ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Μιχαηλίδου, Δέσπω Γ. Γεωργαλλής, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-01-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ALAN KHAMITSEV ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Αρ. Υπόθεσης: 334/2012, 15/1/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D30

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αρ. Υπόθεσης:  334/2012)

 

 

15 Ιανουαρίου, 2014

 

[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ALAN KHAMITSEV

                                                                                     Αιτητή,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

                                                                                     Καθ΄ων η αίτηση.

 __________

 

Γ. Γεωργαλλής, για τον Αιτητή.

Β. Καρλεττίδου (κα), για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

MΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του για παραχώρηση πολιτικού ασύλου, ως άκυρης και παράνομης. 

Ο προσφεύγων, με καταγωγή από τη Ρωσία και Χριστιανός στο θρήσκευμα, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 23.5.2006, ισχυριζόμενος ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 2.2.2001, εισήλθε νομίμως στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας την ίδια ημέρα μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας και έκτοτε παρέμεινε στην Δημοκρατία.  Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στην πιο πάνω ημερομηνία λόγω της άσχημης, όπως ήταν η θέση του, κατάστασης που επικρατούσε στην περιοχή της Οσετίας απ΄ όπου κατάγεται.  Έκανε προσπάθειες να ζήσει και σε άλλες περιοχές της Ρωσίας όπως στη Μόσχα, αλλά λόγω του ότι υπήρχαν εκεί μειονότητες και τα πράγματα ήταν άσχημα αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Ρωσία και να αναζητήσει αλλού μια νέα ζωή.  Πρόσθεσε ακόμη ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του δεν γνώριζε τι συνέπειες θα είχε να αντιμετωπίσει. 

 

Ακολούθησε συνέντευξη στα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου στις 6.8.2008.  Στις 25.10.2008 ετοιμάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία.  Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου στις 29.10.2008 απέρριψε την αίτηση δυνάμει των άρθρων 3-3Δ των περί Προσφύγων Νόμο 2000-2007, αλλά και δυνάμει του άρθρου 19(1) για αναγνώριση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.  Ακολούθως ο Προϊστάμενος αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να του παραχωρηθεί και το καθεστώς της προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ,δυνάμει του άρθρου 19(Α) των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Με τα ίδια δεδομένα η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έχοντας υπ΄ όψιν της το σύνολο του διοικητικού φακέλου, τους λόγους της διοικητικής προσφυγής τους οποίους έκρινε ανυπόστατους, κατέληξε ακριβώς στο ίδιο συμπέρασμα με το πρωτοβάθμιο όργανο:  ο αιτητής όχι μόνο δεν μπορούσε να τύχει της αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά δεν απέδειξε ότι είναι δυνατόν να του αναγνωριστεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας του άρθρου 19 του Νόμου.

 

Ο Αιτητής παραπονείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και είναι αναιτιολόγητη.  Από τα στοιχεία του φακέλου, όπως έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η Υπηρεσία Ασύλου και ο αρμόδιος λειτουργός διενήργησαν τη δέουσα έρευνα ώστε να εξακριβώσουν την αξιοπιστία του προσφεύγοντος, ανέλυσαν σχολαστικώς όλους τους ισχυρισμούς και τα γεγονότα τα οποία τέθηκαν ενώπιον τους ώστε να οριστικοποιήσουν την τελική τους απόφαση.  Οι λόγοι απόρριψης του αιτήματος του προσφεύγοντος καταγράφονται με πάσα λεπτομέρεια και ενισχύονται από την έκθεση του αρμοδίου λειτουργού Ασύλου.  Ο Αιτητής κρίθηκε από τους Καθ΄ ων καθόλα αξιόπιστος.  Στη βάση της αξιοπιστίας και των όσων ο ίδιος παρέθεσε σχηματοποιήθηκε και η κρίση ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του βασίμου φόβου δίωξης του κατά την παραμονή του στη χώρα του.  Η κατάληξη ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να θεμελιώσει ότι υπόκειται σε δίωξη ήταν ευλόγως επιτρεπτή για τη Διοίκηση.  Ο φόβος που εξέφρασε ήταν γενικός, αόριστος και απροσδιόριστος.

 

Η κατάληξη της αρμόδιας αρχής ότι πρόκειται για μετανάστη και όχι για πρόσφυγα είναι, κρίνω, απόλυτα αιτιολογημένη.  Δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000:

 

«3.  Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητα μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση, ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής ή πρόσωπο που δεν έχει ιθαγένεια το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σε αυτήν και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.».

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων «μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνος που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού.  Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους λόγους.  Αν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.» 

 

 Ήταν επίσης ευλόγως επιτρεπτό για την Αναθεωρητική Αρχή να κρίνει ότι δεν συνέτρεχε το στοιχείο της σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης του Αιτητή, ώστε να του χορηγηθεί κατά το άρθρο 19 του Νόμου συμπληρωματική προστασία.  Ούτε και οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(Α) πληρούνταν για να του χορηγηθεί το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, κρίση η οποία λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και με τα στοιχεία τα οποία ο ίδιος ο Αιτητής έθεσε ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού, τόσο κατά την συνέντευξη όσο και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.  Τίποτε το νέο δεν είχε τεθεί ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής κατά την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής το οποίο δεν εξετάστηκε ως η Αρχή είχε υποχρέωση.  Η Αναθεωρητική Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να διεξάγει νέα έρευνα αν διαπιστώσει ότι η έρευνα της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης, και νέα στοιχεία δεν τέθηκαν ενώπιον της από μέρους του Αιτητή.  Η διαπίστωση της εξαντλείται στο κατά πόσο η έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων.  Ιδιαιτέρως εφόσον με όλα τα δεδομένα που ο ίδιος ο Αιτητής έθεσε χωρίς να εισαχθεί οτιδήποτε νέο στοιχείο κατά την Ιεραρχική Προσφυγή που να ενισχύουν τη θέση του, δεν απέμενε οτιδήποτε για περαιτέρω εξέταση. 

 

Η διαδικασία και ο τρόπος έρευνας που ακολουθείται στην υπό κρίση διαδικασία ανάγεται στην ευχέρεια της Αρχής.  Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε περίπτωση που η έρευνα ήταν υπό τας περιστάσεις επαρκής.  Στο τέλος της ημέρας η εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, η οποία δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο.  Δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό, είτε στη διαδικασία που έχει τηρηθεί, είτε στην έρευνα η οποία έχει διεξαχθεί, το οποίο να επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του Αιτητή. 

 

Παραπονείται επίσης ο Αιτητής ότι οι Καθ΄ων η αίτηση τελούσαν κάτω από πλάνη: η απόφαση λήφθηκε χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία, με βάση το Νόμο, όφειλαν να στηριχθούν για να εκδώσουν την απόφαση.  Αντιθέτως, υποστηρίζεται, γίνεται μια συνεχής επίκληση της εξέτασης του αρμόδιου λειτουργού κατά τρόπο επιδοκιμαστικό, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στην εξέταση που έγινε από τον αρμόδιο λειτουργό η οποία, υπό τις περιστάσεις, επιβαλλόταν πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Και ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. 

 

Προκύπτει ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον τους, καθώς και κάθε τι που έθεσε προς υποστήριξη της Αίτησης ο συνήγορος του Αιτητή.  Άλλωστε ο ισχυρισμός περί πλάνης των Καθ΄ ων για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχει τεθεί γενικώς και αορίστως και δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί. Οι θέσεις που προβάλλονται παρέμειναν μετέωρες και αναπόδεικτες.  Ως αποτέλεσμα ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος που φέρει σε τέτοια περίπτωση:

«Δια την ύπαρξιν πλάνης περί τα πράγματα απαιτείται αντικειμενική ανυπαρξία των εφ΄ ων η πράξις ερείδεται πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων: 2134 (52) διαπιστούμενη άνευ του στοιχείου της υποκειμενικής κρίσης: 1089 (46).  Δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα οσάκις η Διοίκησις εκτιμά κατ΄ ουσία διάφορα, και αντιφατικά στοιχεία, ων η στάθμισις δύναται κατ΄ αρχήν να οδηγεί και εις το συμπέρασμα εις ο ήχθη η Διοίκησις.  Τοιαύτη εκτίμησις δεν ελέγχεται κατ΄ ουσίαν εν τη ακυρωτική δίκη (βλ. και 1474 (56)).» 

(Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σ. 268).

          Δεν έχω διαπιστώσει από τα όσα γενικότροπα έχουν τεθεί να εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε παρανομία στη συλλογιστική των Καθ΄ ων η αίτηση ώστε να οδηγήσει σε σφάλμα και επιτυχία του λόγου ακύρωσης.  (Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 863).

 

          Εκείνο που νοηματοδοτεί την ουσία των υποθέσεων αυτής της φύσης είναι το κατά πόσο ο εξεταστής που έχει διενεργήσει τη συνέντευξη, αλλά και αρμόδιοι λειτουργοί όλων των Τμημάτων που επιλήφθησαν της υπόθεσης, άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια με αντικειμενικότητα και καλή τη πίστη, εντός των ορίων του Νόμου και του εγχειριδίου τoυ Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες (Handbook of Procedures and Criteria for Determining Refugee Status).  Από όσα έχουν καταγραφεί στην απόφαση της Αρχής δεν προβάλλει οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που ο ίδιος ο Αιτητής έχει θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων, και στη βάση της αξιοπιστίας του. 

 

Μένει να εξεταστεί ως λόγος ακύρωσης ότι ο Αιτητής δεν ακούστηκε πριν την έκδοση της απόφασης.  Ο ισχυρισμός αυτός είναι παντελώς αβάσιμος και δεν μπορεί να επιτύχει. 

Η  Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων δεν έχει υποχρέωση να καλέσει τον αιτητή να εμφανιστεί και να ακουστεί κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής.  Η διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων διέπεται από το άρθρο 28E(4) των περί Προσφύγων Νόμων, που παρέχει στην Αναθεωρητική Αρχή τη διακριτική ευχέρεια να καλεί σε προσωπική συνέντευξη ή να διεξάγει ακροαματική διαδικασία σε περίπτωση που η ίδια το κρίνει σκόπιμο (Μehmet Nesin Aydin v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 578). 

 

Η επίκληση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου από πλευράς του αιτητή δεν ενισχύει τη θέση: οι γενικές αρχές έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται στην απουσία σχετικού κανόνα (Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345).

         

Ο Αιτητής κλήθηκε για προσωπική συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όπως προβλέπεται από το Νόμο.  Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στην παρουσία μεταφραστή και ο Αιτητής έτυχε όλων των δικαιωμάτων που προβλέπονται στον περί Προσφύγων Νόμο, έχοντας την ευκαιρία να υποστηρίξει την αίτηση του και δίνοντας όλες τις πληροφορίες, στοιχεία και γεγονότα σχετικά με το πρόσωπο του, όπως ο ίδιος έκρινε.  Εξήγησε τους λόγους που αιτείτο το άσυλο και εξέθεσε γενικά τις απόψεις του.  Στην προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, δεν υποβλήθηκε οτιδήποτε νέο στοιχείο που να ενισχύει το αίτημα του για διεθνή προστασία ή ανθρωπιστικούς λόγους.  Το άρθρο 13 του Νόμου 6(Ι)/2000 προβλέπει προσωπική συνέντευξη αιτητών ασύλου, διαδικασία που ακολουθήθηκε στην παρούσα υπόθεση.  Στη δευτεροβάθμια όμως διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής η προσωπική συνέντευξη έχει δυνητικό χαρακτήρα.

 

Τέλος η απόφαση κρίνεται δεόντως αιτιολογημένη:  Παρέχεται σαφής αιτιολογία η οποία ενισχύεται τόσο από την έκθεση του αρμοδίου λειτουργού όσο και από τα ίδια τα στοιχεία του φακέλου αλλά και στη βάση της αξιοπιστίας του ιδίου του Αιτητή.  Το πραγματικό υλικό, όπως εμπεριέχεται στο φάκελο και καταγράφεται από τους Καθ΄ ων η αίτηση λεπτομερώς, στηρίζει απολύτως την προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Η αίτηση απορρίπτεται με €1.200 έξοδα σε βάρος του Αιτητή. 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

/ΦΚ                                                      Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.                                    

                   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο