ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D166
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 96/2014)
6 Μαρτίου, 2014
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 15, 28, 30, 33, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 7 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Α. ΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΦΥΛΑΚΩΝ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η αίτηση
- - - - - -
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27.1.2014
Γ. Πολυχρόνης, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ζητείται διάταγμα αναστολής της απόφασης της ΕΔΥ να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα για περίοδο τριών μηνών, κατά τη διάρκεια της εναντίον του πειθαρχικής έρευνας.
Η αίτηση καταχωρήθηκε μονομερώς και, μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου, επιδόθηκε στην άλλη πλευρά, η οποία καταχώρησε ένσταση, στην οποία επισυνάπτονται αριθμός τεκμηρίων.
Τα γεγονότα της υπόθεσης σε συντομία έχουν ως ακολούθως:
Ο Αν. Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, με επιστολή του ημερομηνίας 13.1.2014, πληροφόρησε τον Πρόεδρο της ΕΔΥ όπως ο αιτητής και δύο άλλοι Λειτουργοί των Φυλακών τεθούν σε διαθεσιμότητα αφού θα διοριστεί ερευνών Λειτουργός με σκοπό να διεξαχθεί πειθαρχική έρευνα εναντίον του (Τεκμήριο 1). Η ΕΔΥ σε συνεδρία της, της ίδιας ημερομηνίας, έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτεί να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας και αποφάσισε να τον θέσει σε διαθεσιμότητα από 13.1.2014 για περίοδο τριών μηνών, επιτρέποντάς του να λαμβάνει το ½ των απολαβών του. (Πρακτικό της συνεδρίας Τεκμήριο 2). Προς τούτο πληροφορήθηκε ο αιτητής με επιστολή για την απόφαση της ΕΔΥ (Τεκμήριο 3). Στις 16.1.2014 ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ένσταση (Τεκμήριο 4). Η ΕΔΥ σε συνεδρίασή της ημερομηνίας 16.1.2014 εξέτασε εκ νέου το θέμα και αποφάσισε ότι δεν συντρέχει λόγος για αναθεώρηση της απόφασής της, πλην του θέματος των απολαβών του. (Τεκμήριο 5 - Αντίγραφο των πρακτικών της συνεδρίας). Με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, πληροφορήθηκε ο αιτητής για την εν λόγω απόφαση.
Ο αιτητής, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτησή του, παραθέτει γεγονότα τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του είναι σχετικά με την απόφαση να τεθεί σε διαθεσιμότητα και, ειδικότερα, σε συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία περιέχονται στην έκθεση του Αν. Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών, για τα οποία ο αιτητής δίδει τους δικούς το ισχυρισμούς ως προς τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα γεγονότα και τις προεκτάσεις τους.
Αποτελεί θέση του αιτητή ότι η απόφαση της ΕΔΥ πάσχει από έκδηλη παρανομία για το λόγο ότι η πρόταση της αρμόδιας Αρχής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Νόμου, καθότι υπογράφεται από την κα Αγάθη Ζακχαίου για Αν. Γενικό Διευθυντή. Η όλη πρόταση στη βάση της οποίας λήφθηκε η επίδικη απόφαση, αναφέρει, είναι αναιτιολόγητη και προϊόν έλλειψης έρευνας, καθότι διέπεται από ασάφεια και αοριστία και δεν προκύπτει ποια ακριβώς πειθαρχικά παραπτώματα διερευνούνται εναντίον του, δεν του δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης και τέθηκε σε διαθεσιμότητα χωρίς να γνωρίζει επακριβώς τα εναντίον του αποδιδόμενα. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι έγινε επιλεκτική δίωξή του, κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος η οποία δεν προκύπτει από την πρόταση της αρμόδιας Αρχής και πως το διάστημα των τριών μηνών της διαθεσιμότητας είναι μεγάλο. Γενικότερα, αναφέρει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε αντίθετα με το Ν. 1/1990. Η εισήγηση του αιτητή ότι ο διορισμός και η κατοχή της θέσης του Αν. Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών πάσχει, αποσύρθηκε στο στάδιο των αγορεύσεων. Περαιτέρω, αποσύρθηκε στο στάδιο των αγορεύσεων ο ισχυρισμός περί ανεπανόρθωτης ζημιάς και δε θα με απασχολήσει περαιτέρω.
Οι καθ΄ων η αίτηση στην ένστασή τους αναφέρουν ότι η τυχόν αναστολή της διαθεσιμότητας του αιτητή βρίσκεται σε σύγκρουση με τον Κανονισμό 13 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, καθότι άρση διαθεσιμότητας σε αυτό το στάδιο συνεπάγεται ότι η διαδικασία εκδίκασης της προσφυγής θα καταστεί αλυσιτελής, εκφεύγει των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως συγκρουόμενη με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και, τυχόν έκδοση του διατάγματος, θα διακόψει τη χρονική διάρκεια της διαθεσιμότητας. Πέραν τούτου, όσον αφορά την ουσία της αίτησης, θέση των καθ΄ων είναι ότι δεν υπάρχει έκδηλη ή οποιαδήποτε άλλης μορφής παρανομία, καθότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με το Νόμο.
Αμφισβητείται επίσης από τους καθ΄ων το βάσιμο της θέσης του αιτητή για άνιση μεταχείριση κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, εφόσον η ΕΔΥ, με βάση την πρόταση της αρμόδιας Αρχής, θεώρησε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 85 του Νόμου 1/1990 και δεν αφορά το Δικαστήριο κατά πόσο θα έπρεπε να τεθούν σε διαθεσιμότητα και άλλα πρόσωπα. Προβάλλεται η θέση ότι ο αιτητής γνωρίζει ότι έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα για το σκοπό της διεξαγωγής πειθαρχικής έρευνας εναντίον του, όπως προκύπτει από την επιστολή που του έχει αποσταλεί (Τεκμήριο 3). Αναφορικά με την πρόταση που τέθηκε από την αρμόδια Αρχή ενώπιον της ΕΔΥ, αυτή εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, αλλά και από τον Αν. Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου και απλά η επιστολή υπογράφεται από την κα Αγάθη Ζακχαίου, Λειτουργό του Υπουργείου, εκ μέρους του Αν. Γενικού Διευθυντή. Προς τούτο, επισυνάπτεται σχετικό σημείωμα όπου φαίνεται η εξουσιοδότηση/έγκριση του Υπουργού και του Αν. Γενικού Διευθυντή. (Τεκμήριο 8). Κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 85 (1Β)(α) του Ν. 1/1990, η ΕΔΥ έκρινε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφασή της να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα, χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί. Του δόθηκε όμως στη συνέχεια χρόνος να υποβάλει παραστάσεις μέχρι τις 16.1.2014, κάτι που έπραξε, και η ΕΔΥ επανεξέτασε το θέμα. Συνεπώς, δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα του αιτητή για ακρόαση. Το δε χρονικό διάστημα των τριών μηνών τέθηκε, αφού η ΕΔΥ μελέτησε όλα τα ενώπιόν της δεδομένα, έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα και πολυπλοκότητα της υπόθεσης. Αναφέρεται επίσης ότι η πειθαρχική έρευνα εναντίον του αιτητή εξακολουθεί να εκκρεμεί.
Οι συνήγοροι των δύο πλευρών εξέθεσαν τις αντίστοιχες θέσεις τους σε γραπτές αγορεύσεις, δίδοντας προφορικά διευκρινίσεις.
Η δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μίας προσφυγής εδράζεται στον Κανονισμό 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθεί ότι υπάρχει ένα από τα δύο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία, ήτοι:
α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή
β. Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.
Στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 ΑΑΔ 32, αναφέρθηκε ότι,
«η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η παρανομία για να θεωρηθεί ως έκδηλη πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα. [Βλέπε, Frangos and Others v. Minister of Interior and Others (1982) 3 CLR 53 και Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 1857]. Ο ορισμός της έκδηλης παρανομίας δόθηκε και στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233 ως εξής:
«έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»
Σχετικές με την έννοια της έκδηλης παρανομίας είναι και οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837, Moyo and another v. The Republic (1988) 3 CLR 1203 και Τούμπας ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση 189/2012 κ.ά. ημερομηνίας 6.6.2013.
Επίλυση νομικών ζητημάτων στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από το δικάζοντα δικαστή [Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)].
Ο κ. Πολυχρόνης εισηγήθηκε ότι η ακύρωση της πράξεως μπορεί να βασιστεί στην αρμοδιότητα όχι μόνο του οργάνου που την εξέδωσε, αλλά και των οργάνων των οποίων η κατά το Νόμο απαιτούμενη γνωμοδότηση προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξεως. Στην παρούσα περίπτωση, με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας, αρμόδια Αρχή για να προβεί σε καταγγελία είναι ο Υπουργός που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου. Συνεπώς, η πρόταση της αρμόδιας Αρχής που περικλείεται στο Τεκμήριο 2 και έγινε από την κα Αγάθη Ζακχαίου η οποία υπογράφει, όχι για το Διευθυντή του Υπουργείου, αλλά για Αναπληρωτή Διευθυντή, χωρίς να δίδονται εξηγήσεις δεν είναι νόμιμη.
Σύμφωνα με το άρθρο 2(στ) του Νόμου 1/1990 Αρμόδια Αρχή σημαίνει «τον Υπουργό που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου για τους υπαλλήλους του Υπουργείου του και κάθε Τμήματος που υπάγεται σ΄ αυτό.». Στην ένσταση επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 8 αντίγραφο σχετικού σημειώματος που απευθύνεται στον Υπουργό μέσω του Αν. Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου μέσω της κας Αγάθης Ζακχαίου, όπου υπάρχουν υπογραφές δίπλα από την αναφορά στον Υπουργό και στον Αν. Γενικό Διευθυντή με χειρόγραφη εξουσιοδότηση/έγκριση. Περαιτέρω, στην επιστολή που υπογράφεται από την Αγάθη Ζακχαίου (Τεκμήριο 1) κάτω από το όνομά της αναφέρεται «Για Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή».
Με αυτά τα δεδομένα δεν κρίνω ότι έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία σε συνάρτηση με την αρμοδιότητα του οργάνου που προέβη στην καταγγελία με βάση την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση.
Σε ότι αφορά το χρόνο που έθεσε η ΕΔΥ τον αιτητή σε διαθεσιμότητα, στην απόφαση επεξηγούνται τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη για επιβολή του μεγαλύτερου δυνατού διαστήματος διαθεσιμότητας και έχοντας υπόψη ότι αυτό το διάστημα δεν υπερβαίνει το ανώτατο που προνοείται από το Νόμο, δεν κρίνω ότι καταδεικνύεται οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία. Εν πάση περιπτώσει, σημειώνεται ότι στην απόφαση της ΕΔΥ να θέσει σε διαθεσιμότητα τον αιτητή για περίοδο τριών μηνών προνοείται επίσης «εκτός εάν η απόφαση της Επιτροπής διαφοροποιηθεί όταν θα επανεξετάσει το θέμα, αφού λάβει υπόψη τις παραστάσεις που τυχόν θα υποβάλουν οι υπάλληλοι ή και σε περίπτωση που η πειθαρχική έρευνα ολοκληρωθεί ενωρίτερα και/ή προκύψουν εξελίξεις που να δικαιολογούν τερματισμό της διαθεσιμότητάς του.»
Η ΕΔΥ, μετά από πρόταση της αρμόδιας Αρχής, αποφάσισε όπως τεθεί άμεσα σε διαθεσιμότητα ο αιτητής με βάση το άρθρο 85(1) του Ν. 1/1990 για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αφού, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, έλαβε υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης, της δημοσιότητας που έχει δοθεί σ΄ αυτή, τις διαστάσεις που έχει πάρει το θέμα, την πιθανότητα και/ή δυνατότητα επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας και της αλλοίωσης και/ή εξαφάνισης μαρτυρικού υλικού, αφού η έρευνα αναμένεται να λάβει χώρα εντός του χώρου των Φυλακών, καθώς και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης και των λεπτών χειρισμών που απαιτούνται, σε σχέση με την υπό αναφορά καταγγελία, αφού θα διοριστεί Ερευνών Λειτουργός με σκοπό να διεξαχθεί πειθαρχική έρευνα εναντίον τους.
Η διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις προβλέπεται στο άρθρο 85 του Ν. 1/1990, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«85.-(1) Αν διαταχθεί έρευνα πειθαρχικού παραπτώματος, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 81, εναντίον κάποιου υπαλλήλου ή με την έναρξη αστυνομικής έρευνας με σκοπό την ποινική δίωξη εναντίον του, η Επιτροπή μπορεί, αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο κατά την διάρκεια της έρευνας και σε τέτοια περίπτωση ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1 Α), εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις που ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1Β):
Νοείται ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποία τίθεται ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί, αν συντρέχει σοβαρός λόγος, για άλλους τρεις μήνες.
(1Α) ........
(1Β)(α) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δε θα επηρεαστεί με οποιονδήποτε τρόπο η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας, να θέσει αμέσως τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα δυνάμει του εδαφίου (1), χωρίς να προβεί στις ενέργειες που αναφέρονται στο εδάφιο (1Α), παρέχοντας ταυτόχρονα στον υπάλληλο αυτό το δικαίωμα να υποβάλει, αν το επιθυμεί, το αργότερον εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την ημέρα της επίδοσης της απόφασης της, γραπτή ένσταση για την απόφασή της να τον θέσει σε διαθεσιμότητα.»
Ο αιτητής ήταν υπεύθυνος πτέρυγας όπου κατ΄ ισχυρισμό διεπράχθη εναντίον συγκεκριμένου καταδίκου σεξουαλική κακοποίηση, καθώς επίσης και υπεύθυνος σε πτέρυγες όπου διαπράχθηκαν άλλα περιστατικά όπως αναφέρεται στην καταγγελία που έγινε και μνημονεύεται στα πρακτικά της ΕΔΥ. Στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και στην εκτίμηση των γεγονότων που βρίσκονταν ενώπιόν του, εκτός αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας που συνιστά υπέρβαση εξουσίας ή παραβίαση του Συντάγματος ή Νόμου [Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας ν. Ανδρέα Αναστασιάδη (1991) 3 ΑΑΔ 1]. Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, δε θεωρώ ότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι υπήρξε έκδηλη παρανομία. Η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος συγκεκριμενοποιείται στην απόφαση της ΕΔΥ με αναφορά σε εξειδικευμένα περιστατικά, έτσι ώστε να φαίνεται ο συλλογισμός του διοικητικού οργάνου [Νικολάου ν. ΕΔΥ (1992) 4 Ε ΑΑΔ 3959]. Βέβαια, τονίζεται ότι στο πρωταρχικό αυτό στάδιο το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Η δοθείσα αιτιολογία για την διαθεσιμότητα όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 2 στην ένσταση δεν περιέχει λόγους που θα οδηγούσαν στην διαπίστωση έκδηλης παρανομίας, εφόσον το ζητούμενο εδώ είναι η διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της πιθανής διάπραξης πειθαρχικού αδικήματος.
Έχοντας καταλήξει ότι δεν έχει καταδειχθεί το στοιχείο της έκδηλης παρανομίας, και έχοντας υπόψη ότι ο αιτητής απέσυρε τον ισχυρισμό του περί ανεπανόρθωτης ζημιάς, η αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη και δεν απαιτείται εξέταση των υπολοίπων θεμάτων που ηγέρθησαν από τους καθ΄ων η αίτηση.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της υπόθεσης.
K. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ