ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D242
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1262/2012)
4 Απριλίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/ΣΤΗΣ]
1. ΡΕΒΕΚΚΑ ΚΟΚΚΙΝΟΦΤΑ,
2. ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
3. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΝΑΡΗ,
Αιτήτριες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Κωνσταντίνου, για τις Αιτήτριες.
Ε. Παπαγεωργίου, (κα) για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Α. Σοφοκλέους, (κα) για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ΕΔΥ μετά από επανεξέταση λόγω ακυρωτικής απόφασης στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 112/2011 και 221/2011 ημερ. 18.5.2012 (Κραμβής, Δ.), προήγαγε εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος Μηλίτσα Χατζηγεωργίου στη μόνιμη θέση Ανώτερου Χημικού στο Γενικό Χημείο του Κράτους από 15.12.2010. Ως εκ της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή με την οποία οι τρεις αιτήτριες επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ, ημερ. 10.8.2012 για σειρά λόγων.
Η ΕΔΥ στην επίδικη συνεδρία της αναφέρθηκε στο ιστορικό της όλης προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους και στην απόφαση του Κραμβή, Δ., με την οποία ακυρώθηκε η προηγούμενη προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Χημικού. Συγκεκριμένα, το ακυρωτικό Δικαστήριο αποδέχθηκε τις προσφυγές των ιδίων αιτητριών, (η Κατερίνα Κονάρη είχε καταχωρήσει την προσφυγή αρ. 112/2011, ενώ οι Ρεβέκκα Κοκκινόφτα και Ελένη Δημητρίου την προσφυγή υπ΄ αρ. 221/2011), με το σκεπτικό ότι η ΕΔΥ δεν είχε διευκρινίσει ποια από τα ακαδημαϊκά προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους είχαν χρησιμοποιηθεί ως πλεονέκτημα για την προαγωγή του στην επίδικη θέση. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην παράγραφο 3 του σχεδίου υπηρεσίας που απαγόρευε την πίστωση ως πλεονεκτήματος προσόντος που είχε ήδη χρησιμοποιηθεί για το διορισμό ενδιαφερομένου στην προηγούμενη θέση. Κατά το Δικαστήριο, η ΕΔΥ όφειλε να αιτιολογήσει την εκτίμησή της «. αναφορικά με το ποια ιδιότητα ή αναγνώριση του ιδίου ακαδημαϊκού τίτλου του ενδιαφερομένου μέρους που δεν χρησιμοποιήθηκε σε προηγούμενο διορισμό της, στοιχειοθετούσε το πλεονέκτημα.» Αυτό υπό το φως του γεγονότος ότι ένα και μοναδικό ακαδημαϊκό προσόν είχε το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο Κραμβής, Δ., στην απόφαση του θεώρησε ότι η έλλειψη οποιασδήποτε διευκρίνησης και της απαραίτητης υπό τις περιστάσεις αιτιολογίας, καθιστούσε πεπλανημένη την απόφαση της ΕΔΥ και συνεπώς ακυρωτέα.
Η ΕΔΥ αναφέρθηκε στην παράγραφο (3) των απαιτουμένων προσόντων του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, ότι:
«Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους στη Χημεία ή κλάδο της, Μικροβιολογία ή κλάδο της, Βιολογία ή κλάδο της, αποτελεί πλεονέκτημα, νοουμένου, φυσικά, ότι αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε για διορισμό του υποψηφίου στη θέση Χημικού 2ης Τάξεως ή στη θέση Χημικού.»
Η ΕΔΥ αναφέρθηκε περαιτέρω στα πρακτικά της με ημερ. 7.1.1991, όπου ο διορισμός του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση Χημικού 2ης Τάξης είχε γίνει στη βάση ότι είχαν πιστωθεί σε αυτήν και τα δύο πλεονεκτήματα που προνοούνταν από το τότε ισχύον σχέδιο υπηρεσίας. Το σχέδιο τότε προνοούσε για «πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία», καθώς και «μεταπτυχιακό προσόν στη Χημεία ή μετεκπαίδευση στη Χημεία σε θέματα που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες του Γενικού Χημείου». Δεδομένου ότι η Μηλίτσα Χατζηγεωργίου υπηρετούσε ως μόνιμη Τεχνικός Χημείου 2ης Τάξης από το 1986, θεωρήθηκε ότι είχε την πείρα σχετική με τα καθήκοντα της μόνιμης θέσης Χημικού 2ης Τάξης, αλλά και το στοιχείο της μετεκπαίδευσης, εφόσον είχε παρακολουθήσει εκπαίδευση στην Εγκληματολογική Χημεία μετά από υποτροφία της Αμερικανικής Κυβέρνησης το 1989.
Στη συνέχεια, η ΕΔΥ σημείωσε ότι εναντίον της απόφασης για το διορισμό της Χατζηγεωργίου στη θέση Χημικού 2ης Τάξης, είχε καταχωρηθεί η προσφυγή αρ. 2232/1992, η απόφαση στην οποία κατ΄ έφεση επικυρώθηκε από την Ολομέλεια. Kαι οι δύο αποφάσεις σημείωσαν ότι η κρίση της ΕΔΥ έκδηλα επιβεβαίωνε ότι το μοναδικό προσόν που λήφθηκε υπόψη ως απαιτούμενο πτυχίο για διορισμό ήταν αυτό της Τεχνολογίας της Χημείας, Σχολή Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Καρτέλι, της Λουπλιάνας στη Σλοβενία. Η Χατζηγεωργίου, όμως, το 2009, σύμφωνα πάντα με την ΕΔΥ, αποτάθηκε στο ΚΥΣΑΤΣ, το οποίο και της αναγνώρισε το προαναφερθέν ακαδημαϊκό προσόν ως (α) τίτλο ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση της Χημικής Τεχνολογίας και (β) ως τίτλο ισότιμο προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master. Στη βάση αυτή, η ΕΔΥ έκρινε κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 29.11.2010, ότι η Χατζηγεωργίου μπορούσε να πιστωθεί με το πλεονέκτημα που προνοείτο από το σχέδιο υπηρεσίας έχοντας υπόψη επίσης ότι το αναγνωρισθέν ως επιπέδου Master δίπλωμα από το ΚΥΣΑΤΣ, ικανοποιούσε και την απαίτηση της διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.
Επομένως, η ΕΔΥ αποφάσισε ότι διευκρινιζόταν και εδικαιολογείτο απόλυτα η πίστωση του πλεονεκτήματος στο ενδιαφερόμενο μέρος εφόσον το ΚΥΣΑΤΣ αναγνώρισε το ακαδημαϊκό προσόν της Τεχνολογίας της Χημείας από το Πανεπιστήμιο Καρτέλι της Λουπλιάνας ως τίτλο ισότιμο προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, διάρκειας τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους και δεν είχε αυτό χρησιμοποιηθεί για το διορισμό στη θέση Χημικού 2ης Τάξεως ή στη θέση Χημικού.
Στη συνέχεια, η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τη σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης του Κραμβή, Δ. Επανέφερε αυτούσια τη σύσταση της Διευθύντριας του Κρατικού Χημείου, η οποία σύσταση παρέμεινε αλώβητη από την ακυρωτική απόφαση, με την οποία η Διευθύντρια είχε συστήσει την αιτήτρια Κατερίνα Κονάρη για προαγωγή για τους λόγους που κατέγραψε. Η ΕΔΥ δεν ακολούθησε τη σύσταση της Διευθύντριας έχοντας υπόψη ότι ναι μεν η αιτήτρια Κονάρη συστήθηκε από τη Διευθύντρια του Κρατικού Χημείου και προηγείτο του ενδιαφερομένου μέρους σε αρχαιότητα, αλλά η Χατζηγεωργίου δεν υστερούσε σε αξία, η αρχαιότητα της Κονάρη ήταν οριακή και το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε να έχει το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, ενώ η Κονάρη δεν το διέθετε. Οσον αφορά τις άλλες δύο αιτήτριες, Κοκκινόφτα και Δημητρίου, η απόφαση της ΕΔΥ ήταν και πάλι ότι η Χατζηγεωργίου διέθετε το πλεονέκτημα και υπερείχε και σε αρχαιότητα ως προς αυτές.
Η βασική τοποθέτηση των αιτητριών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης αφορά την παραβίαση της νομολογίας και του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε από την ακυρωτική απόφαση του Κραμβή, Δ., στο ότι η ΕΔΥ λανθασμένα αντιλήφθηκε την απόφαση και το σκεπτικό αυτής, με δεδομένο ότι ένα και μοναδικό πανεπιστημιακό δίπλωμα είχε το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τον αρχικό διορισμό της και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εκ δευτέρου ως μεταπτυχιακό. Επομένως δεν μπορούσε να πιστωθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος οποιοδήποτε πλεονέκτημα στη βάση της ορθής ερμηνείας του ιδίου του σχεδίου υπηρεσίας, η δε αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ, του πανεπιστημιακού τίτλου του ενδιαφερομένου μέρους ταυτόχρονα ως πτυχίο και μεταπτυχιακό τύπου Master, δεν αναιρεί το απλό γεγονός ότι ένας και μοναδικός τίτλος ήταν υπό κρίση. Περαιτέρω, οι αιτήτριες εισηγούνται ότι αφαιρουμένου του πλεονεκτήματος από το ενδιαφερόμενο μέρος, οι αιτήτριες Κοκκινόφτα και Δημητρίου αποκτούν προβάδισμα διότι κατέχουν το πλεονέκτημα ενώ, η αιτήτρια Κονάρη υπερτερεί σε αρχαιότητα που με βάση τη νομολογία λαμβάνεται υπόψη εκεί όπου στα υπόλοιπα προσόντα οι υποψήφιοι είναι ίσοι. Αντίθετη βέβαια είναι η θέση τόσο της συνηγόρου της ΕΔΥ όσο και της συνηγόρου του ενδιαφερομένου μέρους.
Προκύπτει από τα συγκριτικά στοιχεία των αιτητριών και του ενδιαφερομένου μέρους ότι η αιτήτρια Κ. Κονάρη γεννήθηκε στις 22.4.1951, διορίστηκε Τεχνικός Χημείου 2ης Τάξης στις 2.10.1982, Χημικός 2ης Τάξης στις 2.7.1990 και Χημικός 1ης Τάξης την 1.8.1993. Κατέχει BSc in Chemistry από το City University of London το 1975 και είναι Chartered Chemist του Royal Institute of Chemistry του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1979.
Η αιτήτρια Ελένη Δημητρίου γεννήθηκε στις 20.5.1958, διορίστηκε ως Τεχνικός Χημείου 2ης Τάξης στις 15.7.1986, ως Χημικός 2ης Τάξης στις 2.3.1993, Χημικός 1ης Τάξης σε υπεράριθμη θέση την 1.4.1996 και ως μόνιμος Χημικός 1ης Τάξης στις 15.9.2001. Κατέχει BSc in Chemistry του Πανεπιστημίου του Λονδίνου το 1980.
Η Ρεβέκκα Κοκκινόφτα γεννήθηκε στις 2.7.1962, διορίστηκε ως Τεχνικός Χημείου 2ης Τάξης στις 16.11.1992, ως Χημικός 2ης Τάξης στις 15.9.2001 και ως Χημικός 1ης Τάξης την 1.12.2004. Κατέχει δίπλωμα Χημείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το 1985, ενεγράφη ως Χημικός στην Κύπρο το 1992, έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Χημεία του Πανεπιστημίου Κύπρου το 1998 και διδακτορικό τίτλο στη Χημεία επίσης από το Πανεπιστήμιο Κύπρου το 2004.
Η Μηλίτσα Χατζηγεωργίου γεννήθηκε στις 15.9.1959, διορίστηκε Τεχνικός Χημείου 2ης Τάξης στις 15.7.1986, Χημικός 2ης Τάξης στις 15.2.1991 και Χημικός 1ης Τάξης την 1.3.1994. Κατέχει δίπλωμα Χημικού Μηχανικού από το Πανεπιστήμιο Λουπλιάνας στη Σλοβενία το 1983, που αναγνωρίστηκε από το ΚΥΣΑΤΣ στις 15.2.2008 ως τίτλος ισότιμος με μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master.
Οι αιτήτριες έχουν, κρίνεται, δίκαιο στις τοποθετήσεις τους. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε και εξακολουθεί να κατέχει ένα και μοναδικό πτυχίο, αυτό του χημικού μηχανικού από το Πανεπιστήμιο της Λουπλιάνας. Οποιαδήποτε θεώρηση του ενός και μοναδικού αυτού προσόντος ως δύο προσόντα παραγνωρίζει και τη λογική και τη νομική διάσταση του θέματος. Όταν το σχέδιο υπηρεσίας, παρ. (3), αναφέρεται σε μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους ώστε να χρησιμοποιηθεί ως πλεονέκτημα, σαφώς εννοεί ότι πρέπει το δίπλωμα ή τίτλος να έχει αποκτηθεί μετά το πρώτο πτυχίο ή δίπλωμα. Γι΄ αυτό και προς άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας η εν λόγω παρ. (3) προχωρεί με σαφήνεια να καθορίσει ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος δεν χρησιμοποιήθηκε ήδη για διορισμό στη θέση του Χημικού 2ης Τάξης ή στη θέση Χημικού.
Επομένως όταν η ΕΔΥ θεώρησε το ένα και το αυτό προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους ως πλεονέκτημα παραγνώρισε την ουσία του πράγματος που ήταν ότι αυτό το θεωρηθέν ως πλεονέκτημα δεν ήταν άλλο από το ίδιο δίπλωμα χημικού μηχανικού του πανεπιστημίου της Λουπλιάνας με το οποίο η Μ. Χατζηγεωργίου διορίστηκε Χημικός 2ης τάξης στις 15.2.1991. Αυτό ρητώς το αναγνώρισε και το κατέγραψε και η ίδια η ΕΔΥ στην προσβαλλόμενη πράξη, όταν στο σχετικό πρακτικό της, με αναφορά στο διορισμό της Χατζηγεωργίου το 1991, επιβεβαίωσε ότι «.το μοναδικό προσόν που λήφθηκε υπόψη ως απαιτούμενο πτυχίο ήταν αυτό της τεχνολογίας της Χημείας, σχολή θετικών επιστημών και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Καρτέλι της Λουπλιάνας, Σλοβακία.» Η ΕΔΥ μάλιστα έκαμε αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας Κοντογιώργη κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 3 ΑΑΔ 559. Εκεί απορρίφθηκε η θέση που προβλήθηκε κατ΄ έφεση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε λανθασμένα σε πρωτογενή συμπεράσματα ως προς το πτυχίο του ενδιαφερόμενου μέρους (και εκεί και εδώ), η Μ. Χατζηγεωργίου. Είχε τεθεί θέμα ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έπρεπε να είχε εξετάσει κατά πόσο το δίπλωμα μηχανικού τεχνολογίας πτυχίου του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν δίπλωμα στη Χημεία ή ισότιμος τίτλος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, και στη συνέχεια η Ολομέλεια, αποδέχθηκε ότι η τότε Συμβουλευτική Επιτροπή είχε δεόντως ερευνήσει την εγκυρότητα του πτυχίου και είχε καταλήξει στα ανάλογα συμπεράσματα.
Όταν το ακυρωτικό Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 18.5.2012 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 112/11 και 221/11, ανέφερε ότι η ΕΔΥ δεν διευκρίνιζε πόσα από τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων αποτελούσαν πλεονέκτημα, κατά την κρίση της και ειδικώς ότι δεν εξειδικεύθηκε «.. πώς το μοναδικό ακαδημαϊκό προσόν του ενδ. μέρους που είχε χρησιμοποιηθεί για το διορισμό της στην προηγούμενη θέση ως απαραίτητο προσόν μπορούσε να της πιστωθεί και ως πλεονέκτημα για την προαγωγή της στην επίδικη θέση», δεν εννοούσε ότι η ΕΔΥ μπορούσε να «διαχωρίσει» το ίδιο και το αυτό προσόν σε δύο ουσιαστικά τίτλους, ένα για διορισμό στην αρχική θέση και ένα για την προαγωγή. Και είναι εδώ που πεπλανημένα η ΕΔΥ ενήργησε αντίθετα με το δεδικασμένο. Η εκ των υστέρων αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ του ιδίου τίτλου ως ισότιμου με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου και ταυτόχρονα ως τίτλου ισότιμου προς μεταπτυχιακό τύπου Master επειδή, κατά την περαιτέρω θέση της ΕΔΥ, κατά τον Καν. 3(1), η διάρκεια μεταπτυχιακού δεν μπορεί να είναι λιγότερη από ένα ακαδημαϊκό έτος, δεν καθιστά το μοναδικό τίτλο του ενδιαφερόμενου μέρους πρόσθετο προσόν, ως να ήταν δηλαδή, ένας ξεχωριστός τίτλος σπουδών ώστε να πιστωθεί με το πλεονέκτημα. Τη στιγμή μάλιστα που το σχέδιο υπηρεσίας (παράρτημα 6 στην ένσταση), ρητά απαγόρευε τη χρήση του ιδίου τίτλου που χρησιμοποιήθηκε για διορισμό και ως πλεονέκτημα. Υπήρξε συνεπώς πλάνη της ΕΔΥ όταν αποφάσισε την πρόσδωση πλεονεκτήματος στο ενδιαφερόμενο μέρος, λέγοντας ταυτόχρονα ότι το θεωρούμενο τώρα ως μεταπτυχιακού επιπέδου Master, δεν είχε χρησιμοποιηθεί για διορισμό στη θέση χημικού 2ης Τάξης ή στη θέση χημικού.
Συναφώς αναφέρεται στο ζήτημα η απόφαση στη Μηλιού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1760/09, ημερ. 4.7.2012, όπου λέχθηκαν από τον Κωνσταντινίδη, Δ., τα εξής:
«Ο ενδιαφερόμενος είχε μόνο ένα ακαδημαϊκό προσόν: Δίπλωμα Πολιτικού Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η Σ.Ε. εξήγησε πως δεν έδωσε βαθμούς γι' αυτό επειδή ήταν απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας. Όμως, στη συνέχεια, ο ενδιαφερόμενος ενημέρωσε την ΕΔΥ, για το γεγονός ότι, μετά την υποβολή της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στις 6.8.09, «το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αναγνώρισε τον τίτλο σπουδών του στην Πολιτική Μηχανική από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ως τίτλο ισότιμο προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου 'master'». Ενόψει τούτου η ΕΔΥ αποφάσισε «να λάβει υπόψη της το προσόν αυτό και να πιστώσει τον Χατζηγεωργίου με 0.75 της μονάδας». Και ο αιτητής επικαλείται νομολογία ................. πως αυτό ήταν ανεπίτρεπτο. Συμφωνώ με την άποψη του αιτητή και δεν μπορώ να συμμεριστώ την αντίθετη άποψη των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου που επισημαίνει πως εδώ δεν συζητούμε για προσόν που αναγνωρίστηκε ως πλεονέκτημα. Είναι σαφές από όσα προκαθόρισε η Σ.Ε., στη λογική της οποίας προσχώρησε και η ΕΔΥ, πως για την απόδοση επιπρόσθετων μονάδων, απαιτείτο μεταπτυχιακό ή δίπλωμα «πέραν του απαιτουμένου». Δεν εξάρτησε το θέμα από οποιαδήποτε εσωτερική αξιολόγηση, από την άποψη επιπέδου, του όποιου πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου, όπως αυτό απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας. Συναφώς, η όποια αξιολόγηση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., που βεβαίως δεν απονέμει διπλώματα ή τίτλους, δεν μπορούσε εύλογα να σημαίνει πως ο ενδιαφερόμενος είχε προσόν, πέραν του απαιτουμένου, και «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή δεύτερο δίπλωμα». Ένα δίπλωμα είχε, το απαιτούμενο και στο πλαίσιο των όσων προκαθορίστηκαν ήταν λανθασμένη η απόδοση προς τον ενδιαφερόμενο του επιπρόσθετου 0.75 της μονάδας.»
Αλλωστε όπως είναι παγίως νομολογημένο, η έννοια του «μεταπτυχιακού διπλώματος», κατά την παρ. (3) του σχεδίου υπηρεσίας, που θεωρείται πλεονέκτημα αφορά προσόν που αποκτάται μετά το πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα ή προσόν, ανώτερο δηλαδή σε σχέση με τον πρώτο κύκλο σπουδών του ενδιαφερομένου. Το ίδιο αφορά και την έννοια της «μεταπτυχιακής εκπαίδευσης», (δέστε Σολωμού ν. Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 881, Ηλιάδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 716/97, ημερ. 15.9.1998 και Δημοκρατία ν. Παντέλα. (2008) 3 ΑΑΔ 285. Το ίδιο λέχθηκε στην ουσία από την Ολομέλεια στην Κοσμάς ν. Διογένους και Δημοκρατίας, Α.Ε. 3686, ημερ. 3.3.2006, (μη δημοσιευθείσα), επικυρώνοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο στα όσα κατωτέρω αναφέρονται από την απόφαση του στη Διογένους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 776/2001, ημερ. 14.7.2003:
«Έχουμε τη γνώμη πως η ερμηνεία που υιοθέτησε η Ε.Δ.Υ. δεν ήταν επιτρεπτή στο δικαιοδοτικό της πλαίσιο να ερμηνεύει τα σχέδια υπηρεσίας. Η έννοια 'μεταπτυχιακό προσόν', που θεωρείται ως πλεονέκτημα, υποδηλώνει μεν προσόν που αποκτάται μετά από το πανεπιστημιακό δίπλωμα, αλλά ταυτόχρονα αποδίδει σ' αυτό και ποιοτικό περιεχόμενο. Πρέπει να είναι δηλαδή εκπαιδευτικά ανώτερο του πρώτου κύκλου πανεπιστημιακών σπουδών." (Βλ. Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 AAΔ 414, 420).»
Τα πιο πάνω βεβαίως επηρεάζουν όλους τους διαδίκους διότι με την αφαίρεση του πιστωθέντος στο ενδιαφερόμενο μέρος πλεονεκτήματος, η αξιολόγηση του ζητήματος των προσόντων διαφοροποιείται. Η αιτήτρια Ρεβέκκα Κοκκινόφτα διαθέτει, όπως αποτυπώθηκε προηγουμένως δύο μεταπτυχιακούς τίτλους, ένα μεταπτυχιακό και ένα μεταδιδακτορικό. Επομένως υπέρ της η Κοκκινόφτα έχει το καθ΄ αυτό πλεονέκτημα που λογίζεται ως τέτοιο δυνάμει της παρ. (3) του σχεδίου υπηρεσίας, το οποίο και δίδει προβάδισμα έναντι υποψηφίων που δεν κατέχουν το πλεονέκτημα. Η νομολογία που είναι σχετική στο θέμα είναι πλουσιότατη, (Λοϊζος Παναγή ν. Δημοκρατίας και Παντελίτσα Κουπεπίδου ν. Παναγή (2011) 3 ΑΑΔ 163, Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 ΑΑΔ 93, Μόριτσης ν. Καρσερά (2009) 3 ΑΑΔ 109 και Βαρνάβας Κυριαζής ν. ΘΟΚ, υπόθ. αρ. 274/12, ημερ. 19.12.2013). Μάλιστα, για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα υποψηφίου από συνυποψήφιο που δεν το κατέχει, χρειάζεται ειδική πειστική αιτιολογία (Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 1, Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 410 και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 406).
Η αιτήτρια Κοκκινόφτα διαθέτει και πρόσθετα προσόντα το Διδακτορικό στη Χημεία και το μεταδιδακτορικό στη Χημεία στα οποία η ΕΔΥ απλώς παρεμφερώς ανεφέρθη λέγοντας ότι «ορισμένοι από τους μη επιλεγέντες υποψήφιοι (συγκεκριμένα οι υποψήφιοι με α/α 9, 10, 14, 16 και 18) διαθέτουν και επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία, αν και σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, εν τούτοις δεν απαιτούνται από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν βάσει τούτου, πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, απέδωσε σ΄ αυτά τη δέουσα βαρύτητα ..». Η Κοκκινόφτα ήταν η υπ΄ αρ. 14 υποψήφια.
Περαιτέρω, δεν υπάρχει καμία αναφορά στη μεταδιδακτορική συνεργασία της με το Πανεπιστήμιο Κύπρου συμμετέχοντας στις εκπαιδεύσεις διδακτορικών φοιτητών εργαστηρίου σε θέματα χημειομετρίας. Η μεταδιδακτορική αυτή φοίτηση (δεν φαίνεται να έχει αποκτήσει τίτλο - αν υπάρχει, - γι΄ αυτό και δεν αναφέρεται στον κατάλογο των προσόντων της), ήταν ενώπιον της ΕΔΥ δυνάμει της βεβαίωσης ημερ. 3.3.2008 του Πανεπιστημίου Κύπρου, αλλά δεν φαίνεται να λήφθηκε καθόλου υπόψη στο βαθμό που αυτό αποτελούσε πρόσθετο προσόν.
Επεται ότι η φράση «δέουσα βαρύτητα» που χρησιμοποιείται από το διοικητικό όργανο, ενέχει μια αοριστία εφόσον δεν δίδει το στίγμα της σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων που έχουν πρόσθετα προσόντα. Η βαρύτητα η οποία λογίζεται από την ΕΔΥ πρέπει να είναι αρκούντως σαφής ώστε το αναθεωρητικό Δικαστήριο να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σκέψη της ΕΔΥ. Δεν αρκεί απλώς η λεκτική αναγνώριση, (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164, Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη (2011) 3 ΑΑΔ 871, Θεοδώρα Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 376/2011, ημερ. 17.7.2012 και Λοϊζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 341/2012, ημερ. 29.11.2013).
Ως προς την αιτήτρια Κονάρη, αυτή είχε υπέρ της τη σύσταση της Διευθύντριας που αποτελεί ουσιώδες ξεχωριστό στοιχείο κρίσης υπέρ του υποψηφίου επαυξάνοντας την αξία του (Leonidou v. Republic (1986) 3 CLR 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 CLR 1826, Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 ΑΑΔ 624 και Μαρίνος Μάρκου ν. Δημοκρατίας κ.α., συνεκδ. υποθ. αρ. 950/2010 και 990/2010, ημερ. 22.3.2013). Απαιτείται δε ειδική αιτιολογία για παράκαμψη της σύστασης, η οποία θα πρέπει να είναι πειστική και να εμφανίζει σαφή αιτιολογία για την απόκλιση από αυτή (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω, Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 ΑΑΔ 93 και Δημοκρατία ν. Υψαρίδη (Αρ. 2) (1993) 3 ΑΑΔ 347).
Υπέρ της η Κονάρη είχε επίσης αρχαιότητα και πείρα. Επομένως η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους με μόνο το πλεονέκτημα που τελικώς λανθασμένα της αποδόθηκε, καθιστά την κρίση της ΕΔΥ και στο σημείο αυτό πάσχουσα.
Ως προς την αιτήτρια Δημητρίου, τα όσα λέχθηκαν ανωτέρω σχετικά με τη λανθασμένη πίστωση του πλεονεκτήματος στο ενδιαφερόμενο μέρος, αλλάζει τα δεδομένα και επομένως θα πρέπει η σύγκριση να γίνει εξ υπαρχής, αφήνοντας βέβαια την επιλογή στο ίδιο το διοικητικό όργανο έχοντας υπόψη το παρόν ακυρωτικό αποτέλεσμα. Αυτό ασχέτως του γεγονότος ότι η αιτήτρια Ε. Δημητρίου δεν κατέχει, όπως ούτε το ενδιαφερόμενο μέρος, το πλεονέκτημα, ούτε και άλλο πρόσθετο προσόν.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των αιτητριών και εναντίον της καθ΄ ης, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται δυνάμει του ΄Αρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
Δ.
ΣΦ.