ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Πασχαλίδης, Ανδρέας Λούκα Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-04-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΕΤΡΟΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπoθεση Αρ. 394/2010, 2/4/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D239

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 394/2010)

 

 

2 Απριλίου, 2014

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΠΕΤΡΟΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ου η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

 

Μ. Ιεροκηπιώτου (κα), για Α. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ'ου η αίτηση.

 

Π. Παναγιώτου για Αλ. Μαρκίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την πιο πάνω προσφυγή του ο αιτητής αξιώνει τις ακόλουθες θεραπείες:

 

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση της οποίας έλαβε γνώση ο αιτητής περί τις 11.1.2010 και με την οποίαν το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Κύπρου αποφάσισε να απορρίψει τις παραστάσεις του αιτητή ότι έπασχε και έπρεπε να ανακληθεί η απόφαση του καθ' ου η αίτηση να επικυρώσει προηγηθείσα απόφαση του για ανέλιξη του κ. Πάνου Παπαναστασίου στη θέση Καθηγητή, (Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Κύπρου), είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποίαν να κηρύσσεται άκυρη και παράνομη η παράλειψη του Πανεπιστημίου Κύπρου να εξετάσει και να λάβει απόφαση επί της ανέλιξης του ενδιαφ. προσώπου Πάνου Παπαναστασίου και πως ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει."

 

 

Αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος ανήκουν στο ακαδημαϊκό  προσωπικό του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Κύπρου (στο εξής «ο καθ'ου η αίτηση»).

 

Με διάβημα της Εισηγητικής Επιτροπής της Πολυτεχνικής Σχολής του                  καθ'ου η αίτηση, ημερομηνίας 27/3/2006, προς το Συμβούλιο της Πολυτεχνικής Σχολής, ζητήθηκε η ενεργοποίηση της διαδικασίας για την ανέλιξη του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Καθηγητή. 

 

Για το σκοπό αυτό η Σύγκλητος του καθ'ου η αίτηση ενέκρινε στις 5/4/2006 τη σύσταση πενταμελούς Ειδικής Επιτροπής για την αξιολόγηση του  ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Η Επιτροπή Αξιολόγησης με σχετική ομόφωνη εισήγηση της ημερομηνίας 19/6/2006 πρότεινε την ανέλιξη του ενδιαφερόμενου μέρους στο  Εκλεκτορικό Σώμα του Τμήματος, το οποίο στις 20/9/2006 ενέκρινε, κατά πλειοψηφία την εισήγηση.

 

Η απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος επικυρώθηκε από τη Σύγκλητο με 18 ψήφους υπέρ και 4 αποχές στις 4/10/2006.

 

Ακολούθως, στις 5/10/2006, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του καθ'ου η αίτηση, επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου και αποφάσισε την ανέλιξη του ενδιαφερόμενου μέρους, σε θέση Καθηγητή από 1/11/2006.

 

Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος με επιστολή του Πρύτανη του καθ'ου η αίτηση ημερομηνίας 1/11/2006.

 

Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, ο αιτητής, έθεσε, με διάβημα του προς το Συμβούλιο του καθ'ου η αίτηση ημερομηνίας 15/10/2007, «αίτημα ανάκλησης ή μη επικύρωσης της ανέλιξης» του ενδιαφερόμενου μέρους, ισχυριζόμενος ότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις. Προέβη επίσης σε έγγραφη καταγγελία, ημερομηνίας 30/10/2007, απευθυνόμενη στον Πρύτανη, με την οποίαν έθετε διάφορα ζητήματα και ισχυρισμούς για παραβιάσεις νόμων, κανονισμών και ακαδημαϊκής δεοντολογίας σε σχέση με διαδικασίες ανέλιξης συναδέλφων του, μεταξύ αυτών και του ενδιαφερόμενου μέρους, στον οποίο, επιπρόσθετα, καταλόγιζε τη διάπραξη σωρείας πειθαρχικών παραπτωμάτων.

 

Οι καταγγελίες διερευνήθηκαν από Εσωτερικό Ελεγκτή, ο οποίος ετοίμασε σχετική έκθεση προς τη Σύγκλητο ημερομηνίας 27/2/2009 με την οποία διαπιστώθηκε ότι οι διαδικασίες σύστασης της Ειδικής Επιτροπής για την ανέλιξη του ενδιαφερόμενου μέρους έπασχαν νομικά, ότι η Σύγκλητος δεν είχε ενημερωθεί για την παράκαμψη των σχετικών προνοιών και κανονισμών και ότι πιθανό να υφίστατο ζήτημα διοικητικών ευθυνών.    

 

Ζητήθηκε επίσης η άποψη του Νομικού Συμβούλου του καθ'ου η αίτηση, ο οποίος γνωμάτευσε ότι τα παράπονα για παραβάσεις της διαδικασίας θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί από τον αιτητή με προσφυγή στον κατάλληλο χρόνο και ότι δεν ήταν δυνατή, υπό τις περιστάσεις και σύμφωνα με το άρθρο 54(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, η ανάκληση της απόφασης ανέλιξης του ενδιαφερόμενου μέρους, ο οποίος ήδη υπηρετούσε στη βαθμίδα του Καθηγητή.

 

Υπό το φως των πιο πάνω εκθέσεων, η Σύγκλητος αποφάσισε στις 10/6/2009, ότι οι παρατυπίες που επισημάνθηκαν δεν έγιναν με υπαιτιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους και ότι η σύσταση της Ειδικής Επιτροπής από την ίδια, ήταν σύμφωνη με τους Κανονισμούς.

 

Παράλληλα, η Σύγκλητος ανέθεσε στην Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου τη διερεύνηση ενδεχόμενων ευθυνών των εμπλεκομένων στη διαδικασία.

 

Το ζήτημα ακολούθως εξετάστηκε από το Συμβούλιο στις 12/10/2009.

 

Αποφασίστηκε να υποβληθεί εκ νέου το θέμα στη Σύγκλητο με τη μορφή δύο συγκεκριμένων ερωτημάτων που αφορούσαν την ακρίβεια στοιχείων της αίτησης ανέλιξης του ενδιαφερόμενου μέρους και τον τρόπο και χρόνο σύστασης της Ειδικής Επιτροπής.

 

Με τις απαντήσεις που δόθηκαν από τη Σύγκλητο στη συνεδρία της ημερομηνίας 11/11/2009, επιβεβαιώθηκε ότι τα στοιχεία που περιέχονταν στην αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους αναφορικά με την επίβλεψη δύο διδακτορικών διατριβών, ήταν ορθά, ότι η Ειδική Επιτροπή είχε συσταθεί από τη Σύγκλητο σύμφωνα με τους Κανονισμούς, χωρίς όμως να έχει υποβληθεί σε αυτήν η σχετική εισήγηση μέσω του Συμβουλίου της οικείας Σχολής και ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη ή ευθύνη στις παραλείψεις που επισημάνθηκαν.  

 

Έχοντας ενώπιον του τις πιο πάνω θέσεις της Συγκλήτου, το Συμβούλιο του καθ'ου η αίτηση, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία στις 7/12/2009 να μην ανακαλέσει την απόφαση επικύρωσης της ανέλιξης του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Καθηγητή, απορρίπτοντας το σχετικό αίτημα του αιτητή.

 

Με την προσφυγή του που καταχωρίστηκε στις 22/3/2010 ο αιτητής αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση, ως αναιτιολόγητη, παράνομη και προϊόν κατάχρησης εξουσίας και επικαλείται διάφορους λόγους ακυρότητας της διαδικασίας ανέλιξης του ενδιαφερόμενου μέρους.   

 

Ο καθ'ου η αίτηση πρόσθετα των ενστάσεων του αναφορικά με την ουσία των προβαλλόμενων από τον αιτητή λόγων ακύρωσης, εγείρει, με τη μορφή προδικαστικής ένστασης, ζήτημα έλλειψης εκτελεστότητας. Παρόμοια ένσταση εγείρεται και από το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Συγκεκριμένα, ο καθ'ου η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος εγείρουν  προδικαστικό ζήτημα έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον, όπως υποστηρίζουν, με αυτήν δεν επηρεάστηκαν με  οποιοδήποτε τρόπο τα  δικαιώματα του αιτητή, ούτε δημιουργήθηκαν έννομα  ως προς αυτόν αποτελέσματα από την άρνηση ανάκλησης.

 

Υποδεικνύουν ότι πριν από την ανέλιξη του, το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τη θέση του Αναπληρωτή Καθηγητή ενώ ο αιτητής, τη θέση του Λέκτορα, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται επηρεασμός των δικαιωμάτων του αιτητή και επισημαίνουν ότι η απόφαση ανέλιξης ουδέποτε προσβλήθηκε και συνεπώς τεκμαίρεται ως νόμιμη.

 

Διαζευκτικά, υποστηρίζουν με παραπομπή στη Σωτηρίου v. Δημοκρατίας κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 338, ότι η άρνηση της διοίκησης να ανακαλέσει παράνομη πράξη της δεν είναι εκτελεστή.

 

Ο αιτητής απαντά ότι η επίδικη απόφαση ανέλιξης ήταν το αποτέλεσμα δόλιων ενεργειών του ενδιαφερόμενου μέρους, γεγονός που δικαιολογεί την ανάκληση της έστω και μετά από την πάροδο ευλόγου χρόνου και ότι το αίτημα του για την ανάκληση της υποβλήθηκε με βάση το άρθρο 29 του Συντάγματος.   

 

Εξέτασα προσεκτικά τις εκατέρωθεν επί του προκειμένου θέσεις. Για τους πιο κάτω λόγους, κρίνω ότι η προδικαστική ένσταση είναι βάσιμη.

 

Είναι προφανές από τα νομικά σημεία και τους προβαλλόμενους λόγους ακυρότητας που αναπτύσσονται στις αγορεύσεις, ότι ο αιτητής ουσιαστικά αμφισβητεί το κύρος της απόφασης ανέλιξης του ενδιαφερόμενου μέρους, της 5/10/2006.

 

Η απόφαση εκείνη δεν προσεβλήθη εντός της συνταγματικής προθεσμίας για να ελεγχθεί αναθεωρητικώς η νομιμότητα της και με την προϋπόθεση βεβαίως της συνδρομής του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος. (Βλ. Πέτρος Κωμοδρόμος v. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 396/2010, ημερομηνίας 17/10/2012).

 

Με την παρούσα προσφυγή του εναντίον της απόρριψης του αιτήματος ανάκλησης της απόφασης του 2006, ο αιτητής επιχειρεί να επαναφέρει την ίδια την πράξη της ανέλιξης, υπό το πρίσμα του αναθεωρητικού ελέγχου, να εξετασθεί με άλλα λόγια η νομιμότητα όχι μόνο της άρνησης ανάκλησης αλλά, κατ' ουσίαν και εκπροθέσμως, η νομιμότητα της απόφασης ανέλιξης.

 

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η επίκληση του δικαιώματος αναφοράς του άρθρου 29 του Συντάγματος δεν ενισχύει την επιχειρηματολογία του αιτητή.

 

Αλλά ούτε και η άρνηση ανάκλησης, θα μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να προσβληθεί παραδεκτά, πάνω στη βάση του ισχυρισμού του αιτητή, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, ενεργώντας δολίως, εξασφάλισε την ανέλιξη του.

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Σωτηρίου v. Δημοκρατίας κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 338, υποδείχθηκαν στις σελ. 341-342, τα ακόλουθα:

 

 "Ο εφεσείων επικαλείται αποφάσεις του Συμβουλίου της  Επικρατείας ότι παράνομες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν εντός ευλόγου χρόνου εφ' όσον τούτο επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον και όπου η ανακαλούμενη πράξη στηρίχθηκε σε δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερόμενου.

  Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η ρητή ή σιωπηρή άρνηση της διοίκησης να ανακαλέσει παράνομη πράξη της δεν θεωρείται εκτελεστή πράξη           (ΣτΕ 4090, 4091/87 - Νο. Β 38, 693. Βλέπε επίσης Βασιλικής Οικονομοπούλου, Αίτηση Ακυρώσεως: Θεωρία - Νομολογία - Υποδείγματα (Νομική Βιβλιοθήκη -1998), παραγρ.802).

  Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφ' όσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεστεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεση της (Δημοκρατία v. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 A.A.Δ. 26, 31).

  Τα δικαιώματα του εφεσείοντα δεν επηρεάστηκαν από την άρνηση ανάκλησης αλλά από τη χορήγηση αρχικά της πολεοδομικής άδειας και στη συνέχεια της άδειας οικοδομής στο ενδιαφερόμενο μέρος. Ο εφεσείων θα έπρεπε να προσβάλει εμπροθέσμως την εγκυρότητα των εν λόγω αδειών."

 

 

 

 

 

Η επιτυχία της προδικαστικής ένστασης σφραγίζει και τη μοίρα της προσφυγής, η οποία και θα πρέπει να απορριφθεί σ' αυτό το στάδιο.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1.350, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του καθ'ου η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

               

                                                 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο