ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Π. Σιακαλλής για Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-05-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο MEHMAT UNAL ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΩΝ - ΤΜΗΜΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1902/2012, 20/5/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D332

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1902/2012)

 

20 Μαΐου 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

MEHMAT UNAL,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΩΝ - ΤΜΗΜΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------

 

Π. Σιακαλλής για Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Κατ΄ ισχυρισμόν του αιτητή, η απόφαση των καθ΄ ων να μην άρουν τους περιορισμούς και την κηδεμονία επί της περιουσίας του στην Πάφο είναι άκυρη και στερούμενη οποιουδήποτε αποτελέσματος.

 

         Ο αιτητής είναι Τουρκοκύπριος ο οποίος διέμενε στη Μεγάλη Βρετανία πριν το 1974.  Έχει επαναπατρισθεί και διαμένει πλέον μονίμως στην Πάφο.  Αιτήθηκε μέσω των δικηγόρων του με αριθμό επιστολών την παραχώρηση της περιουσίας του πίσω σ΄ αυτόν ώστε να δυνηθεί να την εκμεταλλευτεί οικονομικά και προς ίδιον όφελος.  Με την προσβαλλόμενη πράξη, ημερ. 30.10.2012, οι καθ΄ ων πληροφόρησαν τον αιτητή ότι η μελέτη του αιτήματος του ολοκληρώθηκε, αλλά με βάση την πολιτική που ακολουθείται και τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 139/1991, ως τροποποιήθηκε, δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί διότι:

 

         «.. το κατοχικό καθεστώς παραχώρησε στους αποβιώσαντες γονείς του αιτητή, έναντι των οικογενειακών περιουσιών που εγκατέλειψαν στις ελεύθερες περιοχές, Ε/Κ περιουσίες στα κατεχόμενα, επί των οποίων ο αιτητής δυνατό να έχει 'κληρονομικά δικαιώματα' και η σύζυγος του αιτητή κατέχει Ε/Κ περιουσία στα κατεχόμενα.»

 

Αποτελεί κοινό έδαφος, μετά τη διερεύνηση των στοιχείων του αιτητή ότι αυτός διέμενε πριν το 1974 οικογενειακώς στην Αγγλία. Επέστρεψε για μόνιμη εγκατάσταση στην Πάφο.

 

Επίσης από  την εξέταση από την ΚΥΠ της όλης οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του αιτητή, (Παράρτημα «Ζ» στην ένσταση), αλλά και την ολοκληρωμένη κατάσταση περιουσίας που ο αιτητής υπέβαλε μέσω του δικηγόρου του στις 30.5.2011, (Παράρτημα «ΣΤ» στην ένσταση), προκύπτουν τα ακόλουθα: ο αιτητής είναι κάτοχος επτά ακινήτων στο χωριό Πιτταρκού στην Πάφο τα οποία ενεγράφησαν  στο όνομα του δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα του το 1971, δεκαοκτώ ακινήτων στα χωριά Πιτταρκού και Αξύλου δυνάμει κληρονομίας από τον πατέρα του, τα οποία ενεγράφησαν επ΄ ονόματι του ιδίου και της αδελφής του το 2009 και έξι ακινήτων στα χωριά Πιτταρκού και Αμαργέτη που μεταβιβάστηκαν δυνάμει κληρονομιάς από τη μητέρα του το 2009 και ενεγράφησαν στο όνομα του ιδίου και της αδελφής του.

 

Παρουσιάζεται επίσης ότι οι γονείς του αιτητή μετά το 1974 εγκαταστάθηκαν σε Ελληνοκυπριακή περιουσία στον Καραβά, ενώ το παράνομο κατοχικό καθεστώς τους παραχώρησε και άλλες Ελληνοκυπριακές περιουσίες έναντι της περιουσίας που αυτοί εγκατέλειψαν στα χωριά Πιτταρκού και Αμαργέτη.  Οι γονείς του αιτητή απεβίωσαν πριν από πολλά χρόνια και οι Ελληνοκυπριακές παρανόμως παραχωρηθείσες περιουσίες «μεταβιβάστηκαν» στον αιτητή και την αδελφή του, η οποία διαμένει μονίμως στα κατεχόμενα.  Η σύζυγος του αιτητή, με βάση πληροφορίες, κατέχει ιδιόκτητη κατοικία στην Κερύνεια, κοντά στο τουριστικό χωριό Acapulco, η οποία κτίστηκε σε γη Ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας.  Η κατοικία αυτή δεν εντοπίστηκε, όπως δεν εντοπίστηκε και κατοικία ιδιοκτησίας του ιδίου του αιτητή, αλλά όταν ο αιτητής και η σύζυγος του επισκέπτονται τα κατεχόμενα, διαμένουν στην πιο πάνω κατοικία στην Κερύνεια.  Το ζεύγος έχει δύο παιδιά που διαμένουν μονίμως στη Βρετανία και είναι συνιδιοκτήτες εταιρείας αγοραπωλησίας ακινήτων στη Βρετανία.

 

         Στη βάση του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου αρ. 139/1991, ο Υπουργός Εσωτερικών είναι ο Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών για να τη διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου για τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης, η οποία σημαίνει κατά το άρθρο 2 την κατάσταση που δημιουργήθηκε συνεπεία της Τουρκικής εισβολής και κατοχής μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο ορίσει ημερομηνία λήξης της με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Κατά την επιφύλαξη του άρθρου 3, ο Κηδεμόνα έχει την εξουσία να άρει τη διαχείριση περιουσίας ή μέρους αυτής που ανήκει σε Τουρκοκύπριο με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του και υπό τους όρους που ήθελε θεωρήσει κατάλληλους αφού λάβει υπόψη τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης και σταθμίσει όλους τους σχετικούς με το θέμα παράγοντες «... περιλαμβανομένου του κατά πόσο ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοι τους στον τίτλο, ανάλογα με την περίπτωση, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.»

 

         Κατά την περαιτέρω επιφύλαξη του άρθρου 3, λαμβάνονται επίσης υπόψη και οι εξής παράγοντες που προσμετρούν θετικά προς άρση της διαχείρισης:  (i) Ότι πρόκειται για περιουσία της οποίας ο ιδιοκτήτης είχε τη συνήθη διαμονή του στο εξωτερικό οποτεδήποτε πριν ή μετά την εισβολή του 1974 όταν η περιουσία περιήλθε στη διαχείριση του Κηδεμόνα  και  συνέχισε να διαμένει εκεί ή επέστρεψε για μόνιμη εγκατάσταση στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. (ii) Ότι μετά το γεγονός του καθεστώτος της διαχείρισης από τον Κηδεμόνα, ο ιδιοκτήτης εγκαταστάθηκε μόνιμα και συνεχίζει αδιάλειπτα να είναι μονίμως εγκατεστημένος στις ελεγχόμενες περιοχές και (iii) Ότι η περιουσία αφορά κατοικία που διέμενε ο Τουρκοκύπριος πριν το 1974 και στην οποία προτίθεται να κατοικήσει προσερχόμενος από τις μη ελεγχόμενες περιοχές για μόνιμη εγκατάσταση στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

         Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο Κηδεμόνας ασκεί διακριτική ευχέρεια κατά την απόφαση του να αποδώσει ή μη την περιουσία πίσω στον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη, αποδεσμεύοντας την περιούσια του από το καθεστώς διαχείρισης.  Η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκείται στη βάση της ικανοποίησης ή μη των παραγόντων που ο Νόμος καθορίζει.  Εφόσον ασκείται εύλογα, εντός των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και με καλή πίστη, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση του Κηδεμόνα.

 

         Τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Κηδεμόνα μέσω της Κ.Υ.Π., ουδόλως αμφισβητήθηκαν από τον αιτητή.  Στην παρουσίαση της περιουσίας του με την επιστολή του συνηγόρου του ημερ. 30.5.2011 καταγράφονται μόνο τα περιουσιακά του αιτητή στην Πάφο.  Καμιά πληροφορία δεν δίδεται ως προς τα όσα οι πληροφορίες της Κ.Υ.Π. απεκάλυψαν για την παροχή και χρήση Ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας στους γονείς του αιτητή και τη «μεταβίβαση» αυτής μετά το θάνατο τους, στον αιτητή.  Ο αιτητής δεν αμφισβήτησε το δεδομένο αυτό με μαρτυρία ή ένορκη δήλωση, ούτε επιδίωξε να προβεί σε οποιαδήποτε άρνηση ή αποστασιοποίηση του από τα πιο πάνω.

 

         Η θέση του αιτητή ότι δεν διεξήχθη η δέουσα ή επαρκής έρευνα από τους καθ΄ ων σχετικά με την υπ΄ αυτού κατοχή Ελληνοκυπριακής γης στα κατεχόμενα έναντι της περιουσίας που οι γονείς του εγκατέλειψαν με τη μετακίνηση τους στα κατεχόμενα μετά την Τουρκική εισβολή, δεν ευσταθεί.  Η δυσκολία συγκέντρωσης εγγράφων ή στοιχείων, που κατά τα άλλα θα ήταν αναμενόμενο να γίνει και δυνητικά εύκολο να στοιχειοθετηθεί, αν η περιουσία ήταν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, είναι εύλογη, κατανοητή και δικαιολογημένη.  Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από εξέταση και συμπληρωματικές έρευνες είναι υπό τις περιστάσεις επαρκής έρευνα.

 

  Όπως είναι νομολογημένο η έρευνα θεωρείται επαρκής, δέουσα ή πλήρης ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Από το Παράρτημα «Η» στην ένσταση φανερώνονται συγκεκριμένα στοιχεία όπως η εγκατάσταση των γονιών του αιτητή στον κατεχόμενο Καραβά σε κατοικία Ελληνοκυπρίων.  Και ότι παραχωρήθηκαν σ΄ αυτούς και άλλες Ελληνοκυπριακές περιουσίες έναντι των εγκαταλειφθησών από τους ίδιους περιουσία τους στην Πάφο.  Έναντι όλων αυτών ουδέν αναφέρει ο αιτητής.  Οι καθ΄ ων διερεύνησαν κατά το δυνατό το περιουσιακό καθεστώς του αιτητή και της οικογένειας του.  Ο αιτητής, στην αποκλειστική γνώση του οποίου είναι η περιουσιακή κατάσταση του και της συζύγου του στα κατεχόμενα και τι «έλαβε» από τους γονείς του διά «μεταβιβάσεως» παραχωρηθείσας Ελληνοκυπριακής γης, δεν αρνείται ο,τιδήποτε, ούτε και αποκαλύπτει ο,τιδήποτε.  Το επιχείρημα του αιτητή ότι δεν είχε εκ προθέσεως αποδεχθεί την περιουσία που «μεταβιβάστηκε» από τους γονείς του μέσω του κατοχικού καθεστώτος είναι άστοχο.  Δεν έχει σημασία για σκοπούς του άρθρο 3 κατά πόσο η απόκτηση περιουσίας έγινε αυτοματοποιημένα δυνάμει «κληρονομιάς».  Σημασία έχει η      καθ΄αυτό ύπαρξη και κατοχή της Ελληνοκυπριακής περιουσίας από τον αιτητή.

 

         Όσον αφορά το επιχείρημα του αιτητή ότι η επιφύλαξη του άρθρου 3 του Νόμου αναφέρεται σε κατιόντες και όχι ανιόντες ούτως ώστε οι κληρονόμοι του αιτητή να είναι τα παιδιά του που δεν κατέχουν Ελληνοκυπριακή περιουσία στα κατεχόμενα, και ότι οι αποβιώσαντες γονείς του αιτητή δεν είναι κληρονόμοι αυτού, το Δικαστήριο φρονεί ότι δεν μπορεί να δοθεί τέτοια στενή ερμηνεία των προνοιών του Νόμου.  Η άρση του περιορισμού της διαχείρισης Τουρκοκυπριακής περιουσίας λαμβάνει υπόψη το σύνολο των γεγονότων και το σύνολο του ιστορικού και του ιδιοκτήτη, αλλά και της ίδιας της περιουσίας.  Η περιουσία που σήμερα κατέχει ως ιδιοκτήτης ο αιτητής στην Πάφο προήλθε από δωρεάν το 1971 από τον πατέρα του (επτά τεμάχια γης) και από κληρονομική διαδοχή (άλλα εικοσιτέσσερα τεμάχια), από τον πατέρα (δεκαοκτώ τεμάχια) και από τη μητέρα του αιτήτη (έξι τεμάχια).  Τα εικοσιτέσσερα τεμάχια έχουν εγγραφεί στο όνομα του ιδίου του αιτητή και της αδελφής του ανά ίσα μερίδια, (σε τρία τεμάχια το συμφέρον τους είναι μικρότερο του όλου).

 

         Οι γονείς του αιτητή, εγκαταλείποντας την περιουσία τους στην Πάφο μετά την εισβολή του 1974 εγκαταστάθηκαν στον κατεχόμενο Καραβά, όπου τους δόθηκε έναντι της εγκαταλειφθείσας περιουσίας του, Ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας γη.  Όταν απεβίωσαν, ο αιτητής, αλλά και η αδελφή του, που διαμένει μόνιμα στην κατεχόμενη Κερύνεια, απέκτησαν δυνάμει κληρονομικής διαδοχής τα εικοσιτέσσερα τεμάχια γης.  Επομένως, ο αιτητής είναι κληρονόμος των τεμαχίων αυτών από τους γονείς του οι οποίοι ήσαν οι αρχικοί ιδιοκτήτες της γης και στους οποίους δόθηκε περιουσία Ελληνοκυπρίων στις μη ελεγχόμενες περιοχές.  Η φράση στην πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 3 «Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας», ερμηνεύεται κατά τρόπο που να περιλαμβάνει και τον αρχικό ιδιοκτήτη και όχι μόνο τον νυν αιτητή και δεν υπάρχει λόγος γιατί νομικά ή λογικά να μην μπορεί να δοθεί αυτή η ερμηνεία.  Διαφορετικά, θα αναιρείτο ο σκοπός του νομοθέτη που στην ουσία είναι ο έλεγχος  από τον Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης.  Όπως αποφασίστηκε στην Basma κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 148/09 και 158/09, ημερ. 16.7.2013, ο χρόνος εξέτασης της ιδιότητας του «Τουρκοκυπρίου», της «συνήθους διαμονής» και της κατάστασης της «Τουρκοκυπριακής περιουσίας», είναι ο χρόνος θέσπισης του Νόμου, δηλαδή, στις 26.4.1991.  Επομένως και στην υπό κρίση περίπτωση, τα εικοσιτέσσερα τεμάχια γης που ήταν το 1974 και το 1991 στην ιδιοκτησία των γονέων του αιτητή, περιήλθαν νόμιμα στην κατοχή του Κηδεμόνα.  Έναντι αυτής της περιουσίας οι γονείς του αιτητή έλαβαν Ελληνοκυπριακή γη στα κατεχόμενα και αυτή η «ανταπόδοση»  κάλυπτε βεβαίως και τά άλλα επτά τεμάχια.  Και από την παραχωρηθείσα αυτή περιουσία, ο αιτητής «κληρονόμησε» το μερίδιο του.

 

         Περαιτέρω, η σύζυγος του αιτητή η οποία είναι βεβαίως εν δυνάμει νόμιμος κληρονόμος του, έχει λάβει Ελληνοκυπριακή γη επί τους οποίας οικοδομήθηκαν ακίνητα και εκεί διαμένει ο αιτητής επισκεπτόμενος τα κατεχόμενα.

 

         Εύλογα λοιπόν στην ολότητα των γεγονότων, ο Κηδεμόνας άσκησε την ευχέρεια του αποφασίζοντας να μην αποδεχθεί το αίτημα του αιτητή, στο σύνολο πλέον της περιουσίας που έχει στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

         Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ ων και εναντίον του αιτητή, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το            Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                      Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο