ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Πασχαλίδης, Ανδρέας Λούκα Αλ. Αλεξάνδρου, για την Αιτήτρια. Ελ. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-01-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο DIMITRINA MIHAYLOVA ANDONOVA ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπoθεση Αρ. 5918/2013, 24/1/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D62

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπóθεση Αρ. 5918/2013

 

 

24 Ιανουαρίου, 2014

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

DIMITRINA MIHAYLOVA ANDONOVA,

 

Αιτήτρια,

 

και 

 

                               ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

                           1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

                               ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

____________________________________________

 

Αλ. Αλεξάνδρου, για την Αιτήτρια.

 

Ελ. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

____________________________________________

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τη Βουλγαρία, ήλθε στην Κύπρο νόμιμα στις 4/7/2010. Στις 27/8/2010 εκδόθηκε βεβαίωση εγγραφής της ως πολίτη της Ένωσης δυνάμει του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμος του 2007 (Ν. 7(Ι)/2007, εφεξής «ο Νόμος»).

 

Στις 7/10/2010 η αιτήτρια παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο τον Mohammed Nazrul Islam, υπήκοο Μπαγκλαντές, ο οποίος είχε αφιχθεί στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 28/2/2003 με φοιτητική άδεια παραμονής. Αμέσως μετά την τέλεση του γάμου, ο σύζυγος της αιτήτριας, όντας υπήκοος μη κράτους μέλους, υπέβαλε αίτηση για να του χορηγηθεί Δελτίο Διαμονής ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη, αίτηση η οποία όμως, αρχικά απορρίφθηκε καθότι διαπιστώθηκε ότι δεν διαμένει στη δηλωθείσα διεύθυνση.

 

Ένα περίπου χρόνο αργότερα, ο σύζυγος της αιτήτριας συνελήφθη ως παράνομα διαμένων στη Δημοκρατία κατά τη διάρκεια επίσκεψης του στην Αστυνομία Λεμεσού για να υποβάλει κάποιο παράπονο. Αφέθηκε όμως ελεύθερος δύο μέρες μετά τη σύλληψη του, με σκοπό να διευθετήσει την παραμονή του ως σύζυγος Ευρωπαίας πολίτου και παράλληλα να αξιολογηθεί η γνησιότητα του γάμου του με την αιτήτρια.

 

Στις 30/4/2013 ο γάμος του ζεύγους, αξιολογούμενος από την αρμόδια Λειτουργό στη βάση των στοιχείων που είχαν προκύψει κατά τη διάρκεια της έρευνας που προηγήθηκε, αλλά και κατόπιν της σχετικής απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής για εικονικούς γάμους, κρίθηκε εικονικός. Ως αποτέλεσμα, το ζεύγος συνελήφθη στις 23/8/2013 στη βάση των επίδικων ενταλμάτων που εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 29[1] του Νόμου. Έκτοτε και οι δύο τελούν υπό κράτηση. Το ζεύγος προσέβαλε την περί εικονικότητας του γάμου τους απόφαση με ιεραρχική προσφυγή που καταχώρισε μετά τη σύλληψη και κράτηση του, ήτοι στις 27/8/2013.

 

Αντιδρώντας το ζεύγος στη σύλληψη και κράτηση του για σκοπούς απέλασης, καταχώρισε ο μεν σύζυγος την Προσφυγή 5917/2013, η δε αιτήτρια την παρούσα προσφυγή. Ως αποτέλεσμα, τα διατάγματα απέλασης του ζεύγους αναστάληκαν, όχι όμως και τα διατάγματα κράτησης τους. Με στόχο την αναστολή του διατάγματος κράτησης της και την απόλυση της μέχρι την αποπεράτωση της παρούσας προσφυγής της, η αιτήτρια καταχώρισε ενδιάμεση αίτηση, την οποία όμως απέρριψα με απόφαση μου ημερομηνίας 15/10/2013.

 

Ενόψει των θεμάτων που εγείρονται στην προσφυγή και ιδιαίτερα του γεγονότος ότι η αιτήτρια τελεί υπό κράτηση, δόθηκε στην προσφυγή προτεραιότητα. Αφού καταχωρήθηκαν οι εκατέρωθεν γραπτές αγορεύσεις εντός του περιορισμένου χρόνου που τέθηκε για το σκοπό αυτό, η προσφυγή ορίστηκε για διευκρινίσεις και ακούστηκε.

 

Η αιτήτρια προβάλλει και προωθεί αριθμό λόγων ακύρωσης, οι οποίοι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Ανάμεσα στους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της αιτήτριας, κυρίαρχη θέση κατέχει ο προβαλλόμενος στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακύρωσης, ισχυρισμός, ότι τα επίδικα διατάγματα, εκδόθηκαν κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 30[2] του Νόμου και συγκεκριμένα ότι αυτά εκδόθηκαν χωρίς να έχει προηγηθεί της έκδοσης τους, η προβλεπόμενη από το εδάφιο (1) του εν λόγω άρθρου, έρευνα.

 

Διεξήλθα προσεκτικά τα ενώπιον μου στοιχεία που ο φάκελος περιέχει, έχοντας κατά νου τις εκατέρωθεν θέσεις. Είναι η διαπίστωση μου ότι, της λήψης της επίδικης απόφασης για έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων, προηγήθηκε η διερεύνηση των πληροφοριών που ενέπλεκαν την αιτήτρια σε κύκλωμα τέλεσης εικονικών γάμων, αλλά και την αδελφή της που ήταν νυμφευμένη στην Κύπρο με τον αδελφό του συζύγου της αιτήτριας. Οι εν λόγω πληροφορίες διερευνήθηκαν τόσο από την ΥΑΜ Λεμεσού, όσο και μέσω της Interpol της Βουλγαρίας. Η εγκυρότητα του γάμου της αιτήτριας διερευνήθηκε επίσης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους, ενώπιον της οποίας τέθηκαν όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την επιτόπια έρευνα στη διεύθυνση διαμονής του «ζευγαριού», τα ευρήματα από τις συνεντεύξεις τους, καθώς και ο προσωπικός φάκελος με το καθεστώς παραμονής και τις προσωπικές λεπτομέρειες της αιτήτριας. Κρίνω πως η απόφαση ότι η ενέργεια της αιτήτριας να τελέσει εικονικό γάμο με στόχο να βοηθήσει την παραμονή του αλλοδαπού συζύγου της στη Δημοκρατία την καθιστούσε πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας, κατά την έννοια του εδαφίου (1) του άρθρου 29 του Νόμου και των προνοιών του Κεφ. 105, είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Προκύπτει ωστόσο μια περαιτέρω πτυχή της έρευνας που θα έπρεπε να είχε προηγηθεί της λήψης της απόφασης. Το άρθρο 30 του Νόμου, στη           βάση ουσιαστικά του οποίου λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, θέτει συγκεκριμένα κριτήρια τα οποία οφείλει η Διευθύντρια να λαμβάνει υπόψη της πριν αποφασίσει την απέλαση Ευρωπαίας πολίτου για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Η άσκηση της εξουσίας για απέλαση, στο βαθμό που μπορεί να παρεμβαίνει σε προστατευόμενο δικαίωμα βάσει του Νόμου, πρέπει να προκύπτει ως το εύλογο αποτέλεσμα στάθμισης των δεδομένων της κάθε περίπτωσης ώστε να αναδεικνύεται ως αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, δηλαδή ως δικαιολογημένη από πιεστική κοινωνική ανάγκη και, ειδικά, ως ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η νομολογία θέτει ως υποχρέωση της διοίκησης στις περιπτώσεις απέλασης που υπεισέρχεται θέμα εφαρμογής του Νόμου, όχι μόνο τη διερεύνηση του συνόλου των προσωπικών παραγόντων του Ευρωπαίου πολίτη αλλά και το καθήκον εξειδίκευσης του δημόσιου συμφέροντος από την απέλαση ώστε να καταφαίνεται ότι η διασφάλιση του, αντισταθμίζει το δικαίωμα του ατόμου για την εξασφάλιση της οικογενειακής του ζωής. (Βλ. Υπόθεση Αρ. 290/2006, Sari  Τekin ν. Δημοκρατίας κ.ά., ημερομηνίας 27/7/2007 (Κωνσταντινίδης, Δ).

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο ότι τα συγκεκριμένα αυτά κριτήρια του άρθρου 30 αξιολογήθηκαν ή απασχόλησαν τη Διευθύντρια με οποιονδήποτε τρόπο πριν καταλήξει στην απόφαση απέλασης της αιτήτριας.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, η οποία να σημειωθεί δεν διαφωνεί με τη συγκεκριμένη υποχρέωση της διοίκησης, υπέβαλε πως στην κρινόμενη περίπτωση, το συμπέρασμα που κατά τεκμήριο προκύπτει, είναι πως τα συγκεκριμένα νομοθετικά κριτήρια λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν ανάλογα προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Πρόκειται για κριτήρια που ρητά θέτει ο Νόμος για τη λήψη απόφασης και συνεπώς αυτά πρέπει όχι μόνο να εξειδικεύονται, αλλά και να καταλαμβάνουν δεσπόζουσα θέση στην απόφαση (Τσίγκης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 418). Στην εδώ περίπτωση, η αιτήτρια ήταν            30 ετών, διέμενε στην Κύπρο από τον Ιούλιο του 2010 και εργαζόταν στην επιχείρηση του «συζύγου» της. Η Διευθύντρια δεν στάθμισε ούτε αυτά τα γνωστά στοιχεία, ούτε κατεύθυνε την προσοχή της προς τα υπόλοιπα κριτήρια του εν λόγω άρθρου. Θεωρώ συνεπώς ότι παραβιάστηκαν εν προκειμένω, οι πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 30 του Νόμου και επομένως έχουν πληγεί τα θεμέλια της έρευνας.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου, η οποία αναπόφευκτα οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω και τα άλλα ερείσματα της προσφυγής, καθόσον για σκοπούς επανεξέτασης το τοπίο πρέπει να είναι ξεκαθαρισμένο, ώστε να αποφευχθεί η περιπλοκή της διατήρησης μη επιλυθέντος ζητήματος, ανεξάρτητα από την επανεξέταση.

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η εξουσία έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων βρίσκεται στα χέρια του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο δεν έχει εξουσία να την εκχωρήσει σε οποιοδήποτε τρίτο. Έστω όμως και αν το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκχωρήσει τη συγκεκριμένη εξουσία του σε τρίτο, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν το έχει πράξει. Συνεπώς, υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, τα επίδικα διατάγματα, στην απουσία της δέουσας εξουσιοδότησης, είναι άκυρα, ως εκδοθέντα από αναρμόδιο όργανο. Σημειώνεται, ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας την υπ' αριθμό 295 δημοσιευθείσα Γνωστοποίηση, ημερομηνίας 16/5/2013, για να διαπιστώσει το ανεδαφικό της συγκεκριμένης θέσης της αιτήτριας. Την παραθέτω:

 

"Ο ΠΕΡΙ ΕΚΧΩΡΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΝΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ

ΤΩΝ ΑΠΟΡΡΕΟΥΣΩΝ ΕΚ ΤΙΝΟΣ ΝΟΜΟΥ, ΝΟΜΟΣ

(ΝΟΜΟΣ 23 ΤΟΥ 1962)

-------------------------

 

Γνωστοποίηση για την εκχώρηση εξουσιών του Υπουργού Εσωτερικών,

δυνάμει του άρθρου 3(2) του πιο πάνω Νόμου

και του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105)

και Νόμοι 2 του 1972 έως 8(Ι) του 2007

 

   Γνωστοποιείται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται σ' αυτόν από το εδάφιο (2) του άρθρου 3 του περί Εκχωρήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμος αρ. 23 του 1962 και του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εκχωρεί στην κα Άννυ Σιακαλλή, Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, τις εξουσίες τις οποίες ο Υπουργός Εσωτερικών ασκεί δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 13(2), 14(1) και 19(1)(Α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) και Νόμοι 2 του 1972 έως 8(Ι) του 2007 από 20 Μαΐου 2013.

 

   Το παρόν Διάταγμα αντικαθιστά το Διάταγμα που εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου 2011 και αφορούσε την εκχώρηση των εξουσιών που παρέχονται στον Υπουργό Εσωτερικών από τα πιο πάνω αναφερόμενα άρθρα του Νόμου.

------------------------

Λευκωσία, 16 Μαΐου 2013.

           

                                                                        ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΧΑΣΙΚΟΣ,

                                                                        Υπουργός Εσωτερικών."

 

 

Για σκοπούς ολοκλήρωσης της εικόνας, παραπέμπω και στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 3 του Νόμου 23/62, σύμφωνα με τις οποίες το Υπουργικό Συμβούλιο κέκτηται εξουσίας να εκχωρεί στον αρμόδιο Υπουργό οποιεσδήποτε από τις εξουσίες του που απορρέουν από το Νόμο, στην παρούσα περίπτωση τη συγκεκριμένη εξουσία του, στον Υπουργό Εσωτερικών (εδάφιο 1), ενώ ο αρμόδιος Υπουργός κέκτηται ανάλογης εξουσίας, ήτοι, να εκχωρεί τις εκχωρηθείσες σε αυτόν από το Υπουργικό Συμβούλιο εξουσίες σε «οιονδήποτε πρόσωπον κατέχον αρμοδίαν τινά θέσιν εις αρμοδίαν υπηρεσίαν εμπίπτουσαν εντός της δικαιοδοσίας του τοιούτου Υπουργού, Ανεξαρτήτου Αξιωματούχου ή αρχής ....».

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης, ότι ουδέποτε πριν τη σύλληψη και κράτηση της, γνωστοποιήθηκε, είτε στην ίδια, είτε στο σύζυγο της, η απόφαση των καθ'ων η αίτηση για την εικονικότητα του γάμου της, όπως και η θέση της ότι η επιστολή των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 8/5/2013, με την οποία οι τελευταίοι, μεταξύ άλλων, της κοινοποιούσαν και τη συγκεκριμένη απόφαση, εστάλη σε λανθασμένη διεύθυνση με αποτέλεσμα να μην την παραλάβει. Σημειώνεται ότι με την ίδια επιστολή οι καθ'ων η αίτηση πληροφορούσαν την αιτήτρια ότι ακυρώθηκε η εγγραφή της ως Ευρωπαίας πολίτου και παράλληλα την καλούσαν να αναχωρήσει από την Κύπρο.

 

Όπως από το φάκελο προκύπτει, η επιστολή 8/5/2013, στάληκε με κανονικό ταχυδρομείο, αυθημερόν, στη διεύθυνση Σαλαμίνος και Αθηνών, Gala Court, Διαμ. Β4, η οποία είναι και η μόνη δηλωθείσα από την αιτήτρια στο έντυπο προς έκδοση της βεβαίωσης εγγραφής της ως Ευρωπαίας πολίτου, διεύθυνση. Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι, πρόσφατες έρευνες της Αστυνομίας επεκτάθηκαν σε διαφορετική διεύθυνση και συγκεκριμένα στη διεύθυνση στην οποία εντοπίστηκε η αιτήτρια και ο σύζυγος της να διαμένουν. Ωστόσο, η αλλαγή διεύθυνσης δεν είχε δηλωθεί επίσημα από την αιτήτρια στους καθ'ων η αίτηση, ως η αιτήτρια είχε υποχρέωση να κάνει. Το βάρος εναπόκειτο στην αιτήτρια να αποδείξει τη θέση της ότι                δεν παρέλαβε τη συγκεκριμένη επιστολή, αντιμαχόμενη το τεκμήριο της κανονικότητας και της λήψης της επιστολής, όπως αυτό προκύπτει από την ταχυδρόμηση στη σωστή διεύθυνση και τη μη επιστροφή της. (Theodorou ν. The Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9, Υπόθ. Αρ. 144/2010 Lilien Khishigjargal v. Δημοκρατίας ημερομηνίας 12/3/2012). Και αυτό το βάρος η αιτήτρια απέτυχε να αποσείσει.

 

Άρρηκτα συνυφασμένος με την πρωταρχική θέση της αιτήτριας είναι και ο ισχυρισμός της αναφορικά με το κύρος της απόφασης περί εικονικότητας του γάμου της, αλλά και ο ισχυρισμός της αναφορικά με την επιστολή ημερομηνίας 8/5/2013 περί σύνταξης της κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Νόμου. Έχω την άποψη ότι κανένας από τους συγκεκριμένους δύο ισχυρισμούς της αιτήτριας μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής. Παρόλο που η απόφαση για εικονικότητα αποτέλεσε το υπόβαθρο προς έκδοση των συνακόλουθων αποφάσεων με τις οποίες η αιτήτρια κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστρια και εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα, η εν λόγω απόφαση δεν παύει να αποτελεί μια αυτοτελώς εκτελεστή απόφαση η οποία δεν προσβλήθηκε από την αιτήτρια. Εξάλλου, η εικονικότητα του γάμου κηρύσσεται στη βάση των προϋποθέσεων του άρθρου του περί Μετανάστευσης και Αλλοδαπών Νόμου, Κεφ. 105, ενώ η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων προϋποθέτει την προηγούμενη κήρυξη απαγορευμένου μετανάστη στη βάση του άρθρου 14. Όπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19, ο αιτητής δεν μπορεί προσβάλλοντας αυτοτελώς τα διατάγματα κράτησης και απέλασής του, τα οποία αφ' εαυτών δεν πάσχουν, να επιδιώξει την ακύρωση των προηγούμενων αποφάσεων των καθ' ων, που αποτέλεσαν και το υπόβαθρο για την έκδοσή τους και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν. (Βλ. επίσης, Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505 και Δημοκρατία ν. Dejic (2008) 3 A.A.Δ. 358).

 

Η αιτήτρια προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι δεν της έχουν επιδοθεί τα προσβαλλόμενα με την προσφυγή της διατάγματα, όπως και τον ισχυρισμό της ότι δεν της έχει κοινοποιηθεί η απόφαση με την οποία αυτή κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστρια. Κανένας από τους εν λόγω ισχυρισμούς δεν ευσταθεί. Όπως έχω επισημάνει και στην ενδιάμεση απόφαση μου ημερομηνίας 15/10/2013, στη σχετική ειδοποίηση που της έχει επιδοθεί, με την οποία αυτή πληροφορείται τόσο για την έκδοση των διαταγμάτων, όσο και για τους λόγους που αυτή κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστρια, υπάρχει χειρόγραφη σημείωση υπογραμμένη από την ίδια, με την οποία αναγνωρίζει τόσο την επίδοση των διαταγμάτων, όσο και την ενημέρωση της ως προς τους λόγους που κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστρια.

 

Επισημαίνοντας ότι για σκοπούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, δόθηκε από τους καθ'ων η αίτηση μια και μόνο αιτιολογία, αυτή της παράλειψης από πλευράς της αιτήτριας, να αμφισβητήσει με ιεραρχική προσφυγή τη νομιμότητα της απόφασης δυνάμει της οποίας ο γάμος της κηρύχθηκε εικονικός, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη αιτιολογία, έρχεται σε αντίφαση με τους λόγους για τους οποίους αυτή κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστρια δυνάμει του άρθρου 6(1) παρ. (ζ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 και συνακόλουθα με την ειδικότερη αιτιολογία, ότι δηλαδή αυτή αποτελούσε πραγματική, ενεστώσα σοβαρή απειλή γα τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.

 

Ούτε η πιο πάνω θέση της αιτήτριας με βρίσκει σύμφωνο.

 

Τα περί αντιφατικότητας μεταξύ της αιτιολογίας που δόθηκε και της αναφοράς της διοικητικής λειτουργού κατά την εισήγηση της για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ότι «δεν έχει υποβληθεί ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης για εικονικό γάμο», δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Προφανώς η λειτουργός αναφέρεται στην πρόνοια του άρθρου 7Γ(2) του Κεφ.105, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση υποβολής ιεραρχικής προσφυγής κατά της απόφασης για κήρυξη του γάμου ως εικονικού, η απόφαση δεν καθίσταται εκτελεστή παρά μόνο μετά την έκδοση τελικής απόφασης επί της προσφυγής. Όμως, σε περίπτωση που δεν καταχωρηθεί τέτοια προσφυγή, τότε τέτοια απόφαση είναι εκτελεστή με την εκπνοή της 20ήμερης προθεσμίας καταχώρισης. Στην προκείμενη περίπτωση η αιτήτρια δεν αμφισβήτησε την απόφαση για εικονικότητα με ιεραρχική προσφυγή εντός της εν λόγω προθεσμίας, με αποτέλεσμα οι καθ'ων η αίτηση να προχωρήσουν στη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Αδυνατώ επίσης να αντιληφθώ πώς η κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας στη βάση του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ.105[3], έρχεται σε αντίθεση με την αιτιολογία που δόθηκε για τον περιορισμό των δικαιωμάτων της ελεύθερης κυκλοφορίας και απέλασης της ως Ευρωπαίας πολίτη στη βάση των προμνησθέντων άρθρων του Νόμου. Αντίθετα, τα συγκεκριμένα δικαιώματα της αιτήτριας φαίνεται να συγκλίνουν σε ένα κοινό πραγματικό έρεισμα∙ αυτό της συμπεριφοράς η οποία να καθιστά τον αλλοδαπό επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια.

 

Θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω περαιτέρω τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι έχει παραβιαστεί το άρθρο 32(3) του Νόμου και συγκεκριμένα ότι δεν της χορηγήθηκε εν προκειμένω προθεσμία όχι μικρότερη του ενός μηνός για να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία. Η σχετική πρόνοια που αφορά σε κάθε απόφαση που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 29 του Νόμου έχει ως εξής:

 

"32.(3) Η κοινοποίηση περιέχει μνεία της αρχής ενώπιον της οποίας ο ενδιαφερόμενος δύναται να ασκήσει προσφυγή, της προθεσμίας για την άσκηση της εν λόγω προσφυγής, και, της προθεσμίας που τίθεται στον ενδιαφερόμενο για να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία η οποία δε δύναται να είναι μικρότερη του ενός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για απέλαση."

 

 

Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός της αιτήτριας ευσταθεί. Ελλείπει η πιο πάνω προθεσμία από την επιστολή κοινοποίησης των επίδικων διαταγμάτων, στα οποία ρητά καταγράφεται ως νομικό έρεισμα το άρθρο 29 αφού αφορούσε Ευρωπαία πολίτη. Ωστόσο, προθεσμία αναχώρησης από την Κύπρο δόθηκε στην αιτήτρια και με την προηγούμενη επιστολή ημερομηνίας 8/5/2013. Ανεξάρτητα όμως τούτου, κρίνω ότι δεν πρόκειται για παραβίαση ουσιώδους τύπου που να οδηγεί σε ακυρότητα την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

 

 

 

 

 

 

 

Για το λόγο που έχω εξειδικεύσει, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα €1.350. Τα προσβαλλόμενα διατάγματα ακυρώνονται.

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                         Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ



[1] 29.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

 

(2) Δε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

 

(3)(α) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:

 

Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης .....

 

[2]30.-(1) Προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη της την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.

 

(2) Η αρμόδια αρχή δε δύναται να λαμβάνει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτεια της Δημοκρατίας, παρά μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

 

........................................................

 

[3] 6.(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-

.........................................................................

(ζ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο φαίνεται από μαρτυρία την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο δυνατό να θεωρήσει επαρκή, ότι ενδέχεται να συμπεριφερθεί κατά τέτοιο τρόπο που να καταστεί επικίνδυνο στην ησυχία, δημόσια τάξη, έννομη τάξη ή δημόσια ήθη ή να προκαλέσει έχθρα, μεταξύ των πολιτών της Δημοκρατίας και της Αυτής Μεγαλειότητας ή να ραδιουργήσει εναντίον της εξουσίας της Αυτής Μεγαλειότητας και αρχής στη Δημοκρατία.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο