα σύμφωνα με τον Τρίτο Πίνακα.
105. Σε νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν την έδρα τους σε δημοτικά όρια οποιουδήποτε δήμου και στα οποία επιβάλλονται ετήσια δικαιώματα με βάση το άρθρο 104, δεν επιβάλλονται ετήσια δικαιώματα σε άλλο δήμο, εκτός εάν έχουν μόνιμο τόπο της εργασίας, ή παραμένουν για σκοπούς άσκησης ή διεξαγωγής της επιχείρησης, της εργασίας, του επιτηδεύματος ή του επαγγέλματος τους, εντός των δημοτικών ορίων οποιουδήποτε άλλου δήμου, για περίοδο που υπερβαίνει τις δεκαπέντε εργάσιμες μέρες, κατά τη διάρκεια του έτους χωρίς οι ημέρες αυτές απαραίτητα να είναι συνεχείς.»
Σ΄ αυτά τα άρθρα παραπέμπει ο Δήμος στην αγόρευση του. Παρατηρείται όμως ότι δεν ίσχυαν κατά τον πιο πάνω τρόπο όταν επιβλήθηκε η σχετική και επίδικη φορολογία στις 4.10.2012. Τα άρθρα 104 και 105 τροποποιήθηκαν στις 28.12.2012 με το Νόμο αρ. 217(Ι)/2012. Τα ισχύοντα άρθρα για την υπό κρίση υπόθεση 104 και 105 στο βαθμό που ενδιαφέρουν εδώ, έχουν ως εξής:
«104.-(1) Πρόσωπον ασκούν επί κέρδει, εντός οιωνδήποτε δημοτικών ορίων, οιανδήποτε επιχείρησιν, επιτήδευμα, εργασίαν ή επάγγελμα λαμβάνει προς τούτο άδειαν συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.
105.-(1) .. το συμβούλιον καθορίζει τα δικαιώματα τα καταβλητέα διά την έκδοσιν της τοιαύτης άδειας τα οποία δεν υπερβαίνουν τα οικεία δικαιώματα τα εκτιθέμενα εις τον Τρίτον Πίνακα:
...........................»
Είναι νομολογημένο ότι η άσκηση ή διεξαγωγή επιχείρησης, εργασίας, επιτηδεύματος ή επαγγέλματος σημαίνει κατ΄ ουσίαν ότι διεξάγεται κερδοφόρα επιχείρηση, (Firmworth Securities Ltd v. Δήμου Στροβόλου (2001) 4 Α.Α.Δ. 1192 και Compagnie Nationale Air France v. Δήμου Λευκωσίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1508). Παρόλο που τα άρθρα 104 και 105 δεν ομιλούν πλέον για κερδοφορία, το νόημα της άσκησης ή διεξαγωγής επιχείρησης κλπ, είναι ότι αυτή ασκείται με σκοπό το κέρδος και όχι βέβαια κατ΄ ανάγκην ότι η επιχείρηση είναι όντως, από πλευράς ισολογισμού, κερδοφόρα. Αυτό δεν αφορά το νομοθέτη. Προϋπόθεση όμως ήταν και είναι το νομικό πρόσωπο να ασκεί την επιχείρηση κλπ, εντός των ορίων του συγκεκριμένου Δήμου που επιβάλλει το τέλος ή τα ετήσια δικαιώματα της επαγγελματικής άδειας, στο οποίο και δεν επιβάλλεται ετήσιο δικαίωμα σε άλλο Δήμο, εφόσον έχει την έδρα του σε έτερο Δήμο, εκτός και εάν παραμένει εντός των δημοτικών αυτού ορίων για περίοδο που υπερβαίνει τις δεκαπέντε ημέρες εντός του έτους, χωρίς οι ημέρες αυτές να είναι απαραίτητα συνεχείς.
Κατά κανόνα και κατά κοινή λογική και πρακτική, η άσκηση επιχείρησης, βιομηχανίας, βιοτεχνίας, εργασίας, εμπορίου ή επαγγέλματος (όπως αναφέρεται στο άρθρο 104), προϋποθέτει γραφεία, εξοπλισμό και προσωπικό λειτουργίας της επιχείρησης. Όλες οι υποθέσεις που αναφέρθηκαν τόσο από την ΑΤΗΚ, όσο και από το Δήμο αφορούσαν, όπως συνάγεται από το σκεπτικό τους, ζώσες επιχειρήσεις που είχαν γραφεία, προσωπικό και εξοπλισμό, εντός της παραδοσιακής έννοιας λειτουργίας μας επιχείρησης. Η Firmworth Securities Ltd - πιο πάνω - αφορούσε χρηματιστηριακή εταιρεία, και η Compagnie Nationale Air France - πιο πάνω - αφορούσε διαφήμιση και πώληση εισιτηρίων από αντιπρόσωπο. Η Louis Enterprises Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2377 αφορούσε εταιρεία εγγεγραμμένη εντός των δημοτικών ορίων, ενώ άλλες υποθέσεις όπως η L´Heritage Hotel Properties Ltd v. Δήμου Αγίας Νάπας (2002) 4 Α.Α.Δ. 730, αφορούσε λειτουργία ξενοδοχείου, και η Commercial Union Assurance (Cyprus) Ltd v. Δήμου Λεμεσού (1989) 3 Α.Α.Δ. αφορούσε εταιρεία ασφαλιστικών εργασιών.
Αποτελεί γεγονός ότι τα άρθρα 104 και 105 δεν καθορίζουν ρητά τα πιο πάνω, ούτε και προσδιορίζονται περαιτέρω κριτήρια για τη διαπίστωση της διεξαγωγής της επιχείρησης και του τρόπου λειτουργίας της. Με αποτέλεσμα ο Δήμος να επιχειρηματολογεί ότι καλύπτονται από τα εν λόγω άρθρα και μη επανδρωμένες λειτουργίες με αυτοματοποιημένα συστήματα ενέργειας μέσω μηχανικών ή ηλεκτρονικών μέσων.
Η πιο πάνω θεώρηση όμως δεν συνάδει ούτε με την γραμματική, αλλά ούτε και με την τελεολογική ερμηνεία των άρθρων 104 και 105, ούτε όμως και με τις παραδοσιακές έννοιες της επιχείρησης και της λειτουργίας της. Και αν μη τι άλλο ως φορολογικός νόμος ή νομοθεσία που επιβάλλει τέλος, πρέπει να ερμηνεύεται στενά και όχι διασταλτικά, (Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59), η δε επιβολή επαγγελματικής άδειας και φόρου είναι και ανταποδοτική σχετιζόμενη με υπηρεσίες που προσφέρει ο Δήμος, (Pankyprios Syntechnia Dimosion Ypallilon and others v. The Municipality of Nicosia (1978) 3 C.L.R. 117). Η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη περνά μέσα τόσο από τη γραμματική, όσο και από το σκοπό της όλης νομοθεσίας, δεν πρέπει δε να οδηγείται κανείς σε παράλογα αποτελέσματα με την ερμηνεία που θα δοθεί. Το όλο εγχείρημα πρέπει να διαπνέεται από λογική και να μην υπεισέρχονται εικασίες ως προς το νόημα των νομοθετικών κειμένων, (Louis Enterprises Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2377).
Στη σχετική υπόθεση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Δήμου Μέσα Γειτονιάς (2000) 4 Α.Α.Δ. 1002, το Δικαστήριο, (Νικολάου, Δ.), είχε αντιμετωπίσει παρόμοια γεγονότα. Είχε επιβληθεί ποσό £3.000 ως ετήσιο δικαίωμα για επαγγελματική άδεια για το έτος 1999, στη βάση της διατήρησης από την ΑΗΚ εντός των δημοτικών ορίων Μέσα Γειτονιάς, 33 υποσταθμών διανομής ηλεκτρικού ρεύματος. Οι υποσταθμοί περιείχαν μόνο μηχανήματα, όπως μετασχηματιστές και διακόπτες, δεν ήταν επανδρωμένοι, δεν διέθεταν επίπλωση, δεν είχαν υδροδότηση και δεν είχαν αποχετεύσεις. Ήταν κλειδωμένοι, με δάπεδο επιστρωμένο από χαλίκια και συντηρούνταν κατά καιρούς από εξειδικευμένα άτομα που είχαν πρόσβαση σε ολιγόλεπτες ή ολίγων ωρών επισκέψεις που δεν υπερέβαιναν τις δεκαπέντε ημέρες. Το Δικαστήριο ακύρωσε την επιβληθείσα φορολογία επαγγελματικής άδειας με το εξής σκεπτικό:
«.. Η βασική πρόνοια για την υποχρέωση άδειας περιέχεται βέβαια στο άρθρο 104(1). Αλλά και η παράγραφος 1(ε)(ii) του Τρίτου Πίνακα, επίσης αποτελεί μέρος του Νόμου. Και ενώ γενικά ο Πίνακας θέτει τα διάφορα επίπεδα χρηματικού ύψους των δικαιωμάτων με δεδομένη την υποχρέωση, εντούτοις για την περίπτωση, μεταξύ άλλων, της Α.Η.Κ., προστίθεται πρόνοια η οποία κατά την άποψη μου, προδήλως αφορά στην ίδια την ύπαρξη της υποχρέωσης. Πρόκειται για την πρόνοια ότι η Α.Η.Κ. - που λειτουργεί παγκύπρια - έχει υποχρέωση για άδεια επαγγέλματος στην έδρα της και σε κάθε άλλη πόλη όπου διατηρεί γραφείο. Αυτή η πρόνοια θέτει εξαντλητικά τις περιστάσεις υποχρέωσης της Α.Η.Κ. Οι οποίες βέβαια δεν συνέτρεχαν - κι αυτό δεν αμφισβητήθηκε - στην υπό εξέταση περίπτωση. Καταλήγω λοιπόν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εστερείτο νομικού ερείσματος. Η κατάληξη αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση οποιουδήποτε άλλου από τα τεθέντα ζητήματα.»
Είναι πρόδηλο ότι το Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε ότι η ΑΗΚ με την εγκατάσταση υποσταθμών μη επανδρωμένων διατηρούσε «γραφεία» εν τη εννοία του άρθρου 104(1), ως είχε τότε, σε συνδυασμό με τον Τρίτο Πίνακα που καθορίζει τα καταβλητέα κατά περίπτωση δικαιώματα. Ο Τρίτος Πίνακας σε ό,τι αφορά την ΑΗΚ και κατά συνέπεια και την ΑΤΗΚ, έχει ως εξής στην παράγραφο 1(ii), (σήμερα) ή 1(β)(ii) (ως ήταν πριν την τροποποίηση), με την πρόνοια να παραμένει η ίδια, με μόνη διαφορά στο καθοριζόμενο δικαίωμα, πριν £3.000, τώρα £5130:
«(ii) Δημόσιαι Εταιρείαι: είτε ημεδαπαί είτε αλλοδαπαί είτε ελεγχόμεναι υπό αλλοδαπών είτε όχι . . .
Διά τους σκοπούς του παρόντος Πίνακος η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, η Επιτροπή Σιτηρών, η Αρχή Λιμένων Κύπρου και τα Συμβούλια Υδατοπρομηθείας εν τη έδρα των και έκαστον των εις τας άλλας πόλεις γραφείων αυτών θα θεωρώνται και ταξινομώνται ως δημόσιαι εταιρείαι περιωρισμένης ευθύνης.»
Δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ της προαναφερθείσας απόφασης και της παρούσας. Δεν μπορεί να λογισθεί με κανένα τρόπο ότι η εγκατάσταση μη επανδρωμένων τηλεφωνικών κέντρων που στην ουσία είναι ένας σταθμός βάσης και κεραία αναμετάδοσης κινητής τηλεφωνίας συνιστά «γραφείο» εν τη εννοία του Νόμου. Και είναι φανερό επί τούτου ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει και από έλλειψη δέουσας έρευνας. Τι εξέτασε ο Δήμος και τι στοιχεία έλαβε από την ΑΤΗΚ πριν την επιβολή του επαγγελματικού τέλους δεν φανερώνεται πουθενά. Ο Δήμος στην ένσταση του και στη συνακόλουθη αγόρευση του πέραν από την παράθεση νομικών αυθεντιών ως προς το πότε μια έρευνα από το διοικητικό όργανο θεωρείται πλήρης ή επαρκής, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 κ.ά.), δεν εξηγεί αν όντως έγινε κάποια έρευνα.
Η ίδια η προσβαλλόμενη πράξη, η ειδοποίηση δηλαδή της επιβολής του τέλους, δεν δίδει απάντηση και ούτε καν αναφέρει ότι ο επαγγελματικός φόρος επιβλήθηκε για μη επανδρωμένο τηλεφωνικό κέντρο. Κατά παρόμοιο τρόπο παραμένει άγνωστος ο τρόπος με τον οποίο ο Δήμος αποφάσισε να επιβάλει το ποσό των €609, ενώ ο Τρίτος Πίνακας, ως ίσχυε τότε, καθόριζε ποσό £3.000 κατ΄ανώτερο όριο.
Ο Δήμος λέγει ότι η ΑΤΗΚ δεν υπέβαλε ένσταση ώστε να δώσει οποιαδήποτε στοιχεία προς αναθεώρηση της φορολογίας. Αυτό ήδη απαντήθηκε εφόσον η ίδια η προσφυγή αμφισβητεί την καθαυτό επιβολή του φόρου.
Μετέπειτα ο Δήμος ισχυρίζεται ότι μέχρι το 2010 επιβαλλόταν παρόμοια επιβάρυνση χωρίς ένσταση. Αυτός ο ισχυρισμός ελέγχεται ως λανθασμένος. Η ΑΤΗΚ υπέβαλε ένσταση για τη φορολογία του 2010, δεν λήφθηκε απόφαση από το Δήμο, ενώ καταχωρήθηκε και η προσφυγή υπ΄ αρ. 121/2012, η οποία ακόμη εκκρεμεί με αναφορά στη φορολογία του 2011. Ο Δήμος αντί απάντησης για την ένσταση του 2010, καταχώρησε την ποινική υπόθεση υπ΄ αρ. 26421/2011, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία εκκρεμεί. Προς αυτό κατατέθηκε και ο διοικητικός φάκελος, Τεκμήριο «Α», από τον οποίο φαίνεται επίσης και η ένσταση που υπεβλήθη για τη φορολογία του 2010, προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερ. 25.11.2010. Αποκαλύπτεται επίσης ότι είχε καταχωρηθεί και προηγούμενη προσφυγή υπ΄ αρ. 1171/2010 αναφορικά με προηγηθείσα φορολογία τόσο για κοινοτικές υπηρεσίες, όσο και για επαγγελματική άδεια που επιβλήθηκε από τον Έπαρχο Πάφου διά του Υπουργού Εσωτερικών. Όλες οι ενστάσεις και οι προσφυγές είχαν έρεισμα το μη επανδρωμένο του σταθμού που εγκαταστάθηκε στο Δήμο και ότι δεν συνιστά επιχείρηση κλπ. εν τη εννοία του Νόμου αρ. 111/1985. Στην προαναφερθείσα δε υπόθεση αρ. 1171/2010, η ΑΤΗΚ προσέφυγε, μεταξύ άλλων, και εναντίον της απόφασης να της επιβληθεί επαγγελματική φορολογία για τη διατήρηση βάσης κινητής τηλεφωνίας μη επανδρωμένης. Το Δικαστήριο, (Παναγή, Δ.), εξέδωσε στις 11.4.2013 ακυρωτική απόφαση (στην οποία και δεν αναφέρθηκε η ΑΤΗΚ), στη βάση έλλειψης επαρκούς διερεύνησης των στοιχείων που τέθηκαν με την ιεραρχική προσφυγή και έλλειψης αιτιολογίας.
Ο Δήμος όφειλε συνεπώς έχοντας ήδη υπόψη τα ως άνω στοιχεία να ερευνήσει περαιτέρω το ζήτημα προτού επιβάλει εκ νέου φορολογία, ακολουθώντας απλώς αυτοματοποιημένα τις προηγούμενες αποφάσεις του.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ