ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D357
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1698/2010)
30 Μαίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΡΕΑ ΤΟΦΑΡΙΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
3. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
Ν. Ζερβού (κα), για Λ. Γεωργίου, για την Αιτήτρια.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του τεμαχίου αρ. 178, Φ/Σχ ΧΧVΙ.49. E2 (χωράφι με 37 χαρουπιές), που βρίσκεται στην τοποθεσία Κάμπος του Νέου Χωρίου, της Επαρχίας Πάφου.
Το τεμάχιο, με βάση Κανονισμούς που εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο την 6/7/1990 (Κ.Δ.Π. 159/90), ενέπιπτε εντός της περιοχής αναδασμού σε Ζώνη Προστασίας Δα3, με ανώτατο αριθμό ορόφων 1, ανώτατο ύψος 5μ. και συντελεστή δόμησης 0.06 και δυνατότητα ανέγερσης μόνο οικοδομών που θα χρησιμοποιηθούν είτε σαν κατοικίες, είτε σαν γεωργικές αποθήκες οι οποίες θεωρούνται αναγκαίες για τους ιδιοκτήτες των αντίστοιχων τεμαχίων γης για την περαιτέρω ανάπτυξη της γεωργίας.
Με δύο σχετικές γνωστοποιήσεις του, ημερομηνίας 8/5/2007 (Α.Δ.Π.409) και 13/6/2007 (Α.Δ.Π. 535), οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ο Υπουργός Εσωτερικών πληροφόρησε κάθε ενδιαφερόμενο ότι είχε τροποποιήσει τα Σχέδια των Πολεοδομικών Ζωνών της Διοικητικής Περιοχής της κοινότητας Νέου Χωριού της Επαρχίας Πάφου, με βάση τη σχετική εξουσία που του παρέχει το άρθρο 34Α(5) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72, ως έχει τροποποιηθεί) - (στο εξής «ο Νόμος»).
Οι πιο πάνω τροποποιήσεις δεν επηρέασαν το πολεοδομικό καθεστώς του τεμαχίου της αιτήτριας.
Παρά ταύτα, η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση στις 28/12/2007 εναντίον των προνοιών της Α.Δ.Π. 409, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 34Α(9) του Νόμου, προβάλλοντας πλειάδα λόγων αμφισβήτησης της απόφασης και ζητώντας την ένταξη της περιοχής του τεμαχίου της «σε Παραθεριστική ή σε Τουριστική Ζώνη με συντελεστή δόμησης τουλάχιστο 15% και όχι σε Ζώνη Προστασίας ανύπαρκτων ξηρικών καλλιεργειών».
Η ένσταση της αιτήτριας εξετάστηκε, μαζί με τις υπόλοιπες 135 ενστάσεις, από τριμελή Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων (στο εξής «η Επιτροπή»), η οποία αφού πραγματοποίησε δύο επιτόπιες επισκέψεις στην Κοινότητα του Νέου Χωρίου και έξι συσκέψεις, κατέληξε σε συγκεκριμένες εισηγήσεις που διαβιβάστηκαν στο Υπουργείο Εσωτερικών.
Η Επιτροπή εισηγήθηκε ομόφωνα την απόρριψη της ένστασης της αιτήτριας, με το ακόλουθο αιτιολογικό:
"Το τεμάχιο με αρ. 178 εμπίπτει σε περιοχή αναδασμού, όπου ο συντελεστής δόμησης 6% κρίνεται ικανοποιητικός για την περιοχή. Επίσης βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από την Ζώνη Παραθεριστικής Κατοικίας. Λόγω της θέσης του τεμαχίου, τυχόν ένταξη του σε Τουριστική Ζώνη εξυπακούει την επέκταση της Ζώνης αυτής συμπαρασύροντας πρόσθετη έκταση, κάτι που δεν κρίνεται σκόπιμο από Πολεοδομικής άποψης στην παρούσα φάση. Επιπλέον οι υφιστάμενες Τουριστικές Ζώνες δεν αναπτύχθηκαν σε βαθμό που να δικαιολογείται επέκταση τους στην παρούσα οριστικοποίηση.
Επισημαίνεται επίσης ότι οι περιοχές αναδασμού έχουν δημιουργηθεί για συγκεκριμένο σκοπό (δημιουργία βιώσιμων κλήρων, αύξηση της παραγωγικότητας στην γεωργία κλπ) και θα πρέπει να προστατεύονται."
Με την πιο πάνω εισήγηση συμφώνησε και ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Η ένσταση εξετάστηκε στη συνέχεια από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος αφού υιοθέτησε την εισήγηση της Επιτροπής ως δική του σύσταση, υπέβαλε πρόταση ημερομηνίας 3/5/2010 στο Υπουργικό Συμβούλιο, καλώντας το να επικυρώσει τις Πολεοδομικές Ζώνες της περιοχής Νέου Χωρίου, σύμφωνα με τις εισηγήσεις του και να τον εξουσιοδοτήσει να προβεί στη σχετική γνωστοποίηση δυνάμει του άρθρου 34Α(12) του Νόμου.
Κατά τη συνεδρία του, ημερομηνίας 27/5/2010, το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του άρθρου 34Α(11) του Νόμου, αποφάσισε να επικυρώσει τις πολεοδομικές ζώνες της διοικητικής περιοχής Νέου Χωρίου, ως μέρος της Δήλωσης Πολιτικής, σύμφωνα με τις εισηγήσεις και συστάσεις του Υπουργού, τον οποίο εξουσιοδότησε να προβεί στη δημοσίευση της σχετικής γνωστοποίησης.
Εν συνεχεία, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, πληροφόρησε την αιτήτρια, με επιστολή του ημερομηνίας 1/11/2010, ότι η ένσταση της απορρίφθηκε.
Αντιδρώντας η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, με την οποία ζητά:
"Α) Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ'ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 1 Νοεμβρίου 2010 (Παράρτημα Α) με την οποία η αιτήτρια λαμβάνει γνώση για την απόρριψη της ένστασης της με αριθμό Ν. Χωριό 57/2007 που είχε υποβάλει κατά των προνοιών των Πολεοδομικών Ζωνών Νέου Χωριού από το Υπουργικό Συμβούλιο τα οποία δημοσιεύθηκαν ως μέρος της Δήλωσης Πολιτικής στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας μελέτης των ενστάσεων είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα."
Στα πλαίσια της προσφυγής εγείρεται αριθμός λόγων ακύρωσης, με προεξάρχοντα λόγο τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα. Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όπως και τις αρχές της χρηστής διοίκησης και αναλογικότητας.
Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν προέβησαν στην ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις έρευνα, κυρίως σε σχέση με την περιβάλλουσα περιοχή του ακινήτου της και επιπρόσθετα δεν διαβουλεύθηκαν με άλλες υπηρεσίες και αγνόησαν τα στοιχεία που είχαν παρατεθεί στην ένσταση της.
Η αιτήτρια, αμφισβητώντας την επάρκεια της επιτόπιας έρευνας που διενήργησε η Επιτροπή, υποστηρίζει ότι ήταν αδύνατο να εξεταστούν μέσα στα πλαίσια δύο μόνο επισκέψεων, όλα τα ακίνητα που αφορούσαν οι 136 ενστάσεις, γεγονός που, κατά την άποψη της, τείνει να καταδείξει ελλιπή έρευνα. Προσθέτει δε, ότι ο Υπουργός υιοθέτησε, χωρίς δική του έρευνα, τα πορίσματα της Επιτροπής.
H ανεπάρκεια της έρευνας είχε ως αποτέλεσμα, όπως εισηγείται, την εξέταση της περίπτωσης της πάνω στη βάση λανθασμένου πραγματικού υποβάθρου, γεγονός που συνιστά εμφιλοχώρηση ουσιώδους πλάνης στην απόφαση της Επιτροπής και κατ' επέκταση, του Υπουργικού Συμβουλίου.
Επιπρόσθετα, πάσχει κατά την αιτήτρια, η αιτιολογία της απόρριψης της ένστασης της, γιατί αυτή λαμβάνει μια γενικόλογη μορφή και δεν περιέχει απαντήσεις επί των σημείων που είχαν εγερθεί από την αιτήτρια.
Στα πλαίσια του ίδιου ισχυρισμού αμφισβητείται και η ορθότητα των ευρημάτων της Επιτροπής αναφορικά με την απόσταση μεταξύ του επίδικου τεμαχίου και των παραθεριστικών/τουριστικών ζωνών και την προοπτική ανάπτυξης της γεωργίας στις περιοχές αναδασμού.
Σύμφωνα με το άρθρο 34Α(10) του Νόμου:
"Μετά την πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο (9) προθεσμίας, ο Υπουργός εξετάζει το ταχύτερο τις ενστάσεις και υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο τη Δήλωση Πολιτικής και τις ενστάσεις αυτές μαζί με τις δικές του παρατηρήσεις και συστάσεις."
Η αποφασιστική αρμοδιότητα ασκείται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 34Α(11) ως ακολούθως:
"Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία είτε να επικυρώσει τη Δήλωση Πολιτικής ως έχει είτε να επιφέρει σ' αυτή τις κατά την κρίση του αναγκαίες τροποποιήσεις."
Το άρθρο 45(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(1)/99, παρέχει εξουσία στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να διεξάγει έρευνα δια μέσου άλλου οργάνου ή προσώπου.
Στην υπόθεση Τζιωνής v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 689, επιβεβαιώθηκε κάτω από παρόμοιες με την παρούσα, συνθήκες, η κανονικότητα έγκρισης και υιοθέτησης από τον Υπουργό του σχετικού σημειώματος αρμόδιου λειτουργού.
Έχει κατ' επανάληψη λεχθεί ότι η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και ότι το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270), είναι δε επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 A.A.Δ. 447).
Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου και κυρίως από τα πρακτικά της Επιτροπής, η τελευταία, η οποία αποτελείτο από τον εκπρόσωπο του Επάρχου Πάφου, τον εκπρόσωπο του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και τον Πρόεδρο της Ένωσης Κοινοτήτων Πάφου, ασχολήθηκε εκτεταμένα και συστηματικά με την εξέταση των ενστάσεων.
Οι δύο επιτόπιες επισκέψεις στην Κοινότητα Νέου Χωρίου, οι οποίες αποσκοπούσαν, όπως σημειώθηκε στη διαμόρφωση εκ μέρους των μελών της Επιτροπής «προσωπικής γνώμης/άποψης επί των ενστάσεων» και οι έξι συσκέψεις που ακολούθησαν, με τη συμμετοχή των αρμόδιων φορέων και τμημάτων, καταδεικνύουν ότι έγινε διεξοδική μελέτη και ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα δεδομένα, περιλαμβανομένων και των απόψεων της αιτήτριας όπως τέθηκαν στην ένσταση της, καθώς επίσης και ότι υπήρξε διαβούλευση με τις αρμόδιες υπηρεσίες και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, που συμμετείχαν στις συσκέψεις και υπέβαλαν γραπτές απόψεις.
Οι εισηγήσεις της Επιτροπής υιοθετήθηκαν στη συνέχεια, διαδοχικά, από το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, τον Υπουργό Εσωτερικών και το Υπουργικό Συμβούλιο, στην επίδικη απόφαση του οποίου ενσωματώθηκαν και δεν υπάρχει, κατά την κρίση μου, περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου.
Η αιτιολογία της απόρριψης της ένστασης της αιτήτριας, σημειώνεται με σαφήνεια στο ειδικό έντυπο της Επιτροπής και συμπληρώνεται από τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα συμπεράσματα της Επιτροπής, στην έκταση που αφορούν τις εκτιμήσεις της για τον πολεοδομικό σχεδιασμό και τις προοπτικές ανάπτυξης, αποτελούν θέματα που κατ' εξοχήν ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.
Χρήσιμη επί τούτου αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Λάμπρου v. Δημοκρατίας κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 79, στην οποία τονίστηκαν τα πιο κάτω σχετικά (βλ. σελ.88-90):
"Η απόφαση προσβάλλεται και ως αναιτιολόγητη και ως προϊόν ελλιπούς έρευνας. Διαπιστώνεται όμως το αντίθετο από τα προαναφερθέντα πρακτικά, τα οποία επιβεβαιώνουν εκτός από το νομότυπο της διαδικασίας που η Υπουργική Επιτροπή ακολούθησε, και την ουσιαστική εξέταση και απόφαση της ιεραρχικής προσφυγής επί όλων των δεδομένων της. Η προσβαλλόμενη απόφαση ουσιαστικά ενσωματώνει τις θέσεις των υπηρεσιακών παραγόντων, όπως αυτές διεξοδικά αναφέρονται στα διάφορα σημειώματα, επιστολές και εκθέσεις που αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου και ιδιαίτερα το σημείωμα ημερ. 15.03.02 από το Υπουργείο Εσωτερικών προς την Υπουργική Επιτροπή.
..............................
Η αιτιολογία, επομένως, είναι ενσωματωμένη στην απόφαση και το γεγονός ότι η Υπουργική Επιτροπή δέχθηκε τις απόψεις των αρμοδίων οργάνων, δεν σημαίνει και μη αυτόνομη λήψη απόφασης επί της ουσίας.
...............................
Το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση του κατά πόσον οι εφεσίβλητοι - καθ' ων η αίτηση διενήργησαν ή όχι την πρέπουσα έρευνα στρέφοντας την προσοχή τους στο κάθε τι που θα ήταν δυνατόν να ήταν σχετικό. Αντικείμενο της αίτησης ακυρώσεως δεν είναι η αναθεώρηση των εκτιμήσεων ή της διαπίστωσης των πρωτογενών γεγονότων, αλλά η επάρκεια της έρευνας."
Ως αποτέλεσμα, ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία και των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.
Η επί τούτου θέση της αιτήτριας περιστρέφεται γύρω από τον εξής άξονα: Η ένταξη του τεμαχίου της στη Ζώνη Προστασίας Δα3 συνιστά πολύ δραστικό περιορισμό που αντιστοιχεί ουσιαστικά σε στέρηση της περιουσίας της κατά παράβαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος, καθώς επίσης και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, όπως αυτή έχει κυρωθεί με το Ν. 39/62.
Προς υποστήριξη του επιχειρήματος της, η αιτήτρια επαναλαμβάνει τις απόψεις που συμπεριέλαβε στην ένσταση της, υποστηρίζοντας ότι σε περίπτωση ένταξης του τεμαχίου της σε τουριστική ή παραθεριστική ζώνη, θα υπήρχε γενικότερο όφελος για την ευρύτερη περιοχή, τόσο από πολεοδομικής όσο και από οικονομικής απόψεως.
Η αιτήτρια αμφισβητεί παράλληλα τη θέση της Επιτροπής, όπως η θέση αυτή διατυπώθηκε στην έκθεση της Επιτροπής, για την ανάγκη προστασίας των περιοχών αναδασμού.
Για σκοπούς ακρίβειας των γεγονότων, σημειώνουμε ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε, το τεμάχιο της αιτήτριας ενέπιπτε στη Ζώνη Δα3, στην οποία και παρέμεινε μετά την τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων και την απόρριψη της ένστασης της.
Η μη αποδοχή του αιτήματος για ένταξη του επίδικου τεμαχίου σε διαφορετική ζώνη, κατά την κρίση μου, δεν συνιστούσε υπό τις περιστάσεις που προεκτέθηκαν, στέρηση του κατοχυρωμένου στο Άρθρο 23.1 του Συντάγματος, δικαιώματος κυριότητας, κατοχής και απόλαυσης ιδιοκτησίας.
Στην Χριστοδούλου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1103, λέχθηκαν τα εξής (σελ.1109):
"Στέρηση είναι η εξάλειψη ουσιαστικά του δικαιώματος ιδιοκτησίας και κατοχής. Το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν έχει ως επακόλουθο και απεριόριστο δικαίωμα ανάπτυξης της - (βλ., μεταξύ άλλων, Lanitis E.C. Estates Ltd., και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 (Ε) Α.Α.Δ. 3252).
Επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας όπως κατοχυρώνεται στην παράγραφο 1 του Άρθρου 23 του Συντάγματος, δεν είναι πάντοτε στέρηση, με το νόημα της παραγράφου 2. Η επέμβαση μπορεί να είναι δέσμευση ή περιορισμός. Τούτο εξαρτάται από τα γεγονότα, την έκταση της επέμβασης και τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης."
Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Δημητριάδη κ.ά. v. Yπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, στην οποία υποδείχθηκε ότι το δικαίωμα του Άρθρου 23.1 του Συντάγματος δεν είναι απόλυτο και ότι η πολεοδομία καθορίζεται ρητά από το Σύνταγμα ως λόγος για τον οποίο μπορούν να επιβληθούν, βάσει του Νόμου, περιορισμοί στη χρήση της ιδιοκτησίας.
Στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε (σελ. 100) ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο, που αποτελούν μέρος του ημεδαπού δικαίου ως αποτέλεσμα του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικού) Νόμου του 1962 (Ν. 39/62), δεν επεκτείνουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, ούτε επαυξάνουν το περιεχόμενο του.
Η αιτήτρια απέτυχε, κατά την κρίση μου, να στοιχειοθετήσει στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της στην παρούσα περίπτωση. Θεωρώ ότι η προσπάθεια της να θέσει προς εξέταση τις θέσεις της Επιτροπής αναφορικά με τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό της περιοχής, κατ' αντιπαράσταση με τη δική της άποψη, προσκρούει, όπως ανωτέρω επισημάνθηκε, στο νομολογιακό κανόνα του ανέλεγκτου της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης επί ζητημάτων τεχνικής φύσεως.
Ανεδαφικός κρίνω ότι είναι και ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βρίσκεται σε αντίθεση με τις αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης, επειδή στη περιοχή πλησίον του τεμαχίου της έλαβε χώρα με την ανοχή, όπως υποστηρίζει, των αρχών, αυθαίρετη ανάπτυξη και ανέγερση πολυτελών κατοικιών. Η ύπαρξη παράνομων οικοδομών δεν συνιστά παράγοντα ευνοϊκής μεταχείρισης του αιτήματος της αιτήτριας, πάνω στη βάση της χρηστής διοίκησης. Πρωτίστως διότι, ως έχει νομολογηθεί, δεν απορρέουν δικαιώματα από παράνομες πράξεις (βλ. Δημοκρατία v. Xριστοφόρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 185) και επιπρόσθετα, επειδή οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης δεν επηρεάζουν τη διακριτική εξουσία του διοικητικού οργάνου, ούτε προεξοφλούν την άσκηση της αρμοδιότητας του υπέρ της μιας ή της άλλης κατεύθυνσης.
Στη Δημοκρατία v. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, τονίστηκαν (σελ. 196) τα ακόλουθα σχετικά:
"Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Όπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, 15.12.1995, η αρχή της καλής πίστης, δε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθεται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται."
Η αιτήτρια ισχυρίζεται και ότι στην περίπτωση της παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, διότι επελέγη, η επαχθέστερη, κατά την άποψη της, λύση, αντί της προτεινόμενης από την ίδια, ένταξης του τεμαχίου της σε παραθεριστική ή τουριστική ζώνη.
Ούτε ο αμέσως πιο πάνω ισχυρισμός της αιτήτριας ευσταθεί. Η αιτήτρια παραβλέπει το σκοπό της επιβολής πολεοδομικών ζωνών, που όπως τονίστηκε στη Δημητριάδη κ.ά v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (πιο πάνω) σελ. 103, «συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο».
Πέραν τούτου όμως, στην ίδια υπόθεση, η Πλήρης Ολομέλεια αποφάνθηκε και τα εξής, τα οποία κατά την κρίση μου είναι απόλυτα σχετικά με το θέμα που εξετάζουμε (σελ. 104):
"Η διαπίστωση της ανάγκης για την επιβολή των περιορισμών στη χρήση ακίνητης ιδιοκτησίας και η επιλογή των μέσων για την προαγωγή των πολεοδομικών στόχων ανάγονται στην κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και είναι, ουσιαστικά, ανέλεγκτες. Όπως εξηγείται στην απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας 739/62: "Η κρίσις του αρμοδίου τεχνικού οργάνου ως προς την εκτίμησιν των αναγκών του κοινού, αίτινες εξυπηρετούνται διά της τροποποιήσεως του σχεδίου, και την συνδρομήν ή μη των λοιπών νομίμων όρων(.), είναι ανέλεγκτος." (Βλ., επίσης Ευρετήριο Νομολογίας Συμβουλίου της Επικρατείας 1961-1970, τόμος 3ος, σελ. 306, παρ.242)."
Ως αποτέλεσμα, ούτε οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης μπορούν να επιτύχουν.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1.350 υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Προτού εγκαταλείψω την απόφαση μου θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω και τα εξής. Διεξήλθα, όπως έχω ήδη αναφέρει, το ενώπιον μου υλικό. Διατηρώ αμφιβολίες κατά πόσο η αιτήτρια, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα της απόστασης που το κτήμα της απέχει από την επηρεαζόμενη από την Α.Δ.Π. 409 γνωστοποίηση, περιοχή, κέκτηται έννομου συμφέροντος να προσβάλει την επίδικη απόφαση. Όμως, επειδή το θέμα δεν έχει απασχολήσει τις δύο πλευρές, δεν προτίθεμαι να προχωρήσω και να εξετάσω την ουσία του.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.