ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D176
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 5786/2013)
7 Μαρτίου, 2014
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
NELLI SAYADYAN,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΟΝ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Αίτηση ημερομηνίας 27.8.2013
για Έκδοση Προσωρινών Διαταγμάτων
Δημήτρης Παυλίδης, για την Αιτήτρια.
Τατιάνα Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η αιτήτρια, υπήκοος Αρμενίας, με την προσφυγή της προσβάλλει τη νομιμότητα απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 3.7.2013, με την οποία απέρριψαν την αίτηση της για άδεια παραμονής της στη Δημοκρατία. Περίπου ένα μήνα μετά την καταχώρηση της προσφυγής, η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση, με την οποία επιζητεί προσωρινή προστασία με την έκδοση διαταγμάτων όπως οι καθ΄ων η αίτηση απόσχουν οποιασδήποτε ενέργειας ή πράξης για την απέλασή της και «όπως το απειλούμενο να εκδοθεί Διάταγμα Κράτησης (Threatened to be issued) και απέλασης της Αιτήτριας, μη εκδοθεί».
Με οδηγίες του Δικαστηρίου η εν λόγω αίτηση επιδόθηκε στην άλλη πλευρά, η οποία καταχώρησε ένσταση.
Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα που προηγήθηκαν της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτουν τα ακόλουθα: H αιτήτρια αφίχθηκε νόμιμα στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 22.9.2005 με σκοπό να εργαστεί ως οικιακή βοηθός. Ακολούθως, της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός με ισχύ μέχρι 22.9.2009. Κατόπιν αιτήματος της, η άδεια αυτή παρατάθηκε μέχρι 30.7.2010 με την ένδειξη «Τελική μη ανανεώσιμη». Με επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 12.9.2012 η αιτήτρια αιτήθηκε όπως της παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής, αποστέλλοντας στις 23.4.2013 και σχετική υπενθύμιση. Το αίτημα απορρίφθηκε με επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 3.7.2013 προς τους δικηγόρους της αιτήριας, η οποία είχε το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Κύριε,
Θέμα: Αίτημα για παράταση άδειας παραμονής για την
Nelli SAYADYAN, από την Αρμενία
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας, ημερομηνίας 12/09/2012 και 23/04/2013 αντίστοιχα, προς το Υπουργείο Εσωτερικών, με την οποία ζητάτε όπως παραχωρηθεί άδεια παρανομής στην πιο πάνω αλλοδαπή και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας απορρίπτεται καθότι η αλλοδαπή διαμένει παράνομα από το 2009.
2. Ενόψει των πιο πάνω παρακαλείστε όπως συμβουλεύσετε την αλλοδαπή όπως αναχωρήσει άμεσα από την Κύπρο, διαφορετικά θα ληφθούν μέτρα για την απομάκρυνση της.»
Τα πιο πάνω γεγονότα προκύπτουν ως κοινό έδαφος από τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις της αιτήτριας και της Παναγιώτας Φωτίου, Διοικητικού Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, οι οποίες συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα.
Η ουσία της υπόλοιπης μαρτυρίας της αιτήτριας είναι ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος να απελαθεί, παρά το γεγονός ότι είναι εις γνώση της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) ότι στις 23.7.2013 καταχωρήθηκε από την αιτήτρια προσφυγή. Η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρίζεται η αιτήτρια, είναι έκδηλα παράνομη γιατί στηρίζεται σε υπουργική απόφαση και όχι σε Νόμο ή Κανονισμό, ενώ υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα με την αίτηση διατάγματα, καθότι θα απελαθεί πριν εξεταστεί η προσφυγή της και πριν «εξασφαλιστούν» όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα της που απορρέουν από το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και άλλα νομοθετήματα, για δίκαιη δίκη, πραγματική θεραπεία και προσφυγή «ενώπιον εθνικής Αρχής».
Με την ένστασή τους οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τους ισχυρισμούς της αιτήτριας προβάλλοντας πολυάριθμες προδικαστικές ενστάσεις. Eπί της ουσίας διατείνονται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων αφού ούτε έκδηλη παρανομία υπάρχει, αλλά ούτε και θα υποστεί η αιτήτρια οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά, με βασική θέση, όπως προκύπτει και από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, ότι η άδεια παραμονής της αιτήτριας ήταν μέχρι 30.7.2010, δεν αποτάθηκε για την ανανέωση της και έκτοτε διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία.
Προχωρώ στην εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων, όχι όμως με τη σειρά που διατυπώνονται στην ένσταση.
Οι καθ' ων η αίτηση, υποστηρίζουν ότι η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη καθότι στρέφεται εναντίον μελλοντικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, που δεν προσβάλλονται με την προσφυγή, αντικείμενο της οποίας είναι η απόφαση της διοίκησης ημερομηνίας 3.7.2013.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ν. Χαραλάμπους, «Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Υπηρεσίας (Έκδοση 2004), σελ. 50-51 «Για να διαταχθεί αναστολή μιας πράξης θα πρέπει να έχει προηγηθεί η προσβολή της με Προσφυγή. Η αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση μιας πράξης έχει παρακολουθητικό χαρακτήρα και μόνο σε συνάρτηση με την προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η πράξη μπορεί να εξεταστεί» (βλ. επίσης Carrann v. Republic (1983)3 C.L.R. 199, Χριστούδιας ν. Δημοκρατίας (1989) 3Β Α.Α.Δ. 650 και Imad Kahil κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1253/11, ημερ. 2.12.11).
Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Το προσωρινό διάταγμα είναι ανασταλτικό μέτρο παρακολουθητικού χαρακτήρα και δίδεται σε συνάρτηση με την αίτηση ακύρωσης διοικητικής πράξης. Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι πράξη απέλασης της αιτήτριας, αλλά άρνηση της διοίκησης να εκδώσει άδεια παραμονής της στη Δημοκρατία. Εκείνο δε που ουσιαστικά επιδιώκεται με την αίτηση δεν είναι η αναστολή της προσβαλλόμενης πράξης αλλά η παρεμπόδιση λήψης πιθανών μελλοντικών μέτρων από τη διοίκηση για την απέλασή της. Καμία συνάρτηση δεν υπάρχει μεταξύ εκείνου που επιδιώκεται με την αίτηση και της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατ' ακολουθία, η προσωρινή θεραπεία που ζητά η αιτήτρια δεν μπορεί να δοθεί ως παρακολουθητικό μέτρο προστασίας στην προσφυγή αυτή.
Ακόμη όμως και αν ήθελε θεωρηθεί πως η αίτηση αποσκοπεί στην αναστολή της προσβαλλόμενης απόφασης, παρατηρώ ότι το περιεχόμενο της πρώτης παραγράφου της επιστολής ημερομηνίας 3.7.2013, αποτελεί πράξη αρνητικού περιεχομένου και ως τέτοια δεν μπορεί να ανασταλεί αφού θεωρείται ότι ισοδυναμεί με την έκδοση διοικητικής απόφασης από το δικαστήριο, κάτι που θεωρείται ανεπίτρεπτο. (βλ. Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Sayigh v. Republic (1986) 3 C.L.R. 277). Το περιεχόμενο δε της δεύτερης παραγράφου δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη η οποία μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, αφού δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι της αιτήτριας (βλ. Δημοκρατία ν Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 A.A.Δ.26).
Η επιτυχία της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης σφραγίζει και την τύχη της αίτησης, καθιστώντας αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων προδικαστικών ενστάσεων και άλλων λόγων που επικαλούνται οι καθ' ων η αίτηση προς απόρριψη της αίτησης. Ωστόσο, θα ήθελα να σημειώσω ότι στο ίδιο απορριπτικό αποτέλεσμα θα κατέληγα και επί της ουσίας.
Σύμφωνα με τις αρχές που ανέπτυξε η νομολογία μας - βλ. Moyo (ανωτέρω), 1208, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1971)3 Α.Α.Δ. 345, Γεωργιάδης (αρ.1) ν. Δημοκρατίας (1965) 3 Α.Α.Δ. 392 - προσωρινά διατάγματα δυνάμει του Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (όπως ο Κανονισμός αυτός έχει τροποποιηθεί), στον οποίο εδράζεται η αίτηση, δύνανται να εκδοθούν (α) όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία· ή (β) όπου καταφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημίας εφόσον σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη Διοίκηση οπότε λόγοι δημόσιου συμφέροντος κωλύουν την προσωρινή θεραπεία.
Στη Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εσωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233 η έκδηλη παρανομία συνοψίστηκε (στη σελ. 249) ως «. εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.» (βλ. και Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd (2007) 3 A.A.Δ. 32, 36, στην οποία υιοθετήθηκε με ρητή αναφορά η έννοια του όρου που δόθηκε στην υπόθεση Λοϊζίδης (ανωτέρω)).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν φαίνεται να ικανοποιείται το κριτήριο για «έκδηλη» ή «εξόφθαλμη» παρανομία, η οποία μάλιστα να αναδύεται από μόνη της από αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα. Κατ' αρχάς, η θέση που διατυπώνει η αιτήτρια στην ένορκη δήλωσή της, ότι η επίδικη πράξη είναι παράνομη γιατί στηρίζεται σε υπουργική απόφαση και όχι Νόμο ή Κανονισμό, δεν έχει υποστηριχθεί ή προωθηθεί με την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου της και έχει παραμείνει ατεκμηρίωτη. Ο γενικός και αόριστος αυτός ισχυρισμός δεν στοιχειοθετεί έκδηλη παρανομία, στη βάση της οποίας θα μπορούσε να παραχωρηθεί η αιτούμενη με την αίτηση θεραπεία. Αόριστοι και ατεκμηρίωτοι παραμένουν και οι ισχυρισμοί της αιτήτριας που έχουν ως βάση συνταγματικές διατάξεις, διεθνείς συμβάσεις και «δεσμεύσεις» της Δημοκρατίας. Δεν διαλανθάνει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι στη γραπτή αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος θέτει θέμα έκδηλης παρανομίας με αναφορά, για πρώτη φορά, σε επιστολές τεκμήρια που παρουσιάζονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση. Συγκεκριμένα, παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος στην άδεια προσωρινής παραμονής της αιτήτριας (Τεκμήριο 3), στην οποία αναγράφεται ότι αυτή ισχύει μέχρι 22.9.2009, στην επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 18.9.2009 προς την αιτήτρια, με την οποία την πληροφορούν οι καθ' ων η αίτηση για την παράταση της προσωρινής άδειας παραμονής της μέχρι 30.7.2010 (Τεκμήριο 5) και την επίδικη απόφαση (Τεκμήριο 7), με την οποία απορρίπτεται το αίτημα της αιτήτριας για περαιτέρω παράταση καθότι «διαμένει παράνομα από το 2009», εισηγούμενος πως τα γεγονότα αυτά καταδεικνύουν έκδηλη παρανομία. Η αίτηση όμως, τα πλαίσια εξέτασης της οποίας οριοθετούνται από το νομικό και πραγματικό της υπόβαθρο δεν στηρίζεται στα γεγονότα αυτά. Εν πάση όμως περιπτώσει, αναδύεται από το ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η άδεια παραμονής και απασχόλησης της αιτήτριας, η οποία ήταν καθορισμένης χρονικής διάρκειας, έληξε κανονικά στις 30.7.2010. Κατέστη έτσι η περαιτέρω παραμονή της παράνομη. Τούτου δοθέντος, θεωρώ ότι η απόρριψη του αιτήματος ημερομηνίας 12.9.2012 για παράταση, για το λόγο ότι η αιτήτρια διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα, με αναφορά σε λανθασμένη ημερομηνία, δηλαδή από το 2009 αντί το 2010, ουδόλως συνιστά έκδηλη παρανομία με την έννοια που έχει εξηγηθεί πιο πάνω.
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το ζητούμενο προσωρινό διάταγμα, συνάπτεται του παραπόνου ότι θα απελαθεί πριν από την εκδίκαση της προσφυγής. Παρατηρώ ότι τα όσα η αιτήτρια επικαλείται ή αναφέρει στην ένορκη δήλωση της για να καταδείξει ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, δεν ταυτίζονται με την έννοια της ανεπανόρθωτης ζημιάς που απαιτείται ως προϋπόθεση για να επιτύχει η αίτηση. Κανένας αλλοδαπός δεν έχει αυτόνομο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία εκκρεμούσας οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας στην οποία είναι διάδικος. Αν, όμως, η φυσική παρουσία του κριθεί αναγκαία, μπορεί να γίνουν κατάλληλες ρυθμίσεις - (βλ. Moyo & Another v. Republic (1988)3 C.L.R. 1203 και Rached v. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135).
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή στο τέλος της προσφυγής.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου