ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D244
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 938/2012)
4 Απριλίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
M.S. MISHAS INVESTMENTS LTD,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ
ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ
ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
--------------------------------
Π. Παναγιώτου για Α. Μαρκίδη, για τους Αιτητές.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που συστάθηκε δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, και με εγγεγραμμένο γραφείο στη Λευκωσία. Στις 25.9.2010, οι αιτητές συμφώνησαν με κάποιο Mazhar Hassan Mazhar, (εφεξής «ο πωλητής»), όπως αγοράσουν κτήμα του που βρίσκεται στο Δήμο Κάτω Πολεμιδιών της επαρχίας Λεμεσού. Ο πωλητής φερόταν να ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του όλου μεριδίου του κτήματος. Τα συμβαλλόμενα μέρη κατέθεσαν στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού δήλωση μεταβίβασης του κτήματος μαζί με το πωλητήριο έγγραφο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πωλήσεων Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232.
Στις 4.4.2012, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας πληροφόρησε τους αιτητές ότι το πωλητήριο έγγραφο δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό για κατάθεση επειδή ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δεν συγκατατέθηκε στην αποδοχή του πωλητηρίου εγγράφου εφόσον ακόμη διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Δημοκρατία λόγω της Τουρκικής εισβολής και κατοχής. Περαιτέρω, η άρνηση συγκατάθεσης βασίστηκε και στο γεγονός ότι ο πωλητής ουδέποτε διέμενε στην Τουρκία, αλλά μετά το 1974 εγκαταστάθηκε στα κατεχόμενα όπου και απεβίωσε το 2011. Με την ένσταση της η Δημοκρατία προσθέτει ότι ο Διοικητής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών είχε πληροφορήσει τον Διευθυντή Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ότι από εξετάσεις που διενεργήθηκαν ο πωλητής είχε εγκατασταθεί μετά την Τουρκική εισβολή μαζί με την οικογένεια του στα κατεχόμενα όπου και του παραχωρήθηκε περιουσία Ελληνοκυπρίων στην Κερύνεια και όπου διέμενε έκτοτε μέχρι τον θάνατο του στις 28.3.2011. Η βεβαίωση που είχε δοθεί από τις Τουρκικές αρχές με βάση την οποία ο πωλητής από το 1969 διέμενε μονίμως στην Τουρκία ήταν συνεπώς ανυπόστατη, αφού ο πωλητής απεβίωσε στις 28.3.2011, ενώ η βεβαίωση έφερε ημερομηνία 20.4.2011.
Οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 4.4.2012 διότι ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος αρ. 139/91 (εφεξής «ο Νόμος»), δεν ετύγχανε εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση και δεν επηρέαζε περιουσίες ατόμων Τουρκοκυπριακής καταγωγής τα οποία είχαν μεταναστεύσει από την Κύπρο πριν την εισβολή του 1974 ή δεν είχαν μετακινηθεί μαζικά ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Ο πωλητής, σύμφωνα με τους αιτητές, γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1924 και μετανάστευσε στην Τουρκία το 1969, όπου διέμενε μόνιμα μέχρι το 2006, σύμφωνα με την επισυνημμένη στην προσφυγή ως Παράρτημα Β, βεβαίωση του Υπουργείου Εσωτερικών της Τουρκίας, όπου καταγράφονται οι διευθύνσεις του πωλητή στην Τουρκία από το 1969 έως το 1980 στην πόλη Kayseri και από το 1980 μέχρι το 2006 στην Κωνσταντινούπολη. Συνεπώς ο πωλητής δεν μετακινήθηκε ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής στις κατεχόμενες περιοχές εγκαταλείποντας την περιουσία του και λανθασμένα οι καθ΄ ων αρνήθηκαν να εγκρίνουν την επίδικη μεταβίβαση.
Πρόσθετα, η προσβαλλόμενη πράξη εισάγει αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος ορισμένης ομάδας Κυπρίων πολιτών κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, αλλά παραβιάζει και το Άρθρο 23 του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός διότι θέτει αυθαίρετες διακρίσεις στην εξέταση ομοιογενών περιπτώσεων υπό την εξής έννοια: Οι Τουρκοκύπριοι που διέμεναν πριν από την εισβολή στο εξωτερικό ήταν και είναι στην ίδια ακριβώς μοίρα όπως οποιοσδήποτε άλλος ιδιοκτήτης γης στην Κύπρο που επίσης διέμενε στο εξωτερικό και, επομένως, οι περιουσίες των Τουρκοκυπρίων που ήταν εγκατεστημένοι στο εξωτερικό δεν έχρηζαν της ανάγκης προστασίας εφόσον οι Τουρκοκύπριοι πολίτες της Δημοκρατίας είχαν και έχουν την ίδια δυνατότητα να εισέλθουν και να εξέλθουν από την Κύπρο, όπως και οι Ελληνοκύπριοι πολίτες. Υπάρχει, επομένως, διάκριση λόγω φυλής που απαγορεύεται από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να απαγορευθεί στον πωλητή ο οποίος εγκατέλειψε την Κύπρο το 1969, διαμένοντας μονίμως στο εξωτερικό για τέσσερεις δεκαετίες, από του να ασκήσει το δικαίωμα ιδιοκτησίας του. Δικαίωμα που δεν μπορεί να περιοριστεί κατά το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρά για τους όρους, δεσμεύσεις και περιορισμούς που ρητά αναφέρονται στην παράγραφο 3 αυτού.
Πρόσθετα, ο Νόμος προσκρούει και στο Άρθρο 1 του Δωδέκατου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης περί Προασπίσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως κυρώθηκε με τον Νόμο αρ. 13(ΙΙΙ)/2002 και το Άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Νόμο αρ. 14/1969.
Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων, οι οποίοι απέσυραν στο στάδιο της καταχώρησης της αγόρευσης τους την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου υπό το φως της απόφασης της Ολομέλειας στην Basma κ.ά. v. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 148/09 και 158/09, ημερ. 16.7.2013, είναι ότι ουδέν δικαίωμα των αιτητών έχει παραβιασθεί εφόσον η απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα μετά από δέουσα έρευνα, επαρκή αιτιολογία και με ορθή χρήση της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου. Τα γεγονότα με βάση τα οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη έδειχναν ότι η περίπτωση του πωλητή ενέπιπτε πλήρως στις έννοιες της διαχείρισης Τουρκοκυπριακής περιουσίας δυνάμει του Νόμου, εφόσον η περιουσία του περιήλθε υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών μετά την εγκατάλειψη της κατοικίας του στα Πολεμίδια αμέσως μετά την Τουρκική εισβολή του 1974 και την εγκατάσταση του με την οικογένεια του στην Κερύνεια, όπου και απέθανε στις 28.3.2011. Σύμφωνα με το Παράρτημα Ε της ένστασης, επιστολή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ημερ. 8.3.2012, ο πωλητής ήταν γιος του Χότζα των Πολεμιδιών, γεννήθηκε στις 28.2.1925, απεβίωσε στην Κερύνεια στις 28.3.2011 και τάφηκε σε οικογενειακό τάφο στο Κιόνελλι στις 30.3.2011, δίπλα από τη σύζυγο του Muazzez, η οποία είχε αποθάνει πολλά χρόνια πριν, στις 15.12.1987. Ο πωλητής με τη σύζυγο του απέκτησαν δύο παιδιά τα οποία είναι νυμφευμένα και διαμένουν από το 1974 στην κατεχόμενη Κερύνεια. Έπεται, σύμφωνα με τους καθ΄ ων, ότι είναι ψευδής ο ισχυρισμός ότι ο πωλητής διέμενε από το 1969 στην Τουρκία διαμένοντας μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τις 20.4.2011.
Κατά τα υπόλοιπα ο Νόμος έχει ήδη κριθεί στην υπόθεση Α. Χρ. Σολωμονίδης κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275, ότι δεν παραβιάζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Έπεται ότι η πρωτογενής αξιολόγηση των δεδομένων που ανήκει στη διοίκηση επέτρεπε τη λήψη της επίδικης πράξης κατά σύννομο τρόπο, ως αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και με αιτιολογία που έχει έρεισμα στο Νόμο και τη νομολογία.
Η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει. Τα γεγονότα δεν είναι κατ΄ αρχάς υποστηρικτικά της θέσης των αιτητών. Ο Νόμος, όπως έχει επανειλημμένα αποφασιστεί από τη νομολογία, κατέστησε τον Υπουργό Εσωτερικών κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών ώστε να τις διαχειρίζεται συμφώνως των διατάξεων του, ασκώντας τις αρμοδιότητες που του χορηγούνται «.. διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση επί του θέματος αυτού.», (άρθρο 3 του Νόμου). «Έκρυθμη κατάσταση», κατά το ερμηνευτικό άρθρο 2, σημαίνει τη δημιουργηθείσα συνεπεία της Τουρκικής εισβολής και κατοχής κατάσταση και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο ορίσει ημερομηνία λήξης της. Από την άλλη, «τουρκοκυπριακή περιουσία» ορίζεται να περιλαμβάνει κάθε κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία που ανήκει σε Τουρκοκύπριο που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ενώ «Τουρκοκύπριος» σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Κατά το προοίμιο του Νόμου, η ψήφιση του κατέστη αναγκαία λόγω της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής στις περιοχές που κατέχονται από τις Τουρκικές ένοπλες δυνάμεις κατοχής, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των ανάλογων περιουσιών των Τουρκοκυπρίων ώστε να ήταν αναγκαία και επιβαλλόμενη η ρύθμιση της διαχείρισης τους, (Ahmet κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 135).
Επομένως είναι σημαντικό για την έκβαση της υπόθεσης να εξεταστεί κατά πόσο ο πωλητής είχε ή όχι τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Ο χρόνος εξέτασης του καθεστώτος της συνήθους ή μη διαμονής ανάγεται, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στην Basma v. Δημοκρατίας - ανωτέρω - στο χρόνο θέσπισης του Νόμου. Ανάλογα με τη διαμονή του Τουρκοκύπριου, η περιουσία του περιήλθε νόμιμα ή όχι στον Κηδεμόνα.
Οι αιτητές, ως τρίτα στην ουσία πρόσωπα, ως αγοραστές του κτήματος, δεν μπορούν να γνωρίζουν το καθεστώς διαμονής του πωλητή. Το πωλητήριο έγγραφο, όπως αυτό επισυνάφθηκε στην ένσταση των καθ΄ ων, δείχνει ότι η αγοραπωλησία συμφωνήθηκε στις 25.9.2010 και ότι ο πωλητής φέρεται να ήταν κατά το χρόνο σύναψης του μόνιμος κάτοικος Τουρκίας. Δεν υπέγραψε όμως ο ίδιος το πωλητήριο, αλλά πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του κάποιος Atai Kunter, ως το κατατεθέν και συνημμένο επί του πωλητηρίου πληρεξούσιο έγγραφο, Παράρτημα Α. Σ΄ αυτό, το οποίο καταρτίστηκε στις 8.1.2007, χωρίς να αναφέρεται ο τόπος κατάρτισης του ο πωλητής παρουσιάζεται ως κάτοχος Κυπριακής ταυτότητας αρ. 362572. Υπάρχουν οι σφραγίδες ενός πιστοποιούντος υπαλλήλου, του Ζήνωνα Έλληνα, που πιστοποιούν ότι ο πωλητής με αρ. ταυτότητας 362572, από τη Λεμεσό, είναι προσωπικά γνωστός του με αποτέλεσμα να θέσει την επίσημη σφραγίδα του στις 8.1.2007.
Τα πιο πάνω βεβαίως δεν αποκαλύπτουν τη διαμονή του πωλητή αμέσως πριν και αμέσως μετά την Τουρκική εισβολή. Όπως φανερώνεται από τα όσα επισυνάπτονται στην ένσταση, ζητήθηκε η συνδρομή της Κ.Υ.Π., προς διερεύνηση του όλου θέματος εφόσον είχαν διαπιστωθεί κάποιες ασάφειες στις αναφορές των δικηγόρων (άλλων από τους δικηγόρους των αιτητών), που είχαν παρουσιαστεί στις αρμόδιες αρχές, (σημείωμα λειτουργού Μαίρης Λάμπρου, Παράρτημα ΣΤ στην ένσταση). Οι εξετάσεις της Κ.Υ.Π. έφεραν στην επιφάνεια διάφορα στοιχεία, τα οποία υποστηρίζονταν από φωτογραφίες και έγγραφα που έδειχναν ότι ο πωλητής αμέσως μετά την Τουρκική εισβολή του 1974 εγκατέλειψε τα Πολεμίδια και ζούσε και εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην κατεχόμενη Κερύνεια μέχρι το θάνατο του στις 28.3.2011. Αυτά πιστοποιούνταν από φωτογραφίες από τον τάφο και την αγγελία θανάτου, (Παράρτημα Ε).
Στη βάση των πιο πάνω στοιχείων, η λειτουργός Μαίρη Λάμπρου εισηγήθηκε στη συνέχεια του σημειώματος της στο Παράρτημα ΣΤ, όπως απορριφθεί η αίτηση της αγοραπωλησίας. Να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο κτήμα, όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, (Παράρτημα «Γ»), είχε αποτελέσει αντικείμενο αγοραπωλησίας και στο παρελθόν, αλλά και πάλι είχε απορριφθεί. Η τιμή πώλησης, όπως και στην υπό κρίση περίπτωση, ήταν πάντοτε κατά πολύ χαμηλότερη της εκτιμημένης αγοραίας αξίας.
Στη βάση της συλλογής των πιο πάνω στοιχείων, που αποδεικνύουν δέουσα έρευνα από πλευράς της διοίκησης, ο ισχυρισμός των αιτητών, ως αγοραστών, ότι ο πωλητής μέχρι και τις 20.4.2011, στη βάση νεώτερης βεβαίωσης διαμονής από τον Έπαρχο της περιφέρειας Sariyar της Κωνσταντινούπολης, διέμενε εκεί, ήταν αναληθής, ή τουλάχιστον τίθετο υπό σοβαρή αμφισβήτηση εφόσον ο πωλητής απεβίωσε στην Κερύνεια στις 28.3.2011. Το ίδιο ισχύει για τις βεβαιώσεις διαμονής από την Τουρκία, ημερ. 19.11.2006 και 27.12.2006 από το Τμήμα Αλλοδαπών του Υπουργείου Εσωτερικών της Τουρκίας και τον Έπαρχο της περιφέρειας Sariyer της Κωνσταντινούπολης, αντίστοιχα, (Παράρτημα «Δ»). Έπεται ότι ο πωλητής εμπίπτει στις διατάξεις του Νόμου ως Τουρκοκύπριος που εγκατέλειψε τις ελεύθερες περιοχές και τον τόπο διαμονής του στα Πολεμίδια ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής και μετακινήθηκε στις κατεχόμενες περιοχές. Δεν παρουσιάζεται λοιπόν να είναι βάσιμος ο ισχυρισμός των αιτητών ότι ο πωλητής ήταν κατά το 1974, ήδη εγκατεστημένος στην Τουρκία από το 1969.
Έναντι της μαρτυρίας και των δεδομένων που απεκάλυψε η έρευνα των καθ΄ ων ως προς την πραγματική διαμονή του πωλητή, οι αιτητές καμιά αντίθετη μαρτυρία δεν επιχείρησαν να εισαγάγουν, ούτε και ζήτησαν να προσκομίσουν διαφορετικά δεδομένα. Το βάρος εναπόκειτο στους ίδιους και δεν αρκεί η παρουσίαση μιας βεβαίωσης από την Τουρκία ως προς το ότι ο πωλητής μετανάστευσε εκεί από το 1969, τη στιγμή που οι καθ΄ ων με έγγραφα και φωτογραφίες αποδεικνύουν, έστω εκ πρώτης όψεως, το ανυπόστατο της θέσης αυτής. Ανεπίτρεπτη και απαράδεκτη είναι βεβαίως η εισήγηση που εκφράζουν οι αιτητές στην παρ. (β) της απαντητικής τους αγόρευσης ότι η Κ.Υ.Π. κατασκευάζει μαρτυρία και ψεύτικες εκθέσεις αναφορικά με ζητήματα που αφορούν Τουρκοκυπριακές περιουσίες. Τέτοιος ισχυρισμός είναι ανυπόστατος και δεν θα έπρεπε καν να καταγραφεί στην απουσία ουσιαστικών δεδομένων. Εν πάση περιπτώσει το ζητούμενο στην υπό κρίση περίπτωση είναι η αληθής διαμονή του πωλητή κατά τον ουσιώδη χρόνο και προς αυτή την κατεύθυνση τα δεδομένα που πρότειναν οι αιτητές, που είναι απλοί αγοραστές της ακινήτου ιδιοκτησίας, ελέγχονται ως εξαιρετικά αμφίβολα, κατ΄ ελάχιστον, μέχρι ψευδή, κατ΄ ανώτατο επίπεδο.
Υπό το φως των ανωτέρω, είναι προφανές ότι δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν τα επιχειρήματα περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου. Τέτοια ζητήματα εξετάζονται μόνο εφόσον είναι αναγκαία προς επίλυση της διαφοράς ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν εξετάζονται ζητήματα αντισυνταγματικότητας εφόσον η διαφορά επιλύεται επί των δεδομένων της, υπό το φως και της ευρύτερης αρχής ότι κάθε Νόμος τεκμαίρεται συνταγματικός μέχρις ότου αποδειχθεί το αντίθετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Έτσι το θέμα που εγείρουν οι αιτητές ότι ο Νόμος εισαγάγει αντισυνταγματική και ενάντια στην κατοχυρωμένη ισότητα των πολιτών της Δημοκρατίας κατά το Άρθρο 28 του Συντάγματος πρόνοια, επειδή ομοιογενείς καταστάσεις τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης δεν είναι δυνατόν να τύχει εξέτασης εφόσον οι αιτητές δεν θεμελίωσαν τα πραγματικά γεγονότα που προτείνουν ότι δηλαδή ο πωλητής δεν είναι άτομο που εμπίπτει στο Νόμο λόγω του ότι είχε πριν το 1974 εγκατασταθεί στο εξωτερικό, και άρα θα έπρεπε να ήταν στην ίδια μοίρα και να τύγχανε ίσης μεταχείρισης όπως οποιοσδήποτε Ελληνοκύπριος που ήταν εγκατεστημένος στο εξωτερικό. Τα ίδια ισχύουν και για την κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση του 12ου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Νόμο αρ. 13(ΙΙΙ)/2002 και το Διεθνές Σύμφωνο περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων.
Η πρόσθετη θέση των αιτητών περί αντισυνταγματικότητας λόγω παραβίασης του Άρθρου 23 του Συντάγματος ή και του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει ήδη απαντηθεί από τη Νομολογία. Στην Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. - ανωτέρω - κρίθηκε γενικά ότι ο Νόμος θεσπίστηκε λόγω των τραγικών γεγονότων του 1974, με βάση το καθήκον που είχε η πολιτεία να λάβει τα αναγκαία εκείνα μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθησών Τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής συνοχής. Τα μέτρα αυτά ήταν απολύτως αναγκαία και δικαιολογούνταν με βάση το δίκαιο της ανάγκης και δεν είχαν σκοπό τη θέσπιση μονίμων περιορισμών ή την αποστέρηση δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή και για όσο χρόνο ήταν αναγκαία προστασία και διαχείριση αυτής της περιουσίας. Επομένως ακόμη και βακούφικες περιουσίες που προστατεύονταν κάτω από το Άρθρο 23.10 και που περιήλθαν υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα ήσαν εξ ίσου αναγκαίο να ενταχθούν στις πρόνοιες του Νόμου.
Σε σειρά αποφάσεων, άλλωστε, κρίθηκε ότι οι αποφάσεις του Κηδεμόνα στη βάση του Νόμου αφορούν θέματα δημοσίου δικαίου ελεγχόμενες από το αναθεωρητικό Δικαστήριο, (Σπύρου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2006) 3 Α.Α.Δ. 87, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 544/97, ημερ. 19.6.1998 και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 373). Μόνο όπου ο ίδιος αιτητής θέτει με παραδεκτή μαρτυρία ζητήματα που άπτονται ιδιωτικής ή αστικής διαφοράς, είναι δυνατόν το θέμα να τύχει χειρισμού από αστικό Δικαστήριο, όπως στην περίπτωση Ahmet κ.ά. ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - όπου οι αιτητές διατείνονταν ότι ουδέποτε εγκατέλειψαν την περιουσία τους λόγω «μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού» και ότι στην περιουσία τους παρανόμως επενέβησαν τρίτα άτομα μετά από τον εξαναγκασμό τους να αφήσουν την περιουσία παρά τη θέληση τους και να εγκατασταθούν στα κατεχόμενα.
Όπως όμως διαφάνηκε οι αιτητές εδώ δεν έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τέτοια δεδομένα που θα μπορούσε να συζητηθεί οτιδήποτε περί αντισυνταγματικότητας. Σαφώς η περίπτωση του πωλητή εμπίπτει στις πρόνοιες του Νόμου, ενώ ευλόγως και ορθά ο Κηδεμόνας αρνήθηκε την εγγραφή και μεταβίβαση και για τον έτερο λόγο, που οι αιτητές δεν αμφισβητούν ποσώς, ότι η άρνηση βασίστηκε και στο γεγονός ότι διαρκεί ακόμη η έκρυθμη κατάσταση και συνεπώς δεν θα μπορούσε να δοθεί η αιτηθείσα συγκατάθεση από τον Κηδεμόνα.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ