ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-02-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 767/2013, 26/2/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D152

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 767/2013)

 

26 Φεβρουαρίου 2014

 

[NAΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ,

Καθ΄ ων η αίτηση

------------------------------------

 

Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στον αιτητή επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της αυστηράς επίπληξης όπως αυτή του κοινοποιήθηκε με επιστολή του καθ΄ ου ημερ. 4.2.2013.  Η εν λόγω επιστολή, η οποία είναι Τεκμήριο στην ένσταση, αναφέρεται στο ιστορικό της διεξαγωγής πειθαρχικής έρευνας εναντίον του αιτητή, αυτής αρχομένης με τις οδηγίες που έδωσε ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στις 16.12.2011.

 

 Σύμφωνα με την επιστολή η έρευνα που ακολούθησε κατέδειξε τη διάπραξη εκ μέρους του αιτητή των πειθαρχικών αδικημάτων που περιγράφονται στους Κανονισμούς 7(α)(ii) και 7(α)(v) για συστηματική και κατ΄ εξακολούθηση παραβίαση του ωραρίου εργασίας, για εγκατάλειψη του χώρου εργασίας χωρίς άδεια από τους ανωτέρους του, για απρεπή συμπεριφορά προς αυτούς, και για μη συμμόρφωση προς τις οδηγίες τους.  Προστίθεται ότι με βάση τον Κανονισμό 7, δόθηκε στον αιτητή όλο το μαρτυρικό υλικό που είχε συγκεντρωθεί κατά την πειθαρχική έρευνα, του δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί πριν την απόφαση για τη διάπραξη των παραπτωμάτων και πριν την επιβολή ποινής και επειδή δεν παρουσιάστηκε για να ακουστεί πριν την επιβολή ποινής, ο Αναπληρωτής Διευθυντής επέβαλε την ποινή της αυστηρής επίπληξης που καταχωρήθηκε στον προσωπικό του φάκελο. 

 

         Ο αιτητής, ο οποίος χειρίζεται την υπόθεση μόνος του, προβάλλει σωρεία λόγων γιατί η επιβληθείσα σ΄ αυτόν πειθαρχική ποινή είναι άκυρη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα.  Αναφέρει στα γεγονότα της προσφυγής ότι από το 2000 είναι υπάλληλος που ανήκει στο Ωρομίσθιο Προσωπικό του Κτηματολογίου Πάφου, Κτήμα Χωρομετρίας.  Έκτοτε, ζητούσε από την υπηρεσία του την παραχώρηση κατά ίση μεταχείριση υπηρεσιακού οχήματος, μέχρι δε τις 26.1.2006, ο καθ΄ ου αρνείτο την παραχώρηση αυτή.  Καταχωρήθηκε η αγωγή υπ΄ αρ. 422/06 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για δυσμενή σε βάρος του διάκριση, του καταβλήθηκαν αποζημιώσεις εξωδίκως και απέσυρε την αγωγή.  Από τότε το Κτηματολόγιο ρύθμισε την  παραχώρηση υπηρεσιακού οχήματος και προς το Ωρομίσθιο Προσωπικό, ούτως ώστε έκαστος να λαμβάνει όχημα κατά σειρά ανά δύο έτη.  Στις αρχές του 2011, μετά από κλήρωση του παραχωρήθηκε το υπηρεσιακό όχημα με αριθμούς εγγραφής KKA 083.

 

 Στις 22.11.2011 διεξήχθη ενδοτμηματική έρευνα εναντίον του αιτητή για διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων, η οποία ολοκληρώθηκε στις 19.4.2012, χωρίς να είχε κριθεί ένοχος και ως εκ τούτου δεν του επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή.  Ήταν μετά την καταχώρηση της προσφυγής υπ΄ αρ. 568/2012 και ιδιαιτέρως μετά την καταχώρηση της απαντητικής του αγόρευσης που εναντίον του ο καθ΄ ου άνοιξε εκ νέου ενδοτμηματική έρευνα στην οποία στις 4.2.2013, στην απουσία του, κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε η ποινή της αυστηράς επίπληξης.

 

         Αποτελεί τη θέση του αιτητή ότι ολόκληρη η διαδικασία πάσχει από την αρχή, διότι ο καθ΄ ου παρέλειψε να προσκομίσει στο Δικαστήριο τον Κανονισμό 7 και να τον μνημονεύσει στα σχετικά πρακτικά. Οι πρόνοιες του Κανονισμού 7 παραβιάσθηκαν κατάφωρα, η έρευνα δεν ολοκληρώθηκε εντός των τριάντα ημερών, δεν προβλεπόταν καμία επανεξέταση της υπόθεσης του μετά την πρώτη εξέταση και εν πάση περιπτώσει η διοίκηση επέδειξε υπέρμετρη καθυστέρηση.  Περαιτέρω παραβιάσθηκε το δικαίωμα του να ακουστεί πριν από τη διαπίστωση της ενοχής, αλλά και πριν την επιβολή της ποινής.  Μετέπειτα, η διοίκηση άσκησε λανθασμένα τη διακριτική της εξουσία, ενώ με έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και στην απουσία πρακτικών είναι που λήφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη. 

 

         Ο καθ΄ ου εισηγείται ότι τα γεγονότα επί των οποίων θα κριθεί η παρούσα προσφυγή δεν αμφισβητούνται από τον αιτητή. Συναρτώνται προς την αποστολή εμπιστευτικής επιστολής στις 9.11.2011 της Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού Πάφου εναντίον του αιτητή για διάφορα παραπτώματα.  Δόθηκαν οδηγίες από τον Διευθυντή του Τμήματος σε Λειτουργό για κατ΄ αρχήν εσωτερική έρευνα και, αφού διαφάνηκε ότι υπήρχε  πράγματι εναντίον του αιτητή εκ πρώτης όψεως υπόθεση, διορίστηκε στις 16.12.2011 ερευνών Λειτουργός και συγκεκριμένα  ο  Ι. Χατζηϊωσήφ, Κτηματολογικός Λειτουργός 1ης τάξεως.

 

 Ο ερευνών Λειτουργός ενημέρωσε γραπτώς τον αιτητή για την εκ πρώτη όψεως υπόθεση εναντίον του, η δε ενδοτμηματική πειθαρχική έρευνα συμπληρώθηκε στα χρονικά πλαίσια που προβλέπονται από τους Κανονισμούς και παραδόθηκε στον Διευθυντή του Τμήματος στις 12.2.2012.  Διαπιστώθηκε από την πειθαρχική έρευνα με βάση τις μαρτυρικές καταθέσεις που λήφθηκαν από όλους τους εμπλεκόμενους, ότι ο αιτητής σε μόνιμη και συνεχή βάση παραγνώριζε και παραβίαζε το ωράριο εργασίας, τους κανόνες και οδηγίες για τον τρόπο καταγραφής της ώρας προσέλευσης και αποχώρησης του και επιδείκνυε απρεπή και ανάρμοστη συμπεριφορά και διαγωγή στους προϊσταμένους του.  Αυτή η συμπεριφορά εξακολουθούσε  παρά το γεγονός ότι είχαν και προηγουμένως διενεργηθεί δύο διοικητικές έρευνες εναντίον του, μετά από καταγγελίες προϊσταμένων του. 

 

         Ο Διευθυντής του Τμήματος κάλεσε στις 3.4.2012 τον αιτητή να παρουσιαστεί στο γραφείο του στις 19.4.2012 και       ώρα 11.00 π.μ. για διατύπωση της κατηγορίας, συνοπτική εκδίκαση και επιβολή ποινής, αφού οι πράξεις του συνιστούσαν πειθαρχικό παράπτωμα αντίθετα με τους Κανονισμούς και Όρους Απασχόλησης του ωρομίσθιου κυβερνητικού προσωπικού.  Στις 19.4.2012 έγινε η εκδίκαση της υπόθεσης στην παρουσία του αιτητή, ο οποίος παραδέχθηκε κάποιες κατηγορίες, ενώ για άλλες έδωσε τις εξηγήσεις του.  Ο Διευθυντής συνέστησε στον αιτητή να είναι συνεπής με τους κανονισμούς λειτουργίας του γραφείου και να εφαρμόζει τις οδηγίες των προϊσταμένων του, εξηγώντας ότι θα επανερχόταν με την απόφαση του για επιβολή ποινής αφού μελετούσε την όλη υπόθεση μετά την απολογία του αιτητή.

 

 Εν τέλει το θέμα παρέμεινε σε εκκρεμότητα διότι ο Διευθυντής αφυπηρέτησε την 1.9.2012, με αποτέλεσμα να ζητηθεί γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία για τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης.  Ο Γενικός Εισαγγελέας με επιστολή του ημερ. 30.11.2012 γνωμάτευσε ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής μπορούσε να προχωρήσει να επιβάλει ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο μαρτυρικό υλικό, που υπήρχε χωρίς επανεκδίκαση και να επιβληθεί στον αιτητή ποινή, αφού προηγουμένως τον άκουε αναφορικά με την επιμέτρηση αυτής.

 

         Ο Αναπληρωτής Διευθυντής ενημέρωσε πράγματι σχετικά τον αιτητή με επιστολή του ημερ. 9.1.2013, καλώντας τον να προσέλθει στο γραφείο του στις 4.2.2013 για επιβολή ποινής, αφού προηγουμένως ακουστεί ως προς την επιμέτρηση της.  Ο αιτητής αγνόησε το περιεχόμενο της επιστολής και δεν παρουσιάσθηκε για να ακουσθεί.  Ως εκ τούτου επιβλήθηκε στον αιτητή με την προσβαλλόμενη πράξη, η ποινή της αυστηράς επίπληξης.

         Έχοντας μελετήσει την προσβαλλόμενη πράξη, δεν διαπιστώνεται λόγος ακύρωσης.  Κατ΄ αρχάς, η προβαλλόμενη από τον αιτητή υπέρμετρη καθυστέρηση στην επιβολή της ποινής κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 και της προθεσμίας που εκεί αναφέρεται δεν ευσταθεί.  Ο Κανονισμός 7, στο βαθμό που ενδιαφέρει, έχει ως εξής:

 

«7. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ - ΠΟΙΝΕΣ

 

(α)  Οι ακόλουθες περιπτώσεις μπορούν να αποτελέσουν λόγο πειθαρχικής δίωξης ωρομισθίου:

 

(i)       Παράλειψη εκτέλεσης της εργασίας κατά εύλογα ικανοποιητικό τρόπο.

             ..........................

(v)  Σοβαρή ή επαναλαμβανόμενη παράβαση ή παραγνώριση  κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων που σχετίζονται με την απασχόληση.»

   .........................

(γ)    Η έρευνα θα πρέπει να συμπληρώνεται το συντομότερο, και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερο των 30 ημερών από την ημερομηνία της εντολής για έρευνα.  Ο ερευνών λειτουργός αφού λάβει όλα τα στοιχεία και πληροφορίες για την υπόθεση και αφού ακούσει τυχόν μάρτυρες που υπάρχουν για το ερευνούμενο παράπτωμα, και πάρει γραπτές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο που μπορεί να γνωρίζει οτιδήποτε από τα γεγονότα της υπόθεσης, εκθέτει το πόρισμα του, πλήρως αιτιολογημένο, στον οικείο Προϊστάμενο για λήψη απόφασης και επιβολή ποινής.

 

         Νοείται ότι ο ωρομίσθιος δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση, ενώ του παρέχεται αντίγραφο των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε σχετικών εγγράφων και η ευκαιρία να ακουστεί.

 

(δ)   Όταν κατά την έρευνα που διεξήχθη, σύμφωνα με τα πιο πάνω, ο οικείος Προϊστάμενος κρίνει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα, τότε χωρίς καθυστέρηση, αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο μπορεί να του επιβάλει οποιαδήποτε από τις ποινές (i) - (v) που αναφέρονται στην παράγραφο (ζ) πιο κάτω.

 

Νοείται ότι στον ωρομίσθιο που διώκεται πειθαρχικά παρέχεται η ευκαιρία να ακουστεί τόσο πριν από τη διαπίστωση της ενοχής όσο και πριν την επιβολή της ποινής.»

 

         Η απαρχή της διερεύνησης έγινε με την επιστολή ημερ. 19.11.2011, (Παράρτημα Α στο διοικητικό φάκελο Τεκμήριο «Α»).  Με αυτή, η Αν. Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Πάφου παραπονείτο με εμπιστευτική της επιστολή προς τον Διευθυντή για συστηματική και καθημερινή παραβίαση του ωραρίου εργασίας από πλευράς του αιτητή, παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες καθώς και συχνή χρήση του πιστοποιητικού ασθενείας κατά την οποία μάλιστα σε συγκεκριμένη περίοδο απουσίας εργάστηκε υπερωριακά με άλλο συνεργείο τεχνικού χωρομετρίας, ζήτημα που διαπιστώθηκε κατά τη διεκδίκηση πληρωμής των εξετασθέντων υποθέσεων.  Η επιστολή ζήτησε τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων για εφαρμογή των προνοιών για τα συγκεκριμένα παραπτώματα ενόψει του γεγονότος ότι η κατ΄ επανάληψη συμπεριφορά του αιτητή παρά τις επανειλημμένες συστάσεις του Τμήματος, εκθέτει το Τμήμα.  Άρχισε επομένως ενδοτμηματική έρευνα, (Παράρτημα Η στο διοικητικό φάκελο), στη βάση της οποίας διαπιστώθηκε εκ πρώτης όψεως συστηματική παραβίαση των καθηκόντων του αιτητή κατά τον τρόπο που εκεί καταγράφεται διεξοδικά και αυτό μετά από χωριστές συναντήσεις με τους αρμοδίους λειτουργούς, αλλά και τον ίδιο τον αιτητή.  Αυτά περιέχονται στο Παράρτημα Η, ημερ. 8.12.2011.

 

         Στις 16.12.2011 διορίστηκε ερευνών λειτουργός και ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά.  Ο ερευνών λειτουργός στην έκθεση του, ημερ. 15.12.2012, προβαίνει σε πλήρη ανάλυση του όλου ιστορικού της υπόθεσης, της μαρτυρίας που έχει συλλέξει, καταγράφει δε την κατάληξη του ότι ο αιτητής υπέπεσε σε πειθαρχικά αδικήματα στη βάση του Καν. 7 και συγκεκριμένα κατά τις διατάξεις των παρ. α(ii) και α(v) αυτού.  Σημειώνεται ότι ο ερευνών λειτουργός ζήτησε και έλαβε παράταση 30 ημερών από το Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στις 13.2.2012, στη βάση σχετικού σημειώματος που υπέβαλε ο ερευνών λειτουργός στο φάκελο (ερ. 31) και για τους λόγους που εκεί εξηγούνται.

 

         Ο Καν. 7(γ) προνοεί για έρευνα που πρέπει να συμπληρώνεται το συντομότερο και εν πάση περιπτώσει «όχι αργότερο των 30 ημερών από την ημερομηνία της εντολής για έρευνα».  Είναι θεμελιωμένο ότι οι προθεσμίες που τίθενται σε Νόμους ή Κανονισμούς είναι ενδεικτικές και όχι επιτακτικές σε σημείο ακυρότητας της διοικητικής πράξης, εκτός και αν ρητά προσδιορίζεται άλλως πως.  Σχετικό είναι το άρθρο 11 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, που κωδικοποιεί τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.  Έπεται ότι για μια συνοπτικής εκδίκασης υπόθεση πειθαρχικού παραπτώματος, η οποία αρχίζει με ενδοτμηματική έρευνα και η οποία απολήγει σε ήσσονος σημασίας ποινές και όχι σε απόλυση, η οποία μπορεί να επιβληθεί μόνο αφού προηγουμένως ο οικείος προϊστάμενος αναφέρει και παραπέμπει το θέμα ως σοβαρό στην οικεία αρμόδια αρχή, (συνδυασμός των παραγράφων (ε), (στ) και (ζ) του Καν. 7), η προθεσμία που τάσσεται των 30 ημερών δεν είναι ανατρεπτική.  Η παράταση που δόθηκε δεν αλλοιώνει τη νομική υφή των πραγμάτων.  Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Pharmanet Ltd (2011) 3 Α.Α.Δ. 1, κρίθηκε από την Ολομέλεια ότι η φράση «το αργότερο εντός 30 ημερών», στον περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμο αρ. 101(Ι)/2003.  δεν ήταν ανατρεπτική προθεσμία παρά το γεγονός ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών όφειλε κατά Νόμο να εκδώσει την απόφαση της εντός του χρόνου αυτού.

 

         Όσον αφορά την ποινή που μεταγενέστερα επιβλήθηκε, ο Καν. 7(δ) προνοεί για χωρίς καθυστέρηση επιβολή ποινής, αφού «κρίνει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο».  Αναμφίβολα, η όλη διαδικασία μέχρι και την επιβολή ποινής πρέπει να διεκπεραιώνεται το ταχύτερο δυνατό προς όφελος της υπηρεσίας και της συνοχής της, αλλά και του ιδίου του υπαλλήλου.  Όμως, δεν υπάρχει κατ΄ ανάγκη χρονική σύνδεση μεταξύ της τελείωσης της έρευνας και της κρίσης ότι υπήρξε όντως πειθαρχικό παράπτωμα από τον οικείο προϊστάμενο και την επιβολή ποινής.  Τα δύο στάδια της έρευνας και της συνακόλουθης ενέργειας του οικείου προϊστάμενου μπορούν κάλλιστα να είναι και διακριτά, όταν δε οι συνθήκες το επιβάλλουν, η τυχόν καθυστέρηση δεν ανάγεται σε κατ΄ ανάγκην και άνευ ετέρου πρόβλημα σε σημείο θεώρησης της τελικής επιβολής ποινής ως άκυρης.  Άλλωστε, δεν τίθεται, ούτε και υπάρχει, θέμα παραγραφής.  Εδώ, για καλό λόγο, λόγω αφυπηρέτησης του Προϊστάμενου, η ποινή δεν επιβλήθηκε αμέσως μετά τη διαπίστωση της ενοχής.  Επεβλήθη, όμως, αμέσως μετά που στον  αιτητή δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί πριν την ποινή.  Δεν διαπιστώνεται πρόβλημα, ούτε ο αιτητής υπέστη οποιοδήποτε αρνητικό επηρεασμό ή επηρεάστηκαν ανεπίτρεπτα τα δικαιώματα του.  Είχε κριθεί ένοχος των παραπτωμάτων και η καθυστερημένη επιβολή ποινής μόνο υπέρ του μπορούσε να επενεργήσει.

 

         Η υπόθεση Σιακαλλή ν. Υπουργού Εσωτερικών, υπόθ.     αρ. 1509/09, ημερ. 21.6.2012, δεν έχει εφαρμογή στα εδώ γεγονότα.  Πρόκειτο για διαδικασία κάτω από τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο αρ. 1/90, με προθεσμία για διεκπεραίωση για σοβαρά αδικήματα 60 ημέρες.  Η διερεύνηση άρχισε με εντολή του Υπουργού στις 14.5.2007 και συμπληρώθηκε με την επιβολή ποινής στις 17.11.2009, δυόμιση χρόνια μετά.  Ανέκυψαν προβλήματα στον τρόπο και τη διεκπεραίωση της όλης διαδικασίας, υπήρχε ανάμειξη δικηγόρων, υπήρχαν προσμίξεις ιδιοτήτων και εξουσιών από τον Υπουργό που είχε εισηγηθεί τη διενέργεια της έρευνας και το Γενικό Διευθυντή και για τους λόγους που αναλυτικά φαίνονται στην απόφαση, υπήρξαν παρατυπίες και μεμπτή διαδικασία που, κατά την κρίση του εκεί Δικαστηρίου, δεν διασφάλιζαν τα εχέγγυα της αμεροληψίας διότι η όλη πειθαρχική έρευνα μολύνετο από παράτυπη προηγηθείσα διαδικασία.  Αυτά όλα επιβράδυναν και τη διαδικασία, ενώ υπήρχε και ανεπίτρεπτη εσωτερικά της διοίκησης καθυστέρηση άνευ λόγου, με ενδεικτική την ετοιμασία έκθεσης από τον ερευνώντα λειτουργό, με την προηγούμενη διερεύνηση, να χρειάστηκε 16 μήνες.  Περαιτέρω, ως ανέφερε το Δικαστήριο, ενείχε σημασία και το γεγονός ότι υπήρξε αβεβαιότητα στη διάγνωση της όποιας ευθύνης ενός ανώτερου διευθυντικού στελέχους στη δημόσια υπηρεσία.

 

         Τα δεδομένα αναμφίβολα εδώ είναι διαφορετικά.  Το διαφοροποιητικό και ουσιώδες στοιχείο είναι ότι η μόνη καθυστέρηση οφείλεται στην αφυπηρέτηση του προηγούμενου Διευθυντή, χωρίς επαναλαμβάνεται, να έχει δημιουργηθεί ως εκ τούτου οποιαδήποτε ουσιώδης ή εμφανής αδικία ως εκ της καθυστέρησης στην επιβολή της ποινής.  Ο ίδιος ο αιτητής όχι μόνο δεν πρόβαλε ενώπιον της διοίκησης την όποια καθυστέρηση ως έρεισμα για την ακυρότητα της όλης διαδικασίας, αλλά αντίθετα ούτε παρουσιάστηκε ενώπιον του Διευθυντή στις 4.2.2013, για να ακουσθεί πριν την επιβολή της όποιας ποινής.

 

         Ως προς τα άλλα σημεία  που εγείρει ο αιτητής προς ακύρωση της πράξης, αυτά ουδόλως ευσταθούν.  Ο Καν. 7 δεν ήταν βεβαίως ανάγκη να καταχωρηθεί στα πρακτικά που παρουσιάσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αν και διαπιστώνεται ότι αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α», που παρουσιάστηκε κατά τις διευκρινίσεις.  Άλλωστε, ο αιτητής ήταν πλήρως ενήμερος για τα εναντίον του καταλογιζόμενα παραπτώματα εφόσον στην επιστολή ημερ. 3.4.2012, ο αιτητής κλήθηκε από το Διευθυντή να παρουσιαστεί στις 19.4.2012 και ώρα 11.00 π.μ. για «διατύπωση κατηγορίας, συνοπτική εκδίκαση και επιβολή ποινής», στη βάση παραβιάσεων διαφόρων υποχρεώσεων του ενάντια στα προβλεπόμενα από τον Καν. 7 - Πειθαρχικά Παραπτώματα - Ποινές, όπως τροποποιήθηκε από την Εγκύκλιο Μ.Ε.Ε. αρ. 5/2006.  Στον αιτητή δόθηκαν με την επιστολή αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και άλλων σχετικών εγγράφων.  Στις 19.4.2002, σύμφωνα με τα τηρηθέντα πρακτικά, επισυνημμένα στην ένσταση, ο αιτητής παρουσιάστηκε τη συνοδεία δικηγόρου.  Απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες, ο Διευθυντής επιφύλαξε την απόφαση του και στις 9.1.2013, διατυπώθηκε στον αιτητή η θέση της διοίκησης, μετά από συμβουλή της Νομικής Υπηρεσίας, ότι λόγω αφυπηρέτησης του τότε Διευθυντή, ο αιτητής θα έπρεπε να παρουσιαστεί ενώπιον του Ι. Χατζηϊωσήφ στις 4.2.2013 ώρα 10.00 π.μ. για να επιβληθεί ποινή στα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία βρέθηκε ένοχος, αφού βεβαίως διδόταν σ΄ αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί αναφορικά με την επιμέτρηση της.

 

         Στις 4.2.2013, ο αιτητής δεν προσήλθε για να εκθέσει τις απόψεις του.  Με την προσβαλλόμενη πράξη, ημερ. 4.2.2013, ο Αν. Διευθυντής αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό και την μη παρουσίαση του αιτητή κατά το στάδιο της επιβολής ποινής επέβαλε σ΄ αυτόν την ποινή της αυστηράς επίπληξης και συνέστησε εκ νέου σ΄ αυτόν την ανάγκη προσαρμογής του στους κανόνες λειτουργίας της υπηρεσίας και την πιστή τήρηση του ωραρίου και την επίδειξη της επιβαλλόμενης συμπεριφοράς προς τους ανωτέρους του.  Ο αιτητής λέγει ότι απέστειλε επιστολή ημερ. 16.1.2013, (Παράρτημα 3 στην αγόρευση του), εξηγώντας στην ουσία ότι χρειαζόταν να του παρασχεθεί από τη διοίκηση ο τρόπος και το μέσο να παρουσιαστεί, καλώντας, όμως, ταυτόχρονα τον Διευθυντή να αποσύρει την απόφαση του, όπως αυτή φαίνεται στην επιστολή του ημερ. 2.1.2013, με την οποία κλήθηκε να παρουσιαστεί για επιβολή ποινής.  Προδήλως ο αιτητής, ενώ του δόθηκε προς τούτο η ευκαιρία να ακουστεί, επέλεξε για δικούς του λόγους να μην εμφανισθεί.

 

         Είναι γεγονός ότι στα πρακτικά ημερ. 19.4.2012 δεν αναγράφεται ρητά η απόφαση για την ενοχή του αιτητή.  Στην επιστολή προς το Γενικό Εισαγγελέα αυτό θεωρήθηκε δεδομένο με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η υπόθεση με υπόδειξη της Νομικής Υπηρεσίας απευθείας στην κλήση του αιτητή να παρουσιαστεί για επιβολή ποινή, αφού βεβαίως ακουγόταν προηγουμένως, ως μια από τις τρεις επιλογές που έθεσε η διοίκηση ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα με την εν λόγω επιστολή, ημερ. 30.11.2012, συνημμένη στην αγόρευση των καθ΄ ων.  Στις 4.2.2013 επιβλήθηκε η ποινή της αυστηρής επίπληξης εφόσον η έρευνα που έγινε κατέδειξε ότι ο αιτητής διέπραξε τα πειθαρχικά παραπτώματα των παρ. 7(α)(ii) και 7(α)(v).

 

         Στην υπόθεση Ισαβέλλα Πιττοκοπίτου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1148/2011, ημερ. 21.12.2012, έγινε κάτι ανάλογο με αναφορά στον Πειθαρχικό Κώδικα των Δημοσίων Υπαλλήλων κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 82 του Νόμου αρ. 1/90, που δίδει δικαίωμα και εξουσία στην αρμοδία αρχή να εκδικάζει συνοπτικά τα παραπτώματα που καλύπτονται από το Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα.  Η διαδικασία είναι ίδια με τον επίδικο Κανονισμό 7. Αν μετά από ενδοτμηματική έρευνα διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος δυνάμενο να εκδικαστεί συνοπτικά, δίδεται στον ενδιαφερόμενο το μαρτυρικό υλικό και η ευκαιρία να ακουστεί, αφού δε ακούσει τον υπάλληλο, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιβάλει οποιαδήποτε από τις αναγραφόμενες ποινές «.. αφού προηγουμένως τον ακούσει για την επιμέτρηση της ποινής.», (άρθρο 82(3)).

 

         Στην αιτήτρια στην ως άνω υπόθεση επιβλήθηκε η ποινή της προφορικής επίπληξης χωρίς να καταγραφεί ρητά η προηγούμενη διαπίστωση της ενοχής.  Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι λόγω της συνοπτικότητας της όλης διαδικασίας και της απλούστευσης της, δεν υπάρχει αδήριτη ανάγκη για τη χωριστή διαπίστωση της ενοχής ως προϋπόθεση για την επιβολή ποινής.  Η ενοχή και η αιτιολογία της εξάγεται κάλλιστα από το σκεπτικό της επιβολής της ποινής.  Εκείνο που πρέπει να τηρείται απαραιτήτως είναι να παρέχεται η ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο να ακουστεί τόσο πριν τη διαπίστωση της ενοχής, όσο και πριν επιβολή της ποινής.

 

         Εδώ, στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί και στα δύο στάδια.  Και είναι πρόδηλο από το σκεπτικό της επιβολής ποινής στις 4.2.2013, ότι η έρευνα που προηγήθηκε εναντίον του αιτητή, κατέδειξε τη διάπραξη των διαφόρων παραπτωμάτων.  Αυτό ακριβώς προνοεί και ο Κανονισμός 7(δ), σύμφωνα με τον οποίο αφού ο οικείος προϊστάμενος κρίνει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα, τότε ακούει τον υπάλληλο και δύναται να του επιβάλει την αρμόζουσα ποινή.

 

         Δεν διαπιστώνεται λόγος ακύρωσης.  Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Το Δικαστήριο υιοθετεί επί του θέματος των εξόδων το σκεπτικό του στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αρ. 1473/2011, ημερ. 31.5.2013.  Η Δημοκρατία όφειλε να μελετήσει και να απαντήσει τις θέσεις του αιτητή που αν και ενεργώντας χωρίς δικηγόρο, κατέγραψε πλήρως τις θέσεις του σε 14 σελίδες με Παραρτήματα στην αρχική του αγόρευση και άλλες 17 σελίδες με Παραρτήματα στην απαντητική του αγόρευση με πλήρη αναφορά σε νομολογία και νομοθεσία.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                     Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                          

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                    Δ.

 

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο