ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Μιχαηλίδου, Δέσπω Ν. Νικολαϊδου (κα) για Αντ. Παπαντωνίου, για τους Αιτητές. Αλ. Κουντουρή (κα) για Τ. Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-02-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο BROWN REARING FARMS LTD ν. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Aρ.: 1078/2011, 18/2/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D119

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Aρ.: 1078/2011)

 

 

18 Φεβρουαρίου 2014

 

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146  ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

 

 

BROWN REARING FARMS LTD

Αιτητών,

 

ΚΑΙ

 

 

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

                                                                      Καθ΄ων η αίτηση.

 

*********

 

Ν. Νικολαϊδου (κα) για Αντ. Παπαντωνίου, για τους Αιτητές.

Αλ. Κουντουρή (κα) για Τ. Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια εταιρεία επιζητεί την ακύρωση της απόφασης της καθ'  ης η αίτηση Αρχής, η οποία της κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 1.7.2011, σύμφωνα με την οποία πληροφορήθηκε ότι θα έπρεπε να πληρώσει γενικά λιμενικά δικαιώματα για την εισαγωγή νεοσσών κοτόπουλων κατά ή περί τον Ιούνιο του 2011 .

 

          Η Αρχή ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 3, όπως τροποποιήθηκε, της ΚΔΠ 45/76, εξέδωσε το τιμολόγιο αρ. 110090252, ημερ. 29.6.2011, χρεώνοντας την αιτήτρια €5.156,10 λιμενικά δικαιώματα για την εισαγωγή των νεοσσών, βάσει της κατηγορίας κατάταξης τους 3(xvii) των Κανονισμών ως «Ζωντανά Ζώα».

 

          Η αιτήτρια κατέβαλε το πιο πάνω ποσό υπό διαμαρτυρία επιφυλάσσοντας τα δικαιώματα της και με επιστολή της ημερ. 29.6.2011 ζήτησε από την Αρχή την επιστροφή του ποσού: η επιβολή του ήταν παράνομη και αντικανονική.

 

          Η Αρχή απέρριψε το πιο πάνω αίτημα της αιτήτριας, πληροφορώντας την σχετικά με επιστολή της ημερ. 1.7.2011, παραπέμποντας παράλληλα στους λόγους απόρριψης που καταγράφονται σε παλαιότερες επιστολές της αναφορικά με το ίδιο θέμα.

 

          Η καθ΄ ης η αίτηση Αρχή με παραπομπή στην Ν.Π. Λανίτης Λτδ κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αρ. 231/2000, ημερ. 30.5.2003, πρόβαλε προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι η επίδικη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά απόφαση πληροφοριακού χαρακτήρα: η επιστολή ημερ. 1.7.2011 που στάληκε από την καθ΄ ης η αίτηση σε απάντηση επιστολής της αιτήτριας ημερ. 29.6.2011, με την οποία ζητούσε την επιστροφή του ποσού των €5.156,10 που είχε καταβάλει προς εξόφληση του τιμολογίου αρ. 110090252 ημερ. 29.6.2011, το οποίο όμως δεν προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, αποτελεί τη μόνη εκτελεστή πράξη. 

 

          Δεν τίθεται υποστηρίζει η Αρχή θέμα εισαγωγής νέων ουσιωδών νομικών στοιχείων και νέας έρευνας, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, ώστε να προκύπτει νέα πράξη ή απόφαση της Αρχής.  Πρόκειται για βεβαιωτική απόφαση μη επιδεκτική προσφυγής.

 

Όπως έχει νομολογηθεί η έκδοση τιμολογίων συνιστά εκτελεστή πράξη παράγουσα άμεσα έννομα αποτελέσματα Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Τheokisto Ltd Imports - Exports (2004) 3 A.A.Δ. 673, όπου στη σελ. 676 γίνεται παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης το οποίο και υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

«Είναι παραδεκτό ότι η έκδοση των τιμολογίων γίνεται αυτόματα μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή με την καταχώρηση και μόνο της κατηγορίας στην οποία ταξινομείται το εκάστοτε φορτίο κατ΄ εφαρμογήν των προνοιών του Κανονισμού 3 των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976 έως 1999, Κ.Δ.Π. 45/76, όπως τροποποιήθηκαν.

Συμφωνώ ότι τα τιμολόγια που εκδόθηκαν στο όνομα των αιτητών 1, παράγουν έννομα αποτελέσματα και αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις.  Όπως αναφέρει και ο Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τέταρτη Έκδοση, σελ. 24, η βεβαίωση φόρου, (ο διοικητικός δηλαδή προσδιορισμός της φορολογικής οφειλής που, γενικά, προκύπτει απ΄ ευθείας από το νόμο), είναι (εκτελεστή) διοικητική πράξη και μπορεί επομένως να προσβληθεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, είτε υπολογίζεται και συντάσσεται από τους αρμόδιους υπαλλήλους, είτε από ηλεκτρονικούς υπολογιστές (μηχανογραφημένη διοικητική πράξη).

Δέχομαι ότι τα οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα δημιουργήθηκαν με την έκδοση των πιο πάνω τιμολογίων τα οποία είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Το επόμενο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η προσφυγή προσβάλλει ή όχι τις πιο πάνω πράξεις. Είναι αλήθεια ότι στην προσφυγή δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα εκδοθέντα τιμολόγια. Όμως, γίνεται σαφής αναφορά στην απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 31.3.2000, με την οποία, σύμφωνα βέβαια με τους αιτητές, απορρίφθηκε παράνομα η αίτησή τους για κατάταξη της εισαγωγής των συγκεκριμένων εμπορευμάτων στην κατηγορία 3(1) του Μέρους Ι των σχετικών Κανονισμών, ενώ στη συνέχεια γίνεται αναφορά και στα ψηλότερα γενικά λιμενικά δικαιώματα, που λόγω της παράνομης αυτής πράξης χρεώθηκαν.

Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε είναι τέτοια που δεν αφήνει αμφιβολία ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση να κατατάξουν τα εμπορεύματα στη συγκεκριμένη κατηγορία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η έκδοση των τιμολογίων. Οι αιτητές προσβάλλουν ορθά και βέβαια μέσα στη νόμιμη προθεσμία, εκτελεστή διοικητική απόφαση των καθ΄ων η αίτηση και συνεπώς η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί.»

 

          Κατά ανάλογο τρόπο τίθεται και στην υπό κρίση υπόθεση το ερώτημα κατά πόσο με την προσφυγή προσβάλλεται το πιο πάνω τιμολόγιο.  Είναι γεγονός ότι στο αιτητικό της προσφυγής δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο εκδοθέν τιμολόγιο.  Όμως, γίνεται σαφής αναφορά στην επιστολή της Αρχής ημερ. 1.7.2011 και στην επιστροφή του ποσού των €5.156,10, ως λιμενικό δικαίωμα για την εισαγωγή νεοσσών κοτόπουλων, που καταγράφεται σ΄ αυτή και που βέβαια καθορίστηκε με την έκδοση του επίδικου τιμολογίου ημερ. 29.6.2011.  Είναι αυτή την απόφαση που κατ΄ ουσία αμφισβητεί η αιτήτρια και επιζητεί την ακύρωση της.

          Είναι η κατάληξη μου ότι χωρίς αμφιβολία η προσφυγή  στρέφεται εναντίον της απόφασης της Αρχής ημερ. 1.7.2011 να κατατάξει τα εισαγόμενα νεοσσά κοτόπουλα στη συγκεκριμένη κατηγορία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η έκδοση του σχετικού τιμολογίου.  Η αιτήτρια εταιρεία ορθά προσβάλλει εντός της νόμιμης προθεσμίας εκτελεστή διοικητική απόφαση.  Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

          Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η καθ΄ ης η αίτηση Αρχή εκδίδοντας την επίδικη απόφαση ενήργησε κάτω από πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο.

 

          Αποτελεί κοινό έδαφος ότι στους αιτητές επιβλήθηκαν γενικά λιμενικά δικαιώματα, σύμφωνα με τον Καν. 3, κατηγορία (xvii) για την εισαγωγή των νεοσσών «Ζωντανά Ζώα» «κατά έκαστο» των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976 μέχρι 2012, ΚΔΠ 45/76.

 

          Οι αιτητές παραπέμπουν στο περί Εκφορτωτικών Δικαιωμάτων (Τροποποιητικό) Διάταγμα ΚΔΠ 373/06 και στο περί Παροχής Υπηρεσιών Χειρισμού Αγαθών Διάταγμα ΚΔΠ 31/2010, με τα οποία επιβάλλονται αχθοφορικά δικαιώματα και πιο συγκεκριμένα στον α/α 7 του Πίνακα Ι περιγράφεται η κατηγορία «Ζώα εξαιρουμένων των πτηνών», και επιζητούν την κάλυψη της υπόθεσης τους κάτω από το ίδιο κεφάλαιο ώστε να μην επιβάλλονται οποιαδήποτε δικαιώματα για πτηνά και στην εδώ περίπτωση για τους νεοσσούς.

 

          Εφόσον, είναι η εισήγηση τους, στις πιο πάνω Κανονιστικές Πράξεις (ΚΔΠ 373/06 και 31/2010) τα πτηνά ρητά εξαιρούνται από τον ορισμό του ζώου, με παραπομπή στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γεώργιου Δ. Μπαμπινιώτη, 3η έκδοση, όπου δίδεται η πιο κάτω ερμηνεία στη λέξη «ζώο». Το αυτό θα έπρεπε να ισχύσει και στην παρούσα υπόθεση.  

 

          Παραπέμπουν επίσης με αναφορά στο δασμολόγιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου το κάθε εμπόρευμα κατατάσσεται σε κάποιο Κωδικό της Συνδυασμένης Ονοματολογίας με βάση τον Καν. (ΕΟΚ) αρ. 2658/87 όπως τροποποιήθηκε με τον Καν. (ΕΚ) αρ. 1006 του 2011, στο Τμήμα Ι, Κεφάλαιο Ι με τίτλο «ΖΩΑ ΖΩΝΤΑΝΑ», και εκεί περιλαμβάνονται πέραν των διάφορων ζώων και τα πτηνά όπως και τα έντομα, π.χ. μέλισσες, για να εισηγηθούν ότι η πρόθεση του νομοθέτη, αναφορικά με την κατηγορία xvii «ζωντανά ζώα» όπως αυτή καθορίζεται στην ΚΔΠ 45/76, ήταν να καλύπτει ζώα με την κοινή έννοια και αντίληψη, δηλαδή τα θηλαστικά, εξ ου και η χρέωση ανά μονάδα.

 

          Η Αρχή Λιμένων Κύπρου εξασκώντας την εξουσία που της παρέχει το άρθρο 25 του περί της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1973, Ν. 38/73 (όπως αυτός τροποποιήθηκε) εξέδωσε τους περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμούς, ΚΔΠ 45/76, όπως αυτή τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.

 

          Ο Καν. 3 της ΚΔΠ 45/76 (όπως αυτή τροποποιήθηκε) προνοεί ότι τα εκάστοτε καταβλητέα στην Αρχή λιμενικά δικαιώματα για την χρήση των περιοχών λιμένων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία της και για αγαθά εισαγόμενα και εξαγόμενα δια περιοχής λιμένος, καθορίζονται στον πίνακα των Κανονισμών.  Ο Πίνακας προβλέπει:

Κατηγορία   Περιγραφή Αγαθών                  Μονάς Επιβαρύνσεως           Συντελεστής (σεντ)

Xvii              Zωντανά Ζώα                Έκαστον                         20.89

           

          Όπως έχει αποφασιστεί στην Kazan Carton Industry Ltd v. Cyprus Ports Authority (1988) 3(B) C.L.R. 1559, 1562, η Αρχή Λιμένων είναι η Αρχή που ο Νόμος της έχει εμπιστευτεί να εκτιμά τις επιπτώσεις της εισαγωγής αγαθών σε διάφορες μορφές και την εφαρμογή των Κανονισμών σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα τους.  Για να επιτύχουν οι αιτητές την ακύρωση της επίδικης απόφασης θα πρέπει να αποδείξουν ότι η απόφαση της Αρχής να κατατάξει τα επίδικα εμπορεύματα στη συγκεκριμένη κατηγορία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

          Από την άλλη, η επίκληση από τους αιτητές άλλων Κανονιστικών Πράξεων, ΚΔΠ 373/06 και ΚΔΠ 31/2010, οι οποίες αφορούν φορτοεκφορτωτικά δικαιώματα και αχθοφόρους αντιστοίχως, όπου δεν επιβάλλονται οποιαδήποτε δικαιώματα για πτηνά, δεν υποβοηθεί τους αιτητές: καμιά σχέση έχουν με τα λιμενικά δικαιώματα που επιβάλλονται από την Αρχή σύμφωνα με την ΚΔΠ 45/76.  Επιπρόσθετα θα έλεγα ότι αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να εξαιρέσει από την επιβολή λιμενικών δικαιωμάτων τα πτηνά, θα το έπραττε περιλαμβάνοντας ρητή πρόνοια στον Πίνακα 3 της ΚΔΠ 45/76, όπως ακριβώς έπραξε και στις περιπτώσεις των ΚΔΠ 373/06 και ΚΔΠ 31/2010.

 

          Το ζήτημα έχει κατ΄ επανάληψη εξεταστεί σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ο Καν. 3 της ΚΔΠ 45/76 προνοεί για τα εκάστοτε καταβλητέα δικαιώματα για την χρήση περιοχών λιμένων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία της Αρχής Λιμένων Κύπρου και των εγκαταστάσεων καθώς και για αγαθά, υπηρεσίες ή διευκολύνσεις που παρέχονται απ΄ αυτήν.  Ο Πίνακας και η παράγρ. 3 (όπως τροποποιήθηκε), εξειδικεύει τα λιμενικά δικαιώματα που επιβάλλονται για αγαθά εισαγόμενα ή εξαγόμενα δια τινός περιοχής λιμένος.  (Ε.P.G Electricplus Ltd v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Αρ. Υποθ. 1145/10, 30.10.2012).

 

          Ούτε η επίκληση του δασμολογίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποβοηθεί την υπόθεση των αιτητών.  Είναι σημαντικό ότι το δασμολόγιο καθορίζει απλώς την ονοματολογία εμπορευμάτων και όχι την επιβολή λιμενικών τελών. 

 

Το Κεφάλαιο Ι, υπό τον τίτλο «ΖΩΑ ΖΩΝΤΑΝΑ» προνοεί:

 

          «Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει όλα τα ζωντανά ζώα, με εξαίρεση:

α) τα ψάρια και τα μαλακόστρακα, τα μαλάκια και τα άλλα ασπόνδυλα υδρόβια, των κλάσεων 0301, 0306, 0307 ή 0308·

β) τις καλλιέργειες μικροοργανισμών και τα άλλα προϊόντα της κλάσης 3002·

          γ) τα ζώα της κλάσης 9508.»

 

          Τα πτηνά δεν περιλαμβάνονται στις πιο πάνω εξαιρέσεις.  Κάτω από το Κεφάλαιο Ι, υπό τον κωδικό 00105 καταγράφονται «Πετεινοί, κότες, πάπιες, χήνες, γάλοι, γαλοπούλες και φραγκόκοτες, κατοικίδια με βάρος που δεν υπερβαίνει τα 185 g», ενώ κάτω από τον κωδικό 010511 καταγράφονται «πετεινοί και κότες, θηλυκοί νεοσσοί αναπαραγωγής και πολλαπλασιασμού».  Συνεπώς προκύπτει ξεκάθαρα ότι τα «νεοσσά κοτόπουλα» εντάσσονται στην κατηγορία των ζωντανών ζώων.

 

          Αναφορικά με την ερμηνεία του Νόμου και συγκεκριμένα της ΚΔΠ 45/76, Καν.3, όπου στο σχετικό Πίνακα καθορίζεται ότι καταβάλλονται λιμενικά δικαιώματα στα «Ζωντανά Ζώα», απορρίπτω τη θέση των αιτητών ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να καλύψει ζώα με την κοινή έννοια και αντίληψη, δηλαδή τα θηλαστικά και όχι τα πτηνά και στην εδώ περίπτωση τα νεοσσά κοτόπουλα.  Η κοινή έννοια του όρου «ζώο» σαφώς και περιλαμβάνει και τα πτηνά:

 

«Ζώο (το) 1. Κάθε έμβιο ον, εκτός από τα φυτά, κάθε οργανισμός με την ικανότητα της συναίσθησης και της κίνησης, κυρ. θηλαστικό και κατά δεύτερο λόγο έντομο, πτηνό ψάρι ή ερπετό.» (υπό Γεωργίου Μπαμπινιώτη «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», 3η έκδοση)

          Σύμφωνα με τους κανόνες ερμηνείας, κάθε ερμηνεία κανόνα δικαίου ξεκινά από τη λεκτική του διατύπωση και συσχετίζεται και με την τελεολογική ερμηνεία.  Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452, 2474:

 

«.Παρόλον ότι οι λέξεις σε ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη σημασία τους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το αντικείμενο και ο σκοπός του νόμου, οπότε και οι λέξεις ερμηνεύονται με βάση τα συφραζόμενα, παρά με την αυστηρή ετυμολογική ή συνήθη σημασία τους. (Βλ. Halsbury´s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 44, παράγραφοι 863-873).»

 

          Με βάση όλα όσα παρέθεσα πιο πάνω θεωρώ ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για την καθ΄ ης η αίτηση Αρχή να κατατάξει τους νεοσσούς κοτόπουλων στη συγκεκριμένη κατηγορία για σκοπούς επιβολής λιμενικών δικαιωμάτων και καμιά πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο δεν διαπιστώνεται. 

 

          Η όποια αναφορά από την καθ΄ ης στην επίδικη απόφαση στις επιστολές της ημερ. 4.11.2010 και 26.1.2011, με τις οποίες επεξηγεί τους λόγους απόρριψης ίδιου αιτήματος των αιτητών σε άλλες περιπτώσεις εισαγωγής νεοσσών κοτόπουλων δεν είναι παράτυπη: εκεί επεξηγούνται οι λόγοι απόρριψης, που εξακολουθούν να είναι οι ίδιοι και στην παρούσα περίπτωση. 

 

Άλλωστε δεν χρειάζονται αιτιολογία «πράξεις που δεν εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας».  Η επιβολή των λιμενικών δικαιωμάτων δεν είναι δυνητική, δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της καθ΄ ης η αίτηση, αλλά επιβάλλεται, εκ του Νόμου και των Κανονισμών.

 

          Η καθ΄ ης η αίτηση με παραπομπή όπως και σε προηγούμενες επιστολές έδωσε νόμιμη και επαρκή αιτιολογία: ο ισχυρισμός των αιτητών για έλλειψη αιτιολογίας απορρίπτεται.

 

          Τέλος, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει επειδή είναι αντίθετη προς τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου και ιδιαίτερα των αρχών της χρηστής διοίκησης: της αρχής της καλής πίστης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και της αρχής της αναλογικότητας: επιβάλλει την καταβολή λιμενικών δικαιωμάτων για όλα τα ζωντανά ζώα, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε διαφοροποίηση ως προς το μέγεθος ή το είδος ζώου το οποίο εισάγεται ή εξάγεται.  Δεν μπορεί για παράδειγμα να εξομοιώνονται οι νεοσσοί κοτόπουλων με ζώα πολύ μεγαλύτερου μεγέθους ή άλλου είδους και να καταβάλλονται ακριβώς τα ίδια λιμενικά δικαιώματα για την εισαγωγή ή την εξαγωγή τους.  Οι οικονομικές συνέπειες της επίδικης απόφασης είναι δυσμενείς για τους ίδιους, υποβάλλουν και εκτιμήθηκαν από τη διοίκηση μόνο από της πλευράς του συμφέροντος του δημοσίου και όχι και του συμφέροντος του διοικούμενου.

 

          Και αυτός ο ισχυρισμός των αιτητών θα πρέπει να απορριφθεί.  Οι αιτητές δεν τεκμηριώνουν πώς και γιατί στην επίδικη υπόθεση παραβιάστηκαν αυτές οι αρχές.  Φαίνεται πως αγνοούν παντελώς τον χαρακτήρα και τη φύση των λιμενικών δικαιωμάτων.  Όπως έχει νομολογηθεί, τα επιβληθέντα λιμενικά δικαιώματα αποτελούν τέλος, δηλαδή υποχρέωση καταβολής έναντι ωφελήματος το οποίο παρέχεται από την Αρχή, ανεξαρτήτως του αν ο υπόχρεος προς την καταβολή δεν χρησιμοποιεί τις παρεχόμενες υπηρεσίες.  I.B.S. Ltd v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 220, Petrolina Ltd κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2006) 3 Α.Α.Δ. 347, 352-354: 

 

«Ο σκοπός επιβολής κάποιου τέλους είναι η μερική ή και ολική κάλυψη της δαπάνης μιας προσφερόμενης υπηρεσίας.  Όπως έχει σημειωθεί στην υπόθεση I.B.S. Ltd v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 220,

"Το 'τέλος' μπορεί γενικά να λεχθεί ότι είναι μια επιβάρυνση για μια ειδική υπηρεσία που προσφέρεται στους ιδιώτες από κάποιο κυβερνητικό όργανο και βασίζεται πάνω στα έξοδα τα οποία υφίσταται προσφέροντας μια τέτοια υπηρεσία, παρόλο που σε πλείστες ίσως περιπτώσεις τα έξοδα υπολογίζονται αυθαίρετα."

Όπως επίσης αναφέρεται στο σύγγραμμα "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Κυριακόπουλου, Τόμος 3, Ειδικό μέρος, στη σελίδα 354,

"Δια του τέλους σκοπείται να καλυφθώσιν εν όλω ή εν μέρει αι δαπάναι της λειτουργίας δημοσίας τινός υπηρεσίας ή δημοσίου τινός ιδρύματος."»

 

          Στη βάση όλων των ανωτέρω κρίνω ότι όχι μόνο δεν μπορεί να έχει σημασία το μέγεθος του ζώου, ως η θέση των αιτητών, εφόσον τα λιμενικά δικαιώματα έχουν τον χαρακτήρα του τέλους, αλλά ούτε και μπορεί να εξεταστεί το ζήτημα στη βάση της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας για όλα τα ζωντανά ζώα μόνο εκ του μεγέθους τους.  Στον Πίνακα του Κανονισμού 3 - xvii, στην κατηγορία ζωντανά ζώα αναφέρεται ρητώς σε συντελεστή κατά μονάδα επιβάρυνσης: «έκαστο ζώο», χωρίς εισαγωγή άλλων κριτηρίων.

 

          Οι αιτητές απέτυχαν να τεκμηριώσουν την αίτηση τους.   

 

          Η προσφυγή απορρίπτεται.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

                                                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

/ΦΚ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο