ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D355
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.160 /11)
30 Mαϊου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δικαστής]
Αναφορικά με τo ΄Αρθρo 146 του Συντάγματος
ΣΤΕΛΛΑ ΣΑΝΤΗ
Αιτήτρια,
-και -
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Ρ.Καλλιγέρου, (κα.), για την αιτήτρια
Μ.Φράγκου, (κα.), για Αλ.Ευαγγέλου, για τους καθ΄ων η αίτηση
Αλ.Ταλιαδώρος, για Κ.Χρυσοστομίδη, για το ενδιαφερόμενο μέρος αρ.3 (Μ.Στυλιανού)
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει την προαγωγή στη θέση του Βοηθού Διευθυντή των Στέλιου Γιωργάκη, Ντίμη Λοϊζίδη, Μιχάλη Στυλιανού και Χρυστάλλας Χαϊλή, ενδιαφερομένων 1, 2, 3 και 4 αντιστοίχως.
Η Επιτροπή Προσωπικού των καθ΄ων η αίτηση, αφού μελέτησε το ζήτημα της πλήρωσης, μεταξύ άλλων, και 4 κενών θέσεων Βοηθού Διευθυντή, αποφάσισε να συστήσει την πλήρωσή τους, μέσω προαγωγής, από το υφιστάμενο προσωπικό της αμέσως προηγούμενης βαθμίδας, θέση την οποία ασπάστηκε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας.
Η Επιτροπή σε συνεδρία της ημερ. 29 Νοέμβριου 2010, αφού έλαβε γνώση της απόφασης του Διοικητή, μελέτησε το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης στηριζόμενη στον Κανονισμό 11 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών (ΚΔΠ 233/2004). Οι προαγωγές με βάση τον πιο πάνω Κανονισμό διενεργούνται στη βάση της αξίας, της πείρας και των προσόντων των υπαλλήλων. Στο Παράρτημα των αναφερομένων Οδηγιών στα απαιτούμενα προσόντα για τις θέσεις Βοηθού Διευθυντή, περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων και πείρα σε κατάλληλους τομείς εργασιών Κεντρικής Τράπεζας, ή σε τομείς που σχετίζονται με εργασίες της Κεντρικής Τράπεζας.
Στη συνέχεια η Επιτροπή προέβηκε σε καθορισμό των τομέων των εργασιών της Κεντρικής Τράπεζας, στους οποίους, θεωρεί ότι αποκτήθηκε κατάλληλη πείρα. Ακολούθως η Επιτροπή έκρινε ότι είκοσι τρεις υποψήφιοι, μεταξύ αυτών η αιτήτρια και oι ενδιαφερόμενοι, πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας. Σύστησε δε για προαγωγή τους ενδιαφερόμενους.
Ο Διοικητής, με απόφασή του ημερομηνίας 29 Νοεμβρίου 2010, έκρινε τους συστηθέντες ως τους πιο κατάλληλους, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της Επιτροπής και αποφάσισε την προαγωγή τους στη θέση Βοηθού Διευθυντή.
Οι καθ΄ων η αίτηση γνωστοποίησαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων με εγκύκλιο ημερομηνίας 29 Νοεμβρίου 2010.
Η αιτήτρια εισηγήθηκε με την απαντητική της αγόρευση ότι η σύνθεση της Επιτροπής Προσωπικού πάσχει, καθότι παραβιάστηκε η αρχή της αμεροληψίας. Συγκεκριμένα προβλήθηκε ότι συμμετείχε ως μέλος της Επιτροπής Προσωπικού ο κος Πουλλής, ο οποίος ήταν ο άμεσα προϊστάμενος του Ενδιαφερόμενου 3 και ο οποίος τον αξιολόγησε για το 2009 ως «Ιδιαίτερα Εξαίρετο» δίδοντας του προβάδισμα σε αξία.
Ανεξαρτήτως του χρόνου, που το θέμα τέθηκε, μπορεί να εξεταστεί, ως θέμα δημοσίας τάξεως (Σύνδ. Ασφ. Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτρ. Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).
Σύμφωνα με το άρθρο 42(2) του Περί Γενικών Αρχών Δημόσιου Δικαίου Νόμο (Ν.158(Ι)/99):
«Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τετάρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβαση της»
Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις στη νομολογία επί του θέματος. Στις υποθέσεις 925/2008, 1152/2008 Τσικκουρής ν. Κεντρικής Τράπεζας, ημερ 12.1.2011, στις υποθέσεις 13/2010, 111/2010 Χριστοδουλίδης κ.α ν. Κεντρικής Τράπεζας , 19.10.2012 και στην υπόθεση 105/2010 Σάντη ν. Κεντρικής Τράπεζας, ημερ 15.1.2013, είχε εγερθεί πανομοιότυπος ισχυρισμός.
Στην υπόθεση Τσικκουρή (ανωτέρω), το Δικαστήριο έκρινε ότι η σχέση υπαλλήλου με τον άμεσα προϊστάμενο του έχει τα χαρακτηριστικά «ιδιάζουσας σχέσης» έναντι των άλλων υπάλληλων λόγω της επαγγελματικής σχέσης και συνεργασίας. Ανάλογη θέση υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Σάντη (ανωτέρω)
Στην υπόθεση Χριστοδουλίδη (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η συμμετοχή στην παραγωγή διοικητικής πράξης προσώπου που έχει ιδιάζουσα σχέση με πρόσωπο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση είναι αντίθετη με τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης, αντικειμενικά κρινόμενης. Το θέμα δεν είναι υποκειμενικό, ούτε το ζητούμενο είναι η τεκμηρίωση προκατάληψης ή μεροληπτικής στάσης, στην παρούσα περίπτωση, των μελών της Επιτροπής Προσωπικού, με σκοπό να ευνοηθεί κάποιος. Εκείνο που εξετάζεται είναι αν μια τέτοια σχέση κλονίζει την πεποίθηση ενός αντικειμενικού παρατηρητή για το αμερόληπτο της κρίσης του διοικητικού οργάνου - (βλ. Georghios Michael Kallouris and The Republic of Cyprus, through The Public Service Commission (An Independent Body) (1964) C.L.R. 313· Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2003) 3 Α.Α.Δ. 554· Δημοκρατία ν. Αντωνίου, (2012) 3 Α.Α.Δ. 326 και Νικολάου ν. Συμβ. Εφέσεων Υπ. Δικαιοσύνης & Δημ. Τάξεως, (2012) 3 Α.Α.Δ. 357.
Ενόψει της κατάληξης ότι η συμμετοχή των μελών Κ. Πουλλή και Α. Κλείτου δημιουργεί, λόγω της στενής επαγγελματικής τους σχέσης με συγκεκριμένο υποψήφιο, αμφιβολία ως προς το αμερόληπτο της κρίσης τους, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Ως εκ τούτου, θεωρώ αχρείαστο να προχωρήσω σε εξέταση περαιτέρω λόγων ακυρότητας που εγείρονται.»
Διάφορη προσέγγιση επί του προκειμένου απαντάται στην υπόθεση 1014/2010 Χριστοδουλίδη ν. Κεντρικής Τράπεζας, 30.3.2012 όπου, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός ότι η σχέση προϊσταμένου υπαλλήλου θεωρείται ως ιδιάζουσα.
Στην Υπ. Αρ. 1559/2010 Χαριλάου ν. Κεντρικής Τράπεζας, 9.8.2012 το Δικαστήριο υιοθετώντας την υπόθεση Χριστοδουλίδη ανέφερε τα ακόλουθα:
«Επίσης είμαι της άποψης ότι το σκεπτικό ότι ένας προϊστάμενος δεν μπορεί να εκφράσει την άποψη του γιατί τεκμαίρεται μεροληπτική, δεν μπορεί να είναι ορθό με την έννοια ότι είναι πάντοτε νόμιμο να ζητούνται οι απόψεις του προϊστάμενου. Κατ' επέκταση δεν θεωρώ ότι η συμμετοχή του κ. Συρίχα στην Υπεπιτροπή δημιούργησε τεκμήριο μεροληψίας υπέρ της Πουλλή. Αν η θέση αυτή είναι ορθή, δηλαδή τότε οποτεδήποτε ένας προϊστάμενος εκφράσει απόψεις για τον υφιστάμενο θα τεκμαίρεται ότι ενεργεί μεροληπτικά, τότε αυτό θα είναι αντίθετο με τη νομολογία ότι η μεροληψία, εκτός αν τεκμαίρεται ρητά από το άρθρο 42 του Ν. 158(Ι)/99, πρέπει να αποδεικνύεται. Συμφωνώ επί του προκειμένου με τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Γεώργιος Χριστοδουλίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, υποθ. αρ. 1014/2010 ημερ. 30/4/2012, σελ. 7-9 της απόφασης. Επομένως με τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης, κρίνω ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός για παράνομη συμμετοχή του κ. Συρίχα στην Υπεπιτροπή.»
Σύμφωνα με τις καλά καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου, το κριτήριο της αμεροληψίας δεν είναι υποκειμενικό, ώστε να απαιτείται απόδειξη πραγματικής μεροληψίας, αλλά είναι αντικειμενικό. Η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που παρουσιάζονται στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή να είναι αποτέλεσμα ασφαλούς συμπεράσματος το οποίο μπορεί να εξαχθεί από τα γεγονότα. Η προκατάληψη ενός ή περισσοτέρων προσώπων που συμμετέχουν στη λήψη απόφασης, ή που επηρεάζουν το αποτέλεσμα επί του οποίου βασίζεται η απόφαση, καθιστούν την απόφαση τρωτή λόγω άδικης μεταχείρισης (Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170, Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2003) 3 Α.Α.Δ. 554, 558 και Δημοκρατία ν. Αντωνίου, (2012) 3 Α.Α.Δ. 326).
Στην εξεταζόμενη υπόθεση ο άμεσα προϊστάμενος του ενδιαφερόμενου 3 ήταν ο Χρίστος Φανόπουλος. Ο κ.Πουλλής ήταν Ανώτερος Διευθυντής στο τμήμα που εργαζόταν ο ενδιαφερόμενος 3 και μαζί συνυπέγραψαν τις δύο αξιολογήσεις του.
Η ύπαρξη επαγγελματικής σχέσης μεταξύ ενός υπαλλήλου και του προϊσταμένου του, από μόνη της, δεν εμπίπτει εντός της έννοιας της ιδιάζουσας σχέσης ούτε τεκμηριώνει προκατάληψη. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Σπηλιωτόπουλου Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 14η έκδοση, τόμος 1.
«Δεν αποτελεί κώλυμα συμμετοχής, το γεγονός ότι το μέλος του συλλογικού οργάνου. ως αρμόδιο υπηρεσιακό όργανο έχει διατυπώσει τη γνώμη του για το εξεταζόμενο ζήτημα».
Η νομική θέση που αναπτύσσεται στις υποθέσεις Χριστοδουλίδη (1014/2010) και Χαριλάου (ανωτέρω) με βρίσκει σύμφωνο. Η συμμετοχή του προϊσταμένου ενός υποψηφίου, χωρίς την ύπαρξη οποιονδήποτε άλλων στοιχείων, δεν παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας, όπως αναπτύχθηκε πιο πάνω.
Ως εκ τούτου, ο προταθείς λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.
Η αιτήτρια με έτερο λόγο ακυρώσεως ισχυρίστηκε ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν προβεί στη δέουσα έρευνα και συνεπώς τελούσαν υπό πλάνη αναφορικά με τα προσόντα των ενδιαφερόμενων.
Ο ισχυρισμός της έχει δυο σκέλη. α) Ο ενδιαφερόμενος 3 δεν κατείχε τα προσόντα της επίδικης θέσης και β) οι ενδιαφερόμενοι 1 και 4, δεν κατείχαν οποιοδήποτε πλεονέκτημα.
Τα προσόντα της αιτήτριας και των ενδιαφερόμενων μερών καταγράφονται πιο κάτω:
Αιτήτρια |
BSC in Economics, London School of Economics |
Ενδιαφερόμενος 1 |
•BSC in Civil Engineering •The Ιnstitute of Chartered Accountants in England and Wales A.C.A •Cyprus International Institute of Management MBA |
Ενδιαφερόμενος 2 |
•Bsc Economics in Accounting and Finance •Associate of the Institute of Chartered Accountants in England and Wales •Masters Degree in European Economic Studies •Bachelor of Laws |
Ενδιαφερόμενος 3 |
•Chartered Association of Certified Accountants |
Ενδιαφερόμενος 4 |
•BSc in engineering • MSc in Chemical engineer •MA in Economics |
Κατ΄αρχήν θα εξετάσω το εύρος της έρευνας που έγινε από τους καθ΄ων η αίτηση αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερομένου 3, ο οποίος είναι κάτοχος τίτλου The Chartered Association of Certified Accountants.
Σύμφωνα με την παράγραφο 3.3 του Παραρτήματος των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (όροι υπηρεσίας) οδηγίες Κανονισμών (ΚΔΠ 233/2004) τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση Βοηθού Διευθυντή είναι, πανεπιστημιακό πτυχίο ή τίτλος σε κατάλληλο θέμα.
Η παράγραφος 1.5 του Παραρτήματος προβλέπει ότι:
«Κατάλληλα ακαδημαϊκά, επαγγελματικά ή άλλα προσόντα που είναι ισάξιου επίπεδου με εκείνα τα οποία καθορίζονται ειδικά για κάποια θέση είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτά. Η Επιτροπή η οποία συνίσταται σύμφωνα με το άρθρο 22 του Νόμου αποφασίζει για τα προσόντα που θεωρούνται ισάξια ή κατάλληλα για κάθε συγκεκριμένη θέση καθώς επίσης και για την πείρα που θεωρείται κατάλληλη»
Η Επιτροπή Προσωπικού, με απόφαση της ημερ 28 Νοεμβρίου 2003, είχε καθορίσει τα προσόντα τα οποία θεωρούνται ισάξια, με αυτά που προνοούνται στα σχέδια υπηρεσίας, για την πλήρωση της θέσης Λειτουργού Β Τάξης. Μεταξύ αυτών ήταν και τα ακόλουθα:
«Πανεπιστημιακός τίτλος στη χρηματοοικονομική μηχανολογία ή Μέλος ενός εκ των ακολούθων σωμάτων Λογιστών του Ηνωμένου Βασιλείου ή άλλου ισοτίμου σώματος (ι) The Institute of Chartered Accountants, (ii) The Association of Certified Accountants».
Είμαι της γνώμης ότι ο λόγος αυτός ευσταθεί. Η Επιτροπή καθόρισε, με την απόφαση της ημερ. 28 Νοεμβρίου 2003, ποια προσόντα θεωρούσε ισάξια για τη θέση Λειτουργού Β΄. Σημειώνω ότι ήταν η θέση την οποία κατείχε σε κάποιο στάδιο ο ενδιαφερόμενος 3, με βάση τα ακαδημαϊκά του προσόντα. Ανάλογη απόφαση ως προς τον καθορισμό ισαξίων προσόντων, για τη θέση Βοηθού Διευθυντή, δεν υπάρχει. Το γεγονός ότι ο τίτλος που κατείχε ο ενδιαφερόμενος 3 είχε κριθεί ως ισάξιος με πανεπιστημιακό τίτλο για σκοπούς προαγωγής στη θέση Λειτουργού Β΄, δεν τεκμαίρεται ότι ισχύει και επί του προκειμένου.
Η παρ.1.5 του Παραρτήματος ρητώς προνοεί ότι τα θεωρούμενα ως ισάξια, πανεπιστημιακού επιπέδου, προσόντα, καθορίζονται. Για τη θέση Βοηθού Διευθυντή δεν υπάρχει αναφορά ότι ο τίτλος σπουδών του ενδιαφερόμενου 3 θεωρείται ισάξιος πανεπιστημιακού τίτλου.
Ως εκ των ανωτέρω θεωρώ ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν προβεί σε δέουσα έρευνα ως προς τα προσόντα του ενδιαφερόμενου 3, με επακόλουθο η προσφυγή να έχει επιτυχές κατάληξη αναφορικά με τον ενδιαφερόμενο 3.
Η αιτήτρια εισηγήθηκε επίσης, επί του θέματος των προσόντων, ότι δεν ασκήθηκε δέουσα έρευνα αναφορικά με τους ενδιαφερόμενους 1 και 4. Πρόβαλε ότι οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι δεν κατείχαν πτυχίο σε κατάλληλο θέμα, όπως προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι εάν οι ενδιαφερόμενοι 1 και 4 θεωρήθηκαν προσοντούχοι, με βάση τους μεταπτυχιακούς τους τίτλους, τότε εσφαλμένα κρίθηκε ότι κατείχαν πλεονέκτημα, εφόσον το προσόν αυτό δεν μπορούσε να προσμετρήσει ως απαιτούμενο προσόν και ταυτόχρονα ως πλεονέκτημα.
Ο ενδιαφερόμενος ήταν κάτοχος των ακόλουθων πτυχίων:
BSC in Civil Engineering
•The institute of Chartered Accountants in England and Wales A.C.A
•Cyprus International Institute of Management MBA
Στην απόφαση των καθ΄ων η αίτηση αναφέρεται επί τούτου ότι ο ενδιαφερόμενος 1 έχει υπέρ του, λόγω προσόντων, πλεονέκτημα.
Και σ΄αυτή την περίπτωση η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση πάσχει, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου 1. Δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό, από τα πρακτικά που κατατέθηκαν αν ο εν λόγω υποψήφιος, θεωρήθηκε προσοντούχος με βάση το πτυχίο του ή το μεταπτυχιακό που κατέχει. Πέραν αυτού έχει πτυχίο B.Sc in Civil Engineering και δεν φαίνεται να υπήρξε έρευνα αν το πτυχίο αυτό ήταν ικανοποιητικό για σκοπούς πλήρωσης του προβλεπομένου στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης.
Περαιτέρω εάν είχε θεωρηθεί ως προσοντούχος με βάση τα άλλα δυο του προσόντα και πάλι πάσχει η απόφαση αυτή. Η Eπιτροπή Προσωπικού με την απόφαση ημερ. 28.11.2003 (πιο πάνω), είχε καθορίσει τον τίτλο του Institute of Chartered Accountants ως ισάξιο με πανεπιστημιακό, Όπως, ήδη, ανέφερα αυτό αφορούσε τη θέση Λειτουργού Β και όχι την παρούσα θέση και δεν μπόρεσα να εντοπίσω οτιδήποτε επί του προκειμένου που να καλύπτει και για την υπό εξέταση θέση του Βοηθού Διευθυντή.
Εάν εν προκειμένω, είχε θεωρηθεί ως προσοντούχος, με βάση τον μεταπτυχιακό του τίτλο MBA Cyprus International Institute of Management, χωρίς να εξετάσω κατά πόσο μεταπτυχιακός τίτλος μπορεί να θεωρηθεί ως βασικός τίτλος, για σκοπούς ικανοποίησης του σχεδίου υπηρεσίας τότε οι καθ΄ων η αίτηση εσφαλμένα θεώρησαν ότι κατείχε πλεονέκτημα.
Τα όσα αναφέρθησαν πιο πάνω, πάνω ισχύουν και για τον ενδιαφερόμενο 4 ο οποίος είναι κάτοχος των ακόλουθων προσόντων:
•BSc in engineering
• MSc in Chemical engineer
•MA in Economics
Και στην προκείμενη περίπτωση δεν προκύπτει από τα πρακτικά με βάση ποιο πτυχίο ο ενδιαφερόμενος 4 κρίθηκε ως προσοντούχος για τη θέση. Κατέχει πτυχίο στη μηχανική και δεν φαίνεται να εξετάστηκε αν ήταν κατάλληλο θέμα. Η επίκληση από τους καθ΄ων η αίτηση της απόφασης ημερ. 28 Νοεμβρίου 2003, με την οποία κρίθηκε ότι το μεταπτυχιακό ήταν ισάξιο με το προβλεπόμενο στη θέση, δεν βοηθά. Όπως, ήδη σημείωσα, η απόφαση αφορούσε άλλη θέση από την επίδικη. Επιπροσθέτως επί του προκειμένου ήταν τίτλος στη χρηματοοικονομική μηχανολογία που θεωρήθηκε ως ισάξιος, με τα προσόντα της θέσης του Λειτουργού Β΄ και όχι στη χημική μηχανική. Καταλήγω συνεπώς ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα αναφορικά με τα προσόντα αυτά.
Εάν ο ενδιαφερόμενος 4 είχε κριθεί προσοντούχος με βάση τον μεταπτυχιακό του τίτλο στα οικονομικά, τότε δεν έπρεπε να θεωρηθεί ότι κατέχει πλεονέκτημα εφόσον ένας τίτλος δεν μπορεί να μετρήσει, ως βασικό προσόν και ταυτοχρόνως ως πλεονέκτημα.
Ως εκ των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει, ως προς τους ενδιαφερόμενους 1 και 4.
Η αιτήτρια περαιτέρω εισηγήθηκε ότι παραβιάστηκε ο Καν.12(1) έχοντας υπόψη ότι οι αξιολογήσεις έγιναν από διμελή ή μονομελή ομάδα αξιολόγησης αντί από τριμελή, όπως προβλέπει ο κανονισμός.
Ο Καν. 12 προβλέπει ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις των μόνιμων υπάλληλων συντάσσονται από τριμελή ομάδα στην οποία μετέχουν ο προϊστάμενος της υπηρεσίας στην οποία ο υπάλληλος υπηρέτησε για περίοδο όχι μικρότερη των έξι μηνών. Ο Βοηθός Διευθυντής ή Διευθυντής και ο Ανώτερος Διευθυντής της Διεύθυνσης ( Καν.12(1). Σε περίπτωση, όμως, που δεν είναι δυνατό να συσταθεί τριμελής ομάδα αξιολόγησης, οι εκθέσεις θα συντάσσονται από τον προϊστάμενο του τμήματος και από τον Ανώτερο Διευθυντή της Διεύθυνσης. (Καν.12(2)), και σε περίπτωση που είναι πρακτικά αδύνατη η εφαρμογή των πιο πάνω, η υπηρεσιακή έκθεση θα συντάσσεται από τον άμεσα προϊστάμενο.(Καν 12(3)).
Προβλήθηκε επί του σημείου αυτού ένσταση από τους καθ΄ων η αίτηση, εισηγούμενοι ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να προβάλει αυτόν τον ισχυρισμό, αφού η ίδια αξιολογήθηκε από διμελή επιτροπή. Η ένσταση δεν ευσταθεί. Πουθενά δεν φαίνεται ότι η ίδια αποδέχτηκε αυτή τη διαδικασία αξιολόγησης. Επιπροσθέτως δεν υπάρχει στο φάκελο των ενδιαφερομένων οτιδήποτε που να καταδεικνύει πρακτική δυσκολία εφαρμογής του Καν.12(1), ως προς τη σύσταση τριμελούς επιτροπής αξιολόγησης.
Τα όσα αναφέρουν οι καθ΄ων η αίτηση στην αγόρευση τους επί του προκειμένου δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά, γιατί όπως η νομολογία καθιέρωσε, οι αγορεύσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο εισαγωγής μαρτυρίας.
Όπως αναφέρεται στις Υπ.Αρ. 621/09 και 649/09 Σάντη ν. Κεντρικής Τράπεζας, 20 Σεπτεμβρίου 2011 και στο πιο κάτω απόσπασμα με το οποίο συμφωνώ.
«Είναι διαφορετικά όμως τα πράγματα στην περίπτωση της υπηρεσιακής έκθεσης για το 2005. Συντάχθηκε, πράγματι, μόνο από την άμεσα προϊστάμενη και οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος επικαλούνται την παράγραφο 12(1) των Οδηγιών του 2004 αναφορικά με τέτοια δυνατότητα όταν είναι πρακτικά αδύνατο να συσταθεί Ομάδα Αξιολόγησης. Χωρίς όμως αναφορά σε οτιδήποτε από το φάκελο που να δείχνει τέτοια «πρακτική αδυναμία» που είναι όρος για τη μη σύσταση Ομάδας Αξιολόγησης. Εδώ έχουμε, στην όψη των δεδομένων, παράβαση των Οδηγιών, χωρίς την τεκμηρίωση με αναφορά στα δεδομένα που θα την καθιστούσαν επιτρεπτή. Επομένως, ο ισχυρισμός του αιτητή για την έκθεση του 2005, σε σχέση με τον ενδιαφερόμενο, είναι βάσιμος.»
Τέλος, στην Υπ. Αρ. 105/2010 Σάντη ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, 15 Γενάρη 2013 όπου και εκεί η αιτήτρια είχε εγείρει τον ίδιο ισχυρισμό, αποφασίστηκε ότι δεν είχε δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση, η οποία να καταδεικνύει πρακτική αδυναμία, για τη μη σύσταση τριμελούς επιτροπής αξιολόγησης.
Ως εκ των ανωτέρω και η προσφυγή εναντίον και του ενδιαφερομένου 2 επιτυγχάνει.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται. Ποσό €1,600 ως έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.