ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 ΑΑΔ 433
Παπαδόπουλος Xαρίλαος και Άλλοι ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου και Άλλου (1996) 3 ΑΑΔ 1
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γιώργου Θεοδώρου και Άλλων (2008) 3 ΑΑΔ 149
Ανδρέας Μ. Λαΐφης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 2433
Ιταλού Συρίμη Ευφροσύνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 1027
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:D278
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 637/2010 &
820/2010)
16 Απριλίου, 2014
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
(Υπόθεση αρ. 637/2010)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΓΓΕΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
----------------------------
(Υπόθεση αρ. 820/2010)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
----------------------------
Τάσος Ιωάννου (πατέρας της αιτήτριας), για την Αιτήτρια στην 637/2010.
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή στην 820/2010.
Λαμπρινή Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η αίτηση και στις δύο υποθέσεις.
Άντης Κωνσταντίνου, για το Ε.Μ.2 και στις δύο υποθέσεις.
Νόρα Χρυσομηλά (κα) για Σκορδή & Παπαπέτρου, για το Ε.Μ.5 και στις δύο υποθέσεις.
Χριστόδουλος Γ. Βασιλειάδης, για τα Ε.Μ.8, 11 & 13 και στις δύο υποθέσεις.
Λάκης Ν. Χριστοδούλου, για τα Ε.Μ.9 & 12 και στις δύο υποθέσεις.
Χρίστος Ρασπόπουλος, για τα Ε.Μ.15 & 32 και στις δύο υποθέσεις.
Ανδρέας Αποστολίδης, για το Ε.Μ.16 και στις δύο υποθέσεις.
Πόλυς Πολυβίου, για το Ε.Μ.23 και στις δύο υποθέσεις.
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τα Ε.Μ.18, 27 & 31 και στις δύο υποθέσεις.
Μαρία Μαντοβάνη (κα), για το Ε.Μ.34 και στις δύο υποθέσεις.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι παρούσες προσφυγές για τις οποίες εκδόθηκε διάταγμα συνεκδίκασης, προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής «ΕΔΥ»), ημερομηνίας 1.3.2010, με την οποία διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Ακολούθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (ως ο επισυνημμένος στις προσφυγές κατάλογος).
Μετά από αίτημα του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εξωτερικών, δημοσιεύθηκαν 25 κενές θέσεις Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, (Θέση πρώτου διορισμού) στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 13.03.2009 (αρ.4350). Λόγω μεταγενέστερης κένωσης εννέα ακόμη θέσεων Ακολούθου, λόγω προαγωγής των κατόχων τους, η ΕΔΥ αποφάσισε όπως τις εντάξει στην υπό εξέλιξη διαδικασία πλήρωσης, έτσι ώστε ο συνολικός αριθμός των υπό πλήρωση θέσεων να ανέλθει στις 34. Οι αιτητές και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ήταν ανάμεσα στους 974 υποψηφίους. Ο Πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής υπέβαλε την έκθεση του στην ΕΔΥ με την οποία σύστηνε 34 υποψηφίους. Είχε προηγηθεί ειδικός γραπτός διαγωνισμός του Υπουργείου Εξωτερικών σύμφωνα με τις πρόνοιες της παρ. 3(ε) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, στον οποίο κρίθηκαν επιτυχόντες όσοι υποψήφιοι εξασφάλισαν 50% της βαθμολογίας σε κάθε μια από τις πέντε εξεταζόμενες ενότητες
Σύμφωνα με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεκτά τεκμήρια γλώσσας βάσει της εγκυκλίου της ΕΔΥ με αρ. 208, ημερομηνίας 26.8.09, το επιπρόσθετο προσόν που προβλέπεται ως πλεονέκτημα στην παρ. 3(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας (πολύ καλή γνώση μια άλλης διεθνώς διαδεδομένης ξένης γλώσσας) κατείχαν, μεταξύ άλλων, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 16, 23, 28, 31, 32 και 34 (Χριστίνα-Στέλλα Κωνσταντούρη, Ρόνα Παντελή, Θεόδουλος Πιττάκης, Ιουλία Συκοπετρίτη, Ελένη Τζιωρτζή και Μαριάννα Χαραλάμπους, αντίστοιχα). Αναφορικά με το πλεονέκτημα της πείρας σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στην Δημόσια Υπηρεσία, η οποία καθορίστηκε σε ενός τουλάχιστον χρόνου διάρκειας, κρίθηκε ότι κανένας από τους υποψηφίους δεν το κατείχε. Ακολούθως κλήθηκαν σε προφορική εξέταση οι 53 υποψήφιοι που πέτυχαν στον γραπτό διαγωνισμό. Σημειώνεται ότι ο αιτητής στην Προσφυγή 820/2010 δεν πέτυχε σε όλες τις ενότητες του γραπτού διαγωνισμού και αποκλείστηκε, ενώ η αιτήτρια στην Υποθ. αρ. 637/10 ήταν ανάμεσα στους επιτυχόντες των εξετάσεων. Η διαδικασία προχώρησε με την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων που προσήλθαν στην προφορική εξέταση. Η αξιολόγηση των επιτυχόντων υποψηφίων από την Συμβουλευτική Επιτροπή έγινε αποδίδοντας τους ένα χαρακτηρισμό από «Μέτριος» μέχρι «Εξαίρετος» και αιτιολογώντας για τον καθένα χωριστά. Αριθμός υποψηφίων κρίθηκε ακατάλληλος, περιλαμβανομένης της αιτήτριας, με την ακόλουθη αιτιολογία:
«16. Ιωάννου Αγγέλα
Ανεπαρκείς οι γνώσεις της, ασαφείς και λανθασμένες και εκτός θέματος οι απαντήσεις της σε οικονομικά και πολιτικά θέματα καθώς επίσης για το κυπριακό και άλλα διεθνή θέματα. Έκδηλη η αδυναμία της να εκφρασθεί και να τεκμηριώσει τις απαντήσεις της. Είχε δυσκολία στην έκφραση. Στερείται της απαιτούμενης προσωπικότητας.
Κρίνεται ως Ακατάλληλη.»
Η Συμβουλευτική Επιτροπή στην τελική της αξιολόγηση έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, τα προσόντα τους σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων τους. Αποφάσισε όπως αποστείλει προκαταρκτικό κατάλογο για διορισμό στις 34 επίδικες θέσεις με τους 35 υποψηφίους οι οποίοι κρίθηκαν κατάλληλοι για την πλήρωση της θέσης του Ακόλουθου. Βάσει των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης των υποψηφίων, για διαπίστωση της άριστης γνώσης της Ελληνικής και πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, ο κατάλογος διαφοροποιήθηκε και περιλάμβανε τελικά 34 υποψηφίους.
Στη συνεδρία της ημερομηνίας 15.1.2010, η ΕΔΥ υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε ό,τι αφορά τους προσοντούχους υποψηφίους, την κατοχή των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας επιπέδων ελληνικής και αγγλικής γλώσσας, το πλεονέκτημα μιας διεθνώς διαδεδομένης ξένης γλώσσας, επιβεβαίωσε την κυπριακή υπηκοότητα των υποψηφίων και διαμόρφωσε τον τελικό κατάλογο. Η ΕΔΥ διαπίστωσε ότι το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για τον χαρακτηρισμό των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση ως «ακατάλληλων» ήταν πανομοιότυπο, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερη ή ειδική αναφορά και ανάλυση των στοιχείων εκείνων βάσει των οποίων κρίθηκαν ακατάλληλοι. Ως εκ τούτου, επικαλούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε να καλέσει ενώπιον της σε προφορική εξέταση όλους τους υποψήφιους, δηλαδή τους προτεινόμενους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και τους υποψηφίους που χαρακτηρίστηκαν ακατάλληλοι. Στον τελικό κατάλογο που κλήθηκαν για προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ περιλήφθηκαν τόσο τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, όσο και η αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 637/2010, όχι όμως ο αιτητής στην Προσφυγή 820/2010, αφού δεν είχε πετύχει στον γραπτό διαγωνισμό. Η συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ έγινε στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών ο οποίος αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αποχώρησε από τη συνεδρία. Ακολούθως, αφού η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης και την απόδοση τους κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ, και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, επέλεξε ως πιο κατάλληλους τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, στους οποίους αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στη μόνιμη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, από 7.4.2010.
Μετά από αίτημα της αιτήτριας που διατύπωσε με την επιστολή της ημερομηνίας 2.3.2010 και σχετική παρέμβαση της Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που υποδείκνυε όπως ενημερωθεί γραπτώς η αιτήτρια για την προσωπική της αξιολόγηση τόσο από την Συμβουλευτική όσο και από την ΕΔΥ διαβιβάστηκαν στην αιτήτρια:
«1. Τα αποσπάσματα του πρακτικού της Επιτροπής με ημερομηνία 15.1.10, που αφορά την κατάθεση της Έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με τα στοιχεία που την αφορούν, καθώς και την αξιολόγηση της από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, και
2. τα αποσπάσματα του πρακτικού της Επιτροπής με ημερομηνία 1.3.10, που αφορά την προφορική εξέταση των υποψηφίων ενώπιον της Επιτροπής, με τα στοιχεία που την αφορούν μόνο την αιτήτρια καθώς και την αξιολόγησή της από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.»
Οι διορισμοί των Ενδιαφερομένων Μερών δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα ημερομηνίας 30.4.2010.
Οι νομικοί λόγοι που προβάλλονται στις δυο προσφυγές δεν ταυτίζονται, γι΄ αυτό προκρίνεται η αξιολόγηση τους στα πλαίσια της καθεμιάς ξεχωριστά. Θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω κατά προτεραιότητα την προσφυγή 820/10. Να σημειωθεί ότι η προσφυγή έχει αποσυρθεί σε σχέση με το Ενδιαφερόμενο Μέρος 29, Γεώργιο Σταυρινού.
Η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση προβάλλει προδικαστική ένσταση αμφισβητώντας το έννομο συμφέρον του αιτητή καθότι δεν είχε πετύχει στο γραπτό διαγωνισμό που διεξήχθη από το Υπουργείο Εξωτερικών (Εξεταστική Επιτροπή). Ο αιτητής πράγματι αποκλείστηκε στο στάδιο των γραπτών εξετάσεων αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε προαποφασίσει ότι το ποσοστό επιτυχίας που θα έπρεπε να εξασφαλίσουν οι υποψήφιοι σε κάθε ενότητα από τις πέντε εξεταζόμενες, ήταν 50% και ο αιτητής απέτυχε να συγκεντρώσει τέτοιο ποσοστό στην ενότητα της Αγγλικής γλώσσας, αφού η βαθμολογία του ήταν 33%. Ωστόσο, βάσει πάγιας νομολογίας, ο αιτητής σε αυτή την περίπτωση έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση μόνο για λόγους που αφορούν την διαδικασία μέχρι το στάδιο αποκλεισμού του. Η κρίση ως προς το έννομο συμφέρον του είναι συναρτημένη προς την τύχη των ισχυρισμών του ως προς τη νομιμότητα του αποκλεισμού του (βλ. Ιταλού ν. Δημοκρατίας (1999) 4Β Α.Α.Δ. 1027).
Στην προκειμένη περίπτωση οι λόγοι δημόσιας τάξης που προβάλλονται, προηγούνται και εξετάζονται πριν από το έννομο συμφέρον αφού συναρτώνται προς την συγκρότηση της ίδιας της Εξεταστικής Επιτροπής που διεξήγαγε τον γραπτό διαγωνισμό. Ήταν η θέση του συνηγόρου του Ενδιαφερόμενου Μέρους 2, επικαλούμενος την Χαρίλαος Παπαδόπουλος κ.α. ν. ΡΙΚ (1996) 3 ΑΑΔ 1, ότι σε κάθε περίπτωση η εξέταση του εννόμου συμφέροντος προηγείται κάθε άλλου θέματος δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Η απόφαση όμως αυτή εδράζεται επί διαφορετικών γεγονότων, αφού εκεί ετίθετο θέμα απώλειας εννόμου συμφέροντος λόγω ανεπιφύλακτης αποδοχής διορισμού και ζήτημα έλλειψης δικαιοδοσίας λόγω μη διοικητικής διαφοράς. Συνεπώς δεν θεωρώ ότι καθιερώνει οποιαδήποτε γενική αρχή ότι το έννομο συμφέρον εξετάζεται κατά προτεραιότητα.
Ο λόγος ακύρωσης που προτάσσει εδώ ο αιτητής είναι ότι η εξεταστική Επιτροπή που ετοίμασε και αξιολόγησε τα γραπτά, συγκροτήθηκε αναρμόδια από το Γενικό Διευθυντή και όχι από τον Υπουργό Εξωτερικών, κατά παράβαση του Καν. 19 των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας Κανονισμών του 2006 (ΚΔΠ 108/2006), που προνοεί ως εξής:
«19.-(1) Όταν, μεταξύ των προσόντων διορισμού ή προαγωγής σε οποιαδήποτε θέση στην Εξωτερική Υπηρεσία, προβλέπεται στους παρόντες Κανονισμούς επιτυχία σε ειδικό διαγωνισμό, αυτός θα διεξάγεται από τριμελή εξεταστική επιτροπή, αποτελούμενη από Πρόεδρο και δύο άλλα μέλη, που διορίζονται για το σκοπό αυτό από τον Υπουργό Εξωτερικών τα οποία πρέπει να είναι ανώτερου βαθμού από τα εξεταζόμενα πρόσωπα.»
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Συναφής είναι και ο επόμενος λόγος ακύρωσης που αφορά στην αναρμόδια συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής με παραπομπή στο άρθρο 32(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90). Συγκεκριμένα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε η σύμπραξη του Γενικού Διευθυντή και του Υπουργού, ως αρμόδιας αρχής, για τον διορισμό των μελών της αφού απουσιάζει οποιαδήποτε δεόντως υπογραμμένη απόφαση του Γενικού Διευθυντή, καθώς και οποιαδήποτε έγκριση από τον Υπουργό για την επιλογή του 4ου μέλους.
Η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση θεωρεί ότι το Δικαστήριο εμποδίζεται να εξετάσει τους πιο πάνω ισχυρισμούς αφού ο αιτητής δεν τους έχει θέσει ούτε τους συγκεκριμενοποιεί με το δικόγραφο της προσφυγής του κατά παράβαση του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Η συγκρότηση και ή σύνθεση οργάνου που συμμετείχε στην διοικητική διαδικασία αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξης που μπορεί να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου το Δικαστήριο επέτρεψε με διάταγμα ημερομηνίας 10.4.2013 τη σχετική τροποποίηση των νομικών σημείων στην αίτηση ακύρωσης και καταχωρήθηκε τροποποιημένο δικόγραφο που καλύπτει απόλυτα τα εγειρόμενα θέματα προς εξέταση.
Η πλευρά των καθ΄ ων η αίτηση και των Ενδιαφερομένων Μερών επίσης επικαλούνται το δόγμα της απαγόρευσης επιδοκιμασίας και ταυτόχρονής αποδοκιμασίας, καθ' ότι ενώ ο αιτητής συμμετείχε στο γραπτό διαγωνισμό ανεπιφύλακτα, στον οποίο απέτυχε, εμποδίζεται και/ή δεν νομιμοποιείται να εγείρει εκ των υστέρων θέμα αναρμοδιότητας της Εξεταστικής Επιτροπής. Δεν θεωρώ ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής εδώ προσκρούουν με οποιοδήποτε τρόπο στο δόγμα αυτό. Έχει κριθεί ότι δεν είναι λογικά αναμενόμενο για έναν υποψήφιο να προσέρχεται στην διαδικασία αξιολόγησης του με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του ως προς τη διαδικασία (βλ. Δημοκρατία ν. Γιώργου Θεοδώρου κ.α. (2008) 3 Α.Α.Δ. 149). Ούτε βεβαίως αναμένεται από υποψήφιο να θέσει θέμα συγκρότησης της Εξεταστικής ή της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την διοικητική διαδικασία, αφού δεν έχει την ευκαιρία να γνωρίζει την διαδικασία επιλογής των μελών τους σε εκείνο το στάδιο ώστε να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της.
Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του αιτητή. Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση αντιτάσσει στον ισχυρισμό για αναρμόδια συγκρότηση ότι ο διορισμός της Εξεταστικής Επιτροπής έγινε από τον Υπουργό Εξωτερικών και υπογράφηκε από τον Γενικό Διευθυντή κατόπιν προφορικής τους συνεννόησης ως η συνήθης πρακτική, δεδομένου ότι η «αρμόδια αρχή» (Υπουργός Εξωτερικών) ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή, δυνάμει του άρθρου 2 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90).
Δεν υπάρχει εντός του διοικητικού φακέλου οποιοδήποτε πρακτικό διορισμού των μελών της Εξεταστικής Επιτροπής υπογραμμένο από τον Υπουργό Εξωτερικών όπως ρητά επιτάσσει ο πιο πάνω Κανονισμός. Το μόνο που υπάρχει είναι ένα σημείωμα ημερομηνίας 3.8.2009 από την κα Εύζωνα, Διοικητικός Λειτουργός Α, στο οποίο αναφέρεται η προτεινόμενη νόμιμη διαδικασία διορισμού των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 32(1)(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και της τριμελούς Εξεταστικής Επιτροπής, αποτελούμενης από Πρόεδρο και δυο άλλα μέλη, που διορίζονται για το σκοπό αυτό από τον Υπουργό Εξωτερικών, τα οποία είναι ανώτερου βαθμού από τα εξεταζόμενα πρόσωπα. Σε αυτό υπάρχει η εξής χειρόγραφη σημείωση ημερομηνίας 21.8.2009:
«1. Ο ΓΔ ενέκρινε το σημείωμα & όρισε τους Ρ. Γιορδαμλή, Λ. Μαρκίδη, Α. Τουμαζή & Κ. Κορνηλίου ως Ε.Ε.
2. Ο ΓΔ όρισε τους Α. Ζήνωνος, Χ. Χριστοδουλίδου, Γ. Χριστοφή ως Εξεταστική Επιτροπή.»
Το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξάγει το Δικαστήριο είναι ότι κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας (σημειώθηκε από την λειτουργό), ο Γενικός Διευθυντής όρισε τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε συμφωνία ή και ένδειξη από τον Υπουργό στο σημείωμα αυτό, αλλά ούτε και παρουσιάστηκε οτιδήποτε που να δείχνει μεταβίβαση ή εκχώρηση εξουσιών από τον Υπουργό στον Γενικό Διευθυντή ή άλλον.
Στην Ανδρέας Μ. Λαϊφης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 2433 λέχθηκαν τα εξής:
«Κάθε υπουργός ή ανεξάρτητος αξιωματούχος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα, εκτός αν κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητώς, να εξουσιοδοτήσει λειτουργό εντός της δικαιοδοσίας του να ενασκήσει οποιαδήποτε εξουσία κέκτηται εκ του νόμου (Άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τίνος Νόμου του 1962, Ν.23/62).»
Τέτοια εκχώρηση ωστόσο οφείλει να είναι έγγραφη (βλ. Δημοκρατίας ν. Μελέτη (1991)3 ΑΑΔ 433, Υπόθεση αρ. 362/11, Ελένη Αποστόλου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.6.2013). Εδώ δεν υπάρχει οποιαδήποτε έγγραφη εκχώρηση της αρμοδιότητας διορισμού των μελών της Εξεταστικής Επιτροπής, που ο Νόμος ρητά αποδίδει στον Υπουργό. Ούτε είναι αρκετή βέβαια η γενική εξουσιοδότηση στην βάση της ερμηνείας που αποδίδει στην «αρμόδια αρχή» το άρθρο 2(στ) του Ν.1/90[1]. Ο Καν. 19(1) των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Απαιτούμενα Προσόντα Διορισμού ή Προαγωγής, Καθήκοντα και Αρμοδιότητες Εκάστης θέσεως) Κανονισμών του 1966 μέχρι 2006 (ΚΔΠ 108/2006) επιβάλλει όπως ο διορισμός της Εξεταστικής Επιτροπής γίνεται από τον ίδιο τον Υπουργό Εξωτερικών, και όχι από την «αρμόδια αρχή» όπως ερμηνεύεται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο. Συνεπώς θεωρώ ότι η συγκρότηση της Εξεταστικής Επιτροπής που διεξήγαγε τον γραπτό διαγωνισμό έγινε αναρμόδια, κατά παράβαση του εν λόγω Κανονισμού 19.
Στην ίδια κατάληξη οδηγούμαι και ως προς τον δεύτερο λόγο ακύρωσης που προβλήθηκε ως προς τον πάσχοντα διορισμό του 4ου μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Το άρθρο 32(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/1990), προβλέπει αναφορικά με τη σύσταση της:
«32.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), συνιστώνται οι ακόλουθες Συμβουλευτικές Επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή σε σχέση με την πλήρωση κενών θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αφού εξαιρεθούν οι περιπτώσεις πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων.
(α) Για την πλήρωση κενών θέσεων σε Υπουργείο, στο Γραφείο Προγραμματισμού και στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας λσυνίσταται Επιτροπή:
(i) Από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου ή του Γραφείου Προγραμματισμού ή το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας που θα ενεργεί ως Πρόεδρος και
(ii) Από τέσσερις άλλους λειτουργούς, από τους οποίους οι τρεις ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας το Γενικό Διευθυντή ή το Γενικό Λογιστή, εφόσον υπηρετούν στην Κύπρο, και ένας επιλέγεται από αυτόν και θα εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση.»
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Συνεπώς η επιλογή του 4ου μέλους γίνεται από το Γενικό Διευθυντή αλλά δεν ολοκληρώνεται ο διορισμός του χωρίς την έγκριση του ίδιου του Υπουργού.
Από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία, φαίνεται ότι ο Γενικός Διευθυντής ενέκρινε το σημείωμα ημερ.3.08.09 και ενεργώντας ως Πρόεδρος όρισε τους τέσσερεις λειτουργούς ως μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Χρειαζόταν όμως έγκριση της επιλογής του 4ου μέλους, από την «αρμόδια αρχή» που, στην προκείμενη περίπτωση, είναι ο Υπουργός Εξωτερικών. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη μέσα στους φακέλους ότι δόθηκε τέτοια έγκριση.
Το γεγονός ότι στο Παράρτημα 8 της ένστασης που εμπεριέχεται η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Πρακτικά 1ης συνεδρίας, ημερομηνίας 27.8.2009) αναφέρεται ότι διορίστηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών, δεν αλλάζει τα πράγματα εφόσον το τεκμήριο κανονικότητας έχει ανατραπεί.
Ενόψει των πιο πάνω, δεν κρίνω σκόπιμο να υπεισέλθω στους άλλους λόγους ακύρωσης που προβλήθηκαν.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «(στ) Τον Υπουργό, που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού διευθυντή του Υπουργείου για τους υπαλλήλους του Υπουργείου του και κάθε τμήματος που υπάγεται σ' αυτό»