ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D181
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.
1226/2012, 1260/2012 και 1299/2012)
11 Μαρτίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/ΣΤΗΣ]
(Υπόθεση Αρ. 1226/2012)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Αιτητής,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
Καθ΄ ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1260/2012)
ΚΩΣΤΑΣ ΤΟΥΜΠΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1299/2012)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/Η ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην υπόθεση αρ. 1226/2012
Κ. Χρυσοστομίδης με Π. Πολυβίου και Αλ. Ταλιαδώρο, για τον Αιτητή στην υπόθεση αρ. 1260/2012.
Η. Δήμου, για τον Αιτητή στην υπόθεση αρ. 1299/2012.
Δ. Εργατούδη, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το ιστορικό των τριών αυτών συνεκδικαζόμενων προσφυγών είναι κοινό και έχει αναφερθεί τόσο από το Ανώτατο Δικαστήριο πρωτοδίκως, κατά την εκδίκαση των αιτήσεων για προσωρινό διάταγμα που είχαν υποβληθεί σε κάθε μια από τις προσφυγές, πριν την συνεκδίκαση τους που διατάχθηκε στις 7.11.2013 μετά από αίτηση της Δημοκρατίας, όσο και στο σκεπτικό της Ολομέλειας στις Α.Ε. αρ. 189/12, 195/12 και 196/12 ημερ. 6.6.2013, με την οποία ανατράπηκε αφενός η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1226/12 ημερ. 28.9.2012 με την οποία κρίθηκε ότι η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων ημερ. 3.8.2012, η οποία κατά πλειοψηφία, αποφάσισε την επιβολή της ποινής της εξαναγκαστικής παραίτησης, έπασχε από έκδηλη παρανομία, και αφετέρου επικύρωσε την άρνηση των αδελφών Δικαστών στις προσφυγές υπ΄ αρ. 1260/12 και 1299/12, να εκδώσουν τα αντιστοίχως αιτηθέντα διατάγματα, κρίνοντας ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν ήταν έκδηλα παράνομη.
Καταγράφονται εν συντομία τα δεδομένα στις προσφυγές τα οποία είναι κοινά: Στις 20.12.2005 όλοι οι αιτητές ήσαν μέλη ομάδας αστυνομικών που ανέκοψε δύο πολίτες και στη συνέχεια τους κακοποίησε στο βαθμό και έκταση που καταγράφηκε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου κ.α. (2010) 2 ΑΑΔ 94. Με αφορμή το επεισόδιο που είχε σημειωθεί στις 20.12.2005, οι αιτητές, μεταξύ άλλων αστυνομικών που συμμετείχαν στην εν λόγω ομάδα, αντιμετώπισαν πειθαρχικές διώξεις από το ίδιο το Αστυνομικό Σώμα. Υπό το φως όμως της προσαγωγής των αιτητών ενώπιον της ποινικής δικαιοσύνης και της συνακόλουθης παραπομπής τους στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, οι πειθαρχικές υποθέσεις παρέμειναν σε εκκρεμότητα. Το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε όλους τους ενώπιον του κατηγορούμενους, ποινή που ανετράπη από την Πλήρη Ολομέλεια μετά την άσκηση έφεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα, στην προαναφερθείσα απόφαση. Οι κατηγορούμενοι, περιλαμβανομένων των αιτητών, επαναδικάστηκαν από Κακουργιοδικείο με άλλη σύνθεση. Με δικές τους παραδοχές, οι αιτητές, καταδικάστηκαν στο αδίκημα της πρόκλησης επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη. Τους επεβλήθη 12μηνη ποινή φυλάκισης με τριετή αναστολή.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω τελικής ετυμηγορίας από το ποινικό Δικαστήριο, οι πειθαρχικές διώξεις αναβίωσαν. Η Πειθαρχική Επιτροπή της Αστυνομίας έκρινε ενόχους τους τρεις αιτητές, μέσα από παραδοχή τους, στην κατηγορία της καταδίκης σε ποινικό αδίκημα κατά παράβαση της παρ. 20, Πρώτος Πίνακας (Κανονισμός 8) του Πειθαρχικού Κώδικα και του Κανονισμού 16(1) του 1989-2004. Επιβλήθηκε και στους τρεις αιτητές στις 6.4.2011, χρηματική ποινή ίση με απολαβές οκτώ ημερών.
Η απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής δεν ικανοποίησε. Ο Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας αποφάσισε την καταχώρηση έφεσης ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων εναντίον της εν λόγω ποινής της Πειθαρχικής Επιτροπής. Το Συμβούλιο Εφέσεων με πλειοψηφική του απόφαση ημερ. 3.8.2012, επέβαλε στους αιτητές την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση.
Οι αιτητές με τις προσφυγές τους εγείρουν κοινά σημεία προς εκδίκαση με στόχο την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων. Ουσιώδης θέση τους είναι η παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης λόγω της συμμετοχής του Αρχηγού Αστυνομίας στην εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης. Η πιο πάνω συμμετοχή δεν εξασφάλιζε το τεκμήριο της αμεροληψίας, το δε ζήτημα δεν πρέπει να ιδωθεί από την άποψη συμμετοχής προσώπων, αλλά από την άποψη θεσμικής αμεροληψίας. Η ουσία της θέσης αυτής έγκειται στην υιοθέτηση από το Μιχάλη Παπαγεωργίου, όταν διορίστηκε Αρχηγός Αστυνομίας, της άποψης του τέως Αρχηγού Αστυνομίας, Χαράλαμπου Κουλέντη όσον αφορά την πειθαρχική δίωξη των αιτητών και ο οποίος θεώρησε ότι λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων η πειθαρχική υπόθεση έπρεπε να εκδικαστεί από Πειθαρχική Επιτροπή. Την άποψη αυτή υιοθέτησε πλήρως ο νέος Αρχηγός Αστυνομίας, θεωρώντας τα αδικήματα ιδιαιτέρως σοβαρά, μη διαφοροποιώντας τη θέση αυτή σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Εισηγούνται επίσης οι αιτητές ότι εγείρονται θέματα συνταγματικότητας των Κανονισμών 12(2)(γ) και 27 της ΚΔΠ 53/89, εφόσον ο Αρχηγός Αστυνομίας, ενώ είχε προηγουμένως γνωμοδοτήσει ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα των αιτητών ήταν σοβαράς μορφής και φύσεως, έλαβε μέρος και μάλιστα ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Εφέσεων, στο οποίο και προεδρεύει ex officio. Τέτοιες ρυθμιστικές διατάξεις στους Κανονισμούς παραβιάζουν την αρχή της αμεροληψίας ως αυτή κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος και τις αντίστοιχες πρόνοιες του ΄Αρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Κατά τρίτο λόγο, οι επιβληθείσες κατ΄ έφεση ποινές της απόλυσης είναι υπερβολικές και δυσανάλογες προς το αντικειμενικό μέτρο επιβολής ποινής, αλλά και υπό το φως τόσο της τιμωρίας των αιτητών από το Κακουργιοδικείο, όσο και του διαρρεύσαντος χρόνου.
Τέλος εγείρεται ζήτημα αιτιολόγησης της απόφασης από την άποψη ότι πέραν της καταγραφής του όλου ιστορικού, δεν παρέχεται πλήρης ή επαρκής αιτιολογία ώστε να υπάρχει αμφιβολία ως προς τους λόγους επιβολής των προσβαλλόμενων ποινών.
Το Συμβούλιο Εφέσεων αμφισβητεί κάθε λόγο ακύρωσης. Λέγει κατ΄ αρχάς ότι λόγοι αντισυνταγματικότητας εξετάζονται μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι για την επίλυση της διαφοράς, ιδιαιτέρως έχοντας υπόψη και την αρχή ότι κάθε Νόμος τεκμαίρεται συνταγματικός εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Και εδώ δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί θέμα συνταγματικότητας διότι εν πάση περιπτώσει η συμμετοχή του Αρχηγού Αστυνομίας δεν παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας δεδομένου ότι δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο και κατήγορος και κριτής. Αλλο ήταν το πρόσωπο που έλαβε την απόφαση για παραπομπή στην Πειθαρχική Επιτροπή (ο Χ. Κουλέντης), και άλλο ήταν το πρόσωπο που συμμετείχε σ΄ αυτήν (ο Μ. Παπαγεωργίου), έχοντας μάλιστα υπόψη ότι το μόνο που ο Μ. Παπαγεωργίου έπραξε σε σχέση με την πορεία της όλης εκδίκασης της υπόθεσης ήταν να εισηγηθεί στον Υπουργό Δικαιοσύνης την αντικατάσταση του τότε Προέδρου της Πειθαρχικής Επιτροπής, Α. Νικολαϊδη, λόγω προαγωγής του, με την Μαριάννα Φραντζή. Η κρίση του Χ. Κουλέντη για παραπομπή της υπόθεσης στην Πειθαρχική Επιτροπή ήταν προσωπική, χωρίς τη δυνατότητα διαφοροποίησης της από τον Μ. Παπαγεωργίου, όταν ο τελευταίος ανέλαβε καθήκοντα Αρχηγού Αστυνομίας, αφού τέτοια δυνατότητα δεν προσφέρεται από τους Κανονισμούς. Ούτε και ο Μ. Παπαγεωργίου επιβεβαίωσε ή και συμφώνησε με την κρίση του Χ. Κουλέντη για παραπομπή της υπόθεσης για εκδίκαση από την Πειθαρχική Επιτροπή, με την επιστολή του ημερ. 24.3.2009 προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης για αντικατάσταση του Α. Νικολαϊδη.
Μετέπειτα, το όλο πλέγμα της υπόθεσης διαφοροποιήθηκε με την προσθήκη νέων κατηγοριών στο πειθαρχικό έντυπο που έφεραν στην επιφάνεια την ποινική καταδίκη, γεγονός που δεν είχε εξεταστεί κατά το στάδιο της παραπομπής της υπόθεσης στην Πειθαρχική Επιτροπή. Η έγκριση του τροποποιημένου κατηγορητηρίου από τον Μ. Παπαγεωργίου δεν σήμαινε, ούτε ήταν ένδειξη οποιασδήποτε μεροληψίας, εφόσον οι πειθαρχικές κατηγορίες που αρχικά υπήρχαν ανεστάλησαν και οι αιτητές καταδικάστηκαν στις κατηγορίες που προστέθηκαν.
Τέλος, το Συμβούλιο Εφέσεων θεωρεί ότι η επιβληθείσα ποινή του καταναγκασμού σε απόλυση δεν ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο είτε ως προς την επιλογή της, είτε ως προς την αυστηρότητά της. Ούτε και το Συμβούλιο Εφέσεων ενήργησε έξω από το ακραίο όριο της διακριτικής του ευχέρειας. Ούτε και ο διαρρεύσας χρόνος υπό το φως της ιδιαιτερότητας και περιπλοκότητας της υπόθεσης είναι παράγων που μπορεί να προσμετρήσει υπέρ της ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης. Ούτε και αναιτιολόγητη είναι η πράξη εφόσον στην απόφαση μνημονεύονται όλα τα δεδομένα, τα επιχειρήματα υπέρ και κατά, οι ενέργειες των αιτητών και το σκεπτικό με βάση το οποίο κρίθηκε αναγκαία η επιβληθείσα ποινή.
Αποτέλεσε κοινό παρονομαστή κατά τις διευκρινίσεις από όλους τους συνηγόρους, περιλαμβανομένης και της συνηγόρου του Συμβουλίου Εφέσεων, ότι η απόφαση στις Α.Ε. αρ. 189/12, 195/12 και 196/12 ημερ. 6.6.2013, δεν έχει επιλύσει οποιοδήποτε από τα εγειρόμενα τώρα θέματα ούτε καν το ζήτημα της αμεροληψίας από τη συμμετοχή του Μ. Παπαγεωργίου, εφόσον η Ολομέλεια το μόνο που είχε κρίνει ήταν η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας κατά το πρώϊμο στάδιο της εκδίκασης των αιτήσεων για το προσωρινό μέτρο της αναστολής της ποινής της καταναγκαστικής απόλυσης.
Το Δικαστήριο δεν διατηρεί αμφιβολία ότι στην παραγωγή της προσβαλλόμενης πράξης δεν τηρήθηκαν τα ελάχιστα εχέγγυα της αρχής της αμεροληψίας, αρχή θεμελιακής σημασίας. Σύμφωνα με τα όσα νομολογιακά εκπορεύονται από τις αποφάσεις τόσο της ημεδαπής δικαστικής κρίσης, όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκό, η αμεροληψία όχι μόνο πρέπει να υφίσταται, αλλά και να εμφανίζεται ως υφιστάμενη σε κάθε στάδιο παραγωγής της διοικητικής πράξης. Η αμεροληψία για να αποκτά ουσιαστικό και όχι απλώς λεκτικό περιεχόμενο, πρέπει να αντιμετωπίζεται εν ευρεία εννοία και όχι μέσα σε στεγανά και προϋπάρχουσες ιδέες και προκαταλήψεις. Ιδιαιτέρως, όταν στην παραγωγή της πράξης συμμετέχουν θεσμικώς όργανα της διοίκησης τα οποία καθηκόντως, στη βάση πρωτογενούς ή δευτερογενούς νομοθεσίας, οριοθετούν το πλαίσιο λειτουργίας της διοίκησης και προβαίνουν σε ανάλογες ενέργειες προς επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Δεν είναι τότε σε καμιά περίπτωση βάσιμη η θέση ότι η διοικητική ενέργεια απεκδύεται το θεσμικό μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν σε κάθε στάδιο. Είναι πρόδηλο ότι η συμμετοχική διαδικασία στη διοικητική απόφαση συσχετίζεται με το θεσμικό ρόλο που σε κάθε δεδομένη στιγμή έχει το ένα ή το άλλο φυσικό πρόσωπο. Τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν τη δεδομένη θέση δεν ενεργούν υπό ιδιότητα άλλη από αυτή που τους έχει εμπιστευθεί η πολιτεία. Όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.
Μπορούν να επαναληφθούν εδώ τα όσα εξαντλητικά καταγράφηκαν στο θέμα στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 28.9.2012, στην προσφυγή ημερ. 1226/12, στα πλαίσια της εκδίκασης της αίτησης για αναστολή της απόφασης. Η νομολογία έστω και αν καταγράφηκε στα πλαίσια επιδίωξης προσωρινού διατάγματος παραμένει βέβαια διαχρονικά η ίδια και το «ειδικό» βάρος που έχει ο αιτητής επιδιώκοντας προσωρινή προστασία αφορά στην ανάδειξη της παρανομίας ως «έκδηλης», δηλαδή παρανομίας εξόφθαλμης, άμεσα διαπιστωμένης και χωρίς την καταφυγή σε ανάλυση της ουσίας της υπόθεσης. Όταν η παρανομία είναι με τον τρόπο αυτό ολοφάνερη, τότε ο διαχωρισμός μεταξύ «έκδηλης» παρανομίας και παρανομίας που διαπιστώνεται κατά την ουσία της προσφυγής, παύει να έχει σημασία. Διαφορετικά ο αιτητής είναι αναγκασμένος να αναμένει την εκδίκαση της ίδιας της προσφυγής για να δικαιωθεί, ενώ στο μεταξύ έχει υποστεί για το διάστημα που διέρρευσε την παρανομία της διοίκησης, την οποία προσπάθησε να ανακόψει με το προσωρινό μέτρο της αναστολής. Εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Π.Κ. Λαζαράτου: Η προσωρινή δικαστική προστασία κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (2002), σε σχέση με την κατάχρηση εξουσίας ότι όπου αυτή αποδεικνύεται, «αποδεικνύεται προδήλως». Δεν υπάρχει με άλλα λόγια, ενδιάμεση θεώρηση του πράγματος.
Η αμεροληψία του διοικητικού οργάνου στη λήψη της διοικητικής απόφασης είναι θεμελιακής σημασίας. Όπως αναφέρεται στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η Έκδ. Τόμος Ι, σελ. 144-146, παρ. 128, τα πρόσωπα που μετέχουν στην παραγωγή της πράξης,
«. πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις για αμερόληπτη κρίση.. Συνεπώς, τα πρόσωπα αυτά οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης ..».
Η αμεροληψία πρέπει να υφίσταται, αλλά και να εμφανίζεται ως υφιστάμενη καθόλη την παραγωγή της διοικητικής πράξης. Η αμεροληψία ή η έλλειψη της δύναται να στοιχειοθετηθεί είτε υποκειμενικά, είτε αντικειμενικά. Η φαινομενική μεροληψία ή προκατάληψη έχει τη σημασία της και τα φαινόμενα μπορούν να οδηγήσουν στην ύπαρξη, εξ αντικειμενικής απόψεως, μη αμερόληπτου κριτή, (Piersack v. Belgium (1983) 5 EHRR 169 και Jacobs, White & Ovey: "The European Convention on Human Rights", 5η έκδ., σελ. 266). Όπως αναφέρεται στο τελευταίο αυτό σύγγραμμα:
«The objective element involves determination of whether, in terms of structure or appearance, a party´s doubts about the tribunal´s independence and impartiality may be legitimate.»
Και στο σύγγραμμα των Harris, O´Boyle & Warbrick: "Law of the European Convention on Human Rights" 2η έκδ., σελ. 291, αναφέρεται ότι:
«The objective test is comparable to the English law doctrine that `justice must not only be done: it must also be seen to be done.´. In this context, the Court emphasises the importance of `appearances´. As the Court has stated what is at stake is the confidence which the courts in a democratic society must insprire in the public ....»
Στην McGonnell v. UK 30 EHRR 289, θεωρήθηκε μεμπτό το γεγονός ότι ο προεδρεύων δικαστής του Δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση του αιτητή εναντίον της άρνησης παροχής πολεοδομικής άδειας, είχε προηγουμένως λάβει μέρος στη νομοθετική επεξεργασία του σχεδίου κάτω από το οποίο απερρίφθη η αίτηση του εφεσείοντος, ενώ είχε και δεύτερη ή νικώσα ψήφο σε περίπτωση ισοψηφίας κατά την ψήφιση της σχετικής νομοθεσίας.
Η αρχή στην υπόθεση Piersack v. Belgium - ανωτέρω - επεκτάθηκε αργότερα στην De Cubber v. Belgium 7 EHRR 236, όπου ο εκδικάσας δικαστής ενήργησε προηγουμένως ως ερευνών δικαστής. Το πρόβλημα εστιάστηκε στο γεγονός ότι αν και ανεξάρτητος ως ερευνών λειτουργός από την κατηγορούσα αρχή, εν τούτοις είχε διασυνδέσεις με το τμήμα και κάλλιστα θα μπορούσε να υποτεθεί ότι είχε ήδη σχηματίσει άποψη ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου πριν τη δίκη. Όπως πάντοτε, τα γεγονότα στην κάθε υπόθεση ενέχουν τη δική τους σημασία. Έτσι στην Nortier v. The Netherlands Appl. No. 13924/88, ημερ. 24.8.1993, στην οποία παρέπεμψε η κα Εργατούδη, το ΕΔΑΔ αποφάσισε ότι δεν υπήρχε παραβίαση του Άρθρου 6.1, όταν ο ίδιος Δικαστής ανηλίκων εκδίκασε από την αρχή (προκαταρκτικά στάδια), μέχρι το τέλος, την υπόθεση. Το καθήκον του Δικαστή ήταν, στα πλαίσια της ειδικής δικαιοδοσίας ανηλίκων, να προστατεύει τους ανήλικους παραβάτες και όχι να τους τιμωρεί και επομένως δεν διαπιστώθηκε παραβίαση της έννοιας του «...impartial tribunal» όπως της αποδόθηκε στην De Cubber v. Belgium - ανωτέρω - (δέστε τη σύμφωνη γνώμη του Δικαστή Morenilla).
Συνάγεται εν κατακλείδι από την όλη νομολογία, αλλά και θεωρία επί του θέματος της αμεροληψίας, ότι δύο είναι τα ουσιαστικά κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη: (ι) ότι η έμφαση είναι στη θεσμική αντιμετώπιση της αμεροληψίας και όχι στα εκάστοτε φυσικά πρόσωπα που κατέχουν τη θεσμική θέση και (ιι) η κρίση της αμεροληψίας ή της εμφάνισης αυτής, γίνεται από τον θεωρητικό, μέσο, αντικειμενικό, δίκαιο και επαρκώς πληροφορημένο παρατηρητή που θα θεωρούσε υπό τις περιστάσεις ότι υπήρχε μια πραγματική πιθανότητα προκατάληψης.
Στα πιο πάνω νομικά πλαίσια εντάσσονται αβίαστα τα υπό κρίση δεδομένα. Ο τότε Αρχηγός Αστυνομίας Χ. Κουλέντης στις 5.6.2006, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 12(2)(γ), έκρινε, αφού μελέτησε το πόρισμα και τα έγγραφα της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον των αιτητών, ότι η υπόθεση ήταν αρκούντως σοβαρή ώστε να εκδικαστεί από Πειθαρχική Επιτροπή, προχωρώντας μάλιστα να ορίσει τη σύνθεση της με την έγκριση του Υπουργού. Αυτή η κρίση του Αρχηγού ευθέως παρέπεμπε βεβαίως στη δυνατότητα η ενδεχόμενη ποινή να ήταν αυστηρότερης μορφής από αυτή που δικαιούτο ο προεδρεύων αξιωματικός να επιβάλει σύμφωνα με τον Καν. 22(1). Κρίθηκε, με άλλα λόγια, ότι η ποινή θα μπορούσε να κινηθεί μεταξύ υποβιβασμού και απόλυσης.
Στις 23.3.2009, ο τότε Αναπληρωτής Αρχηγός Αστυνομίας, Μ. Παπαγεωργίου ενεργώντας βεβαίως ουσιαστικά ως Αρχηγός, ζήτησε τη διαφοροποίηση της σύνθεσης της Επιτροπής. Πράττοντας αυτό, ως ήδη καταγράφηκε, αναφέρθηκε στην προηγούμενη επιστολή ημερ. 5.7.2006, την οποία μάλιστα χαρακτήρισε ως «επιστολή μου», παρόλο που είχε αποσταλεί από τον προηγούμενο Αρχηγό Αστυνομίας. Το ελάχιστο που προκύπτει από τη δεύτερη αυτή επιστολή είναι ότι ο Μιχαήλ Παπαγεωργίου, ενεργώντας ως Αρχηγός Αστυνομίας, βεβαίωσε και συμφώνησε με την κρίση του προηγούμενου Αρχηγού, Χαρ. Κουλέντη, προχωρώντας μάλιστα σε περαιτέρω ενέργεια, λειτουργώντας βεβαίως στη βάση των προνοιών του Καν. 12(2)(γ) και 13, προς διαφοροποίηση των μελών της Επιτροπής.
Σφάλλει η συνήγορος του Συμβουλίου Εφέσεων, με όλη την εκτίμηση, όταν προβάλλει την εισήγηση ότι ο Χ. Κουλέντης ενήργησε υπό «προσωπική» ιδιότητα όταν απεφάσισε την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής ενόψει της σοβαρότητας της. Δεν μπορεί βάσιμα να γίνεται λόγος για οποιαδήποτε προσωπική ιδιότητα όταν πρόσωπο ενεργεί καθηκόντως στα πλαίσια της άσκησης αρμοδιότητας από τη θέση που κατέχει. Η θεώρηση απόφασης που λαμβάνεται από άτομο υπό την ιδιότητα του αξιωματούχου από θέση που του έχει εμπιστευθεί η πολιτεία, ως «προσωπικής», είναι αντινομία και αναιρεί την ίδια την φύση της εξουσίας που ασκεί, αλλά και το ρόλο που έχει το θεσμικό όργανο. Ατομο που ενεργεί ως εκφραστής της επίσημης θέσης που κατέχει, δεν ενεργεί ποτέ υπό «προσωπική» ιδιότητα, εκτός και αν ενεργεί όχι αρμοδίως (που δεν είναι η περίπτωση εδώ, αλλά ούτε και κατετέθη τέτοια εισήγηση), ή, έχει υποβάλει προηγουμένως την παραίτησή του.
Λανθασμένη είναι και η θέση ότι το μόνο που έπραξε ο Αρχηγός Αστυνομίας με την επιστολή του ημερ. 23.3.2009, ήταν να εισηγηθεί την αλλαγή στη σύνθεση της Επιτροπής. Δεν ήταν αυτό το οποίο και μόνο έπραξε. Σαφώς επιβεβαιώνει με την εν λόγω επιστολή την προηγούμενη θέση του Χρ. Κουλέντη, την επιστολή του οποίου μάλιστα ο Μ. Παπαγεωργίου χαρακτηρίζει ουσιαστικά ως δική του. Αυτό είναι το νόημα της φράσης «σε συνέχεια της επιστολής μου». Από τη φράση αυτή αναδεικνύεται ακριβώς ο θεσμικός ρόλος του εκάστοτε Αρχηγού Αστυνομίας. Ο ίδιος αναγνώρισε τη συνέχεια της όλης διαδικασίας από την οποία ουδαμώς απέστη. Στη λογική των πραγμάτων, η εισήγηση, μεταξύ άλλων, για αντικατάσταση της υπόθεσης της Πειθαρχικής Επιτροπής, επιβεβαίωσε την παραπομπή της υπόθεσης ως σοβαρής ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής. Λέγει η συνήγορος του Συμβουλίου Εφέσεων ότι δεν υπήρχε δυνατότητα απόκλισης από την απόφαση Χ. Κουλέντη, χωρίς όμως και να το στηρίζει οπουδήποτε. Ακόμη και αν δεν υπάρχει τέτοια ρητή δυνατότητα από τους σχετικούς Κανονισμούς της ΚΔΠ 53/89, ως τροποποιήθηκαν, (παρόλο που ο Καν. 26 προνοεί ότι ο Αρχηγός δύναται να αναστείλει σε οποιοδήποτε στάδιο έρευνας ή διαδικασίας την έρευνα ή διαδικασία), ορθά αντιτείνουν οι αιτητές ότι στη βάση των καλά καθιερωμένων αρχών του διοικητικού δικαίου, ήταν ανοικτό το ενδεχόμενο για τον Μ. Παπαγεωργίου να προβεί σε ανακλητική της πράξης απόφαση, αν δεν συμφωνούσε με την παραπομπή της στην Πειθαρχική Επιτροπή, και η υπόθεση να παραμείνει προς εκδίκαση δυνάμει των διατάξεων των Καν. 11(2) και 12(2)(β).
Τα όσα περαιτέρω αναφέρει στην αγόρευσή του το Συμβούλιο Εφέσεων σε σχέση με την αλλαγή που επήλθε στο κατηγορητήριο με την προσθήκη των κατηγοριών που εν τέλει υποστήλωσαν τις επιβληθείσες ποινές και την αναστολή των υπολοίπων, οι οποίες στην ουσία είχαν ξεπεραστεί από τα γεγονότα, δεν διαφοροποιούν τα πράγματα. Η ανάμειξη του Αρχηγού Αστυνομίας κατά τον τρόπο που υπεδείχθη, εύλογα εκλαμβάνεται από το μέσο εχέφρονα, δίκαιο, πληροφορημένο πολίτη, ως έχουσα μεροληπτικά δεδομένα και ως εκ τούτου ήταν ανεπίτρεπτη θεσμικά. Δεν υπήρξε επ΄ αυτού του θέματος και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε οποιαδήποτε μεταστροφή της ανάμειξης του Αρχηγού κατά τον τρόπο που υποδείχθηκε προηγουμένως.
Επεται ότι η θεσμική αμεροληψία είναι εμφανής στα γεγονότα της υπόθεσης και εφαρμόζεται ο λόγος της Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων (2012) 3 ΑΑΔ 357, καθώς και η υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1359/2011, ημερ. 4.9.2013. Η όλη ουσία της θεσμικής αμεροληψίας έγκειται στην αντικειμενική εμφάνιση των πραγμάτων. Η ίδια η δομή των Πειθαρχικών Κανονισμών της Αστυνομίας, ΚΔΠ 53/89, δημιουργεί το πρόβλημα. Μεταφέρεται εδώ αυτό που λέχθηκε στην Ανδρέας Παναγή ν. Συμβουλίου Εφέσεων, υπόθ. αρ. 1226/2012, ημερ. 23.9.2012, το οποίο ισχύει με την ίδια δύναμη είτε το θέμα εξετάζεται σε στάδιο προσωρινού διατάγματος, είτε επί της ουσίας της υπόθεσης:
«Και το πρόβλημα εντοπίζεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στην ίδια τη δομή των Κανονισμών με την οποία δίδεται η εξουσία στον Αρχηγό να κρίνει ως σοβαράς μορφής ένα αδίκημα ώστε να το παραπέμψει για εκδίκαση στην Επιτροπή, ενώ ο ίδιος μετέπειτα μετέχει ex-officio ως πρόεδρος του Συμβουλίου Εφέσεων. Ένα παράδειγμα θα κάμει πιο κατανοητή την άποψη αυτή. Όταν ο Αρχηγός κρίνει κατά τον Καν. 12, ότι το αδίκημα είναι τέτοιας σοβαρής μορφής ώστε να πρέπει να εκδικαστεί από την Επιτροπή, η οποία έχει αυξημένες εξουσίες ως προς τις ποινές που μπορεί να επιβάλει, εάν η Επιτροπή επιβάλει ελαφρύτερη ποινή, από αυτή που ο προεδρεύων αξιωματικός θα μπορούσε να επιβάλει, όπως χρηματική ποινή, κατά την έφεση ο Αρχηγός Αστυνομίας, μετέχων και προεδρεύων του Συμβουλίου Εφέσεων, πολύ πιθανό να αυξήσει την ποινή εφόσον εξ αρχής θεώρησε ότι το αδίκημα θα έπρεπε να επιφέρει σοβαρότερη ποινή από αυτή της επίπληξης ή του προστίμου κλπ. Όπως ακριβώς έγινε και εδώ. Με αποτέλεσμα να καθίσταται πλέον φανερή η παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.»
Ανεξάρτητα από όλα τα πιο πάνω, η προσβαλλόμενη πράξη κρίνεται ως πάσχουσα και λόγω μη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. Είναι βεβαίως δεδομένη η αρχή ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην κρίση του διοικητικού οργάνου ως προς το είδος και το μέτρο που επιλέγει για πειθαρχική ποινή, (Θεότη ν. Συμβουλίου Εφέσεων (2001) 3 ΑΑΔ 1144, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 463/10, ημερ. 12.3.2012, Γεωργιάδης ν. ΕΔΥ (2000) 3 ΑΑΔ 515 και Republic v. Mozoras (1970) 3 CLR. 210). Όμως, η κρίση του πειθαρχικού οργάνου διέπεται ταυτόχρονα και από τις ευρύτερες αρχές του διοικητικού δικαίου στη βάση και της κωδικοποίησης στο άρθρο 52(4) του Νόμου αρ. 158(1)/99, ότι κάθε πειθαρχικό ή διοικητικό μέτρο, πρέπει «... να έχει αντικειμενική συνάφεια με την υποχρέωση που παραβιάστηκε και να βρίσκεται σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό», ενώ και το άρθρο 52(2), σαφώς εδραιώνει την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα και με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας «...κατά την επιβολή δυσμενών διοικητικών μέτρων ή ποινών, δηλαδή, πρέπει η διοίκηση να προβαίνει σε συνεκτίμηση της βαρύτητας της παράβασης και της επιβαλλόμενης κύρωσης,» (αποφάσεις 257/1987, 1829/1987 και 4024/1990). Και ότι το επαχθές μέτρο που επιβάλλεται στο διοικούμενο «... πρέπει να είναι αναγκαίο, πρόσφορο και ανάλογο προς το εξυπηρετούμενο δημόσιο συμφέρον ή ιδιωτικό προστατευόμενο συμφέρον» (ΣΕ 1303/1977, και 2376 (1988).
Περαιτέρω, ελέγχεται κατά τη νομολογία πειθαρχικό μέτρο που είναι αποτέλεσμα κατάχρησης ή κακής χρήσης διακριτικής εξουσίας, (Βάσος Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 6/2007, ημερ. 26.3.2009, η οποία επικυρώθηκε με την Α.Ε. 969/2009, ημερ. 11.2.2013). Εχει γίνει δεκτό από τη νομολογία, (Γεωργιάδης ν. ΕΔΥ - πιο πάνω - και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 414), ότι όπου συντρέχει κατάχρηση, πλάνη περί τα πράγματα ή κακή χρήση διακριτικής εξουσίας, η πειθαρχικώς επιβαλλόμενη ποινή δεν διαφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου. Κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας, σύμφωνα με τον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου - πιο πάνω -, Τόμος ΙΙ, σελ. 140, παρ. 513, αποτελεί η δυσαρμονία μεταξύ του κανόνα δικαίου που θεσπίζεται με την ατομική πράξη, με τον απρόσωπο κανόνα δικαίου.
Τα δεδομένα της υπόθεσης έχουν ήδη καταγραφεί. Από τη διάπραξη των αδικημάτων τα οποία εν τέλει οι αιτητές παραδέχθηκαν, (αυτά της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης), ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατά την επανεκδίκαση, πέρασαν 5½ έτη. Το επεισόδιο έλαβε χώραν στις 20.12.2005 και η ποινική καταδίκη στις 18.2.2011. Στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, οι αιτητές τέθηκαν σε διαθεσιμότητα από 2.6.2006, άρχισε η πειθαρχική δίωξη εναντίον τους, αυτή όμως παρέμεινε σε εκκρεμότητα λόγω της καταχώρησης υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 18.7.2006. Τρία σχεδόν χρόνια μετά, η απόφαση του Κακουργιοδικείου έκρινε αθώους τους αιτητές στις 19.3.2009. Ακολούθησαν εφέσεις, και μετά από ενδιάμεση διαδικασία στην οποία εκδόθηκε απόφαση από την Πλήρη Ολομέλεια στις 8.10.2009, (σχετική η απόφαση στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 ΑΑΔ 501), εκδόθηκε η τελική απόφαση στις 29.3.2010, με την οποία διατάχθηκε επανεκδίκαση, (σχετική η Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.α. (2010) 3 ΑΑΔ 94). Διέρρευσε έτσι ακόμη ένα έτος. Επανήρχισε η πειθαρχική διαδικασία μετά από την καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου κατά την επανεκδίκαση, και η Πειθαρχική Επιτροπή έκρινε ομόφωνα ως ορθό και δίκαιο μέτρο στις 6.4.2011, την επιβολή χρηματικής ποινής ίση με τις απολαβές οκτώ ημερών. Μετά την έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, κατά πλειοψηφία, επιβλήθη στους αιτητές στις 3.8.2012, η προσβαλλόμενη πράξη της ποινής του εξαναγκασμού σε παραίτηση. Διέρρευσαν εν τέλει από τη διάπραξη των αδικημάτων στις 20.12.2005, μέχρι την προσβαλλόμενη πράξη, σχεδόν 7 ολόκληρα έτη.
Το Συμβούλιο Εφέσεων διατύπωσε λεκτικά τις αρχές που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή πειθαρχικής ποινής, μνημονεύοντας μάλιστα και τονίζοντας την ιδιαιτερότητα της Αστυνομίας ως σώματος το οποίο και οφείλει να είναι πειθαρχημένο, όπου δε παρατηρούνται προβλήματα απειθαρχίας, αυτά «.. πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τέτοιο τρόπο, που να μην αφήνει κανένα περιθώριο σε οποιοδήποτε να συμπεραίνει, ότι τέτοιες συμπεριφορές μπορούν να περάσουν απαρατήρητες ή να γίνουν ανεκτές.». Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Εφέσεων αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του κάθε αιτητή, τη μεταμέλειά τους, το μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της πειθαρχικής ποινής, την ταλαιπωρία και την αγωνία των αιτητών, και το λευκό μητρώο τους, επικροτώντας την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής να λάβει υπόψη όλους αυτούς τους μετριαστικούς παράγοντες.
Προχώρησε όμως να επανατονίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την «απαράδεκτη και εντελώς ανάρμοστη» συμπεριφορά που επέδειξαν οι αιτητές και το «αδιανόητο» ότι μέλη της Αστυνομίας που έχουν ως αποστολή και ρόλο να εφαρμόζουν τους Νόμους, τους παραβιάζουν οι ίδιοι. Το Συμβούλιο κατέληξε ως εξής:
«Η ποινή που επιβάλλεται υπό τις περιστάσεις θα πρέπει να συνάδει με τη σοβαρότητα των αδικημάτων, η οποία πρέπει να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα και να περιέχει το στοιχείο της αναμόρφωσης. Μελετώντας τα γεγονότα της υπόθεσης και το βαθμό της συμμετοχής του καθενός από τους εφεσίβλητους/κατηγορουμένους στο περιστατικό, ο οποίος δεν ήταν ο ίδιος για όλους, το κείμενο της Ποινής που επιβλήθηκε από την Πειθαρχική Επιτροπή, τα επιχειρήματα και όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που πρόβαλαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των κατηγορουμένων, τις θέσεις της κατηγορούσας αρχής, τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις, τις συνέπειες που έχει η επιβληθείσα ποινή, το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων που οδήγησαν στις ποινικές καταδίκες, την ταλαιπωρία και την αγωνία που υπέστησαν μέχρι σήμερα, το σκεπτικό της απόφασης και τις ποινές που τους επιβλήθηκαν από το ποινικό Δικαστήριο, και μη παραγνωρίζοντας την έλλειψη προηγούμενων καταδίκων τόσο για ποινικά όσο και για πειθαρχικά αδικήματα, όπως επίσης και την παραδοχή και απολογία τους, καταλήγουμε ότι οι επιβληθείσες από την πειθαρχική Επιτροπή ποινές ως προς τους κατηγορουμένους 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 7 είναι έκδηλα ανεπαρκείς.
Συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες ακυρώνουμε τις επιβληθείσες από την Πειθαρχική Επιτροπή στους πιο πάνω εφεσίβλητους/κατηγορουμένους ποινές, και τις αντικαθιστούμε, για τους εφεσίβλητους/κατηγορουμένους 1, 3 και 6 με την ποινή του Εξαναγκασμού σε Παραίτηση.»
Αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι οι ποινές του εξαναγκασμού σε παραίτηση είναι εκτός του μέτρου της αναλογικότητας. Η λεκτική αναγνώριση των μετριαστικών παραγόντων δεν βρήκε πρακτικό αντίκρισμα στις επιβληθείσες ποινές. Επεβλήθη η δεύτερη αυστηρότερη των προβλεπομένων στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς ποινή, ανεβάζοντας κάθετα κατά τρεις ολόκληρες βαθμίδες την ποινή της χρηματικής κατακράτησης απολαβών, παραγνωρίζοντας και εκμηδενίζοντας στην ουσία όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα να διερωτάται κανείς, αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι παράγοντες που μετρίαζαν τα δεδομένα, ποια αυστηρότερη ποινή θα μπορούσε να επιβάλει το Συμβούλιο Εφέσεων; Η ποινή της απόλυσης, που κατατάσσεται πρώτη στον Καν. 16(1) στην ουσία απολήγει στην ίδια τιμωρία, δηλαδή, την εκδίωξη του καταδικασθέντος από το Αστυνομικό Σώμα. Η διαφοροποίηση αφορά μόνο τα οικονομικά οφέλη. Πώς επιτυγχάνεται ο στόχος της «αναμόρφωσης» του παρανομούντος, όπως τη διατυπώνει το Συμβούλιο Εφέσεων, με τον εξαναγκασμό αυτού σε παραίτηση; Η καταδίκη των αιτητών σε φυλάκιση με αναστολή που κατά τη νομολογία, είναι και παραμένει ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς, δεν προσμέτρησε ουσιωδώς ως ήδη γενόμενη τιμωρία των αιτητών, ενώ ο χρόνος που διέρρευσε των επτά σχεδόν ετών ουδόλως προσμέτρησε στη σκέψη του Συμβουλίου Εφέσεων ως χρόνος που όχι μόνο διαμόρφωσε διαφορετικά τη ζωή εκάστου των αιτητών, (λεπτομέρειες αναφέρονται στην κάθε προσφυγή και δεν χρειάζεται να καταγραφούν εδώ), αλλά αναπόφευκτα έδωσε και την ευκαιρία της επανεξέτασης των λανθασμένων ενεργειών τους ώστε να μην επαναλάβουν τέτοιου είδους συμπεριφορά. Η γενικότερη διάσταση που έλαβε η υπόθεση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι διαδικασίες που ακολούθησαν ήσαν από μόνες τους καταλυτικά στοιχεία που θα έπρεπε να μετρήσουν στην πράξη υπέρ των αιτητών.
Η αρχή της αναλογικότητας στην επιβολή ποινής δεν εστιάζεται μόνο στην απευθείας συσχέτιση του παραπτώματος με την ποινή. Το διοικητικό όργανο οφείλει να λάβει υπόψη και να προσμετρήσει ουσιαστικά και όσα δεδομένα έχουν στο μεταξύ μεσολαβήσει, όπως εδώ, ο υπέρμετρος χρόνος εκδίκασης της όλης υπόθεσης, η προηγηθείσα καταδίκη από ποινικό Δικαστήριο, οι μεταβληθείσες στο μεταξύ προσωπικές συνθήκες του παραβάτη, η επελθούσα μεταμέλεια, και όλοι οι συναφείς παράγοντες επιμέτρησης στην επιβολή της ποινής. Διαφορετικά, η αρχή της αναλογικότητας θα εξαντλείτο σε ένα μηχανιστικό μέτρο συσχέτισης παράβασης και ποινής. Όπως έχει αναφερθεί και στην απόφαση αρ. 4024 (1990) του Συμβουλίου της Επικρατείας,
«Η ποινή τότε μόνον είναι αποτελεσματική και δικαία, όταν προσαρμόζεται εις εκάστην ειδικήν περίπτωσιν. Οθεν, αι επιβαλλόμεναι πειθαρχικαί ποιναί πρέπει να είναι ανάλογοι ου μόνον προς τα παραπτώματα, αλλά και προς την συνήθη διαγωγήν, τον χαρακτήρα, τον εν υπηρεσία χρόνον ....»
Και στη συνέχεια στην ίδια υπόθεση ελέχθη ότι η βαρύτερη των συνήθων πειθαρχικών ποινών, ήτοι της φυλακίσεως, προϋποθέτει την υπ΄ αυτού τέλεση διά πράξεως ή παραλείψεως «πειθαρχικού παραπτώματος ιδιαζούσης βαρύτητας και αντικειμενικής απαξίας ...».
Το Συμβούλιο Εφέσεων άσκησε την κρίση του με τέτοια αυστηρότητα που εύλογα θεωρείται ότι προέβη σε κακή εκτίμηση των όλων συνθηκών ώστε να υπάρχει κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας, υπερβαίνοντας τα ακραία όρια της, (Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 503).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας των Πειθαρχικών Κανονισμών.
Οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης.
Εκάστη προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ εκάστου των αιτητών και εναντίον του καθ΄ ου.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
Δ.
ΣΦ.