ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ANANDA MARGA LTD. ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 2583
MOYO & ANOTHER ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 1203
Eddine Mahmood Hussein Alaa ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 95
Σβανάς Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 576
Εμμανουήλ Βάσος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 29
Mushtaq ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1479
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2014:D151
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 718/2012)
26 Φεβρουαρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SVETOSLAV STOYANOV,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,
3. ΑΡΧΗΓΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------------------
Γ. Πολυχρόνης, για τον Αιτητή.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αυτή είναι η δεύτερη προσφυγή που ασκείται αναφορικά με την κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του σχετικού περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, και ως αποτελών απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 29 του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου αρ. 7(Ι)/2007.
Ο αιτητής είναι Βούλγαρος υπήκοος και πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφιχθείς στην Κύπρο έτυχε έκδοσης βεβαίωσης εγγραφής του ως Πολίτη της Ένωσης και άρχισε να εργοδοτείται σε εταιρεία στην Κύπρο. Εμπιστευτικές πληροφορίες που προέκυψαν έφεραν τον αιτητή να ήταν μέλος φατρίας που δραστηριοποιείται στη Λάρνακα και να εργοδοτείται παρανόμως σε ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας. Στη βάση του Τεκμηρίου 5 στην ένσταση, ο Υπαστυνόμος Χρ. Χριστοφή πληροφόρησε το Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως ότι, μεταξύ άλλων, ο αιτητής φερόταν να ήταν μέλος συγκεκριμένης φατρίας, η οποία φέρεται αναμεμειγμένη στη διάπραξη διαφόρων εγκληματικών ενεργειών όπως εμπρησμοί, τραυματισμοί, εκβιασμοί, παροχή προστασίας, ξυλοδαρμοί κ.ά. Ο αιτητής χρησιμοποιείτο και προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί για τη διάπραξη εγκληματικών ενεργειών. Έγινε συνεπώς εισήγηση όπως αντιμετωπισθεί ως ανεπιθύμητος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105 και να κινηθεί η διαδικασία σύλληψης και απέλασης του από τη Δημοκρατία.
Όντως ο αιτητής κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης ως ανωτέρω και εκδόθηκαν εναντίον του στις 21.9.2011 διατάγματα κράτησης και απέλασης. Στις 7.10.2011 ο αιτητής απελάθη και τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων. Ο αιτητής καταχώρησε την υπ΄ αρ. 1406/2011 προσφυγή, η οποία είχε επίσης τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Στην πορεία της καταχώρησης ένστασης από τη Δημοκρατία, οι καθ΄ ων προχώρησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης στις 21.2.2012, κατόπιν γνωστοποίησης σε αυτούς από τη Νομική Υπηρεσία της πληροφόρησης ότι η νομική βάση στην οποία είχαν στηριχθεί τα προηγηθέντα διατάγματα κράτησης και απέλασης, δηλαδή, το άρθρο 35 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, δεν ίσχυε εφόσον δεν είχε προηγηθεί καταδικαστική απόφαση. Μετά από σχετική εισήγηση από τη Διευθύντρια, ο Υπουργός Εσωτερικών εξέδωσε τη νέα προσβαλλόμενη τώρα πράξη, χρησιμοποιώντας το άρθρο 29 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, διατηρώντας και την προηγούμενη νομική βάση του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105, απαγορεύοντας ταυτόχρονα την είσοδο του αιτητή στη Δημοκρατία για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Τέθηκε επομένως θέμα κατά πόσο ενόψει της νέας απόφασης της διοίκησης παρέμεινε αντικείμενο προς εξέταση στην πιο πάνω προσφυγή. Το ζήτημα απασχόλησε τους συνηγόρους εκατέρωθεν, έγινε η σχετική επιχειρηματολογία και το Δικαστήριο εξέδωσε στις 31.5.2012 απορριπτική της προσφυγής απόφαση, κρίνοντας ότι η νέα διοικητική πράξη ημερ. 21.2.2012 ήταν ανακλητική της προηγούμενης ημερ. 21.9.2011, η οποία και εξαφανίστηκε. Το δικαίωμα του αιτητή να προωθούσε εν πάση περιπτώσει την προσφυγή κρίθηκε ανυπόστατο υπό το φως του γεγονότος ότι δεν προέκυπταν οποιαδήποτε ζημιογόνα αποτελέσματα, τα όσα δε είχαν προταθεί ως προς αυτό το ζήτημα ήταν γενικόλογα, αόριστα και χωρίς, έστω εκ πρώτης όψεως, υποστήριξη. Επομένως η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη έχοντας απωλέσει το αντικείμενο της, της διοικητικής πράξεως μη έχουσας επιφέρει οποιαδήποτε ζημιογόνα αποτελέσματα. Επ΄ αυτής της απόφασης, εκκρεμεί, ως αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή στην αρχική του αγόρευση, η Αναθεωρητική Έφεση υπ΄ αρ. 147/2012.
Βάλλεται τώρα ως άκυρη και άνευ αποτελέσματος, η νέα διοικητική πράξη που εκδόθηκε στις 21.2.2012. Εκτεταμένοι είναι οι λόγοι της προσφυγής και άλλο τόσο εκτεταμένες είναι οι αγορεύσεις του αιτητή τόσο η αρχική με 52 σελίδες, όσο και η απαντητική με 21 σελίδες. Κύριο άξονα επιχειρημάτων αποτελεί η ορθή νομική ανάγνωση του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 και η εφαρμογή της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, η οποία αποτελεί το υπόβαθρο του Νόμου. Αυτές οι παράμετροι θα εξεταστούν αφού προηγουμένως απαντηθούν άλλα ερωτήματα που τίθενται προς εξέταση.
Το πρώτο αφορά την αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την υπό κρίση απόφαση και την μη ύπαρξη άρτιου πρακτικού ώστε να υπάρχει αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου. Λέγει συναφώς ο αιτητής ότι το Τεκμήριο 15 στην ένσταση αποτελείται από ένα σημείωμα της Διευθύντριας και μια χειρόγραφη και δυσανάγνωστη γραφή ώστε να μη φαίνεται ποιος, πότε και με ποια εξουσία ή αρμοδιότητα την έθεσε που αναφέρει, «21/2/2012 Εγκρίνεται.». Το επιχείρημα είναι αβάσιμο. Το σημείωμα της Διευθύντριας είναι το ίδιο, ως κείμενο, απολύτως σαφές. Είναι δακτυλογραφημένο και αναφέρει ότι η νομική βάση της προηγούμενης έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ήτοι, το άρθρο 35 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, δεν ίσχυε διότι ο αιτητής δεν είχε καταδικαστεί από Δικαστήριο. Η Διευθύντρια θεώρησε ότι αυτή η λανθασμένη νομική βάση δεν αλλοίωνε τη θεώρηση του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105, αλλά επιβαλλόταν η επανεξέταση της υπόθεσης με το να ληφθούν υπόψη και τα άρθρα 29 και 30 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, τα οποία και δικαιολογούσαν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του αιτητή για ελεύθερη διακίνηση ενόψει του ιστορικού του, αλλά και της έλλειψης οποιουδήποτε δεσμού του με τη Δημοκρατία.
Το σημείωμα της Διευθύντριας στο σύνολο του εγκρίθηκε και είναι σαφές ότι στα πλαίσια του τεκμήριου της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, ο Υπουργός Εσωτερικών προς τον οποίο απευθύνεται το σημείωμα, ενέκρινε το κείμενο, το περιεχόμενο του, την αιτιολογία και τις εισηγήσεις της Διευθύντριας. Η αρμοδιότητα ήταν και παρέμεινε στον Υπουργό, γι΄ αυτό άλλωστε η Διευθύντρια ορθά υπέβαλε το σημείωμα με «εισήγηση» και μόνο και για «έγκριση», εφόσον βεβαίως συμφωνούσε ο Υπουργός. Η επανάληψη του περιεχομένου της εισήγησης της Διευθύντριας σ΄ άλλο έγγραφο που θα υπέγραφε ο Υπουργός θα ήταν απλώς σχολαστική επαναδιατύπωση των αυτών δεδομένων. Πρόκειτο για μια διοικητική πράξη διόρθωσης του νομικού προβλήματος που είχε προκύψει και επανέθετε το ζήτημα στην ορθή του διάσταση από νομικής άποψης. Ο Υπουργός συμφώνησε με την εισήγηση και δεν δικαιολογείται αντίκρυση του ζητήματος με τη σκέψη ότι ο Υπουργός απλώς ενήργησε ως μηχανικώς σφραγίσας το σημείωμα.
Καμιά απολύτως αλλαγή δεν είχε επέλθει επί της πραγματικής βάσης που είχε οδηγήσει τη διοίκηση να εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 69/09, ημερ. 11.2.2013, απερρίφθη, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα που και πρωτοδίκως είχε προωθηθεί, ότι η υπογραφή Εισαγγελέα της Δημοκρατίας «για Γενικό Εισαγγελέα», αποτελούσε απεμπόληση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα ή ότι δεν μπορούσε η άσκηση των λειτουργιών του τελευταίου να ασκείτο από οποιοδήποτε μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, κατ΄ εξουσιοδότηση και ενεργούντος εντός των πλαισίων των σχετικών οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα. Πόσο μάλλον εδώ που η εγκριτική πράξη εκπορεύεται από τον ίδιο τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο αρμόδιος να κηρύξει τον αιτητή απαγορευμένο μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105 και ταυτόχρονα να κρίνει με βάση το άρθρο 29 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 ότι αποτελούσε πραγματική, ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.
Πέραν των πιο πάνω, είναι σαφές ότι όπως υποδεικνύει και η απόφαση της Ολομέλειας στην Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576, μια διοικητική πράξη ελέγχεται ως προς την εγκυρότητα της κατά πόσο αυτή απορρέει από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και αυτό που έχει πρωταρχική σημασία δεν είναι η ταυτότητα του προσώπου ή οργάνου που υπέγραψε τη διοικητική πράξη, αλλά η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την αρχική απόφαση. Η αρμοδιότητα εδώ ανήκει στον Υπουργό, ο οποίος ενέκρινε την εισήγηση της Διευθύντριας, η οποία απλώς μετέφερε με την προσβαλλόμενη πράξη, ημερ. 21.2.2012, την απόφαση του Υπουργού. Δεν τίθεται λοιπόν ζήτημα αναρμοδιότητας ή ακόμη και θέμα άρτιου πρακτικού. Το πρακτικό μπορεί να είναι λιτό, αλλά δεν χρειαζόταν οτιδήποτε άλλο για τελείωση της πράξης. Η έγκριση του Υπουργού είναι δεδομένη και δεν είναι εδώ η περίπτωση ολοκληρωτικής απουσίας οποιουδήποτε πρακτικού. Ούτε και παρίστατο ανάγκη για τον Υπουργό να αναζητήσει άλλες απόψεις ή να διατάξει περαιτέρω έρευνα, ούτε και εξέτασε την υπόθεση ως να πρόκειτο για ιεραρχική προσφυγή όπου θα δικαιολογείτο εξ υπαρχής διερεύνηση προς αναθεώρηση του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου.
Το δεύτερο ζήτημα που θα απασχολήσει το Δικαστήριο αφορά την εν γένει αιτιολογία και την επάρκεια της, καθώς και την έρευνα που έγινε ώστε ο αιτητής να θεωρηθεί ότι αποτελούσε απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. Η βασική τοποθέτηση του αιτητή είναι ότι η διοίκηση ενήργησε κατά πλάνη περί τα πράγματα προβαίνοντας στη διαπίστωση ότι συνιστούσε απειλή για τη Δημοκρατία και ότι χωρίς έρευνα και χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης με αποτέλεσμα την απέλαση του.
Στις υποθέσεις του είδους έχει σημασία για τη θεώρηση κάποιου ως συνιστούντος απειλή για τη Δημοκρατία ότι τόσο ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος, Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, όσο και ο περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμος αρ. 7(Ι)/2007, βασίζονται στο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας, όπως και κάθε κράτους, να περιορίζει την είσοδο και παραμονή οποιουδήποτε προσώπου εφόσον συντρέχουν ορισμένες σαφείς προϋποθέσεις και αυτή η έκφανση της κυριαρχίας του κράτους εφαρμόζεται και για Κοινοτικούς στη βάση του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007. Και οι δύο Νόμοι έχουν σκοπό μεν να επιτρέπουν, να ρυθμίζουν και να ελέγχουν την είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία ατόμων μη πολιτών της Δημοκρατίας, είτε προερχομένων από χώρες που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε που ανήκουν σ΄ αυτή, αλλά η γενικότερη αυτή ρύθμιση αποτελεί την εξαίρεση στον βασικό κανόνα της κυριαρχίας του κράτους.
Όπως έχει αναφερθεί και στην απόφαση Florin Ion v. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά., υπόθ. αρ. 833/2013, ημερ. 29.11.2013, το άρθρο 35 του εν λόγω Νόμου δίνει την εξουσία στην αρμοδία αρχή που κατά το ερμηνευτικό άρθρο 2, σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του, να εκδίδει διατάγματα απέλασης «... ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης ...». Αυτό, όπου υπάρχει σαφής καταδίκη του ενδιαφερομένου ατόμου. Με βάση όμως τις γενικές αρχές που περιέχονται στο άρθρο 29, η αρμοδία αρχή μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης «... για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.». Απαγορεύεται η επίκληση των πιο πάνω λόγων για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών και ταυτόχρονα κάθε τέτοιο μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου η οποία «... πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.». Δεν επιτρέπεται κατά την επιφύλαξη του άρθρου 29(3)(α), η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης ή λόγων που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης. Αυτή ακριβώς την αλλαγή από το άρθρο 35 στα άρθρα 29 και 30 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, επέφερε η διοίκηση έχοντας διαπιστώσει ότι ο αιτητής ναι μεν δεν είχε καταδικαστεί για αδίκημα, αλλά δεν έπαυε να αποτελούσε πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή.
Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο. Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.». Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η διοίκηση, όπως αυτά καταγράφονται στην εμπιστευτική επιστολή, ημερ. 21.9.2011, η αστυνομία είχε αξιόπιστες πληροφορίες ότι μεταξύ άλλων προσώπων ο αιτητής φερόταν να ήταν μέλος φατρίας στη Λάρνακα με εμπλοκή σε εγκληματικές ενέργειες. Η ενεργός διοίκηση είναι κατ΄ εξοχήν το όργανο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για εκτίμηση των γεγονότων και δεν θα ήταν δυνατό να αναθεωρείται από το Ανώτατο Δικαστήριο η εκτίμηση αυτή στη βάση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, ιδιαιτέρως όταν υπεισέρχονται στην εικόνα εμπιστευτικές πληροφορίες από πρόσωπα τα οποία τις δίδουν στην αστυνομία. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας του αιτητή. Ελέγχει μόνο τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας.
Η αποκάλυψη δημοσίως των πληροφοριών αυτών και η δυνατότητα να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να εξετάζει και να ελέγχει αυτές τις πληροφορίες, θα παραβίαζε ζητήματα ασφάλειας της Δημοκρατίας που είναι ένας από τους λόγους που το άρθρο 29(1) δίδει την εξουσία στη διοίκηση να περιορίσει το δικαίωμα διαμονής κοινοτικού ατόμου. Η θεώρηση από τον Υπαστυνόμο Χριστοφή που απηύθυνε την εν λόγω επιστολή από το Αρχηγείο Αστυνομίας, εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, στον Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ότι ο αιτητής είναι άτομο επικίνδυνο για τη δημόσια και έννομη τάξη, βασίστηκε σε στοιχεία που διαβιβάζονταν, καθώς ανέφερε, συνεχώς στην αστυνομία που έφεραν τον αιτητή να εργοδοτείται σε συγκεκριμένη και κατανομαζόμενη στην επιστολή φατρία και σε παράνομη ιδιωτική εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας που, επίσης, κατανομάζεται. Οτιδήποτε αποκαλυπτόταν πέραν αυτών των ζητημάτων που παρουσιαζόταν από το διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο «Α», να βρίσκονται καταχωρημένα σε άλλους φακέλους, θα παραβίαζε την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και θα ερχόταν ευθέως σε σύγκρουση με το δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει κατά κυριαρχικό τρόπο τα άτομα τα οποία εισέρχονται ή παραμένουν στη Δημοκρατία, άλλα βέβαια από πολίτες της. Παρόμοια γεγονότα υπήρξαν και στην υπόθεση Krisztian Bekefi v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 293/2012, ημερ. 7.3.2012.
Δεν υπάρχει σύγκρουση του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 και των διατάξεων του με το άρθρο 6(1)(ζ) του Κεφ. 105, το οποίο, όπως εξηγήθηκε και προηγουμένως, δίνει δικαίωμα ως έκφανση της κυριαρχίας της Δημοκρατίας να κατατάξει άτομο στην κατηγορία του απαγορευμένου μετανάστη. Η υποπαράγραφος (ζ) του άρθρου 6(1) και πάλι δίνει τη δυνατότητα κήρυξης ατόμου σε απαγορευμένο μετανάστη εφόσον από μαρτυρία που το Υπουργικό Συμβούλιο δυνατό να θεωρήσει επαρκή, το άτομο αυτό «ενδέχεται» να συμπεριφερθεί κατά τέτοιο τρόπο που να είναι επικίνδυνο στην ησυχία, δημόσια τάξη, έννομη τάξη ή δημόσια ήθη ή να προκαλέσει έχθρα μεταξύ πολιτών της Δημοκρατίας, (Adnan Ashgar v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 726/2011, ημερ. 30.6.2011). Ορθά, κατά το Δικαστήριο, η συνήγορος της Δημοκρατίας αναφέρει στην αγόρευση της ότι το άρθρο 6(1)(ζ) αποτελεί ένα επί πλέον νομικό έρεισμα σε συνάρτηση και ταυτόχρονη επίκληση με τις διατάξεις του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007. Το άρθρο 2 του Κεφ. 105, δεν περιορίζει την έννοια του «αλλοδαπού» σε πρόσωπα προερχόμενα από τρίτες χώρες, μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απλώς, θεωρεί αλλοδαπό κάθε πρόσωπο σε αντιδιαστολή με πρόσωπο που έχει Κυπριακή υπηκοότητα.
Όσον αφορά τη θέση του αιτητή ότι υπάρχει εσφαλμένη νομική προσέγγιση της εφαρμογής του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 με τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, πρέπει να λεχθεί ότι ουδόλως το Δικαστήριο συμμερίζεται την άποψη αυτή. Τόσο η Οδηγία, όσο και ο εν λόγω Νόμος, στηρίζονται στην αρχή της αναλογικότητας και την εύλογη άσκηση διακριτικής ευχέρειας από τη διοίκηση αναφορικά με τον περιορισμό ή απέλαση συγκεκριμένου ατόμου. Μεταξύ άλλων λαμβάνεται υπόψη και η οικογενειακή κατάσταση του ενδιαφερομένου, η κοινωνική ή πολιτιστική ενσωμάτωση του στη Δημοκρατία, το εύρος των δεσμών του με το κράτος, η περίοδος διαμονής του ενδιαφερομένου στη Δημοκρατία, η ηλικία του και η κατάσταση της υγείας του.
Στην προκείμενη περίπτωση τόσο κατά την αρχική απόφαση για απέλαση, όσο και κατά την επανέκδοση της στη βάση ορθότερου νομικού πλαισίου, η διοίκηση είχε υπόψη της και αυτό ακριβώς προώθησε προς τον Υπουργό Εσωτερικών που ενέκρινε το αίτημα, ότι η παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία ήταν σύντομη, (είχε λάβει τη βεβαίωση εγγραφής ως πολίτη της Ένωσης μόλις στις 23.2.2011, ενώ οι πληροφορίες για το άτομο του είχαν ληφθεί και διαβιβασθεί στις 21.9.2011), καθώς και το δεδομένο ότι ο αιτητής δεν είχε οποιουσδήποτε δεσμούς με τη Δημοκρατία. Τα όσα αντίθετα καταγράφονται στην αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή με αναφορά μάλιστα σε ένορκη δήλωση του αιτητή (που δεν υπάρχει στην προσφυγή ή το διοικητικό φάκελο), παρουσιάζονται εκ των υστέρων, ενώ η διοίκηση είχε ενώπιον της τα όποια δεδομένα ο ίδιος ο αιτητής είχε θέσει στη διάθεση της. Συγκεκριμένα, στην αίτηση για έκδοση της βεβαίωσης εγγραφής, Τεκμήριο 2 στην ένσταση, έχουν καταγραφεί από αυτόν τα ελάχιστα δυνατά δεδομένα, μεταξύ των οποίων, ότι είναι άγαμος.
Τηρήθηκαν εδώ οι διατάξεις του άρθρου 30 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 και τηρήθηκε ταυτόχρονα και η αρχή της αναλογικότητας. Ο αιτητής δεν είχε δεσμούς με τη Δημοκρατία, δεν είχε εδώ οικογένεια, δεν είχε οτιδήποτε που να τον συνδέει με τη Δημοκρατία, εκτός από την εργασία του για την οποία και προφανώς ήρθε στην Κύπρο και η οποία τον ενέπλεκε σε αδικήματα και παράνομες ενέργειες.
Δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα για μη επακριβή ενημέρωση του για τους λόγους της απέλασης του στη βάση των προνοιών του άρθρο 32 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007. Εκτός του ότι στον αιτητή κοινοποιήθηκε δεόντως η πρώτη απόφαση με βάση το Τεκμήριο 10 στην ένσταση με την οποία πληροφορείτο ότι η προσωπική του συμπεριφορά αποτελούσε ενεστώσα, πραγματική και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη στη Δημοκρατία, ο ίδιος ο δικηγόρος του αιτητή ενημερώθηκε δεόντως για τη δεύτερη και τώρα προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 21.2.2012, με επιστολή της Διευθύντριας προς αυτόν, με παράκληση όπως ενημερώσει τον αιτητή αναλόγως. Αυτές οι κοινοποιήσεις και ενημερώσεις πρέπει βεβαίως να ιδωθούν υπό το πρίσμα και των λόγων επί των οποίων αποφασίστηκε η απέλαση. Και αυτοί, όπως εξηγήθηκε ήδη, συναρτώνται προς θέματα ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Στην Eddine v. Δημοκρατίας - πιο πάνω -, η Ολομέλεια θεώρησε ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία, ως επαρκείς. Και, όπως λέχθηκε και στην Kapsaskis κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 290/2012, 291/2012 και 203/2012, ημερ. 20.2.2013, η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος απαγόρευσης εισόδου αλλοδαπού για σκοπούς ασφάλειας. Το Δικαστήριο δεν ερευνά τους λόγους που συνάπτονται με θέματα κρατικής ασφάλειας που είναι κατ΄ εξοχήν έργο της εκτελεστικής εξουσίας. Τα ίδια λέχθηκαν και στην Kolomoets v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 443, στο ότι η διοίκηση έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και εξουσία για απέλαση αλλοδαπών, εξουσία η οποία όταν συναρτάται προς κίνδυνο στην εσωτερική τάξη και την εθνική ασφάλεια, είναι ακόμη πιο πλατειά, (Mushtag v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479).
Ούτε και το επιχείρημα περί μη κοινοποίησης της απόφασης στη Βουλγαρική γλώσσα είναι βεβαίως βάσιμο. Στη Δημοκρατία η επίσημη γλώσσα είναι η Ελληνική και ουδεμία υποχρέωση έχει η διοίκηση να μεταφράζει και να απευθύνει πράξεις και αποφάσεις της στην οικεία γλώσσα κάθε αλλοδαπού ή επισκέπτη στη Δημοκρατία.
Λανθασμένη είναι και η εισήγηση του συνηγόρου ότι το άρθρο 34 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, ορθά ερμηνευόμενο, οριοθετεί την κατ΄ ανώτατο όριο απαγόρευση εισόδου στη Δημοκρατία για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, στα τρία έτη. Αντίθετα με την εισήγηση, το σχετικό άρθρο είναι σαφέστατο. Πουθενά δεν οριοθετεί κατ΄ ελάχιστον περίοδο απαγόρευσης. Εκείνο που προσδιορίζεται είναι ότι ο αλλοδαπός δικαιούται σε εύλογο χρόνο ή σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο τριετίας από την εκτέλεση της απόφασης, να αιτηθεί άρση της απόφασης επί τω ότι επήλθαν στο μεταξύ διαφοροποιητικά στοιχεία με ουσιαστική μάλιστα μεταβολή των περιστάσεων που οδήγησαν το πρώτον στην απόφαση της απαγόρευσης εισόδου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ