ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D86
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1298/2010)
4 Φεβρουαρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΛΕΝΑ ΖΩΜΕΝΗ ΑΣΣΙΩΤΗ,
2. ΑΘΗΝΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
3. ΕΥΗΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Μ. Καλλιγέρου (κα.), για τους Αιτητές.
Μ. Ιεροκηπιώτου (κα.) για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη αρ. 1, 2, 4 και 6.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν:
«Α. Δήλωση και/ή Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Καθ' ου η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε την 14/7/2010 στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Κύπρου, (Συνημμένο«Ι», στην αίτηση ακυρώσεως) σύμφωνα με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη 1. Έλενα Αυγουστίδου, 2. Ανδρέας Κασενίδης, 3. Χρυσάνθη Λοιζίδου, 4. Δώρος Μιχαήλ, 5. Μαρίνα Πετρίδου και 6. Άκης Σωφρονίου, προάχθηκαν στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Πανεπιστημίου, αναδρομικά από 1/7/2006, σε διαδικασία επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου δικαστηρίου στις Συνεκδικαζομενες Προσφυγές αρ. 1804/2006 κ.α., Έλενα Ζωμενή Ασσιώτη κ.α. v. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερομηνίας 27/10/2009, αντί των αιτητών, είναι άκυρη και /ή χωρίς κανένα νόμιμο αποτέλεσμα».
Οι καθ΄ ων η αίτησης προήξαν τα ενδιαφερόμενα μέρη αναδρομικά από 1/7/2006 στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Πανεπιστημίου, σε διαδικασία επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές αρ. 1804/2006 κ.α., Έλενα Ζωμενή Ασσιώτη κ.α. v. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 27/10/2009, απόφαση η οποία προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών στη γραπτή αγόρευσή της ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία που δόθηκε για την επιλογή των ενδιαφερόμενων προσώπων ήταν αυθαίρετη, παράνομη και δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Κατά την ευπαίδευτη συνήγορο των αιτητών, η επίδικη απόφαση πάσχει επειδή:
α) Ενώ οι καθ' ων η αίτηση επικαλέστηκαν το περιεχόμενο των φακέλων και ασχολήθηκαν με τη σπουδαιότητα του κάθε υποψηφίου, οδηγήθηκαν σε αυθαίρετα συμπεράσματα έξω από οποιοδήποτε υπηρεσιακό πλαίσιο και εικόνα των υποψηφίων. Η αναφορά των καθ' ων η αίτηση στα καθήκοντα που εκτελούσαν τα Ε/Μ γίνεται κατά τρόπο θυματοποίησης των αιτητών, οι οποίοι ασκούσαν επίσης εξαίρετα τα ανατεθέντα σε αυτούς καθήκοντα.
β) Ασχολήθηκαν με τα καθήκοντα του καθενός για να καταλήξουν σε αυθαίρετα συμπεράσματα, εκτός της υπηρεσιακής εικόνας (Αξία, Προσόντα, Αρχαιότητα).
γ) Παραγνώρισαν το πλεονέκτημα, χωρίς αιτιολογία και/ή με παράνομη αιτιολογία.
δ) Παραγνώρισαν την πρόσθετη πείρα των αιτητών (πέραν των 8 ετών στο Πανεπιστήμιο), έναντι υποψηφίων που δεν κατείχαν πρόσθετη πείρα.
ε) Δεν ασχολήθηκαν καθόλου με τα θεσμοθετημένα κριτήρια εντοπισμού της καταλληλότητας υποψηφίων που προέρχονται από το Πανεπιστήμιο, δηλαδή την «Αξία», τα «Προσόντα» και της «Αρχαιότητας» και τη συναφή με αυτήν «πείρα»».
Η ευπαίδευτη συνήγορος παρέθεσε σχετικό πίνακα με την εικόνα των υποψηφίων, αναφορικά με τα προσόντα και την πείρα τους στο Πανεπιστήμιο Κύπρου καθώς και το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού τίτλου.
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης Ανώτερου Λειτουργού «Μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών σε αντικείμενο ή συνδυασμό αντικειμένων που θα καθορίζεται/ονται κατά την προκήρυξη της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα».
Προκύπτει ότι όλοι οι αιτητές και τρία από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Έλενα Κυριάκου Αυγουστίδου (Ε/Μ 1), Χρυσάνθη Λοϊζίδου (Ε/Μ 3), Μαρίνα Σωτηριάδου (Ε/Μ5) κατέχουν το πλεονέκτημα ενώ οι Ανδρέας Κασενίδης (Ε/Μ 2), Δώρος Μιχαηλ (Ε/Μ4), Σωφρονίου Άκης ( Ε/Μ 6) δεν κατέχουν το πλεονέκτημα.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το πλεονέκτημα αποτελεί παράγοντα ουσιώδους σημασίας, όταν ζητείται από τα Σχέδια Υπηρεσίας και ως τέτοιο δημιουργεί προβάδισμα του υποψηφίου που το κατέχει, έναντι των υποψηφίων που δεν το κατέχουν. Στην περίπτωση που υποψήφιος που κατέχει το πλεονέκτημα που προβλέπεται στα Σχέδια Υπηρεσίας, δεν επιλέγεται για διορισμό, απαιτείται ειδική αιτιολόγηση της απόφασης του διοικητικού οργάνου. (Δέστε: Γεωργίου και Άλλοι v Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1822).
Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Παναγή και Άλλοι v Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 163 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Όπως ορθά επεσήμανε ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου, το πλεονέκτημα σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο αποδίδεται ουσιώδης σημασία. Ο κάτοχος πλεονεκτήματος αποκτά προβάδισμα έναντι ανθυποψηφίου που δεν κατέχει πλεονέκτημα (βλ. Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Α) ΑΑΔ 455 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Β) ΑΑΔ 1150, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Μοριτσή ν. Καρσερά, ανωτέρω, και Δημοκρατία ν. Γερμανού, ανωτέρω). Έχει επίσης νομολογηθεί ότι για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα ενός υποψηφίου, θα πρέπει να δίδονται ειδικοί λόγοι (βλ. Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά., ανωτέρω, Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410 και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 406).
Στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι Εφεσίβλητοι Λ. Παναγή και Π. Κόκκινου, κατείχαν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, σε αντίθεση με την Εφεσείουσα η οποία δεν το κατείχε. Επομένως, για την επιλογή της Εφεσείουσας απαιτείτο πειστική ειδική αιτιολογία, ώστε να δικαιολογηθεί η παραγνώριση από την ΕΔΥ του πλεονεκτήματος. ..... Δεν ήταν ειδική γιατί ενώ η ΕΔΥ όφειλε να συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, χρησιμοποίησε γενικούς χαρακτηρισμούς, εστιάζοντας την προσοχή της στη σύσταση και στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης που ήταν υπέρ της Εφεσείουσας, χωρίς να προσδώσει και να συνεκτιμήσει τα στοιχεία που ήταν υπέρ των Εφεσιβλήτων (αξία, σύμφωνα με τις υπηρεσιακές εκθέσεις, αρχαιότητα, πείρα και το πρόσθετο προσόν του Εφεσίβλητου Παναγή που ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης). Με τον τρόπο που η ΕΔΥ αιτιολόγησε την απόφασή της, ελλείπει το στοιχείο της συνολικής και σωρευτικής εκτίμησης όλων των κριτηρίων και στοιχείων. Πέραν τούτου, η αιτιολογία δεν ήταν ούτε πειστική, αφού με την υπεροχή των Εφεσιβλήτων σε όλα τα κριτήρια, πλην της προφορικής εξέτασης και της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, η ΕΔΥ όφειλε να δώσει σαφείς και πειστικούς λόγους που να μην αφήνουν κενά ή αμφιβολίες για την ορθότητα της κρίσης της.
...............................................................
Σχετικά με το πλεονέκτημα των Εφεσιβλήτων, στο οποίο αφορά ο λόγος έφεσης, έχουμε παραθέσει τη σημασία που αποδίδει σ' αυτό η νομολογία. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν ήταν εύκολο να εξουδετερωθεί το σημαντικό προβάδισμα που απέκτησαν οι Εφεσίβλητοι, ως εκ του πλεονεκτήματος, με απλή αναφορά στην αιτιολογία, ουσιαστικά του αυτονόητου, ότι η Εφεσείουσα υπερείχε στην προφορική εξέταση και στη σύσταση. Εκείνο που απαιτείτο, ήταν πειστική αιτιολογία, η οποία όμως ελλείπει. Σύμφωνα με τη νομολογία, η υπεροχή στην προφορική εξέταση δεν είναι αρκετή για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα.»
Στα Πρακτικά της 134ης Συνεδρίας της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου, η Επιτροπή αποφάσισε την επιλογή των ενδιαφερόμενων προσώπων καταγράφοντας τα εξής:
«Με βάση τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Επιτροπή, όπως αναφέρεται πιο πάνω, τα μέλη της Επιτροπής (με δικαίωμα ψήφου) αφού έλαβαν υπόψη όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους (αιτήσεις υποψηφίων και στοιχεία που εμπεριέχοντο στον προσωπικό τους φάκελο κατά τον ουσιώδη χρόνο (ήτοι 15/3/2006), τα προσόντα που αποτελούν πλεονέκτημα βάσει των προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας, έκρινε κατά πλειοψηφία (δύο ψήφους υπέρ και μια αποχή - Καθηγητής Κώστας Χριστοφίδης) ότι οι ακόλουθοι έξι (6) κατά αλφαβητική σειρά:
Αυγουστίδου Έλενα
Κασενίδης Ανδρέας
Λοϊζίδου Χρυσάνθη
Μιχαήλ Δώρος
Πετρίδου Μαρίνα
Σωφρονίου Άκης
είναι καταφανώς καταλληλότεροι έναντι των υπολοίπων υποψηφίων για τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Πανεπιστημίου, για όλους τους λόγους που καταγράφονται στην κάθε περίπτωση. Η Επιτροπή εξέτασε με ιδιαίτερη προσοχή την υποψηφιότητα των Κασενίδη Ανδρέα, Μιχαήλ Δώρου, Σωφρονίου Άκη που δεν κατείχαν μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών σε αντικείμενο ή συνδυασμό αντικειμένων που αναφέρεται στην προκήρυξη, προσόν το οποίο θεωρείται πλεονέκτημα έναντι των υποψηφίων Γρηγορίου Έλενας, Δρουσιώτη Εύη, Ζεμπύλα-Καλλή Άννας, Ζωμενή Έλενας, Κύρου Σκεύως και Στυλιανού Αθηνάς, που κατέχουν επιπρόσθετο προσόν και οι οποίοι δεν επιλέγηκαν, και έκρινε ότι και οι τρεις (3) προαναφερόμενοι υποψήφιοι είναι υπέρτεροι των άλλων τόσο ως προς το έργο που έχουν επιτελέσει (όπως θεμελιώνεται για τον καθένα ξεχωριστά πιο πάνω), την ευρύτητα των γνώσεων, τις πρωτότυπες δράσεις που έχουν υιοθετήσει αλλά και τις εξαιρετικές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες που κατέχουν, την πρωτοβουλία που έχουν αναπτύξει, την εχεμύθεια αλλά και την ικανότητα αποτελεσματικής συνεργασίας που έχουν αναπτύξει. Και οι τρεις αποτελούν ξεχωριστές προσωπικότητες σεβαστές σε όλη την ακαδημαϊκή κοινότητα.»
Προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα των πρακτικών ότι, η Επιτροπή Προσωπικού παρέλειψε να αιτιoλογήσει ειδικά όπως απαιτεί η νομολογία, την παραγνώριση του πλεoνεκτήματος που κατείχαν οι αιτητές κατά την επιλογή του καταλληλότερου για την επίδικη θέση. Δεν ήταν αρκετή η καταγραφή του ποιος υποψήφιος κατέχει το πλεονέκτημα και ποιος όχι. Οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν στην προκείμενη περίπτωση να εξειδικεύσουν τη βαρύτητα του πλεονεκτήματος έναντι των άλλων κριτηρίων κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Επίσης συμφωνώ με τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των αιτητών ότι τα όσα καταγράφηκαν για την υπεροχή των Ε/Μ σε σχέση με τους αιτητές αποτελούν γενικές και αόριστες αναφορές καθώς δεν βασίζονται σε στοιχεία των φακέλων που να τις τεκμηριώνουν.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 5(1)(α) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990 ( ΚΔΠ 162/90):
«5(1) Για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής οι θέσεις διαιρούνται στις ακόλουθες:
(α) Θέσεις πρώτου διορισμού , τις οποίες μπορούν να διεκδικήσουν πρόσωπα που είτε υπηρετούν στο Πανεπιστημιο είτε όχι».
Αναγνωρίζει επομένως ο Κανονισμός τη διεκδίκηση της θέσης πρώτου διορισμού, από πρόσωπα που υπηρετούν στο Πανεπιστήμιο, δηλαδή υπηρετούν σε θέσεις στις οποίες διορίστηκαν και εργάζονται επί σειρά ετών και επομένως βαθμoλoγoύνται από τους καθ' ων η αίτηση.
Συνακόλουθα κρίνω ότι οι καθ΄ ων η αιτηση εσφαλμένα δεν αναζήτησαν τη σύγκριση της αξίας, της αρχαιότητας, των προσόντων και της συνεπαγόμενης πείρας ενός εκάστου από τους υποψηφίους που ήταν όλοι Λειτουργοί στο Πανεπιστήμιο ανατρέχοντας όπως επιβαλλόταν στις Ετήσιες Εμπιστευτικές εκθέσεις και στους Προσωπικούς τους Φακέλους. Οι καθ' ων η αίτηση κατ' επίκληση της υπηρεσίας όλων των υποψηφίων στο Πανεπιστήμιο προχώρησαν, επιλεκτικά, σε αναφορές στα καθήκοντα τους και κατέληξαν σε συμπεράσματα, εκτός των πλαισίων των ετήσιων αξιολογήσεων (Δέστε: Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695) Σημειώνω συναφώς ότι η ανάθεση εκτέλεσης ειδικών καθηκόντων δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο για την πρόκριση υπαλλήλου έναντι ανθυποψηφίου συναδέλφου του, εκτός όπου προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν περιορισμένα καθήκοντα λόγω ανεπάρκειας.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αιτιολογία των διοικητικών αποφάσεων πρέπει να είναι σαφής, ειδική, όπου χρειάζεται, και εμπεριστατωμένη. Δεν πρέπει να απορρέουν από τα πρακτικά των Καθ' ων η αίτηση πραγματικές και ουσιαστικές αμφιβολίες. Η νομιμότητα της αιτιολόγησης των αποφάσεων των διοικητικών οργάνων πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση πάντοτε με τα θεσμοθετημένα κριτήρια αξία, προσόντα, αρχαιότητα όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους και με γνώμονα το Σχέδιο Υπηρεσίας και τις απαιτήσεις του.
Σημειώνω επίσης ότι το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε οκταετή τουλάχιστον υπηρεσία σε θέση σχετική με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσεις. Οι καθ' ων η αίτηση παραγνώρισαν το στοιχείο αυτό καθώς δεν φαίνεται από τα πιο πάνω πρακτικά να συνυπολογίστηκε. η αρχαιότητα σε συνάρτηση με την πείρα των υποψηφίων για σκοπούς σύγκρισής τους. Οι αιτητές είχαν από 13 έως και 15 έτη υπηρεσίας και πείρας στο Πανεπιστήμιο υποδεικνύει η κα. Καλλιγέρου. Ειδικότερα αναφέρει πως το Ε/Μ Σωφρονίου Άκης είχε μόλις συμπληρώσει 8 χρόνια υπηρεσίας στο Πανεπιστήμιο, δύο μήνες πριν την λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων.
Δεν αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου να συνάγει, το ίδιο, συμπεράσματα αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν τους καθ' ων η αίτηση στην επιλογή των ενδιαφερόμενων προσώπων, όταν διαπιστώνεται ανεπαρκής αιτιολογία.
Η ανεπαρκής αιτιολογία που δόθηκε εν προκειμένω για την επιλογή των ενδιαφερόμενων προσώπων δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο καθώς τα συμπεράσματα του διοικητικού οργάνου δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν, ούτε να ελεγχθούν.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα €1.200.-, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.