ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D201
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 26/2012
19 Μαρτίου, 2014
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BALDE ABDOULAYE
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Καθ' ων η αίτηση
....................................
Σ. Μαμαντόπουλος, για τον αιτητή
Ελ. Γαβριήλ (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
.............................
A Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Ο αιτητής κατάγεται από τη Γουϊνέα. Στην Κύπρο εισήλθε παράνομα περί τις αρχές Μαϊου 2010. Αμέσως μετά την 28/5/10 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση ασύλου. Είναι ενήλικας και Μουσουλμάνος στο θρήσκευμα. Την αίτηση του την στήριξε σε φόβους για τη ζωή του από το στρατό της χώρας του μετά από τη συμμετοχή του σε αντικυβερνητική διαδήλωση και σύλληψη του από στρατιώτες. Παρέμεινε υπό κράτηση για μια εβδομάδα και στη συνέχεια απέδρασε με τη βοήθεια φίλου του πατέρα του. Επίσης πρόβαλε ως περαιτέρω βάση της αίτησης του τη συμμετοχή του σε εθνοτική ομάδα που είναι διαφορετική απ' αυτή που είναι στην εξουσία.
Η αίτηση του εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα και απορρίφθηκε με το εξής αιτιολογικό:
«Αφού, μεταξύ άλλων, παρά το γεγονός ότι,
1. οι λόγοι τους οποίους επικαλείσθε για διεθνή προστασία δεν υφίστανται στην περίπτωση σας
2. παρουσιάσατε αναξιοπιστίες σχετιζόμενες με το αίτημα σας
3. εργοδοτείσθο και διαμένατε απρόσκοπτα στην οικία/περιοχή σας.
Ως εκ τούτου η Υπηρεσία Ασύλου κρίνει ως αναξιόπιστους τους ισχυρισμούς σας και δεν έχετε ανάγκη διεθνούς προστασίας.»
Ο αιτητής μη ικανοποιηθείς με την άνω απόφαση υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (εφεξής «ΑΑΠ»). Σ' αυτήν δεν προσέθεσε οποιαδήποτε νέα στοιχεία απ' ότι παρέθεσε στην αρχική του αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου. Ως εκ τούτου συνεκτιμηθέντος του άνω στοιχείου με όλα τ'αλλα δεν κρίθηκε σκόπιμη η κλήση του αιτητή σε συνέντευξη ή σε ακροαματική διαδικασία. Στις 14/12/11 η «ΑΑΠ» εξέδωσε την απόφαση της και επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Η απόφαση απεστάλη με επιστολή της «ΑΑΠ» ημερ. 27/12/11 στον αιτητή και παραλήφθηκε από τον τελευταίο την 29/12/11.
Την απόφαση της «ΑΑΠ» ημερ. 14/12/11 προσβάλλει ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή του ως προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, ως παραβιάζουσα τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και/ή της νομολογίας, ότι είναι προϊόν αυθαιρεσίας, υπέρβαση εξουσίας ή κατάχρηση εξουσίας, ως αναιτιολόγητες και/ή στερούμενης της δέουσας αιτιολογίας, ως ληφθείσας κατά παράβαση των Κανονισμών, ως αντίθετη με τη χρηστή διοίκηση και/ή ως αντιφατική και/ή ως αντίθετη με τη φυσική δικαιοσύνη.
Ως αποτέλεσμα αξιοί δήλωση του Δικαστηρίου ότι αυτή είναι άκυρη, παράνομη και στερουμένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Ενώπιον του Δικαστηρίου προωθήθηκε ο λόγος ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα των γεγονότων που επικαλέστηκε ο αιτητής και που αφορούσαν την πολιτική αστάθεια στη χώρα καταγωγής του και τις εθνοτικές αντιπαραθέσεις που υπάρχουν και αποτελούν διαρκή κίνδυνο. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αναρμόδια από το λειτουργό της «ΑΑΠ» που ετοίμασε την εισήγηση και η οποία υιοθετήθηκε από την «ΑΑΠ» αυτούσια ως rubber stamp.
Όπως είναι θεμελιωμένο, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της. Υπό κρίση είναι η νομιμότητα της και η διαπίστωση του κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας. (βλ. Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 393, Shahadat v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 573, Batim Bokov v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 614, Ibrahim Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 609).
Δεν συμμερίζομαι τις θέσεις που προωθήθησαν από το δικηγόρο του αιτητή. Από το περιεχόμενο της εισήγησης προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (Παράρτημα 5 στην ένσταση), εισήγηση και επίδικη απόφαση (Παράρτηματα 9 και 10 αντίστοιχα στην ένσταση) φαίνεται ξεκάθαρα ότι εξετάστηκαν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής όπως και οι παράμετροι τους. Καταγράφησαν με σαφήνεια τα ευρήματα της διαδικτυακής έρευνας σχετικά με τη χώρα του αιτητή, τις εθνοτικές ομάδες, την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και τον ρόλο των ενόπλων δυνάμεων (Στρατού και Αστυνομίας). Συγκρίθηκαν και εκτιμήθηκαν με όσα προέβαλε ο αιτητής και εύλογα οι καθ΄ων η αίτηση άχθησαν στα συμπεράσματα τους που δεν ήταν άλλα ότι με την εκδημοκρατικοποίηση της χώρας και την πραγμάτωση εκλογών τον Ιούνιο και Δεκέμβριο του 2010 παρέχεται πλέον προστασία στους πολίτες από τις δυνάμεις ασφάλειας και ότι ο στρατός αποσύρθηκε από την πολιτική.
Να σημειωθεί ότι ορθά η έρευνα προσανατολίσθηκε και στην μετά την αναχώρηση του αιτητή περίοδο, λαμβανομένου υπόψη ότι τα γεγονότα που λαμβάνονται υπόψη κατά το χρόνο λήψης της απόφασης είναι αυτά που ισχύουν κατά το χρόνο εξέτασης του αιτήματος και όχι προγενέστερα αυτού.
Συνεπώς εύλογα κρίθηκε ότι δεν τεκμηριώθηκε η ύπαρξη κατά τον ουσιώδη χρόνο δικαιολογημένου φόβου δίωξης του αιτητή από το στρατό ή άλλους της χώρας του λόγω της προηγούμενης του δραστηριότητας ή λόγω της εθνοτικής ομάδας που ανήκει. Ο ισχυρισμός του σχετικά με τη δίωξη από 28/9/09 αποδείχθηκε βάσιμα αναξιόπιστος για τους λόγους που εκτίθενται στην έρευνα/εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού ημερ. 29/5/11 (Παράρτημα 5 στην ένσταση). Τα όσα αναφέρονται εκεί δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σ' άλλο αποτέλεσμα. Υπενθυμίζεται ότι ο αιτητής φέρει κατ' αρχήν, το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του. Η διοικητική του προσφυγή δεν στηρίχθηκε από τον αιτητή επί οποιουδήποτε επιπρόσθετου αποδεικτικού στοιχείου πέραν των όσων επικαλέστηκε και προώθησε στην Υπηρεσία Ασύλου. Η «ΑΑΠ», όπως είχε δικαίωμα, έκρινε ότι η έρευνα η οποία διεξήγε η Υπηρεσία Ασύλου ήταν πλήρης και κατά συνέπεια δεν είχε υποχρέωση να τα εξετάσει εκ νέου. Τα ευρήματα της Υπηρεσίας Ασύλου που κλόνισαν την αξιοπιστία του αιτητή ως προς τον πυρήνα του αιτήματος του καταγράφηκαν και επιβεβαιώθηκαν χωρίς να παρουσιάζουν οιονδήποτε κενό, βλ. σελ.. 4 και 5 του Παραρτήματος 9 της ένστασης. Δεν δικαιολογείται δε οιονδήποτε παράπονο για παράλειψη της «ΑΑΠ» να καλέσει τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη προκειμένου αυτός να δώσει συμπληρωματικές πληροφορίες. Ο αιτητής δεν παρουσίασε κανένα νέο στοιχείο ώστε να προκαλέσει κλήση του σε νέα συνέντευξη που, όπως είναι θεμελιωμένο, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής η κλήση του αιτητή κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής του. Στην Harpreet Singh v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Εισαγγελέα (2006) 3 ΑΑΔ 393, η Πλήρης Ολομέλεια στη σελ. 398 αναφέρει τ' ακόλουθα, σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα σε συνάρτηση και με το άρθρο 28Ζ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000.
«Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω αντιμετώπιση. Ο Νόμος δεν επιβάλλει συναφώς οποιαδήποτε υποχρέωση στην Αρχή. Κανένα σχετικό καθήκον δεν προβλέπεται και δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση ενέργειας της διοίκησης οπότε, βεβαίως, δεν τίθεται και θέμα παράλειψης νόμιμης ενέργειας.
Σύμφωνα με το άρθρο 28 Ζ η διαδικασία ενώπιον της Αρχή μπορεί να είναι τόσο γραπτή, όσο και ακροαματική. Η Αρχή εξετάζει κάθε διοικητική προσφυγή, ύστερα από διερεύνηση της υπόθεσης από αρμόδιο λειτουργό, ο οποίος και υποβάλλει σχετική έκθεση. Η δυνατότητα κλήσης του αιτητή σε προσωπική συνέντευξη είναι, σύμφωνα με το άρθρο 28 Ζ (3), στην ευχέρεια τόσο της Αρχής, όσο και του αρμόδιου λειτουργού.
Εξ ίσου θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας είναι και η απόφαση της Αρχής να διεξάγει ή όχι ακροαματική διαδικασία, στην οποία έχει την εξουσία να καλεί ενώπιόν της, όχι μόνο τον αιτητή, αλλά και οποιουσδήποτε εμπειρογνώμονες ήθελε αποφασίσει ή τον αρμόδιο λειτουργό της Αρχή ή ακόμα και εκπρόσωπο της Υπηρεσίας Ασύλου. Η ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Αρχή γίνεται σε κλειστή συνεδρία.
Η Αρχή, ακόμα και στην περίπτωση που ο αιτητής υποβάλλει νέα στοιχεία, έχει την απόλυτη ευχέρεια είτε να τον καλέσει σε προσωπική συνέντευξη, είτε σε ακροαματική διαδικασία. Κατά πόσο τα στοιχεία που υποβάλλονται από τον αιτητή είναι νέα, κρίνεται από την Αρχή.»
Σε ότι αφορά την ισχυριζόμενη πλάνη κρίνω ότι αυτή δεν θεμελιώθηκε σε συνάρτηση με συγκεκριμένο γεγονός ή πρόνοια του Νόμου και παρέμεινε ο ισχυρισμός μέχρι τέλους γενικός και μετέωρος χωρίς αποτέλεσμα.
Τα στοιχεία στην απόφαση της «ΑΑΠ» στο σύνολο τους καταδεικνύουν τη μη πειστικότητα αφενός των ισχυρισμών του αιτητή περί ατομικής δίωξης του και πιθανότητα κινδύνου της ζωής του σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του και αφετέρου ότι το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός του νόμου και πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας. Η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Στις ίδιες παραμέτρους κινείται και το θέμα της μη παραχώρησης στον αιτητή του καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Πέραν των θανάτων των πατέρα και αδελφού του, όπως επίσης της αλλαγής του τόπου διαμονής της μητέρας του σε γειτονική χώρα δεν τεκμηρίωσε το δικαίωμα του σε τέτοιο καθεστώς, σύμφωνα με το άρθρο 19(Α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε).
Η προσφυγή απορρίπτεται με €800 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΚΑς