ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-05-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1150/2012, 6/5/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D293

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1150/2012)

 

6 Μαΐου 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής προσβάλλει ως άκυρο τον εκ νέου ευδόκιμο τερματισμό των υπηρεσιών του ως μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας φέρων τον βαθμό του Συνταγματάρχη του Όπλου του Πεζικού του Στρατού Ξηράς.  Προηγουμένως παρόμοιος τερματισμός των υπηρεσιών του είχε ακυρωθεί ως αποτέλεσμα επιτυχούς προσφυγής εναντίον της σχετικής απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 24.3.2009.  Η προσφυγή είχε τον αριθμό 683/2011 στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 29.2.2012, λόγω ανεπάρκειας δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας.  Της προσφυγής αυτής είχε προηγηθεί άλλη ακύρωση προ-προηγούμενου ευδόκιμου τερματισμού που είχε λάβει χώραν στις 2.11.2005 όταν καταχωρήθηκε η υπ΄ αρ. 234/2006 προσφυγή.  Σ΄ αυτή ακολουθήθηκε εν τέλει η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 44, με την οποία ακυρώθηκαν στην ουσία όλοι οι ευδόκιμοι τερματισμοί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας στη βάση της οποία ακολούθησε ανάκληση των υπολοίπων ατομικών διοικητικών πράξεων, περιλαμβανομένης και της προσφυγής αρ. 234/2006, με αποτέλεσμα την απόσυρση της με έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας. 

 

         Η προσβαλλόμενη τώρα απόφαση είναι ημερομηνίας 29.5.2012 και λήφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο ενέκρινε την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών ημερ. 26.4.2012.  Με αυτή ο αιτητής κρίθηκε ως ευδοκίμως τερματίσας την υπηρεσία του επειδή, κατά το επακριβές λεκτικό της απόφασης,

 

«(10) Συνταγματάρχης (ΠΖ) Αντωνιάδης Δημήτριος (ΑΜ:2512)

Το Συμβούλιο αποφάσισε, ομόφωνα, τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του, επειδή δεν διαθέτει την ολοκληρωμένη εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, οι οποίες, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε έχει φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου και την Σχολή Εθνικής Άμυνας.  Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών.»

 

         Της πιο πάνω ατομικής κρίσης προηγήθηκε η εκ μέρους του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων καταγραφή του ιστορικού της ακύρωσης της προηγούμενης απόφασης του ημερ. 20.2.2009 που είχε επηρεάσει 25 αξιωματικούς για το έτος 2005 και η οποία είχε τύχει αναθεώρησης και εν τέλει ακύρωσης σε αριθμό προσφυγών από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Λήφθηκαν υπόψη τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις εν λόγω ακυρωτικές αποφάσεις, η προφορική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 20.4.2012 ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων πρέπει να επανεξετάσει όλες τις περιπτώσεις «.. όπου, με βάση τα γεγονότα, μπορεί να δοθεί επαρκής και πειστική αιτιολογία», καθώς και οι διατάξεις του Κανονισμού 51 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 351/2005.

 

         Στη συνέχεια το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων  είπε και τα εξής σχετικά ως γενική τοποθέτηση επί της φιλοσοφίας που πρέπει να διέπει το στράτευμα και τις ανάγκες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη:

 

«3.  Για σκοπούς της επανεξέτασης, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων έκρινε σκόπιμο, με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου (4) του προαναφερθέντος Κανονισμού 51, να εξετάσει και να αξιολογήσει εν πρώτοις τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε Αξιωματικούς, κατά Κλάδο, όπως διαμορφώνονταν από την ανάγκη να έχει και να διατηρεί η Εθνική Φρουρά τη μαχητική εκείνη ικανότητα που θα της επέτρεπε να ανταποκρίνεται στην ανάγκη σχεδιασμού και διοίκησης ενός σύγχρονου στρατεύματος.  Το Συμβούλιο, έλαβε ιδιαίτερα υπόψη ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις μιας χώρας, για να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές, υπάρχει ανάγκη να στελεχώνονται από Αξιωματικούς, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται, να κατανοούν και να διαχειρίζονται τις στρατηγικές / επιχειρησιακές και τακτικές καταστάσεις στο εγγύς και ευρύτερο γαιοστρατηγικό περιβάλλον και τις εξελίξεις στις στρατιωτικές υποθέσεις, να έχουν τη δυνατότητα εκτίμησης των διαμορφούμενων καταστάσεων και λήψης ορθών αποφάσεων σε ταχέως εξελισσόμενες καταστάσεις σε περιόδους κρίσεων και επιχειρήσεων, αλλά και τη δυνατότητα επαρκούς εκπροσώπησης της Κύπρου στο εξωτερικό.  Κατά την κρίση του Συμβουλίου, οι εν λόγω  εξειδικευμένες ανάγκες δεν διαφοροποιούνται στους τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων, που είναι ο Στρατός Ξηράς, το Ναυτικό και η Αεροπορία, καθόσον αυτές προσδιορίζονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί διακλαδικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων και τη δυνατότητα ανταπόκρισης ενός σύγχρονου στρατεύματος, στο σύνολό του, στις μελλοντικές προκλήσεις και απαιτήσεις.  Οι ανάγκες αυτές επιτάσσουν όπως οι Αξιωματικοί και των τριών Κλάδων και Ενόπλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα βαθμού Συνταγματάρχη και άνω, στους οποίους ανατίθεται η διοίκηση Σχηματισμών και Συγκροτημάτων και η διεύθυνση κρίσιμων επιτελικών θέσεων της Εθνικής Φρουράς και του Υπουργείου Άμυνας, θα πρέπει να διαθέτουν, τουλάχιστον, το απαραίτητο και πιστοποιημένο προς τούτο εννοιολογικό και γνωσιολογικό υπόβαθρο, το οποίο αποκτάται με την εξειδικευμένη ανώτατη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, τα επιμορφωτικά σεμινάρια, την ευρύτερη εκπαίδευση διακλαδικής στρατηγικής/επιχειρησιακής και τακτικής μορφής και την πολύπλευρη επιτελική και διοικητική εμπειρία.  Η εν λόγω εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, που παρέχεται, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.), στα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Σ.Ε.Ι.) και στις ειδικές προς τούτο στρατιωτικές σχολές, δηλαδή την Ανώτατη Σχολή Πολέμου (Α.Σ.Π.) της Ελλάδας, η οποία, στη συνέχεια, μετονομάστηκε σε Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ.), καθώς και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας (Σ.Ε.Θ.Α.) της Ελλάδας, ή σε κάθε άλλη ισότιμη προς αυτές στρατιωτική σχολή αναγνωρισμένη από τους αρμόδιους φορείς της χώρας λειτουργίας της, κατά την εκτίμηση του Συμβουλίου, εξασφαλίζουν στους Αξιωματικούς, ιδιαίτερα βαθμού Συνταγματάρχη και άνω, τα απαραίτητα κατ΄ ελάχιστο προσόντα και εχέγγυα για να ανταποκριθούν με επιτυχία στα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση και το βαθμό τους αφού, κατά τεκμήριο, τους παρέχει:

 

            (α)    Τη δυνατότητα διακλαδικής γνώσης,

             (β) το απαραίτητο εννοιολογικό και γνωσιολογικό   υπόβαθρο.

 

           (γ)   τη δυνατότητα παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό - γαιοστρατηγικό χώρο ενδιαφέροντος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη δυνατότητα παρακολούθησης / αφομοίωσης / μεταφοράς / υλοποίησης των εξελίξεων στα σύγχρονα οπλικά συστήματα και στη σύγχρονη και επιχειρησιακή σχεδίαση,

 

            (δ)  την ικανότητα εκπροσώπησης και συμμετοχής της χώρας σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων Διεθνών Οργανισμών, καθώς και εκπροσώπησής της σε Πρεσβείες της Δημοκρατίας, ή άλλες διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό.

 

           (ε)   τη δυνατότητα σύγχρονης αμυντικής επιχειρησιακής,   οργανωτικής και διοικητικής σχεδίασης,

 

           (στ)       τη δυνατότητα εκπόνησης μελετών.»

        

         Ο αιτητής εισηγείται προς ακύρωση της πράξης ότι παραβιάσθηκε το δεδικασμένο στην προσφυγή υπ΄ αρ. 683/2011, ότι η απόφαση λήφθηκε στη βάση Κανονισμών που είναι αντίθετοι και μη σύμφωνοι με την αρχή της ισότητας δυνάμει του Άρθρου 28 του Συντάγματος, ότι παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης, ότι δεν διεξήχθη οποιαδήποτε ή η δέουσα έρευνα, υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα, και πάσχουσα ή ελλιπής αιτιολογία.

 

         Όλα τα θέματα που εγείρει εδώ ο αιτητής έχουν εξεταστεί από αυτό το Δικαστήριο στις υποθέσεις  Κώστας Παναγή ν. Δημοκρατίας αρ. 1250/2012, ημερ. 19.12.2013 και Ανδρέα Χριστοφή ν. Δημοκρατίας αρ. 1102/2012, ημερ. 19.12.2013.  Δεν υπάρχει κανένα ουσιαστικό διαφοροποιητικό στοιχείο στην υπό κρίση υπόθεση.  Η προσβαλλόμενη εδώ πράξη προέρχεται από την ταυτόσημη διοικητική πράξη που λήφθηκε στις 26.4.2012 από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων αναφορικά με άλλους αιτητές, οι αποφάσεις για τους οποίους κοινοποιήθηκαν στον κάθε επηρεαζόμενο σε διαφορετικές ημερομηνίες. Επομένως υιοθετούνται όσα έχουν αποφασιστεί στις πιο πάνω υποθέσεις και που μεταφέρονται εδώ αυτούσια, ανάλογα με το κάθε σημείο.

 

         Πρώτιστο στην ταξινόμηση θα έπρεπε να ήταν η κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση της αρχής της ισότητας που δεν οριοθετείται ούτε αναπτύσσεται όμως ως τέτοιο στη γραπτή αγόρευση του αιτητή.  Να σημειωθεί ότι ο αιτητής εδώ δεν εγείρει θέμα ultra vires του Καν. 51 έναντι του Νόμου αρ. 33/90, αλλά μόνο ζήτημα αντισυνταγματικότητας του λόγω ανισότητας, την οποία προσδιορίζει ως εξής: ότι ο Καν. 51(β) δίδει διακριτική ευχέρεια στην απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ως προς ποιους θα επιλέγει κάθε 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους σύγκλησης του για ευδόκιμη αφυπηρέτηση από τον βαθμό του Αντιστράτηγου, Υποστράτηγου, Ταξίαρχου και Συνταγματάρχη και δεν εφαρμόζεται για όλους ανεξαίρετα τους φέροντες τους πιο πάνω βαθμούς.  Μετέπειτα, ότι ο Καν. 51(4) σ΄ ό,τι αφορά τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται, σε αντίθεση με τις προϋποθέσεις άσκησης της σχετικής εξουσίας, επίσης παραβιάζει την αρχή της ισότητας αφού τα καθοριζόμενα εκεί κριτήρια λαμβάνονται υπόψη «μεταξύ άλλων», έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη και άλλα κριτήρια άγνωστα και που ενδεχομένως το Ανώτατο Συμβούλιο γνωρίζει εκ των προτέρων ότι ευνοούν ορισμένους αξιωματικούς και άλλους όχι, ενώ η επιλογή των κριτηρίων γίνεται κατά διαζευκτικό τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη μόνο ορισμένα για ένα αξιωματικό και όχι για άλλο.

 

         Δεν υπάρχει έρεισμα στις πιο πάνω θέσεις.  Πέραν του ότι η αναφορά για παραβίαση του Άρθρου 28 στην αίτηση ακυρώσεως είναι γενική, ενώ θα έπρεπε να ήταν πλέον εξειδικευμένη σύμφωνα με τον Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού 1962 και της νομολογίας, (Πετρίδου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636, Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257, Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27 και Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 391), είναι σαφές ότι ο Καν. 54(1) και ο Καν. 54(4) δίνουν ακριβώς διακριτική ευχέρεια τόσο όσον αφορά την εκάστοτε επιλογή, όσο και τη χρήση των κριτηρίων, που αναλόγως λαμβάνονται υπόψη.  Όλοι οι αξιωματικοί που συμπληρώνουν ένα έτος στις πιο πάνω θέσεις κρίνονται για ενδεχόμενο ευδόκιμο τερματισμό με τα ίδια κριτήρια και προϋποθέσεις.  Ποιά κριτήρια θα χρησιμοποιηθούν και ποιοί θα κριθούν ως ευδοκίμως αφυπηρετήσαντες αποτελούν ζητήματα έρευνας και αιτιολογίας της εκάστοτε πράξης του Ανωτάτου Συμβουλίου και όχι ζητήματα ανισότητας.  Όλοι κρίνονται με τις ίδιες απρόσωπες και γενικές έννοιες, οι οποίες αναλόγως της κάθε περίπτωσης τυγχάνουν ή όχι εφαρμογής.  Τα τιθέμενα κατά διαζευκτικό τρόπο κριτήρια ακριβώς βοηθούν και στοχεύουν στη μεταχείριση των ανομοίων κατά τρόπο που αρμόζει σε κάθε περίπτωση έτσι ώστε τα όμοια να κρίνονται κατά παρόμοιο τρόπο και κατ΄ εφαρμογή του ιδίου κριτηρίου.

 

         Συνεπώς δεν είναι αντιληπτή η κατ΄ ισχυρισμόν ανισότητα.  Η κατηγοριοποίηση αυτή καθαυτή δεν είναι άνισο μέτρο εφόσον αφορά αξιωματικούς ιδίου ή ανώτερου βαθμού, όπως προνοείται από τον Καν. 51(1), με τη φιλοσοφία να καθορίζεται ευκρινώς στον Καν. 51(4).  Το επίθετο «ευδόκιμος» δίδει το στίγμα της όλης υπηρεσίας ενός στρατιωτικού.  Ο τερματισμός της υπηρεσίας δεν υπονοεί, ούτε εξυπακούει ακαταλληλότητα των επηρεαζόμενων, παρά μόνο ότι πλέον έχοντας υπηρετήσει επί σειρά ετών και έχοντας αξιωθεί του βαθμού Συνταγματάρχη και άνω, θεωρούνται υπό το φως των αναθεωρημένων σύγχρονων αντιλήψεων με στόχο τον εκσυγχρονισμό του στρατεύματος, ως έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο τους με ευδόκιμη μάλιστα υπηρεσία.

 

         Ο αιτητής αναπτύσσει και εκτεταμένα επιχειρήματα ως προς την κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση της ίσης μεταχείρισης και της μη δυσμενούς διάκρισης και κατά διαδικασία πάσχουσα, οδηγούσα σε άνιση, άδικη και υποκειμενική επιλογή.  Οι συνειρμοί που γίνονται εδώ είναι ότι η επανεξέταση έπρεπε να γίνει με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση που εκ των υστέρων ακυρώθηκε.  Και ενώ τότε  το 2005 το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων είχε εξετάσει τον ευδόκιμο τερματισμό 62 αξιωματικών, κατά την επανεξέταση φαίνεται να επανεξετάστηκαν μόνο οι περιπτώσεις 25 αξιωματικών, από τους οποίους  ένας ήταν υποστράτηγος, τέσσερεις ήταν ταξίαρχοι και είκοσι συνταγματάρχες, με αποτέλεσμα να αποφασίστηκε ο ευδόκιμος τερματισμός και των 25 αυτών αξιωματικών.

 

         Το επιχείρημα παραγνωρίζει πλήρως το γεγονός και τη νομολογία ότι η κάθε περίπτωση είναι ατομική και δεν υπάρχει έδαφος για συγκριτικά στοιχεία και δεδομένα.  Στην Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349, η Διευρυμένη Ολομέλεια καθόρισε ότι ο περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμος αρ. 33/90, ως τροποποιήθηκε, δίδει ευρεία εξουσία ρύθμισης θεμάτων με Κανονισμούς, απερρίφθη δε παρόμοιο επιχείρημα και εισήγηση ότι οι βασικοί Κανονισμοί Κ.Δ.Π. 90/90, σε σχέση με τη ρύθμιση θεμάτων προαγωγών ήταν ultra vires.  Επίσης αποφασίστηκε ότι κάθε κρίση είναι ατομική.  Και αυτό είναι και λογικό και δίκαιο, εφόσον εκείνο που εξετάζεται σε περίπτωση είναι κατά πόσο η κάθε ατομική κρίση για τον ευδόκιμο τερματισμό των υπηρεσιών συγκεκριμένου αξιωματικού λήφθηκε ή όχι με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου και όχι ο  λόγος που επιλέγηκε ο ένας και όχι ο άλλος αξιωματικός.  Η επανεξέταση συνεπώς αφορά τον κάθε ένα αξιωματικό χωριστά με βάση τα δεδομένα που ίσχυαν αρχικά, όπως ακριβώς ήταν ατομικός και ο λόγος ακύρωσης για κάθε ένα αξιωματικό.  Παρόλο που η ακύρωση αφορούσε γενικά την έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, αυτή η κρίση επηρέαζε κάθε προσφεύγοντα χωριστά και ατομικά.

 

         Όσον αφορά την παραβίαση του δεδικασμένου, την έλλειψη αιτιολογίας και την έλλειψη δέουσας έρευνας μεταφέρονται εδώ τα όσα αποφασίστηκαν στην Κώστας Παναγή - ανωτέρω - που επαρκώς καλύπτουν αυτά τα θέματα.

 

«Αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι όλα τα πιο πάνω αποτελούν το προϊόν δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας.  Διερωτάται κανείς τι περισσότερο θα έπρεπε να καταγράψει το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων για να υπήρχε συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα των προηγούμενων αποφάσεων και το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε.  Στη Θεοδώρου - ανωτέρω - μετά την εξέταση των διαφόρων προδικαστικών ενστάσεων, η Πλήρης Ολομέλεια είχε την άποψη ότι το Συμβούλιο Κρίσεων προέβη σε μια γενική αναφορά και επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου που θέτει ο Καν. 51(4), χωρίς να είχαν τεθεί στοιχεία για τις ανάγκες της προκαταρκτικής έρευνας από το Συμβούλιο Κρίσεων κατά πόσο δικαιολογείτο ή όχι ο ευδόκιμος τερματισμός υπηρεσιών.  Προηγείτο της απόφασης του ευδόκιμου τερματισμού, εξέταση άλλων παραγόντων όπως της «εν γένει κατάστασης», των «εξειδικευμένων αναγκών κατά κλάδο», της «ανάγκης παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατωτέρων βαθμών», των  απαιτήσεων της μαχητικής ικανότητας του στρατεύματος τον δεδομένο χρόνο και άλλων συναφών παραγόντων που έπρεπε να αξιολογηθούν και να εκτιμηθούν.  Πέραν της εξειδίκευσης των ανωτέρω, έπρεπε να γίνει δέουσα αναφορά και στην πιθανότητα για αποστρατεία σε κάθε ατομική περίπτωση.»

 

         Εδώ στην Δημήτρης Αντωνιάδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 683/2011, ημερ. 29.2.2012, αναφέρεται ότι στο τηρηθέν πρακτικό γίνεται παραπομπή στη Θεοδώρου και στη διεξοδική συζήτηση που ακολούθησε για τις υπηρεσιακές ανάγκες τους στρατεύματος για το 2005.  Καταγράφεται ότι στην  πλειονότητα τους οι αξιωματικοί στους βαθμούς Ανθυπολοχαγού μέχρι Αντισυνταγματάρχη είναι απόφοιτοι στρατιωτικών σχολών ή ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ενώ, σ΄ αντίθεση, οι υπηρετούντες στο βαθμό του Συνταγματάρχη και άνω δεν είναι τέτοιοι απόφοιτοι.  Κρίθηκε ότι οι επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες εξυπηρετούνται καλύτερα με τη στελέχωση των μονάδων από αξιωματικούς που είναι απόφοιτοι των σχολών ή έχουν παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια.  Και περαιτέρω ότι εξειδικευμένα, οι ανάγκες κατά κλάδο εξυπηρετούνται καλύτερα από τη στελέχωση των ενόπλων δυνάμεων από προσωπικό που έχει το υπόβαθρο παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο και τα σύγχρονα οπλικά συστήματα και άρα από αξιωματικούς που έχουν εκπαιδευτεί στα ως άνω ιδρύματα. Με ειδική αναφορά στον αιτητή, παρατηρήθηκε ότι του ελλείπει η ευρύτερη ακαδημαϊκή στρατιωτική μόρφωση, δεν ήταν απόφοιτος Ανωτάτου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος ούτε είχε φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου και Σχολή Εθνικής Άμυνας και επομένως δεν θα μπορούσε να προσφέρει περαιτέρω, με την παραμονή του να αποτελεί παράγοντα που δεν επιτρέπει την ανέλιξη αξιωματικών κατώτερου βαθμού.

 

         Το εκεί Δικαστήριο, (Νικολάτος, Δ.), έκρινε ότι ούτε η αιτιολογία, ούτε η έρευνα ήταν επαρκείς κατά το δεδικασμένο της Θεοδώρου, εφόσον δεν εξειδικεύονταν κατά κλάδο οι ανάγκες της υπηρεσίας και όσα αναφέρθηκαν ήταν γενικής φύσεως, ούτε κατά πόσο υπήρχαν αξιωματικοί που θα μπορούσαν να ανελιχθούν και που θα επηρεάζονταν από τον ευδόκιμο τερματισμό των υπηρεσιών του αιτητή.  Δεν μελετήθηκαν ούτε καθορίστηκαν οι εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά κλάδο, οι απαιτήσεις της μαχητικής ικανότητας στο δεδομένο χρόνο, οι ανάγκες για αποστρατεία εκείνη τη χρονική περίοδο, το ποσοστό των αξιωματικών που θα έπρεπε να αφυπηρετήσουν ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους και μετά να γίνει η επιλογή.  Το Δικαστήριο λοιπόν ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

         Αντίθετα, στην Ανδρέας Ηλία ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 548/2009, ημερ. 8.3.2012, το εκεί Δικαστήριο (Χατζηχαμπής, Δ., ως ήταν τότε), αφού παρέθεσε το τηρηθέν πρακτικό και τις υποθέσεις Περικλέους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 456/2009, ημερ. 5.3.2012, (Πασχαλίδης, Δ.) - πιο πάνω - και  Αμπίζας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 627/2009, ημερ. 29.2.2012, (Νικολάτος, Δ.), κατέληξε στο συμπέρασμα, απορρίπτοντας την προσφυγή, ότι:

 

«Με όλο το σέβας προς τους αδελφούς μου Δικαστές, έχω άλλη άποψη επί του θέματος.  Η βασική διαπίστωση των Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ήταν η καλύτερη εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών του στρατεύματος μέσω της στελέχωσης των σχηματισμών, συγκροτημάτων, μονάδων, επιτελικών θέσεων και άλλων υπηρεσιών με αποφοίτους ανωτάτων σχολών.  Τα πλεονεκτήματα αυτής της στελέχωσης επεξηγήθηκαν λεπτομερώς και αφορούσαν όλους τους κλάδους του στρατεύματος.  Δεν υπήρξε "απλή επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου", όπως έγινε στη Θεοδώρου, αλλά πλήρης ανάλυση των διαπιστωθεισών αναγκών όλων των κλάδων όπως εξειδικεύθησαν σε συνάρτηση με τις σύγχρονες απαιτήσεις και τα πλεονεκτήματα της στελέχωσης όλων των υπηρεσιών όλων των κλάδων με αξιωματικούς καταρτισμένους στο ανώτατο ακαδημαϊκό επίπεδο.  Τι άλλη έρευνα ως προς εξειδικευμένες ανάγκες κατά κλάδο θα αναμένετο, αφού δεν ήταν πλέον θέμα εξειδικευμένων αναγκών αλλά ανάγκης που διείπε όλους τους κλάδους; Η επάρκεια της έρευνας συναρτάται προς τη φύση του θέματος και εδώ η φύση και ποιότητα της ανάγκης δεν απαιτούσε περαιτέρω εξειδίκευση πλην, ως έγινε, της εξέτασης της κάθε περιπτώσεως υπό το πρίσμα της επιδίωξης που είχε εξειδικευθεί.»

 

         Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το παρόν Δικαστήριο φρονεί ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων στην υπό κρίση περίπτωση, έθεσε στο πρακτικό του όλες τις παραμέτρους ορθής κρίσης που αποδείκνυαν ορθή έρευνα, ορθή αξιολόγηση και επαρκή αναφορά σ΄ ό,τι θα ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη, για σκοπούς ατομικής κρίσης.  Βρίσκεται λοιπόν σε συμφωνία με τα αναφερθέντα στην Ανδρέας Ηλία - ανωτέρω -.  Όπως ορθά εκεί καταγράφεται, η επάρκεια της έρευνας έχει αναφορά προς τα δεδομένα του θέματος, όπως είναι άλλωστε γνωστό κατά τις ευρύτερες αρχές του διοικητικού δικαίου.  Η έρευνα θεωρείται πλήρης ή επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Καμηλέρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατίας ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835).

 

         Και όπως περαιτέρω αναφέρθηκε στην Κώστα Παναγή - ανωτέρω -, που ισχύουν κατ΄ αναλογία και εδώ:

 

«Δεν γίνεται αντιληπτό τι υπολείπεται της κρίσης και απόφασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων.  Προσεκτική εξέταση των παραμέτρων που οριοθετεί ο Καν. 51(4), αποκαλύπτει την πλήρη εφαρμογή τους από τους καθ΄ ων.  Έγινε από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων αξιολόγηση της εν γένει κατάστασης, των εξειδικευμένων αναγκών της υπηρεσίας κατά κλάδο (ως προς αυτό το προαπαιτούμενο, η κρίση ήταν ότι και οι τρεις κλάδοι δεν διαφοροποιούνται μεταξύ τους), διαπιστώθηκε η ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών και περαιτέρω έλαβε υπόψη και τα όσα αναφέρονται στα στοιχεία (α)-(δ).  Αυτά αφορούν την όλη σταδιοδρομία του αξιωματικού, τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του, το χρόνο παραμονής του στον κατεχόμενο βαθμό, και την ηλικία του, τα οποία μάλιστα τίθενται κατά διαζευκτικό τρόπο.

 

Δεν υπάρχει καμιά παραβίαση του δεδικασμένου.  Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων διεξοδικά κατέγραψε τις θέσεις του ως προς τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε συνάρτηση με τις επιχειρησιακές και στρατηγικές ανάγκες.  Αυτά αποτελούν την αξιολόγηση της «εν γένει κατάστασης» και δεν είναι δυνατό για το Δικαστήριο να υποκαθιστά τη δική του κρίση ως προς τον τρόπο καταγραφής του σκεπτικού του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων.»

 

         Σχετική αναγνώριση ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων με το ίδιο τηρηθέν πρακτικό της 26.4.2012 προέβη σε επαρκή έρευνα και αιτιολογία και είχε διεξοδικά αξιολογήσει τις ανάγκες του στρατεύματος γενικά, αλλά και κατά κλάδο, έγινε και στην πρόσφατη απόφαση Βάσος Κουντουρή ν. Δημοκρατίας υπ΄        αρ. 1100/2012, ημερ. 25.2.2014, (Νικολάτος, Δ.).

 

         Δεν πρέπει άλλωστε να διαφεύγει της προσοχής ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα τεχνικών δεδομένων ή θεμάτων η απόφαση επί των οποίων παραμένει ανέλεγκτος εκτός όπου διαπιστώνεται πλάνη ή λανθασμένη νομική προσέγγιση, (Ειρήνη Κουτσού ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311 και Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113).  Είναι φανερό εδώ ότι αποτελεί κατ΄ εξοχήν τεχνικό ζήτημα και μάλιστα ευαίσθητης φύσεως, ο καθορισμός του ευρύτερου πλαισίου λειτουργίας της Εθνικής Φρουράς και των Ενόπλων Δυνάμεων και εναπόκειται αναμφίβολα στους καθ΄ ων να καθορίζουν τις αρχές και τους παράγοντες με βάση τους οποίους καθορίζονται οι ανάγκες του στρατεύματος.  Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει την ορθότητα της κρίσης του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, για παράδειγμα, ότι δεν διαφοροποιούνται στους τρεις κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων οι εξειδικευμένες ανάγκες ως προς τη δυνατότητα της μόρφωσης ή επιμόρφωσης των Αξιωματικών που στελεχώνουν τους κλάδους αυτούς ώστε να ανταποκρίνονται στις στρατηγικές και επιχειρησιακές καταστάσεις στο γαιοστρατηγικό περιβάλλον της περιοχής.  Ούτε είναι  αρμοδιότητα του αναθεωρητικού Δικαστηρίου να υπεισέλθει στην κρίση της διοίκησης ως προς το μορφωτικό επίπεδο των ατόμων που στελεχώνουν τις Ένοπλες Δυνάμεις σε συνάρτηση με την εκπροσώπηση και συμμετοχή της Δημοκρατίας σε διεθνείς οργανισμούς, σε Πρεσβείες και άλλες διπλωματικές αποστολές. 

 

         Ως προς την αναδρομικότητα που κατά τον αιτητή έχει παρανόμως δοθεί με την προσβαλλόμενη τώρα διοικητική πράξη υιοθετούνται τα ακόλουθα τα οποία αποφασίστηκαν στην Ανδρέας Χριστοφή ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - απόλυτα εφαρμόσιμα και κατ΄ αναλογία και εδώ.  Να προστεθεί ότι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι δεν προσβάλλεται η εγκυρότητα της προσβαλλόμενης τώρα πράξης, αλλά μόνο η αναδρομικότητα της δεν επιλύει το πρόβλημα διότι ακριβώς στην υπ΄ αρ. 683/2011 προσφυγή δεν είχε εγερθεί ο ισχυρισμός για αναδρομικότητα της εκεί προσβαλλόμενης πράξης από 3.3.2006, ημερομηνία κατά την οποία αποφασίστηκε ο ευδόκιμος τερματισμός και που ήταν η ίδια με την ημερομηνία τερματισμού που είχε προηγουμένως αποφασιστεί και προσβληθεί με την προσφυγή υπ΄ αρ. 234/2006, (δέστε και τη σχετική υπόθεση Βάσος Κουντουρή ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).

 

«Συναφής με τα πιο πάνω είναι και η εισήγηση για αναδρομικότητα της προσβαλλόμενης πράξης.  Η θέση αυτή είναι αβάσιμη.  Κατά πρώτο, όπως εισηγείται ο κ. Χριστοφόρου στη αγόρευση των καθ΄ ων, και δεν αντικρούεται από το συνήγορο του αιτητή, το ζήτημα της αναδρομικότητας δεν είχε εγερθεί με την προηγηθείσα προσφυγή υπ΄ αρ. 459/2009 (εδώ την υπ΄ αρ. 683/2011) και συνεπώς δεν αποτέλεσε ζήτημα εξέτασης από το Δικαστήριο.  Και βεβαίως ούτε από τους καθ΄ ων κατά την επανεξέταση.  Δεν υπήρξε αντικείμενο επίδικο.  Η νομολογία αντιτίθεται στην ανάπτυξη θεμάτων κατά το δοκούν.  Ζητήματα που δεν ηγέρθηκαν αρχικά δεν μπορούν να «μεταφερθούν» προς εξέταση υπό το πρόσχημα νέας προσφυγής μετά από επανεξέταση δυνάμει ακυρωτικής κρίσης.  Άλλως θα υπήρχε ατέρμονη συζήτηση επί μίας και μόνο διοικητικής πράξης κάθε φορά που ο αιτητής, διά του συνηγόρου του, επιθυμεί να προσθέσει στους νομικούς λόγους.  Στη Δώρα Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413, λέχθηκε, με αναφορά και στις Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Δημοκρατία ν. Γεωργίου κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 703, ότι αποτελεί καθιερωμένη αρχή ότι οι διάδικοι δεν δικαιούνται να εγείρουν θέματα κατά το δοκούν, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ίδιων διαδίκων, παράλειψη δε τέτοιας έγερσης θέματος δημιουργεί δεδικασμένο.

 

Κατά δεύτερο, η υπό κρίση απόφαση αποτελεί το προϊόν επανεξέτασης σε συμμόρφωση με την ακύρωση της προηγούμενης πράξης τους.  Σε συμμόρφωση με το σκεπτικό της Ανδρέας Χριστοφή ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, (εδώ Δημήτρη Αντωνιάδη ν. Δημοκρατίας) οι καθ΄ων επανεξέτασαν την περίπτωση του αιτητή διορθώνοντας τα όσα κρίθηκαν προβληματικά.  Τα δεδομένα ήταν τα ίδια και επομένως ενεργοποιείται πλήρως η πρόνοια του άρθρου 7(γ) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99.  Η προηγηθείσα πράξη ακυρώθηκε για λόγους τυπικούς ήτοι για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και έρευνας, αλλά η επανεξέταση δεν στηρίχθηκε «... επί στοιχείων προκυψάντων μετά την ακυρωτικήν απόφασιν ...», (Πορίσματα Νομολογίας  του  Συμβουλίου  της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 197-198).  Δεν ήταν εδώ περίπτωση όπου δεν παρέμενε οτιδήποτε προς επανεξέταση ώστε υπό το πρόσχημα της επανεξέτασης να επαναπροσδιορίζονται ή να αλλοιώνονται δεδομένα, (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, υπόθ. αρ. 302/2006, ημερ. 13.8.2007 και Χρίστος Ηροδότου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1671/2010, ημερ. 23.4.2013).»

 

Τέλος να αναφερθεί ότι η Δημοκρατία έχει εγείρει προδικαστική ένσταση στο ότι ο αιτητής καταχώρησε καταχρηστικά και την προσφυγή υπ΄ αρ. 1304/12 εναντίον της ίδιας διοικητικής πράξης που προσβάλλεται εδώ.  Αυτό δεν το αμφισβητεί ο αιτητής.  Εξηγεί όμως ότι η υπ΄ αρ. 1304/12 προσφυγή προσβάλλει μόνο την απόφαση να δοθεί αναδρομική ισχύς στον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του.   Είναι φανερό ότι υπάρχει κατάχρηση διαδικασίας διότι η δεύτερη προσφυγή απορρέει από την ίδια διοικητική πράξη και δεν μπορεί το ζήτημα της αναδρομικότητας να αποσπαστεί από την ολότητα της ενέργειας και απόφαση της διοίκησης όπως λανθασμένα εισηγείται ο αιτητής.  Κάτι τέτοιο είναι πλασματική αντίληψη των πραγμάτων.  Άλλωστε το ζήτημα της αναδρομικότητας το προσβάλλει ο αιτητής και με την παρούσα προσφυγή και το σημείο έχει ήδη απαντηθεί ανωτέρω.

 

Υπάρχει συνεπώς κατάχρηση, αλλά αυτή αφορά τη μεταγενέστερη προσφυγή υπ΄ αρ. 1304/12 και όχι την παρούσα που καταχωρήθηκε πρώτη και εφ΄όλης της ύλης.  Το ζήτημα πρέπει να απασχολήσει τον συνήγορο του αιτητή και, ανάλογα με τις σκέψεις που θα κάμει, εν τέλει το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δεύτερη προσφυγή.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το       Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                      Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο