ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D121
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 6539/2013)
18 Φεβρουαρίου, 2014
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
LENGYELOVA LENKA,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23.12.2014
Φ. Γεωργιάδη, για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ζητείται «η έκδοση προσωρινού διατάγματος που να ισχύει μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής και που να αναστέλλει την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 19.12.2013 για απέλαση και κράτηση της αιτήτριας.».
Αντίγραφο της αίτησης η οποία σημειώνεται ότι όταν καταχωρήθηκε ήταν μονομερής επιδόθηκε στους καθ΄ων η αίτηση, οι οποίοι καταχώρησαν ένσταση. Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση δεσμεύτηκε να μην προβεί σε οποιαδήποτε μέτρα προς απέλαση της αιτήτριας μέχρι εκδίκασης της αίτησης.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της Μαριλένας Πατσαλίδου, δικηγόρου εξουσιοδοτημένης από την αιτήτρια, που συνοδεύει την αίτηση αναφέρεται ότι η αιτήτρια είναι ηλικίας 26 ετών, κατάγεται από το Σλοβακία και είναι Ευρωπαία πολίτης. Εργάζεται στην Κύπρο τα τελευταία οκτώ χρόνια και έχει αναπτύξει προσωπικούς και κοινωνικούς δεσμούς με τους κατοίκους της Κύπρου ενώ δεν έχει δεσμούς με τη Σλοβακία και δεν επικοινωνεί με κανένα στη Σλοβακία τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Η αιτήτρια συνελήφθη από την ΥΚΑΝ Πάφου στις 17.12.2013, καθότι βρέθηκαν στην κατοικία της 8γρ. ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β. Στις 18.12.2013 προσήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου για προσωποκράτηση και διατάχθηκε η κράτησή της για δύο ημέρες. Δεν έχει καταχωρηθεί ποινική υπόθεση για τα αδικήματα για τα οποία συνελήφθη αιτήτρια η οποία είναι λευκού ποινικού μητρώου. Στις 19.12.2013 ενημερώθηκαν οι δικηγόροι της αιτήτριας ότι η Νομική Υπηρεσία εισηγήθηκε την απέλασή της με αποτέλεσμα να αποστείλουν στη Λειτουργό Μετανάστευσης επιστολή. Την ίδια ημέρα επιδόθηκε στην αιτήτρια η απόφαση για κράτηση και απέλασή της με αιτιολογικό ότι η προσωπική της συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή που επηρεάζει τη δημόσια τάξη, χωρίς να εξηγείται τι οδήγησε στην κατάληξη αυτή και χωρίς να αναφέρονται οι παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης. Δεν έγινε έρευνα πριν να ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και επίσης με την απόφαση δεν δίδεται προθεσμία στην αιτήτρια για να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία.
Η αιτήτρια επικαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στη βάση του ότι δεν έχει κανένα δεσμό με τη Σλοβακία και σε περίπτωση που απελαθεί θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης χωρίς καμία υποστήριξη αφού τα στενά φιλικά της άτομα βρίσκονται στην Κύπρο. Επίσης, δεν θα έχει εργασία και τόπο διαμονής αν απελαθεί.
Υπεβλήθη ένσταση από τη Δημοκρατία η οποία στηρίζεται στους ακόλουθους λόγους:
«(α) Δεν συντρέχει οποιαδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος αναστολής του διατάγματος κράτησης και απέλασης της αιτήτριας.
(β) Δεν υπάρχει έκδηλη ή οποιασδήποτε άλλης μορφής παρανομία της προσβαλλόμενης ή προσβαλλόμενων πράξεων, ούτε πιθανότητα να υποστεί η αιτήτρια ανεπανόρθωτη ζημιά η οποία να μην μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της συγκεκριμένης και/ή συγκεκριμένων διοικητικών πράξεων και η οποία να μην μπορεί να εκτιμηθεί, σε μεταγενέστερο στάδιο.
(γ) Δεν μπορεί να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα αναστολής της κράτησης της αιτήτριας γιατί αυτό ισοδυναμεί με έκδοση διοικητικής πράξης από το Ανώτατο Δικαστήριο και/ή με έκδοση άδειας παραμονής, καθ΄ ότι η αιτήτρια κατέστη απαγορευμένη μετανάστης και κρίθηκε ως ανεπιθύμητη και αποτελούσα πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη.
(δ) Οι λόγοι στους οποίους η αιτήτρια στηρίζει την αίτηση ως για έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος, πέραν του ότι δεν δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, αποτελούν λόγους που άπτονται άμεσα της ουσίας της παρούσας προσφυγής και ως εκ τούτου δεν μπορούν να κριθούν στο παρόν στάδιο.»
Στην ένορκη δήλωση της Ξένιας Γεωργιάδου, Διοικητικού Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, που συνοδεύει την ένσταση, πέραν των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση, προκύπτουν και τα ακόλουθα γεγονότα: Η αιτήτρια αφίχθηκε στη Δημοκρατία σε άγνωστη χρονική στιγμή και δεν διαθέτει Βεβαίωση Εγγραφής. Μετά τη σύλληψη της αιτήτριας στις 19.12.2013 ο φάκελος της υπόθεσης στάληκε στο Γενικό Εισαγγελέα ο οποίος έδωσε οδηγίες να μην ασκηθεί δίωξη εναντίον της και να προωθηθεί διαδικασία κράτησης και απέλασής της. Ο Υπουργός Εσωτερικών στις 19.12.2013 αφού έλαβε υπόψη του ότι η αιτήτρια ουδέποτε αποτάθηκε για εξασφάλιση Βεβαίωσης Εγγραφής, για να δώσει την ευκαιρία στις Αρχές να διαπιστώσουν πότε αφίχθηκε στη Δημοκρατία και κατά πόσο πληροί τις προϋποθέσεις παραμονής της, το γεγονός ότι δεν έχει άλλο μέλος της οικογένειάς της στην Κύπρο και λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος που αντιμετωπίζει έκρινε ότι είναι απαγορευμένη μετανάστης δυνάμει της παραγράφου 7 του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105.
Σύμφωνα με επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 13.1.2014 η αιτήτρια είναι άνεργη και δεν είναι εγγεγραμμένη στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επίσης, από την πρώτη μέρα της σύλληψής της αρνείται επίμονα να συνεργαστεί με το κλιμάκιο και τους αρμόδιους Λειτουργούς του ΧΩΚΑΜ.
Η συνήγορος της αιτήτριας σε γραπτή αγόρευσή της εισηγείται ότι η απόφαση της οποίας ζητείται η αναστολή είναι έκδηλα παράνομη καθότι έρχεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες των άρθρων 29(3), 31, 32(2) και 32(3) του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 7(Ι)/2007 [Ν.7(1)/2007], με τις πρόνοιες του άρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, καθώς και με το τεκμήριο της αθωότητας και επίσης ότι δεν έγινε έρευνα πριν τη λήψη της απόφασης. Περαιτέρω, η αιτήτρια θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά για τους λόγους που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Εισηγείται επιπλέον η συνήγορος ότι το κοινό συμφέρον δεν βλάπτεται αν ανασταλεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Αντίθετη η θέση της κας Ουστά η οποία εισηγήθηκε ότι καμία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για έκδοση προσωρινού διατάγματος στα πλαίσια προσφυγής πληρείται. Από τα γεγονότα που τέθηκαν από τη Δημοκρατία και δεν αμφισβητήθηκαν από την αιτήτρια, προκύπτει ότι αυτή εισήλθε στη Δημοκρατία σε άγνωστη ημερομηνία και δεν έχει προσκομιστεί κανένα στοιχείο που να δείχνει πότε και από πού εισήλθε και κατά πόσο είναι από νόμιμη είσοδο ή όχι. Επίσης ουδέποτε αποτάθηκε για να εξασφαλίσει Βεβαίωση Εγγραφής στη Δημοκρατία ως Ευρωπαία πολίτιδα. Η αιτιολόγηση για την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης συνίσταται στο γεγονός ότι η αιτήτρια έχει συλληφθεί για αδικήματα παράνομης εισαγωγής, κατοχής και χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου, Τάξεως Β, και αντί να ασκηθεί ποινική δίωξη επιλέγηκε η απέλασή της από τη Δημοκρατία με την έκδοση των επιδίκων διαταγμάτων. Πέραν τούτου, τα εν λόγω διατάγματα εκδόθηκαν στη βάση όλου του ιστορικού της αιτήτριας. Η κα Ουστά παρέπεμψε στο Παράρτημα 4 που συνοδεύει την ένορκη δήλωση της Ένστασης και αποτελεί το σημείωμα το οποίο είχε υποβληθεί ενώπιον της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Η συνήγορος τόνισε ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι γενική και αόριστη και ζήτησε την απόρριψη της αίτησης.
Η δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μίας προσφυγής εδράζεται στον Κανονισμό 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθεί ότι υπάρχει ένα από τα δύο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία, ήτοι:
α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή
β. Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.
Στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 ΑΑΔ 32, αναφέρθηκε ότι,
«η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η παρανομία για να θεωρηθεί ως έκδηλη πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα. [Βλέπε, Frangos and Others v. Minister of Interior and Others (1982) 3 CLR 53 και Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 1857]. Ο ορισμός της έκδηλης παρανομίας δόθηκε και στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233 ως εξής:
«έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»
Σχετικές με την έννοια της έκδηλης παρανομίας είναι και οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837 και Moyo and another v. The Republic (1988) 3 CLR 1203.
Σε ότι αφορά το δεύτερο λόγο για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το διάταγμα υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ο ίδιος ζημιά η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που θα μπορούσαν να του αποδοθούν στο τέλος με την ακύρωση της προσβαλλόμενης με την προσφυγή διοικητικής πράξης. Ο αιτητής οφείλει να περιλάβει στην αίτηση του κατά τρόπο σαφή και λεπτομερή το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν την ανεπανόρθωτη ζημιά. [Sofocleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 345].
Όπως έχει νομολογηθεί, επίλυση νομικών ζητημάτων στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από το δικάζοντα δικαστή [Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)].
Εξέτασα τις θέσεις της αιτήτριας υπό το φως των πιο πάνω αρχών και καταλήγω ότι δεν έχουν τεκμηριωθεί οι προϋποθέσεις που τίθενται για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Με βάση την απόφαση της Λειτουργού Μετανάστευσης η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 19.12.2013 που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια, αυτή κρίθηκε ως παράνομος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(ζ) του Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, και αποφασίστηκε η απέλασή της από τη Δημοκρατία με βάση το άρθρο 29 του Νόμου 7(Ι)/2007, καθότι θεωρήθηκε ότι η προσωπική συμπεριφορά της αιτήτριας συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή που επηρεάζει τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. Η επικαλούμενη από την αιτήτρια έκδηλη παρανομία αναφέρεται στις παραγράφους 16 μέχρι 18 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση. Αυτή εδράζεται ουσιαστικά σε έλλειψη αιτιολογίας, στο ότι δεν έγινε έρευνα πριν να ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ότι δε δίδεται προθεσμία στην αιτήτρια για να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία.
Ως προς το κατά πόσο η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση είναι δεόντως αιτιολογημένη ή όχι είναι ζήτημα το οποίο θα πρέπει να κριθεί στα πλαίσια εξέτασης ολόκληρης της υπόθεσης. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η αιτιολογία μπορεί να ενυπάρχει και στο φάκελο της υπόθεσης και κατά πόσο είναι ικανοποιητική θα κριθεί ανάλογα από το Δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό περί έλλειψης έρευνας που επικαλείται η αιτήτρια.
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την αιτήτρια, αυτή εισήλθε στη Δημοκρατία χωρίς να έχει προσκομιστεί κανένα στοιχείο από πού και πότε εισήλθε, ουδέποτε αποτάθηκε για να εξασφαλίσει βεβαίωση εγγραφής στη Δημοκρατία ως Ευρωπαία πολίτιδα και έχει συλληφθεί για αδικήματα παράνομης εισαγωγής, κατοχής και χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου, Τάξεως Β. Θεωρώ ότι για να αποφασιστεί κατά πόσο με βάση τα στοιχεία της υπόθεσης υπάρχει έκδηλη παρανομία στην απόφαση της Λειτουργού Μετανάστευσης θα πρέπει να εξεταστεί η ουσία της διαφοράς η οποία απαιτεί και ερμηνεία νόμου και δε θα μπορούσε να επιλυθεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Κρίνω ότι στην όψη του πράγματος τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου δε θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εύρημα έκδηλης παρανομίας και ενδεχόμενα ούτε κάν παρανομίας, βέβαια πάντοτε στα πλαίσια εξέτασης αίτησης τέτοιας φύσης όπου δεν εξετάζεται η ουσία της προσφυγής.
Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι, αν δεν ανασταλεί η προσβαλλόμενη απόφαση θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, οι λόγοι που επικαλείται είναι οι δεσμοί που κατ΄ ισχυρισμό έχει δημιουργήσει στην Δημοκρατία και η έλλειψη δεσμών με τη Σλοβακία, η οποία αποτελεί τη χώρα καταγωγής της. Δεν θεωρώ ότι οι λόγοι που τέθηκαν από την αιτήτρια ικανοποιούν το στοιχείο της ανεπανόρθωτης ζημιάς όπως αναλύθηκε πιο πάνω.
Συνακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της υπόθεσης.
K. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ