ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου για την Αιτήτρια. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-02-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1300/2012, 26/2/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D148

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1300/2012)

 

26 Φεβρουαρίου 2014 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Μ. Π. Τ.,

Αιτήτρια

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΎ,

Καθ΄ ων η αίτηση

------------------------------------

Ε. Πεύκου (κα) για Νικολάου και Σαββίδης Δ.Ε.Π.Ε.,

για την Αιτήτρια.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η αιτήτρια είναι XXXXX, XXXXX.  Στις 21.6.2010, η καθηγήτρια των Γαλλικών  XXXXX Ρούσου, η οποία εκείνη την ημέρα επιτηρούσε σχολικές εξετάσεις, κατήγγειλε την αιτήτρια ότι ενώ ο υιός της τελευταίας παρακάθητο σε εξετάσεις Ιστορίας στο XXXXX Γυμνάσιο, η αιτήτρια εισήλθε στην αίθουσα και παρά τις υποδείξεις της ότι απαγορευόταν η παρουσία της εκεί, η αιτήτρια όχι μόνο δεν αναχώρησε, αλλά πλησίασε το παιδί της υποδεικνύοντας του ποιο κεφάλαιο από αυτά που είχε απαντήσει έπρεπε να διαγράψει, ώστε να επιτύχει καλύτερο αποτέλεσμα. 

 

          Η καταγγελία αυτή, η οποία υπεβλήθη ιδιοχείρως προς τον Διευθυντή του XXXXX Γυμνασίου, διεβιβάσθη από αυτόν στον Επαρχιακό Επιθεωρητή Λεμεσού με αποτέλεσμα να οριστεί στις 16.9.2010 ως ερευνών λειτουργός, ο Επιθεωρητής Α΄ Μέσης Εκπαίδευσης, XXXXX Παπαστυλιανού.  Ο τελευταίος διεξήγαγε έρευνα με βάση το άρθρο 70(β) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου αρ. 10/69, ως τροποποιήθηκε, και υπέβαλε το σχετικό πόρισμα του στις 12.10.2010.  Με αυτό, ο ερευνών λειτουργός έκρινε από τις μαρτυρίες που έλαβε ότι η αιτήτρια διέπραξε αδίκημα πειθαρχικής φύσεως, παραβαίνοντας την υποχρέωση της να μην πλησιάζει τις αίθουσες εξετάσεων εφόσον η ίδια δεν ήταν επιτηρήτρια ή αναπληρωτής επιτηρήτρια. 

 

          Το πόρισμα του ερευνώντος λειτουργού διεβιβάσθη στη συνέχεια στον Γενικό Εισαγγελέα στις 15.10.2010, ο οποίος με επιστολή του ημερ. 25.2.2011, η οποία λήφθηκε στις 26.4.2012, εισηγήθηκε ότι η αρμοδία αρχή, αν το έκρινε σκόπιμο, μπορούσε να προχωρήσει με συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης.  Ακολούθως ορίστηκε στις 16.5.2012, ο Γενικός Επιθεωρητής XXXXX Αντωνίου, προς το σκοπό συνοπτικής εκδίκασης του παραπτώματος, ο οποίος με βάση κατηγορητήριο ημερ. 29.5.2012, κάλεσε την αιτήτρια να παρουσιαστεί στο γραφείο του για εκδίκαση της υπόθεσης.  Στις 7.6.2012, ο Σ. Αντωνίου εκδίκασε την υπόθεση με βάση το άρθρο 63(1)(β) του πιο πάνω Νόμου και επέβαλε στην αιτήτρια την ποινή της επίπληξης. 

 

          Παραπονείται η αιτήτρια ότι ουδέποτε αυτή παραδέχθηκε ενώπιον οποιουδήποτε ότι πράγματι εισήλθε στην αίθουσα εξετάσεων.  Πρόσθετα, ότι ήταν χωρίς ουσιαστική τεκμηρίωση των λόγων που οδήγησαν στην κατάληξη ενοχής της αιτήτριας, που αυτή κρίθηκε ένοχη με μόνη την κατάθεση της επιτηρήτριας XXXXX Ρούσου και χωρίς να δοθεί στην ίδια η ευκαιρία να αμφισβητήσει με την βάσανο της αντεξέτασης την καταγγέλλουσα επιτηρήτρια. Η προσβαλλόμενη πράξη εν πάση περιπτώσει είναι αναιτιολόγητη, ενώ λήφθηκε κατά παραβίαση των δικαιωμάτων που παρέχονται από το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, εφόσον η μαρτυρία κατά της αιτήτριας λήφθηκε ως δεδομένη και χωρίς να έχει η αιτήτρια το δικαίωμα αμφισβήτησης της.

 Πρόσθετα, οι λεπτομέρειες της κατηγορίας που απευθύνθηκε στην αιτήτρια δεν συνάδουν με τα πειθαρχικά αδικήματα που εμπίπτουν στον Πρώτο Πίνακα Μέρος Ι του άρθρου 71 του Νόμου, ώστε η αιτήτρια να μην είχε επαρκή γνώση για ποιο αδίκημα κατηγορείτο και για ποιο αδίκημα καταδικάστηκε.  Τέλος, η αιτήτρια παραπονείται ότι η επιβληθείσα ποινή της επίπληξης, που επηρεάζει την περαιτέρω και κατά τα άλλα καταξιωμένη σταδιοδρομία της, λήφθηκε μετά από πάροδο δύο και πλέον ετών, ώστε να είναι ακυρώσιμη λόγω της μη εκδίκασης της υπόθεσης εντός του συντόμου χρόνου που χρειαζόταν υπό τις περιστάσεις, ιδιαιτέρως εφόσον το αδίκημα  θεωρήθηκε ότι μπορούσε να εκδικαστεί συνοπτικά. 

 

Η αντίθετη θέση της Δημοκρατίας είναι ότι ορθά ακολουθήθηκε η όλη διαδικασία συνοπτικής φύσεως και εκδίκασης του παραπτώματος, ότι αξιολογήθηκε η μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του ερευνώντος λειτουργού και ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε το έναυσμα για να κατηγορηθεί η αιτήτρια στη βάση του άρθρου 63(1)(β) του Νόμου, το οποίο και καλύπτει την συμπεριφορά της αιτήτριας.  Άλλωστε, ισχυρισμός για οποιοδήποτε πρόβλημα με τη διατύπωση του κατηγορητηρίου και του παραπτώματος που αντιμετώπιζε η αιτήτρια, ουδέποτε ηγέρθη από αυτήν καθ΄ όλη τη διαδικασία της εξέτασης της πειθαρχικής υπόθεσης.  Κανένα δικαίωμα ακρόασης της αιτήτριας δεν παραβιάστηκε, ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε ή τέτοια καθυστέρηση που να έχει στην πράξη επηρεάσει τα συνταγματικά ή άλλα δικαιώματα της.

 

Η πρώτη ενασχόληση του Δικαστηρίου θα πρέπει να αφορά το επιχείρημα της παραβίασης των δικαιωμάτων της αιτήτριας λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης στην όλη διεξαγωγή της εκδίκασης και τελεσφόρησης της πειθαρχικής διαδικασίας.  Υπήρξε πράγματι καθυστέρηση.  Η καταγγελία έγινε στις 21.6.2010 και η διοίκηση διόρισε ερευνώντα λειτουργό στις 16.9.2010, ο οποίος σε σύντομο χρόνο ολοκλήρωσε την έρευνα του και υπέβαλε το πόρισμα στις 12.10.2010.  Και πάλι σε σύντομο χρόνο το πόρισμα υπεβλήθη στη Γενική Εισαγγελία στις 15.10.2010, (μια αχρείαστη, κατά το Δικαστήριο, ενέργεια διότι πρόκειτο για παράπτωμα συνοπτικώς εκδικαζόμενο δυνάμει των άρθρων 70(α) και 71 και όχι των άρθρων 70(β) και 72 του Νόμου), για εξέταση και γνωμάτευση κατά πόσο μπορούσαν να διατυπωθούν κατηγορίες σύμφωνα με την παρ. 7 του Δεύτερου Πίνακα, Μέρος Ι του Νόμου και, αν υπήρχε αδίκημα, κατά πόσο αυτό μπορούσε να εκδικαστεί συνοπτικά.  Εδώ σημειώθηκε μικρή καθυστέρηση στο ότι η γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας δόθηκε στις 25.2.2011.  Η γνωμάτευση αυτή δόθηκε με ένδειξη «Επείγουσα» στη Γενική Διευθύντρια Παιδείας και Πολιτισμού, «υπόψη της κας XXXXX Χατζηπαύλου».

 

Φαίνεται ότι υπήρξε πρόβλημα στη μετέπειτα επικοινωνία μεταξύ κας Χατζηπαύλου, (η οποία ενεργούσε κατά πάντα χρόνο δεόντως και με ταχύτητα), ενεργώντας για Γενική Διευθύντρια και Γενικού Εισαγγελέα.  Από το διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο «Α», πέραν της πρώτης επιστολής ημερ. 31.1.2011 από την                       κα Χατζηπαύλου προς το Γενικό Εισαγγελέα, όπου διατυπώθηκε η παράκληση για την απάντηση του τελευταίου, ακολούθησαν άλλες έντεκα υπενθυμίσεις από την κα Χατζηπαύλου σε τακτά χρονικά διαστήματα με τελευταία αυτήν ημερ. 2.4.2012.  Αυτές οι υπενθυμίσεις στάληκαν παρά το γεγονός, ως ήδη αναφέρθη, ότι η Νομική Υπηρεσία παρουσιάζεται να είχε ήδη δώσει την απάντηση της με επιστολή ημερ. 25.2.2011.  Αυτή λοιπόν ήταν η μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση μεταξύ Υπουργείου Παιδείας και Νομικής Υπηρεσίας που σημειώθηκε και για την οποία βεβαίως ουδόλως ευθύνεται η αιτήτρια.

 

Η καθυστέρηση όμως δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην ακύρωση της πειθαρχικής διαδικασίας και της επιβληθείσας ποινής.  Σημειώνεται αμέσως ότι δεν τίθεται με την προσφυγή ζήτημα παραγραφής, ούτε και υπάρχει τέτοια πρόνοια σ΄ ολόκληρο τον Πειθαρχικό Κώδικα του Νόμου αρ. 10/1969, που καλύπτεται από το Μέρος Έβδομο, άρθρα 63-75 αυτού.  Αντίθετα, υπάρχει η ευνοϊκή για τον εκπαιδευτικό λειτουργό πρόνοια του άρθρου 69Α που προστέθηκε στο νομοθετικό κείμενο με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 113(Ι)/2003, ότι οι ποινές που δυνατόν να επιβληθούν εξαιρουμένων αυτής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης και της απόλυσης, διαγράφονται μετά την παρέλευση αντιστοίχως τριών, πέντε και δέκα ετών, αναλόγως της σοβαρότητας τους. 

 

Ο χρόνος από μόνος του δεν ακυρώνει κατά τα άλλα μεμπτή συμπεριφορά του υποκείμενου στον πειθαρχικό κώδικα του επαγγέλματος του, υπαλλήλου.  Η νομολογία γενικώς, ακόμη και στην περίπτωση διάπραξης ποινικών αδικημάτων, συναρτά το δίκαιο της δίκης με το χρόνο που παρέρχεται με κριτήρια αντικειμενικά και συναπτόμενα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Οι αυθεντίες Τεμβριώτου ν. Αντωνιάδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 494, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αλεξάνδρου (Αρ. 2) (2009) 2 Α.Α.Δ. 387 και Μεταξάς ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 560, είναι μερικές μόνο ενδεικτικές υποθέσεις στις οποίες αναλύεται ο παράγων του χρόνου σε συνάρτηση και με την Ευρωπαϊκή νομολογία αναφορικά με την τελεσφόρηση των δικαιωμάτων διαδίκου εντός ευλόγου χρόνου υπό το φως και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών.  Εδώ, παρά την επιδειχθείσα καθυστέρηση που αφορούσε τη σύνδεση μεταξύ της διαπίστωσης της πειθαρχικής παρατυπίας από τον ερευνώντα λειτουργό και την απαγγελία του κατηγορητηρίου και την επιβολή της ποινής, η αιτήτρια, πέραν από γενικότητες και αφηρημένες έννοιες, δεν αναφέρθηκε σε τι συγκεκριμένα την έχει επηρεάσει αρνητικά η κατάληξη της επιβολής ποινής.

 

Η επίκληση εκ μέρους της αιτήτριας της υπόθεσης Σιακαλλή ν. Υπουργού Εσωτερικών, υπόθ. αρ. 1502/2009, ημερ. 21.6.2012, δεν βοηθά την αιτήτρια.  Η απόφαση εκείνη κρίθηκε από το δικάσαν  Δικαστήριο στη βάση των δικών της γεγονότων. Πρόκειτο για διαδικασία κάτω από τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο 1/90, με προθεσμία διεκπεραίωσης σοβαρών περιπτώσεων τις 60 ημέρες.  Η διερεύνηση άρχισε με εντολή του Υπουργού στις 14.5.2007 και συμπληρώθηκε με την επιβολή ποινής στις 17.11.2009, δυόμιση χρόνια μετά.  Ανέκυψαν προβλήματα στον τρόπο διεξαγωγής της όλης διαδικασίας, υπήρξε ανάμειξη δικηγόρων, αλλά και ανεπίτρεπτες προσμίξεις ιδιοτήτων και εξουσιών του Υπουργού Εσωτερικών που είχε εισηγηθεί τη διενέργεια της έρευνας, ο οποίος σε κάποια φάση απεχώρησε από τη θέση, αλλά μετά επανήλθε, και εν γένει υπήρχε μια μεμπτή διαδικασία που δεν διασφάλισε τα εχέγγυα της αμεροληψίας αφού η όλη πειθαρχική έρευνα μολύνετο από παράτυπη προηγηθείσα διαδικασία.  Το εκεί Δικαστήριο ακύρωσε για τον πρωταρχικό αυτό λόγο την επιβληθείσα ποινή.

 

Το Δικαστήριο προχώρησε όμως να ακυρώσει τη διοικητική απόφαση και για το λόγο της υπέρμετρης καθυστέρησης.  Στη σκέψη του Δικαστηρίου, αφού παρέθεσε τα δεδομένα, λειτούργησε το ότι η αρχική καταγγελία δεν έδωσε λεπτομέρειες ως προς το αντικείμενο της έρευνας ώστε να είχε καθυστερήσει εξαιτίας της διοίκησης η υπόθεση, η οποία ήταν ένοχη αναίτιας καθυστέρησης, παραλείψεων και παρατυπιών.

Όπως είναι γνωστό, τα δεδομένα κάθε υπόθεσης διαφέρουν και εκείνο που ενέχει σημασία είναι η εφαρμογή των αρχών δικαίου κατά εύλογο τρόπο στα περιστατικά που τίθενται προς εξέταση.  Η κρίση του ενός Δικαστηρίου επί ιδιαζόντων δεδομένων δεν αποτελεί αυθεντία ώστε να ακολουθηθεί από άλλο.

 

Επί της ουσίας της κατηγορίας επίσης η αιτήτρια δεν έχει δίκαιο.  Της απευθύνθηκε κατηγορία στη βάση του άρθρου 63(1)(β) του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι εκπαιδευτικός λειτουργός υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη:

 

«(β) εάν ενεργήση ή παραλείψη τι κατά τρόπον ισοδυναμούντα προς παραβίασιν οιουδήποτε των καθηκόντων ή υποχρεώσεων εκπαιδευτικού λειτουργού.»

 

Η έκθεση του πειθαρχικού αδικήματος, όπως απευθύνθη στην αιτήτρια, μνημόνευσε ακριβώς αυτό το άρθρο κατά τα αντίστοιχα που λαμβάνονται στα ποινικά κατηγορητήρια, όπως φαίνεται από τα κυανά 30-29 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο «Α». Οι λεπτομέρειες του πειθαρχικού αδικήματος ήταν οι εξής:

 

«ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Κατηγορείσθε ότι κατά την 15ην Ιουνίου 2010 εισήλθατε στην αίθουσα όπου διεξάγετο εξέταση στην Ιστορία (τάξη Γ4), στο XXXXX Γυμνάσιο Λεμεσού, στην οποία εξέταση συμμετείχε και ο γιος σας Ν. Π., χωρίς να είχατε ορισθεί ως επιτηρήτρια ή να είχατε εξουσιοδοτηθεί να εισέλθετε για οποιοδήποτε άλλο λόγο.»

 

Τόσο η έκθεση, όσο και οι λεπτομέρειες της κατηγορίας, είναι ορθές.  Συμφώνως των αρχών του ποινικού δικαίου προς τις οποίες έχει αντιστοιχία οποιαδήποτε κατηγορία απευθύνεται στο πειθαρχικό δίκαιο, η οποία και εκδικάζεται με όλα τα εχέγγυα της ποινικής διαδικασίας και του ουσιαστικού δικαίου, (Δημοκρατία ν., Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690 και Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 6/2007, ημερ. 26.3.2009, που επικυρώθηκε στην Α.Ε. αρ. 69/2009, ημερ. 11.2.2013), η αιτήτρια γνώριζε με ακρίβεια τι αντιμετώπιζε και ποιο ήταν το αδίκημα στο οποίο κατ΄ ισχυρισμόν είχε υποπέσει και ποιες οι συνθήκες διάπραξης του.  Το εύρος του άρθρου 63(1)(β) είναι μεγάλο και παραπέμπει σε κάθε ενέργεια ή παράλειψη που ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε καθήκοντος ή υποχρέωσης του εκπαιδευτικού.  Παρόμοια και η συνοπτική δυνατότητα εκδίκασης αδικήματος που προσφέρεται από το άρθρο 70(α), το οποίο παραπέμπει στα αναγραφόμενα αδικήματα του Πίνακα του Πρώτου Μέρους, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 71.  Αυτά είναι διατυπωμένα επίσης κατά γενικό τρόπο ώστε να καλύπτουν και τις παραλείψεις ή αρνήσεις όπως εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης του ή επιδείξει  απρεπή συμπεριφορά προς ανωτέρους ή συναδέλφους.  Αυτή η τελευταία, που είναι η παράγραφος 4 του Μέρους Ι, θεωρήθηκε από τη Νομική Υπηρεσία με την επιστολή της ημερ. 25.2.2011, (κυανά 27-26 του Τεκμηρίου «Α»), ως ικανή να λειτουργήσει προς στοιχειοθέτηση του παραπτώματος της αιτήτριας.

 

Τα επί μέρους παράπονα της αιτήτριας επίσης δεν είναι καθόλου βάσιμα.  Το γεγονός ότι οι λεπτομέρειες του αδικήματος κατέγραφαν απλώς ως παράπτωμα την είσοδο της αιτήτριας στην αίθουσα όπου εξεταζόταν ο υιός της, χωρίς να ήταν επιτηρήτρια ή εξουσιοδοτημένη να εισέλθει, ήταν επί το έλασσον των λεπτομερειών που υπήρχαν στην έκθεση του ερευνώντος λειτουργού και  που  περιελάμβαναν αυτή την είσοδο, παρά την ταυτόχρονη και  προς το αντίθετο υπόδειξη της XXXXX Ρούσου και τον σχολιασμό του γραπτού του υιού της, με ανάλογη υπόδειξη διαγραφής ορισμένου θέματος.  Το κατηγορητήριο μπορούσε να διαχωριζόταν και να περιελάμβανε περισσότερες κατηγορίες ώστε να καλύψει όλο το φάσμα της συμπεριφοράς της αιτήτριας.  Το ότι παρέμεινε στο ελάχιστο ήταν προς όφελος της αιτήτριας και δεν θα έπρεπε να παραπονείτο γι΄ αυτό.

 

Το επόμενο παράπονο ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να αντεξετάσει την καταγγέλλουσα είναι εξίσου ανεδαφικό.  Πρόκειτο για συνοπτικής εκδίκασης παράπτωμα.  Η αιτήτρια αρνήθηκε ενοχή, της δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί πριν κριθεί η ενοχή της και ακούστηκε και πριν της επιβληθεί η ποινή.  Αυτή είναι η διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 7 εδάφια (2) και (3), τα οποία πουθενά δεν περιλαμβάνουν το δικαίωμα εξέτασης και αντεξέτασης μαρτύρων. Στην αιτήτρια δόθηκε προηγουμένως αντίγραφο των μαρτυρικών καταθέσεων.  Όλα τα εχέγγυα της διαδικασίας που προνοεί ο Νόμος τηρήθηκαν και ουδέν δικαίωμα αποστερήθηκε από την αιτήτρια.  Ο XXXXX Αντωνίου έδωσε λοιπόν την ευκαιρία στην αιτήτρια να ακουστεί, η οποία μάλιστα παρουσιάσθηκε ενώπιον του τη συνοδεία δύο δικηγόρων, και πριν την ενοχή και πριν την επιβολή της ποινής.

 

  Η κρίση της ενοχής έγινε στη βάση της καταγγελίας της XXXXX Ρούσου την οποία και δέχθηκε προφανώς ενόψει και της κατάθεσης  της ιδίας της αιτήτριας στις 11.10.2011 και ώρα 11.45 π.μ. (κυανά 4 του Τεκμ. «Α» και αναφερόμενη ως Τεκμήριο 5 στην επιστολή του ερευνώντος λειτουργού ημερ. 12.10.2010 προς τον Υπουργό Παιδείας - κυανά 12-11, καθώς και στα τηρηθέντα πρακτικά ημερ. 7.6.2012 της συνοπτικής εκδίκασης της κατηγορίας - κυανά 37-36), όπου δέχθηκε ότι «προσήλθε» στην αίθουσα, ότι ρώτησε από την πόρτα γιατί ο υιός της καθυστερούσε και ότι του είπε να διαγράψει οποιοδήποτε από τα τρία θέματα.  Ο XXXXX Αντωνίου δέχθηκε ως αληθή την πλέον σαφή δήλωση της XXXXX Ρούσου, την οποία και ρητά καταγράφει, ότι η αιτήτρια εισήλθε στην αίθουσα.  Ήταν μια εύλογη απόφαση υπό τις περιστάσεις για την οποία δεν χωρεί αναθεωρητική επέμβαση από το Δικαστήριο.  Όπως ορθά παραπέμπει η Δημοκρατία με αναφορά στον Δ. Κόρσο: Διοικητικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, Τρίτη έκδ., σελ. 192, η αρχή της ακροάσεως του διοικουμένου αναλύεται στα εξής στοιχεία προς ικανοποίηση της: (i) στην παροχή όλων των απαραιτήτων στοιχείων στο διοικούμενο, (ii) στη λήψη των απόψεων αυτού διά ακροάσεως και (iii) στην υποχρέωση της διοίκησης να λάβει υπόψη και να μην αγνοήσει τις διατυπωθείσες από το διοικούμενο απόψεις.

 

Δεν συντρέχει λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία και επικυρώνεται.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

                                      Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο