ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2014:D99
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1694 /11)
7 Φεβρουαρίου, 2014
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δικαστής]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28, 29 και 146 του Συντάγματος
ΝΟΕL DE SILVA (MRS.NABADAWA VITHANAGE NILANATHI SENAWIRATHNAJ)
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
1. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων
2. Υπουργείου Εσωτερικών Γενικού Διευθυντή και Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Επαρχιακό Γραφείο Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης
3. Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Μ.Παρασκευάς, για την αιτήτρια
Λ.Γρηγορίου, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από την Σρι Λάνκα και αφίχθηκε στην Κύπρο στις 29 Ιουνίου 2001, με σκοπό να εργαστεί ως φροντιστής σε αναρρωτήριο στη Λεμεσό. Ο αιτητής εγκατέλειψε την εργασία και τον τόπο διαμονής του και ως αποτέλεσμα τούτου τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων για είσοδο στη Δημοκρατία (stop list).
Την 1 Φεβρουαρίου 2005 o αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου, κλήθηκε δε σε συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου στις 13 Ιανουαρίου 2006 και στις 10 Μαρτίου 2010.
Η Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία είχε διενεργήσει την συνέντευξη με τον αιτητή, εισηγήθηκε, στις 13 Ιανουαρίου 2001, την απόρριψη της αίτησης καθότι, όπως αναφέρθηκε, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000, (Ν.6(Ι)/2000), ώστε να αναγνωριστεί στον αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Παράλληλα, με την εν λόγω έκθεση σημειώνεται ότι δεν είχε καταστεί εφικτό να αναγνωριστεί στον αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ούτε επίσης συνέτρεχαν λόγοι για παραχώρηση αδείας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Στις 17 Ιανουαρίου 2011 ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης, απόφαση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 18 Ιανουαρίου 2011.
Στις 24 Ιανουαρίου 2011 ο αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Μετά τη μελέτη της σχετικής έκθεσης που ετοιμάστηκε από αρμόδια λειτουργό, εκδόθηκε από την Αρχή απορριπτική απόφαση ημερ. 28 Νοεμβρίου 2011, σύμφωνα με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερ. 28 Νοεμβρίου 2011.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής εισηγήθηκε ότι παραβιάστηκαν οι νόμιμες διαδικασίες κατά τη συνέντευξη. Ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ως προς την επαγγελματική ιδιότητα του μεταφραστή, την καταγωγή του, και την ικανότητα του να προβαίνει σε μεταφράσεις. Περαιτέρω, παραπονείται ότι ο χρόνος των συνεντεύξεων δεν ήταν επαρκής, ώστε να δυνηθεί να προβάλει τους ισχυρισμούς του. Περαιτέρω καταλογίζει στους αρμοδίους λειτουργούς κακοπιστία και πρόθεση υποβολής ερωτήσεων που στόχο είχαν να πλήξουν την αξιοπιστία του.
Το άρθρο 13Α(9) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), προνοεί ότι:
"(9) Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε-
. . . . . . . . . . . . .
(β) να επιλέγει διερμηνέα ικανό να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη, χωρίς η επικοινωνία να διενεργείται απαραίτητα στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει
Το σημαντικό στην προκείμενη περίπτωση είναι η τήρηση εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση της βασικής υποχρέωσης που απορρέει από το Νόμο και εστιάζεται στην διεξαγωγή της συνέντευξης σε γλώσσα καταληπτή από τον αιτητή. ΄Εχει υποχρέωση η διοίκηση να βεβαιώνεται ότι, ο διερμηνέας, τον οποίο έχει επιλέξει για να βοηθήσει στη συνέντευξη, είναι γνώστης της γλώσσας στην οποία υποβάλλονται οι ερωτήσεις και δίδονται οι απαντήσεις. Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ΄ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.
Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα.
Ως προς τον ισχυρισμό ότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει τους λόγους της αίτησης του ούτε αυτός ευσταθεί.
Κατά τις συνεντεύξεις στην Υπηρεσία Ασύλου ο αιτητής είχε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Η πρώτη συνέντευξη κράτησε 1 ώρα και 30 λεπτά. Η δεύτερη διήρκεσε 40 λεπτά. Δεν υπάρχει θεσμοθετημένος ελάχιστος χρόνος για μια συνέντευξη, τον οποίο να έχουν παραβεί οι καθών η αίτηση. Αυτή, βεβαίως, εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και στην παρούσα φαίνεται να ήταν ικανοποιητική. Ο αιτητής είχε την ευκαιρία και το χρόνο να παρουσιάσει την υπόθεση του και να υποστηρίξει το λόγο της αίτησης του.
Τα όσα δε αναφέρει περί του τρόπου διεξαγωγής της συνέντευξης, από τους λειτουργούς της υπηρεσίας ασύλου, είναι ισχυρισμοί γενικοί και αόριστοι και δεν υποστηρίζονται από τα στοιχεία του φακέλου
Ο λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.
Ο αιτητής πρόβαλε επίσης ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν ήταν δυνατό να είχαν μελετήσει επαρκώς την έκθεση τη λειτουργού αφού αυτή ετοιμάστηκε την ίδια ημέρα λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Συνεπώς, εισηγείται, ήταν αδύνατον η έκθεση να είχε μελετηθεί και ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης.
Δεν θεωρώ ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής ευσταθούν. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να αποδεικνύει ότι, οι καθ΄ων η αίτηση δεν έλαβαν, καταλλήλως υπόψη την έκθεση της λειτουργού. Ούτε, μπορεί να τεκμηριωθεί οποιοδήποτε αρνητικό συμπέρασμα, όπως προβλήθηκε, επειδή η απόφαση εκδόθηκε εντός της ιδίας ημέρας.
Ο αιτητής εισηγείται περαιτέρω ότι, η απόφαση του προϊσταμένου της υπηρεσίας Ασύλου όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων παραβίαζε τις διαδικασίες που προβλέπονται στον Περί Προσφύγων Νόμο και στο «Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και κριτήρια για τον καθορισμό της ιδιότητας του πρόσφυγα της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες». Ισχυρίζεται ότι, η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, έλλειψης αιτιολογίας, πλάνης και ότι εσφαλμένα κρίθηκε ως αναξιόπιστος.
Συγκεκριμένα αναφέρει ότι, οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν με διαφορά 4 ετών και επομένως οι όποιες μικρές αντιφάσεις, όπως, το πόσες φορές απειλήθηκε η ζωή του, μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης συνέντευξης, δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν ότι πλήττουν την αξιοπιστία του.
Εξετάζοντας το κείμενο της απόφασης και το περιεχόμενο του κατατεθέντος φακέλου, διαπιστώνω ότι η απόφαση είναι ορθή και δεόντως αιτιολογημένη. Ο κύριος λόγος για τον οποίο η αίτηση έχει απορριφθεί από την Αναθεωρητική Αρχή, είναι η διαπιστωθείσα αναξιοπιστία. Η αξιοπιστία του αιτητή έχει τρωθεί σε μεγάλο βαθμό που δεν επέτρεπε, όπως προβάλλεται με την απόφαση, την αποδοχή των ισχυρισμών του σε σχέση με τα γεγονότα. Στην απόφαση, γίνεται ευρεία αναφορά στους ισχυρισμούς αυτούς, οι οποίοι, κατά την άποψη μου, είναι ικανοποιητικοί για να στοιχειοθετήσουν το εύρημα περί αναξιοπιστίας. Η αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από την εισηγητική έκθεση της αρμοδίας λειτουργού, στην οποία καταγράφονται με λεπτομέρεια οι αντιφάσεις που επηρέασαν αρνητικά την αξιοπιστία του αιτητή.
Η Λειτουργός με την εισήγηση της είχε προβεί σε ενδελεχή έρευνα όλων των ισχυρισμών του αιτητή τους οποίους έκρινε ατεκμηρίωτους. Σύμφωνα με τα όσα, ο ίδιος, ανέφερε δεν αντιμετώπισε οποιαδήποτε συγκεκριμένη δίωξη αλλά εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω της γενικής κατάστασης που επικρατούσε.
Τόσο στην έκθεση της Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου και της Λειτουργού των καθ΄ων η αίτηση, όσο και στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, αναφέρονται λεπτομερώς οι εντοπισθείσες αντιφάσεις και διαπιστωθείσες αδυναμίες, που προέκυψαν κατά τη διεξαχθείσα συνέντευξη. Δόθηκαν, από τον αιτητή διαφορετικές εκδοχές ως προς τα άτομα που, κατ΄ισχυρισμό, τον απειλούσαν. Παράλληλα η αναφορά του στο λόγο, για τη μη υποβολή αιτήσεως για άσυλο ενωρίτερα, που στηριζόταν στην απασχόληση του και η αναφορά στα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, έκδηλα δημιούργησαν αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα των προθέσεων του για υποβολή της αιτήσεως ασύλου. Ο αιτητής με την προσφυγή του επιδιώκει ουσιαστικά την επανεκτίμηση των γεγονότων, το οποίο, όμως, θα κατέληγε σε υποκατάσταση της αρμοδιότητας της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων από το Ανώτατο Δικαστήριο, πράγμα το οποίο δεν είναι επιτρεπτό. (Latif ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).
Το γεγονός ότι ο αιτητής δεν έγινε πιστευτός αναφορικά με την πιθανότητα κινδύνου της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του, συνάδει με το σύνολο των στοιχείων τα οποία παρατίθενται στην υπό αμφισβήτηση απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής. Είναι συνεπώς ορθή, κατά την άποψη μου, η κατάληξη των καθ΄ ων η αίτηση ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα στον αιτητή. Παράλληλα, σημειώνω ότι ο αιτητής δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη φόβου, ώστε να μπορεί να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη, από το άρθρο 19 του Νόμου, προστασία.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1,500 ως έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.