ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή. Ν. Χρυσομηλά (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση. Αιτητής παρών. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-01-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 699/2012, 24/1/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D63

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 699/2012)

 

24 Ιανουαρίου 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ

ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------------

 

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.

Ν. Χρυσομηλά (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Λ. Χριστοδούλου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Αιτητής παρών.

 

------------------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η θέση του Τεχνικού Επιθεωρητή στο Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών, (εφεξής «το Συμβούλιο»), είναι με βάση τους περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων - Θέση Τεχνικού Επιθεωρητή (Σχέδια Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 2012, όπως δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στο Όγδοο Παράρτημα, ημερ. 17.2.2012, θέση προαγωγής.

 

         Τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση είναι η τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού, η καλή γνώση της νομοθεσίας του Συμβουλίου και των σχετικών Κανονισμών αυτού και η ακεραιότητα χαρακτήρα, η διοικητική και οργανωτική ικανότητα, η πρωτοβουλία, η ευθυκρισία και η υπευθυνότητα. 

 

         Το Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 19.3.2012, επέλεξε κατά πλειοψηφία για προαγωγή στη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή το ενδιαφερόμενο μέρος, μη ακολουθώντας τη σύσταση του Διευθυντή του Συμβουλίου, η οποία ήταν υπέρ του αιτητή.  Υποψήφιοι για τη θέση ήσαν τέσσερα άτομα, η αξία των οποίων στη βάση των στοιχείων των φακέλων, σύμφωνα με τη σύσταση του Διευθυντή, ήταν απόλυτα ισοδύναμη για τα έτη 2004-2007, που, ως σημείωσε ο Διευθυντής, ήταν οι μόνες υπηρεσιακές εκθέσεις που υπήρχαν στους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων ως είχαν ετοιμασθεί από τον προηγούμενο διευθυντή.  Τόσο ο αιτητής, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, υπερτερούσαν σε αρχαιότητα έναντι των δύο άλλων υποψηφίων και αποκτούσαν συνεπώς προβάδισμα για τη θέση. 

 

         Ως προς τα ακαδημαϊκά προσόντα, ο Διευθυντής σημείωσε ότι ο αιτητής είναι απόφοιτος του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου στον Κλάδο Δομικά Έργα και κατέχει το πτυχίο Εργοδηγού Δομικών αφού πέτυχε στις εξετάσεις της Ειδικής Επιτροπής του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδος τον Οκτώβριο του 1974.  Ως προς την αρχαιότητα, αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είχαν προσληφθεί για πρώτη φορά στο Συμβούλιο την ίδια ημερομηνία, την 1.6.1983 και είχαν προαχθεί στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού επίσης την ίδια ημερομηνία, την 1.7.2001.  Μεταξύ τους υπάρχει μόνο ηλικιακή διαφορά εφόσον ο αιτητής γεννήθηκε στις 15.10.1952 και το ενδιαφερόμενο μέρος στις 24.1.1955.

 

         Το συμπέρασμα του Διευθυντή, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά του Συμβουλίου, ήταν ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσαν σημαντικά σε αξία και αρχαιότητα των υπολοίπων δύο.  Ο Διευθυντής σημείωσε ότι δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στο γεγονός ότι ορισμένοι εκ των υποψηφίων εκπροσώπησαν το Συμβούλιο σε διάφορες επιτροπές, ημερίδες κλπ, είτε από μόνοι τους, είτε συνοδεύοντας τον εκάστοτε Διευθυντή, διότι, κατά την άποψη του, αυτό δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα.  Ως προς τους δύο επικρατέστερους υποψηφίους σύστησε για προαγωγή τον αιτητή λόγω της συμβολικής σημασίας στην ημερομηνία γέννησης εφόσον κατά τα υπόλοιπα ήσαν ίσοι σε αξία, αρχαιότητα και ακαδημαϊκά προσόντα.  Δεν έδωσε καμία βαρύτητα στο πτυχίο του αιτητή θεωρώντας ότι αυτό έπρεπε να εξεταστεί «.. από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους για λήψη τελικής απόφασης.». 

 

         Το Συμβούλιο αποτελείται από πρόεδρο, αντιπρόεδρο και επτά μέλη.  Με πλειοψηφία πέντε έναντι τεσσάρων, αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους αφού εξέτασε τους προσωπικούς φακέλους, έλαβε υπόψη τα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας και, αφού «άκουσε με προσοχή τα όσα ανέφερε ο Διευθυντής στα πλαίσια της σύστασης του ...».

 

         Η σύσταση του Διευθυντή για τον αιτητή δεν υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο για τους εξής λόγους που καταγράφηκαν στο πρακτικό:  (i) Θεώρησε την κρίση του Διευθυντή να μην λάβει υπόψη και να μην προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην εκπροσώπηση του Συμβουλίου από τους υποψηφίους σε επιτροπές, ημερίδες,  σεμινάρια, εργαστήρια κλπ, ως ελλιπή και λανθασμένη διότι η συμμετοχή συμπεριλαμβάνεται στην παράγραφο (4) του    εντύπου Γεν.90 (έντυπο αξιολόγησης υπαλλήλων στην ετήσια υπηρεσιακή έκθεση), που λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση.  Η συμμετοχή υπαλλήλου στις ημερίδες και τα σεμινάρια προσθέτει σημαντικά στην αξία του εφόσον ο υπάλληλος ενημερώνεται, παρακολουθεί τις εξελίξεις στον τομέα της εργασίας του και εμπλουτίζει τις γνώσεις του. (ii) Θεώρησε ότι η θέση του Διευθυντή ως προς το πτυχίο του αιτητή  δημιουργούσε αμφιβολίες, ενώ αυτός όφειλε ως Διευθυντής να ερευνήσει το θέμα και να τοποθετηθεί επ΄  αυτού, κατά πόσο δηλαδή το πτυχίο είναι επιπρόσθετο προσόν.  (iii) Ως προς την αξία, το Συμβούλιο θεώρησε κατ΄ ουσίαν λανθασμένη τη θέση του Διευθυντή να λάβει υπόψη μόνο τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των τεσσάρων ετών 2004-2007,  χωρίς να λάβει υπόψη όλα τα μετρήσιμα στοιχεία αποδοτικότητας που τηρούνται στους προσωπικούς φακέλους τα τελευταία πέντε χρόνια.

 

         Το Συμβούλιο, λοιπόν, κατά πλειοψηφία, έλαβε σοβαρά υπόψη τις πιο πάνω θέσεις και παραλείψεις του Διευθυντή, όπως τις χαρακτήρισε, θεωρώντας «... ότι η εισήγηση του δεν είναι αξιοκρατική και αντικειμενική και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υιοθετηθεί.». 

 

         Στη συνέχεια το Συμβούλιο, θεώρησε από τα καταγεγραμμένα στοιχεία αποδοτικότητας «των τελευταίων κυρίως πέντε ετών» και από την προσωπική γνώση και πλήρη εικόνα της προσφοράς ενός εκάστου των υποψηφίων, ότι η υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους ως προς την αξία «είναι σαφέστατη» έναντι των υπολοίπων υποψηφίων.  Ως προς το πτυχίο Εργοδηγού Δομικών που κατέχει ο αιτητής, το Συμβούλιο κατέληξε ότι αυτό είναι ισοδύναμο και ισότιμο προς τις δημόσιες ή αναγνωρισμένες επαγγελματικές σχολές και «ως τέτοιο λαμβάνεται υπόψη, χωρίς να αποτελεί επιπρόσθετο προσόν και πλεονέκτημα.».  Ως προς την εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο Εργοληπτών, το Συμβούλιο θεώρησε ότι δεν προσέθετε οποιαδήποτε υπεροχή του έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, εν πάση δε περιπτώσει δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη διότι η ιδιότητα υπαλλήλου στο Συμβούλιο και δη Ανώτερου Τεχνικού, «.. είναι ασυμβίβαστη με αυτή του Εργολήπτη ως αντιβαίνουσα το Νόμο 1/1990 περί Δημόσιας Υπηρεσίας και τους Κανονισμούς του Συμβουλίου.».

 

         Ως προς την αρχαιότητα, η θέση του Συμβουλίου ήταν ότι η αρχαιότητα του αιτητή στη βάση της ημερομηνίας γέννησης του «.. έχει μόνο τη δική της συμβολική Σημασία και ως τέτοια λαμβάνεται υπόψη.».

 

         Το Συμβούλιο κατέληξε με τα εξής:

 

«Η πλειοψηφία του Συμβουλίου, λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, καταλήγει ότι ο υποψήφιος κ. Ανδρέας Βιολάρης κρίνεται ως ο καταλληλότερος για προαγωγή, καθ΄ ότι κρίνεται εξαίρετος και υπερέχει σε αξία έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων, αξιολογώντας τα   αντικειμενικά και μετρήσιμα στοιχεία  που  διατηρούνται  στον Προσωπικό Φάκελο.  Από την άμεση επαγγελματική επαφή, ο κ.  Α. Βιολάρης έχει επιδείξει υποδειγματική συνεργασία με τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με τους συναδέλφους του, διεκπεραιώνοντας απρόσκοπτα το υπηρεσιακό του έργο.  Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στο ότι ο         κ. Α. Βιολάρης δίδει ποιοτική διαφορά με την ικανότητα / δυνατότητα για συλλογικότητα και αποτελεί παράδειγμα συναινετικού στοιχείου, στοιχεία που θα βοηθήσουν στην υλοποίηση των στόχων και σκοπών του Συμβουλίου και στην ομαλή γενικά λειτουργία του Συμβουλίου»

 

         Ο αιτητής διατείνεται με την προσφυγή του ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί για σειρά λόγων.  Αντίθετη βέβαια είναι η θέση τόσο του Συμβουλίου, όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους.  Δεν χρειάζεται να καταγραφούν εδώ τα διάφορα εκατέρωθεν επιχειρήματα, εφόσον αυτά θα καταστούν εμφανή στην πορεία.

 

         Ο αιτητής έχει δίκαιο να παραπονείται για τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης από το Συμβούλιο, για πολλούς λόγους.  Κατ΄ αρχάς, να λεχθεί ότι η σύσταση του Διευθυντή, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά αποτελεί υπόδειγμα ορθής σύστασης.  Με αναφορά στα τρία κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, κατέληξε με λογική ακολουθία στη σύσταση του για τον αιτητή.  Προσδιόρισε την αρχαιότητα ως το διαφοροποιητικό εκείνο στοιχείο που έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του αιτητή.  Αυτό εύλογα και σύμφωνα με τη νομολογία εφόσον η ηλικιακή έστω αρχαιότητα ενέχει τη δική της σημασία, των υπολοίπων κριτηρίων ίσων μεταξύ των υποψηφίων.  Η ηλικιακή αρχαιότητα εμπεριέχεται ως θεσμοθετημένο κριτήριο στο άρθρο 49(7) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/990, ως τροποποιήθηκε.  Η αρχαιότητα λόγω ηλικίας είναι βεβαίως συμβολική, όπως το προσδιόρισε και το Συμβούλιο, το οποίο ήταν ορθό στο σημείο αυτό.  Αποτελεί όμως ένα εύλογο διακριτό δεδομένο, όταν οι υποψήφιοι ισοδυναμούν στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης.

 

         Δεν διαφεύγει βεβαίως της προσοχής του Δικαστηρίου ότι το Συμβούλιο δεν εμπίπτει στο Νόμο αρ. 1/90 και διέπεται από δικό του Νόμο και δικούς τους Κανονισμούς.  Ο Νόμος είναι ο περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμος αρ. 29(Ι)/2001, ως τροποποιήθηκε, το άρθρο 51(ζ) του οποίου δίδει εξουσία στο Συμβούλιο να καταρτίζει κανονισμούς που διέπουν τη λειτουργία του, μεταξύ άλλων, και για θέματα που αφορούν το διορισμό και τις προαγωγές των υπαλλήλων του.  Οι περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμοί του 2003, Κ.Δ.Π. 549/2003, ως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 363/2009, εκδόθηκαν από το Συμβούλιο με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Ο Κανονισμός 22(4), προνοεί ότι οι αποφάσεις προαγωγής υπαλλήλων λαμβάνονται «.. με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα τους», ενώ σύμφωνα με τον Κανονισμό 22(5), κατά την προαγωγή το Συμβούλιο «.. λαμβάνει δεόντως υπόψη τις συστάσεις του Διευθυντή προς το Συμβούλιο.».  Ειδικά ως προς την αρχαιότητα, ο Καν. 28(7) καθορίζει ότι η «προηγούμενη αρχαιότητα», στην περίπτωση όπου η αρχαιότητα στους πρώτους διορισμούς είναι η ίδια, κρίνεται με βάση την ηλικία των υπαλλήλων.

 

         Ισχύουν, επομένως, τα ίδια όπως και στο άρθρο 49(7) του Νόμου αρ. 1/90 και έτσι μπορούν να υιοθετηθούν τα ακόλουθα από την απόφαση στην Καλογήρου ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 1685/2008, ημερ. 22.12.2009:

 

«Η αρχαιότητα κατά δύο έτη δεν μπορεί με κανένα μετρήσιμο κριτήριο να θεωρηθεί ως δεικνύουσα ελαφριά και μόνο υπεροχή των αιτητών Ατάσιη και Χριστοφόρου, ιδιαίτερα ενόψει της νομολογίας ότι η αρχαιότητα επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου, λόγω της πείρας που ως λογική απόρροια προέρχεται από αυτή.  (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915).  Ακόμη και οριακή αρχαιότητα αναγνωρίζεται από τη νομολογία ως αποδίδουσα υπέρτερη πείρα.  (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731).  Όσον αφορά την αρχαιότητα σε σχέση με τον αιτητή Καλογήρου λόγω διαφοράς στην ηλικία, μπορεί αυτή η αρχαιότητα να θεωρείται συμβολική (Αλευρά ν. Ηρακλέους και Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Δ.Δ. 585), αλλά δεν παύει να είναι ένα διά νόμου αναγνωρισμέηο διαφοροποιητικό στοιχείο υπέρ του αιτητή Καλογήρου, σύμφωνα με το σχετικό άρθρο 49(7) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 (δέστε και την υπόθεση Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, υπ΄αρ. 1673/08, ημερ. 30.11.09).»

 

         Η αρχαιότητα όμως του αιτητή, έστω και συμβολικά, με βάση τις ίδιες τις κανονιστικές διατάξεις του Συμβουλίου, δεν λειτούργησε τελικώς υπέρ του αιτητή, ως θα έπρεπε, διότι ενώ το Συμβούλιο την έλαβε υπόψη, εντούτοις στην ουσία την παραγνώρισε δίδοντας έμφαση στα άλλα κριτήρια, τα οποία κατά το Συμβούλιο λειτουργούσαν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, για τα οποία όμως το Συμβούλιο πλανήθηκε ως θα εξηγηθεί κατωτέρω.

 

         Επί του κριτηρίου της αξίας, η νομολογία σταθερά αποδίδει σημασία στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις ως αυθεντικό και αδιάψευστο οδηγό ως προς την εν γένει απόδοση των υπαλλήλων.  Ο Καν. 29 της Κ.Δ.Π. 549/2003, προνοεί για την ετοιμασία ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, στη βάση γενικών κανονισμών ή οδηγιών ως προς το περιεχόμενο τους όπως εκδίδονται από το Συμβούλιο.  Όπως έχει αναφερθεί στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Μοδίτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ,. 695, η υπηρεσιακή εικόνα αποτυπώνεται στους φακέλους στη βάση των κριτηρίων που καθορίζονται για προαγωγή, ο δε Διευθυντής στη σύσταση του δεν μπορεί να παραγνωρίζει  την εικόνα αυτή ή να ενεργεί αντίθετα προς αυτή ή τα στοιχεία που  περιέχονται  στους υπηρεσιακούς φακέλους.  Η νομολογία έχει επανειλημμένα επιβεβαιώσει ότι η αξία των λειτουργών αναζητείται αποκλειστικά και μόνο μέσα από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και τα εκεί αναφερόμενα επί μέρους στοιχεία, (Κρυστάλλω  Χριστοδουλίδου  ν.  Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, Μάριος Στεφανίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ.     αρ. 1207/2011, ημερ,. 15.2.2013, κ.ά.).

 

  Η νομολογία επίσης θεωρεί τη σύσταση του Διευθυντή που δίδεται έξω ή σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων ως άνευ ουσιαστικής αξίας, (Κωνσταντίνου ν. Α.Η.Κ. (2005) 3 Α.Α.Δ. 250, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2006) 3 Α.Α.Δ. 365, ΑΤΗΚ ν. Βαρνάβα, Α.Ε. αρ. 3907, ημερ. 15.1.2007 (μη δημοσιευθείσα), στην οποία λέχθηκε ότι η νομολογία έχει πλέον ευθυγραμμιστεί με την απόφαση στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - και Σωτήρης Αντωνίου ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 1463/2012, ημερ. 25.9.2013).

        

         Εδώ συνέβη το αντίστροφο.  Είναι το Συμβούλιο που ενήργησε έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο, αυτό δηλαδή της λήψης των υπηρεσιακών εκθέσεων ως οδηγό για την αξία των υποψηφίων.  Ούτε στο Νόμο, ούτε στους Κανονισμούς, και οι συνήγοροι του Συμβουλίου δεν παρέπεμψαν το Δικαστήριο σε οτιδήποτε διαφορετικό, δεν απαντάται πρόνοια που να επιβάλλει να ληφθούν υπόψη δεδομένα άλλα από τις  υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών, αν και αυτή η περίοδος θεωρείται γενικά στο διοικητικό δίκαιο ως μια επαρκής περίοδος αναζήτησης στοιχείων για την αξία πίσω στο χρόνο με αναφορά την ημερομηνία κρίσης.  Ούτε υπάρχει πουθενά αμφισβήτηση της θέσης του Διευθυντή ότι υπήρχαν διαθέσιμες υπηρεσιακές εκθέσεις μόνο για τα τέσσερα έτη της περιόδου 2004-2007.  Ούτε στη γραπτή αγόρευση του Συμβουλίου εμφανίζεται κάποια διάσταση επ΄ αυτού.  Επομένως, το Συμβούλιο έπρεπε να λάβει υπόψη μόνο τις διαθέσιμες υπηρεσιακές εκθέσεις που, ως και το ίδιο διαπίστωσε στα πρακτικά του, έδειχναν απόλυτη ισοδυναμία εφόσον όλοι οι υποψήφιοι (και οι τέσσερεις), είχαν εξαίρετη αξιολόγηση.  Άλλωστε διερωτάται κανείς γιατί το Συμβούλιο δεν ζήτησε ή δεν προνόησε να γίνουν υπηρεσιακές εκθέσεις σύγχρονες και εγγύτερες προς την ημερομηνία προαγωγής, ώστε να φαίνεται πλέον εκσυγχρονισμένα η όλη εικόνα.  Όπως ήδη αναφέρθηκε εναποτίθεται στο ίδιο το Συμβούλιο στη βάση του Καν. 29 της Κ.Δ.Π. 549/2003, η «ευθύνη και αρμοδιότητα σύνταξης» κλπ των υπηρεσιακών εκθέσεων.  Ο Διευθυντής ετοιμάζει και υποβάλλει στο Συμβούλιο ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, και το Συμβούλιο όφειλε να βεβαιωθεί ότι τέτοιες εκθέσεις ετοιμάζονταν και υποβάλλονταν ανελλιπώς από τον Διευθυντή.

 

         Με βάση λοιπόν τις διαθέσιμες υπηρεσιακές εκθέσεις, διαπιστωνόταν ισοδυναμία των υποψηφίων.  Το Συμβούλιο προχώρησε να εξετάσει και τα διαθέσιμα στοιχεία που τηρούνταν στους προσωπικούς φακέλους για την αποδοτικότητα τα τελευταία κυρίως πέντε έτη, (εκλαμβάνεται, προ της προαγωγής).  Έκρινε στη βάση της παρουσίασης ενώπιον του Συμβουλίου των διαφόρων θεμάτων από τους δύο υποψήφιους, αιτητή και ενδιαφερόμενο μέρος, την τακτική επαφή μαζί τους σε εργασιακό επίπεδο και την «προσωπική άποψη και πλήρη εικόνα της προσφοράς ενός εκάστου ως προς την ποιότητα και ποσότητα παραγωγής», κλπ, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε.  Διαπράχθηκαν όμως με τον τρόπο αυτό δύο λάθη:  πρώτον υπεισήλθαν στην εικόνα οι προσωπικές απόψεις και οι υποκειμενικές κρίσεις ενός εκάστου των μελών του Συμβουλίου, έξω από τις καταγραμμένες θέσεις και κρίσεις στις θεσμοθετημένες υπηρεσιακές εκθέσεις, αυτές τουλάχιστον που υπήρχαν.

 

  Ορθά σημειώνει στην αγόρευση της η κα Καλλιγέρου ότι στην ουσία το Συμβούλιο επιχείρησε να καταρτίσει υπηρεσιακές εκθέσεις από μόνο του.  Τα μέλη του Συμβουλίου υποκατέστησαν την αναγκαιότητα που επιβάλλεται, όπως ήδη υπεδείχθη, από τον Καν. 29, να καταρτίζονται υπηρεσιακές εκθέσεις.  Η προσωπική γνώση και παρατήρηση των υποψηφίων από τα μέλη ενός Συμβουλίου «.. εισάγει πληροφόρηση αντίθετη με το Νόμο ...» όπως υποδείχθηκε στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - ενώ, όπως λέχθηκε και στην Μάριος Στεφανίδης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -,  είναι ανεπίτρεπτο για ένα προϊστάμενο, πόσο μάλλον για το ίδιο το Συμβούλιο, να υπερτονίζει δεξιότητες και επιλεκτική ανάθεση καθηκόντων ή ευκαιριακή παρατήρηση του τρόπου εκτέλεσης των καθηκόντων.  Είναι σαφώς νομολογημένο ότι το διοικητικό όργανο δεν μπορεί να λαμβάνει ως διαφοροποιητικό στοιχείο υπέρ ενός υποψηφίου τα κατ΄ επιλογήν καθήκοντα που του ανατίθενται ή το είδος της εργασίας ή η φύση της ή ακόμη και η ανάθεση σε ένα υπάλληλο παρακολούθησης σεμιναρίων, εκδηλώσεων, ημερίδων κλπ, όπως αναφέρουν οι συνήγοροι του Συμβουλίου προς υποστήριξη της απόφασης του, ακριβώς διότι αναιρείται έτσι το όλο σύστημα αντικειμενικής αξιολόγησης, (Κούλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852, Παπαδοπούλου ν. Ρ.Ι.Κ. (2009) 3 Α.Α.Δ. 362 και Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης ν. Α.Τ.Η.Κ., υπόθ. αρ. 757/2012, ημερ. 27.9.2012).

 

Είναι ακριβώς αυτή την υποκειμενική κρίση, η οποία με ευκολία μπορεί να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά από ένα αξιολογούν όργανο που ο νομοθέτης και η νομολογία ήθελε να αποφύγει με την ετοιμασία και την αναφορά στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις.  Και δεν είναι η περίπτωση εδώ που ο Διευθυντής άντλησε απλώς πληροφορίες από προϊσταμένους για σκοπούς σύστασης, πρακτική που είναι θεμιτή, (Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480, Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213 και Κουάλης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742).  Εδώ το ίδιο το Συμβούλιο αγνόησε το Διευθυντή  και τις υπηρεσιακές εκθέσεις και ανέδειξε υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους ανεπίτρεπτα, κατά παράβαση της ίδιας νομολογίας που έχει αναφερθεί ήδη και που καθιστά μη ορθή την ανάδειξη θετικών υπέρ ενός ή άλλου υποψηφίου θεμάτων ώστε να καθίσταται καταλληλότερος άλλων που έχουν ισόβαθμα και ισότιμα αξιολογηθεί.

 

         Η ενέργεια αυτή του Συμβουλίου πάσχει περαιτέρω από αναιτιολόγητη κρίση διότι δεν δίνονται συγκεκριμένα παραδείγματα υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους, στη βάση πάντοτε των όσων το Συμβούλιο έλαβε υπόψη, έναντι του αιτητή.  Η αιτιολογία έπρεπε σαφώς να υπάρχει, ιδιαίτερα εφόσον δεν υπήρχαν πρόσφατες υπηρεσιακές εκθέσεις, ώστε να καθίστατο δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.  Ελλείπει επίσης η σύγκριση της «σαφέστατης» υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους, έναντι του αιτητή επί των ιδίων δεδομένων που το Συμβούλιο  έλαβε υπόψη.  Δεν είναι δυνατό με μια γενικόλογη εκτίμηση να διαπιστώνεται υπεροχή χωρίς καμιά απολύτως αναφορά στα όσα υποστηρίζουν αυτή την υπεροχή.  Τα όσα η συνήγορος του αιτητή επισυνάπτει ως έγγραφα «Δ» και «Ε» με αναφορά στις εξετασθείσες αιτήσεις εργοληπτών για τα έτη 1.1.2004-19.3.2012 και τη συγκριτική κατάσταση ελέγχων με καταγγελίες για τα έτη 1993-2000, είναι τουλάχιστον ενδεικτικά μιας υπέρτερης προσφοράς του αιτητή.  Παρόμοια στοιχεία παρουσιάζει και η συνήγορος του Συμβουλίου στη δική της αγόρευση ως συνημμένο 6 για το ενδιαφερόμενο μέρος. Το γεγονός ότι κρίθηκε αναγκαία η επισύναψη αυτή, εκ των υστέρων βεβαίως, δείχνει την ανάγκη αιτιολόγησης.  Δεν αποτελεί όμως έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση. Διαπιστώνεται ελλειμματική  προσέγγιση του Συμβουλίου για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί. 

 

Να σημειωθεί εδώ ότι το Συμβούλιο αναφέρθηκε στα πρακτικά του σε έντυπο Γεν. 90, που δεν υπάρχει.  Αν το Συμβούλιο εννοούσε (διότι έκαμε και αυτή την αναφορά), την παρ. (4) της υπηρεσιακής έκθεσης, η οποία σχετίζεται με την απόκτηση πρόσθετων προσόντων, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη νομολογία, η παρακολούθηση σεμιναρίων, διαλέξεων, επιμορφωτικών μαθημάτων, η απόκτηση πιστοποιητικών κλπ, δεν λογίζεται ως πρόσθετο προσόν.  Αυτά όλα είναι υποδεέστερα των ακαδημαϊκών προσόντων που αποκτούν σημασία για σκοπούς στάθμισης και σύγκρισης, (Κανάρας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1509/2008, ημερ. 26.10.2010, Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 783/2002, ημερ. 19.4.2004 και  Μάριος Στεφανίδης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).  Η νομολογιακή αυτή θέση είναι εύλογη διότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αξιολογούνταν κατά αντικειμενικό τρόπο τα διάφορα πιστοποιητικά παρακολούθησης μαθημάτων και εκπαιδεύσεων, σ΄ αντίθεση με τα καθ΄ αυτό πτυχία και διπλώματα, τα οποία σε περίπτωση αμφιβολίας, αξιολογούνται αρμοδίως από τα ανάλογα σώματα, όπως το ΚΥΣΑΤΣ.

 

         Ως προς τα προσόντα, επίσης το Συμβούλιο λειτούργησε υπό πλάνη.  Επέρριψε ευθύνη στο Διευθυντή να ερευνούσε το πτυχίο του αιτητή, ενώ βέβαια η ευθύνη βαρύνει  το ίδιο το Συμβούλιο ως το αρμόδιο διορίζον όργανο.  Ταυτόχρονα, αντιφατικά προς τις δικές του ενέργειες, αν ήθελε να λάβει τέτοιες, εφόσον θεώρησε ότι η στάση του Διευθυντή ως προς το προσόν του αιτητή δημιουργούσε αμφιβολίες, έκρινε ότι το πτυχίο του αιτητή Εργοδηγού Δομικών ήταν ισοδύναμο και ισότιμο προς τις δημόσιες ή αναγνωρισμένες επαγγελματικές σχολές.  Το έλαβε λοιπόν υπόψη, χωρίς όμως να το θεωρήσει ότι αποτελούσε επιπρόσθετο προσόν ή πλεονέκτημα, άνευ οποιασδήποτε αιτιολογίας.  Το Συμβούλιο δεν έκρινε, ως όφειλε, κατά πόσο το πτυχίο αυτό ήταν ή όχι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, κρίση που προηγείτο βέβαια της απόδοσης οποιασδήποτε βαρύτητας, στο προσόν. 

 

         Η κρίση λοιπόν της σχετικότητας του πτυχίου Εργοδηγού Δομικών ήταν αναγκαία, ώστε να διαφανεί και η βαρύτητα που απέδωσε το Συμβούλιο.  Η θέση του Συμβουλίου ότι το πτυχίο λήφθηκε υπόψη, δεν αφήνει το Δικαστήριο να αντιληφθεί πώς και σε ποιο βαθμό το έλαβε υπόψη, αφού την ίδια στιγμή το θεώρησε ως μη επιπρόσθετο προσόν, ούτε πλεονέκτημα, που βεβαίως δεν προνοείτο από το σχέδιο υπηρεσίας.

 

         Όμως κάθε πρόσθετο προσόν, πέραν των απαιτούμενων για τη θέση,  συνεκτιμάται αναλόγως με το αν είναι ή όχι σχετικό με τα καθήκοντα της,  (Δήμητρα Μέσσιου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 527/2010, ημερ. 17.7.2012).  Εναπόκειται στο διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη ερμηνείας ενός σχεδίου υπηρεσίας να καθορίσει ή να θεωρήσει κατά πόσο κάποιο προσόν είναι ή όχι σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, έστω και αν δεν αποτελεί πλεονέκτημα, (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102 και Χριστοφίδου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 80).  Δεν έγινε αυτή η άσκηση σχετικότητας από το Συμβούλιο ώστε να δοθεί στο προσόν η ανάλογη βαρύτητα κατά τα νομολογηθέντα στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639.

 

         Πλανημένη όμως ήταν και η εκτίμηση του Συμβουλίου στο ότι ο αιτητής είχε εγγραφεί ως Εργολήπτης Οικοδομικών Έργων  Γ΄ Τάξης στο Μητρώο Εργοληπτών. Χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι αυτή η εγγραφή δεν προσέθετε οποιαδήποτε υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.  Και πάλι      χωρίς αναφορά ή καθορισμό της σχετικότητας του, η εγγραφή αυτή παραγνωρίστηκε.  Περαιτέρω, ήταν λανθασμένη η θέση του Συμβουλίου ότι δεν μπορούσε η εγγραφή αυτή να ληφθεί υπόψη διότι η ιδιότητα του υπαλλήλου είναι ασυμβίβαστη με αυτή του εργολήπτη.  Αυτό θα ήταν ορθό αν η περίπτωση εντασσόταν στο πλαίσιο αυτό.  Ο αιτητής όμως δεν ασκούσε ταυτόχρονα το επάγγελμα του εργολήπτη ώστε να τίθετο θέμα ασυμβίβαστου, που αν ήταν έτσι, το Συμβούλιο θα προχωρούσε να λάβει κυρώσεις εναντίον του.  Το Συμβούλιο έπρεπε να σταθμίσει και αυτό το προσόν ως σχετικό ή όχι και μετά να το λάβει υπόψη αναλόγως.

 

         Από όλη την πιο πάνω ανάλυση προκύπτει ότι ο αιτητής υπερείχε σε προσόντα, τα οποία δεν συνεκτιμήθηκαν δεόντως, ήταν τουλάχιστον ίσος σε αξία και υπερείχε έστω και οριακά σε αρχαιότητα που δεν έπαυσε ποτέ να αποτελεί στοιχείο θεσμοθετημένο για σκοπούς προαγωγών.

 

 Περαιτέρω, το Συμβούλιο δεν έδωσε νόμιμη πειστική και ειδική αιτιολογία για την απόκλιση του από τη σύσταση του Διευθυντή που αποτελεί, στη βάση της νομολογίας, σημαντικό στοιχείο κρίσης εφόσον στοχεύει να καθοδηγήσει το διορίζον όργανο στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, (Leonídou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R.1826 και Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 524).  Απόκλιση από σύσταση χρειάζεται ειδική αιτιολογία, (Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267) και την παράθεση πειστικών λόγων, (Σπανός ν.  Δημοκρατίας  (1999) 3 Α.Α.Δ. 432 και Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164).

 

         Πειστικοί λόγοι σημαίνει βεβαίως νόμιμους λόγους.  Το Συμβούλιο έδωσε εδώ αιτιολογία  για την απόκλιση του από τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία όμως για τους λόγους πού έχουν καταγραφεί, πάσχει πολλαπλώς.  Η σύσταση του Διευθυντή ήταν επομένως και αυτή ένα στοιχείο υπέρ του αιτητή, που λανθασμένα παραμερίστηκε.

 

         Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται  με βάση το                    Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                    Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο