ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου κ.Π.Σιακαλλής, για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τον αιτητή Λ.Ουστά, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-01-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΝΙΚΟΛΑ ΑΧΧΑ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών κ.α., Υποθ. Αρ.652 /11, 23/1/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D53

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.652 /11)

 

23 Iανουαρίου, 2014

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δικαστής]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ: 

ΝΙΚΟΛΑ ΑΧΧΑ

                                                         Αιτητή,

-και -

 

1.     ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του

     Υπουργείου Εσωτερικών

2.    Υπηρεσίας Διαχείρησης Τ/Κ Περιουσιών

Καθ΄ων η αίτηση.

-----------------------

 

κ.Π.Σιακαλλής, για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τον αιτητή

Λ.Ουστά, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση

---------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:    Στις 6 Δεκεμβρίου 1971, υπογράφτηκε σύμβαση πώλησης μεταξύ του Halil Hassan Djingiz (πωλητής) και του Νικόλα ΄Αχχα (αγοραστής), με την οποία ο τελευταίος αγόρασε το κτήμα που περιλαμβάνεται στο τεμάχιο 336, Τμήμα C, αριθμ.εγγραφής C342, στο χωριό Νήσου (το κτήμα).  Η συμφωνία προέβλεπε την πληρωμή προκαταβολής £100, πράγμα το οποίο έγινε, και το υπόλοιπο του τιμήματος, αποτελούμενο από £800, θα καταβαλλόταν με την μεταβίβαση του κτήματος.  Η πιο πάνω σύμβαση κατατέθηκε στο κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. 

 

Το 1972 ο αιτητής καταχώρισε αγωγή εναντίον του πωλητή για ειδική εκτέλεση της πιο πάνω σύμβασης, η οποία, όμως, αποσύρθηκε καθότι έγινε η τουρκική εισβολή του 1974 και στη συνέχεια ο πιο πάνω πωλητής, που ήταν τουρκοκύπριος, απεβίωσε. 

 

Στις 30 Απριλίου 1982, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών απέρριψε αίτημα του αιτητή για εγγραφή και μεταβίβαση του πιο πάνω κτήματος στο όνομα του, υπό τον όρο, βεβαίως, της καταβολής του υπολοίπου τιμήματος αγοράς.

 

Στις 14 Σεπτεμβρίου 1998 με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης (ΔΠ1041/98) και με το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης (ΔΠ1522/98), μέρος του επίδικου κτήματος απαλλοτριώθηκε για την επέκταση του κοιμητηρίου στο χωριό Νήσου.  Ο αιτητής ζήτησε από τους καθ΄ων η αίτηση όπως του καταβληθεί το ποσό της αποζημίωσης και μετά από άρνηση των καθ΄ων η αίτηση καταχώρισε την προσφυγή 760/2002.  Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 2 Σεπτεμβρίου 2003 η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη και απορριπτέα.  Το Δικαστήριο θεώρησε ότι, τα διαμορφούμενα αστικά δικαιώματα των εμπλεκομένων είναι διαφορά η οποία εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

 

Στις 28 Αυγούστου 2006, ο αιτητής επανήλθε, με νέα επιστολή των δικηγόρων του, ζητώντας από τον Υπουργό Εσωτερικών, ως κηδεμόνα των τουρκοκυπριακών περιουσιών, να μεταβιβάσει επ΄ονόματι του το κτήμα.  Στις 19 Απριλίου 2011 το αίτημα απορρίφθηκε και ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι ναι μεν, με βάση τις πρόνοιες του Ν.139(I)/91 οι εγκαταληφθείσες τουρκοκυπριακές περιουσίες περιήλθαν στην κατοχή του κηδεμόνα, πλην, όμως, το άρθρο 5 του Νόμου διαφυλάττει τη νομιμότητα των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων, όπως ο αιτητής, που το δικαίωμα του για κατοχή και χρήση του εν λόγω κτήματος εδράζεται σε νόμιμη συμφωνία, η οποία καταρτίστηκε πριν από τις 20 Ιουλίου 1974. 

 

Ακόμη, πρόσθεσε ο συνήγορος, και οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του ημερ. 15 Σεπτεμβρίου 2004, για τον τρόπο αντίκρισης θεμάτων, όπως την παρούσα, καλύπτονται.

 

Από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, προστίθεται,  δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε αιτιολόγηση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση, για απόρριψη του αιτήματος του αιτητή.  Δεν παρέχεται, συνεχίζει ο αιτητής, καμία πληροφορία ή προσδιορίζεται κανένα δεδομένο για τη διαμόρφωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση.  Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης είναι απαραίτητο στοιχείο, όπως είπε, έτσι ώστε να μπορεί να υπάρχει ο αναγκαίος δικαστικός έλεγχος.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, όπως προτάθηκε, και για το γεγονός ότι δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα.  Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε από το συνήγορο, οι καθ΄ων η αίτηση «όχι μόνο δεν διεξήγαγαν τη δέουσα έρευνα, αλλά δεν διεξήγαγαν καμία έρευνα».  Το μόνο που αναφέρεται στη δοθείσα απάντηση, είναι ότι, αποφασίστηκε «υπό τις περιστάσεις», χωρίς, να δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση επί του προκειμένου.  Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τονίζεται, η πράξη αυτή ως προσβάλλουσα και τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις ενέργειες ενός διοικητικού οργάνου.  Οι καθ΄ων η αίτηση, πρόσθεσε ο συνήγορος, ενήργησαν κακόπιστα με αποτέλεσμα η απόφαση τους να είναι ανεπιεικής και άδικη σε βάρος του αιτητή.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ΄ων η αίτηση με τη δική της αγόρευση ήγειρε, για πρώτη φορά, ένα θέμα προδικαστικό.  ΄Ηταν η εισήγηση της κας.Ουστά ότι, η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί βεβαιωτική, προγενέστερης απόφασης, η οποία απετέλεσε το αντικείμενο απάντησης από την αρμοδία αρχή με βάση την επιστολή ημερ. 30 Απριλίου 1982.  Παράλληλα, πρόσθεσε, το ζήτημα αυτό έχει αποτελέσει και αντικείμενο συζήτησης στην προσφυγή 762/2002.  ΄Ηταν συνεπώς η τελική εισήγηση, επί του προκειμένου ότι η παρούσα διοικητική πράξη στερείται εκτελεστότητας, έχοντας υπόψη ότι η απορριπτική απόφαση του 1982 δεν αμφισβητήθηκε και ούτε ανατράπηκε με δικαστική απόφαση. 

 

Η άρνηση εγγραφής του κτήματος στο όνομα του αιτητή αποτελεί, όπως εισηγήθηκε η συνήγορος, ζήτημα που άπτεται δικαιοδοσίας Επαρχιακού Δικαστηρίου καθότι αποτελεί διαφορά ιδιωτικού δικαίου.  Συγκεκριμένα, συνέχισε η συνήγορος, η διεκδίκηση του επιδίκου κτήματος, και ποιος ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης, συνεπώς ο δικαιούχος της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση, κρίθηκε δικαστικώς, ως ζήτημα ιδιωτικού δικαίου (προσφυγή 760/2002). 

 

Αναφορικά με την ουσία της προσφυγής η συνήγορος ισχυρίστηκε ότι υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση, βασιζόμενη στο γεγονός ότι υπήρχαν στοιχεία τα οποία καταδείκνυαν ότι ο αιτητής δεν είχε αγοράσει ολόκληρο το κτήμα αλλά μέρος του, χωρίς αυτό να προσδιορίζεται στο πωλητήριο έγγραφο, ούτε ήταν ο αιτητής σε θέση να δώσει στοιχεία που να βοηθούν τους καθ΄ων η αίτηση να προσδιορίσουν το ακριβές εμβαδόν της αγοραπωλησίας, ούτε υπήρχε οποιοδήποτε τοπογραφικό σχέδιο που να βοηθά τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου θέματος. 

 

Παράλληλα, από την έρευνα που υπάρχει στο διοικητικό φάκελο καταφαίνεται, όπως είπε, ότι οι καθ΄ων η αίτηση είχαν προχωρήσει σε επαρκή έρευνα αναφορικά με τα στοιχεία που οδήγησαν στην απόρριψη του αιτήματος.

 

Το πρώτιστο θέμα που θα με απασχολήσει είναι η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Στις 30 Απριλίου 1982, όπως σημειώθηκε πιο πάνω ο «Διευθυντής» της «Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Τουρκοκυπριακών Περιουσιών» στο Υπουργείο Εσωτερικών απέρριψε, μετά από εξέταση, όπως σημειώνεται το αίτημα του αιτητή για «μεταβίβαση» στο όνομα του, του επίδικου κτήματος.

 

Τούτου δοθέντος, και με το αναντίλεκτο γεγονός ότι, η εν λόγω απόφαση δεν αμφισβητήθηκε, ο αιτητής επανήλθε μετά την απαλλοτρίωση μέρους του κτήματος, διεκδικώντας αποζημίωση ως δικαιούχος.  Το αίτημα απορρίφθηκε και η επακολουθήσασα προσφυγή 760/2002, απορρίφθηκε επίσης.

 

Στη νέα επιστολή του αιτητή ημερ. 28 Αυγούστου 2006, με παρόμοιο αίτημα, όπως το 1982, οι καθ΄ων η αίτηση, παρομοίως απέρριψαν το αίτημα με την επιστολή τους ημερ. 19 Απριλίου 2011.

 

Τα γεγονότα αυτά θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα της ύπαρξης ήδη προηγούμενης απόφασης, πλην, όμως, υπήρξε μια εξέλιξη που θα έχει, ενδεχομένως, τη δική της διάσταση.

 

Το 1991 θεσπίστηκε ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και ΄Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991 (Ν.139/91), (ο «Νόμος») όπου για πρώτη φορά από το 1974, οι εγκαταληφθείσες τουρκοκυπριακές περιουσίες, περιέρχονται στην κατοχή του Κηδεμόνα, που στη βάση του άρθρου 2 του Νόμου, είναι ο Υπουργός Εσωτερικών.

 

Στη συνέχεια, το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε, στις 15 Σεπτεμβρίου 2004, κριτήρια για αντίκριση περιπτώσεων αιτημάτων για μεταβίβαση τουρκοκυπριακών περιουσιών, των οποίων οι ιδιοκτήτες είχαν μεταβεί στο εξωτερικό πριν την τουρκική εισβολή.

 

Καθίσταται συναφώς έκδηλο ότι το νομικό πλαίσιο, μέσα από το οποίο κρίθηκε το αίτημα, έχει διαφοροποιηθεί.  Τούτου δοθέντος, η εξέταση, υπό νέα δεδομένα, αποτελεί νέα έρευνα, όπως αναφέρεται στην επιστολή των καθ΄ων η αίτηση,  και νέα διοικητική πράξη, εκτελεστή.  Υπαρχούσης νέας έρευνας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, η δεύτερη επί του προκειμένου πράξη,  ως βεβαιωτική της πρώτης, καθότι απολήγει στον επανακαθορισμό της θέσης των καθ΄ων η αίτηση, ανεξαρτήτως αν είχε ίδιο τελικό αρνητικό αποτέλεσμα.

 

Το θέμα έτυχε ανάλυσης στο Σύγγραμμα του Μιχ.Στασινόπουλου «το Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων (έκδοση 1951) σελ.196:

"...... εκτελεστή θεωρείται η πράξις, η οποία, μολονότι περιέχει απλήν επιβεβαίωσιν της προηγουμένως εκδοθείσης, εν τούτοις εξεδόθη μετά νέαν έρευναν της υποθέσεως. Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απωλέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων."

 

 

Αναλόγου προσέγγισης, στο θέμα της αντίκρυσης νέας έρευνας, ως συνέπεια νομοθετικής αλλαγής, είναι η υπόθεση Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατία (2002) 3 Α.Α.Δ. 855.

 

Με γνώμονα το πιο πάνω η προδικαστική ένσταση αναφορικά με την εκτελεστότητα απορρίπτεται.

 

Το δεύτερο θέμα που θα με απασχολήσει άπτεται της νομιμότητας του δικονομικού διαβήματος του αιτητή και κατ΄επέκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Αποτελεί, στην προκείμενη περίπτωση, κοινό έδαφος ότι, υπάρχει σε ισχύ σύμβαση αγοράς του κτήματος από τις 6 Δεκεμβρίου 1971.  Ταυτοχρόνως, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Νόμου, τα αστικά δικαιώματα των συμβαλλομένων με τουρκοκύπριους, πριν από την τουρκική εισβολή, της 20ης Ιουλίου 1974, παραμένουν άθικτα, πλην της κατοχής, που επί του προκειμένου δεν είναι επίδικο.  Συνεπώς, έχουμε μια σύμβαση πώλησης όπου ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης έχει, ουσιαστικώς, αντικατασταθεί από τον κηδεμόνα.  Τα όποια δικαιώματα πηγάζουν από τη σύμβαση, εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου αλλά θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διεκδίκησης σύμφωνα με το ιδιωτικό δίκαιο.  Παράλληλα με το άρθρο 6 του Νόμου, καθορίζονται οι αρμοδιότητες του κηδεμόνα, που περιλαμβάνουν και μεταβίβαση τουρκοκυπριακής περιουσίας, υπό προϋποθέσεις.  Δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς της υπόθεσης αυτής να συζητηθούν περαιτέρω.  Ως προς την εμβέλεια των εξουσιών του κηδεμόνα και την ύπαρξη δικαιοδοσίας για επίλυση διαφορών, που ανακύπτουν ως αποτέλεσμα της παραλαβής των τουρκοκυπριακών περιουσιών, ως θέμα ιδιωτικού δικαίου, σχετικές είναι οι αποφάσεις:  Niazi v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 218, σελ.223 και Ahmet κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3(A) A.A.d. 135.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                            Κ. Παμπαλλής,

                                                                      Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο