ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D71
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 2013/12, 2014/12, 2015/12
2016/12, 2017/12, 2018/12, 160/13 και 178/13)
28 Ιανουαρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 2013/12)
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ Ή
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 2014/12)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ Ή
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 2015/12)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ Ή
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 2016/12)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΙΖΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ Ή
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 2017/12)
ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΥΣΗΛΙΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ Ή
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 2018/12)
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ Ή
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 160/13)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ Ή
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 178/12)
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ Ή
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------
Σ. Οικονομίδης, για τους Αιτητές.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές στις οκτώ αυτές συνενωμένες προσφυγές επιδιώκουν ακύρωση της απόφασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών να τους κρίνει για το έτος 2012, ως προακτέους κατ΄ εκλογή, αντί προακτέους κατ΄ απόλυτον εκλογή.
Όλοι οι αιτητές είναι Μόνιμοι Αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας και ανήκουν σε διάφορα Όπλα ή στην Αεροπορία ή στο Υγειονομικό Σώμα. Όλοι επίσης πληρούσαν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στους περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμούς του 1990, Κ.Δ.Π. 90/1990, ως τροποποιήθηκε, για κρίση στο βαθμό του Συνταγματάρχη. Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων στην τακτική του συνεδρία για το έτος 2012, έκρινε τους αιτητές ως προακτέους κατ΄ εκλογή και τα ονόματα τους αναγράφηκαν στον αντίστοιχο πίνακα, ο οποίος υποβλήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο και κυρώθηκε. Μετά την εν λόγω κύρωση από το Υπουργικό Συμβούλιο, η απόφαση γνωστοποιήθηκε στον κάθε ένα από τους αιτητές εντός δέκα ημερών σύμφωνα με τους Κανονισμούς, με διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς.
Οι αιτητές εισηγούνται ότι η κρίση «προακτέος κατ΄ εκλογήν», είναι δυσμενής κρίση για Αξιωματικό βαθμού Συνταγματάρχη διότι κατά τους Κανονισμούς προβλέπεται και κρίση «προακτέος κατ΄ απόλυτον εκλογή», που είναι διαβάθμιση κρίσης ανώτερη της κρίσης «προακτέος κατ΄ εκλογή», αφού οι κριθέντες ως «προακτέοι κατ΄ απόλυτον εκλογή» προηγούνται στις προαγωγές έναντι των κριθέντων ως «προακτέων κατ΄ εκλογή».
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις στερούνται αιτιολογίας διότι η απόφαση που κοινοποιήθηκε σε ένα έκαστο εξ αυτών παραπέμπει απλώς στα κριτήρια του Νόμου και στην απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω επεξήγηση, κατά παράβαση της νομολογίας. Κατά δεύτερο λόγο, οι αιτητές θεωρούν ότι θα έπρεπε να τους είχε δοθεί το προηγούμενο δικαίωμα της ακρόασης δυνάμει του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, διότι η κρίση του προακτέου κατ΄ εκλογή ήταν δυσμενής εφόσον δεν υστερούσαν σε οτιδήποτε για να κριθούν προακτέοι κατ΄ απόλυτον εκλογή. Το δικαίωμα ακρόασης θα έπρεπε να είχε δοθεί ούτως ώστε να γνωστοποιείτο στους αιτητές η πρόθεση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, η οποία είχε αναφορά σε προηγούμενες ατομικές βαθμολογίες στις εκθέσεις ικανότητας ενός εκάστου. Περαιτέρω, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων παρέλειψε να εξηγήσει γιατί έκρινε τους αιτητές προακτέους κατ΄ εκλογή, τη στιγμή που και σε προηγούμενα χρόνια είχαν τις ίδιες βαθμολογίες χωρίς να είχαν επηρεάσει την όλη σταδιοδρομία τους. Οι δεδομένες βαθμολογίες ήταν ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων και για τα έτη 2010 και 2011 και οι αιτητές κρίθηκαν ως προακτέοι κατ΄ απόλυτον εκλογή δημιουργώντας έτσι τη δικαιολογημένη πεποίθηση στους αιτητές ότι κατά την κρίση του 2012, δεν θα είχαν διαφορετική μεταχείριση.
Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων είναι ότι οι αποφάσεις που λήφθηκαν για ένα έκαστο των αιτητών ήταν ορθές με βάση τα καθορισθέντα ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα για την κατάληψη ανώτερης θέσης από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων. Τα προσόντα αυτά καθορίσθηκαν να είναι το σύνολο των προσόντων που αναφέρονται στον Κανονισμό 33, και, επομένως, από τη στιγμή που οι αιτητές και έκαστος εξ αυτών δεν είχε τη βαθμολογία «Εξαίρετος» σε όλα τα επί μέρους στοιχεία που καθορίσθηκαν ως ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα, όχι μόνο οι προσβαλλόμενες πράξεις λήφθηκαν με πλήρη αιτιολογία, αλλά και οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος προσβολής των πράξεων εφόσον δεν πληρούσαν τα ουσιώδη προσόντα. Μετέπειτα, ουδέν δικαίωμα ακρόασης παραβιάσθηκε λόγω του ότι, όπως επιθεώρησαν οι αιτητές τους υπηρεσιακούς τους φακέλους, θα μπορούσαν να το πράξουν και πριν την ημερομηνία κρίσης ώστε να αμφισβητούσαν, αν ήθελαν, τις προηγούμενες βαθμολογίες τους, πράγμα που δεν έπραξαν με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό τώρα να παραπονούνται ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα ακρόασης. Εν πάση περιπτώσει, οι Κανονισμοί της Κ.Δ.Π. 90/90, δεν επιβάλλουν τη γνωστοποίηση των βαθμολογιών στους Αξιωματικούς με βαθμό Συνταγματάρχη, κάτι που επιβάλλεται για τους Αξιωματικούς κατώτερου βαθμού Ανθυπολοχαγού μέχρι και Αντισυνταγματάρχη.
Η Κ.Δ.Π. 90/90, όπως τροποποιήθηκε ιδιαιτέρως από την Κ.Δ.Π. 351/2005, καθορίζει με τον Κανονισμό 41 ότι οι φέροντες βαθμό Συνταγματάρχη, Ταξίαρχου και Υποστράτηγου, διαβαθμίζονται για σκοπούς κρίσεων σε προακτέους κατ΄ απόλυτον εκλογή, προακτέους κατ΄ εκλογή και διατηρητέους. Περαιτέρω, το εδάφιο (4)(α) του Καν. 41, προνοεί ότι προακτέος κατ΄ απόλυτη εκλογή κρίνεται εκείνος που είναι απόφοιτος Ανωτάτου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, και στις εκθέσεις ικανότητας του η βαθμολογία του «... σε όλα τα ιδιάζοντα, κατά την κρίση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, ουσιαστικά προσόντα για την κατάληψη ανώτερης θέσης, είναι εξαίρετος.». Περαιτέρω, θα πρέπει να πληροί και τα υπόλοιπα κριτήρια της ευρείας και ποικίλης διοικητικής και επιτελικής πείρας και ικανότητας, να έχει γενικότερη στρατιωτική μόρφωση, να μην έχει διαπράξει σοβαρό, κατά την εκτίμηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, πειθαρχικό ή ποινικό αδίκημα και, τέλος, η κατάσταση της υγείας του να επιτρέπει σ΄ αυτόν την αποτελεσματική ενάσκηση των καθηκόντων του στην ειρήνη και στον πόλεμο.
Τα ίδια ουσιαστικά κριτήρια αναφέρονται και στη διαβάθμιση προακτέος κατ΄ εκλογή, όταν όμως, μεταξύ άλλων, η βαθμολογία του στα ουσιαστικά προσόντα που αναφέρονται στον Κανονισμό 33, είναι τουλάχιστον πολύ καλός.
Ο Κανονισμός 33 καθορίζει τα ουσιαστικά προσόντα Αξιωματικού. Απαριθμεί 11 διαφορετικά δεδομένα τα οποία δεν χρειάζεται να καταγραφούν εδώ για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Στον Κανονισμό 41(4)(ii), αναφέρεται, όπως έχει ήδη προεκτεθεί, ότι η βαθμολογία ικανότητας σε όλα τα ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα για τη θέση Συνταγματάρχη και άνω πρέπει να είναι εξαίρετη, το τι συνιστά δε ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα, αποφασίζεται από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων.
Από τα πρακτικά των συνεδριών του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων του 2012, προκύπτει από την παρ. 2, ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων καθόρισε ότι για τους συγκεκριμένους βαθμούς Αξιωματικών Συνταγματάρχη, Ταξίαρχου και Υποστράτηγου, τα «ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα», είναι όλα τα ουσιαστικά προσόντα τα οποία αναφέρονται στον Κανονισμό 33,
«.. αφού, με βάση τις σχετικές διατάξεις τα εν λόγω προσόντα, στο σύνολό τους προσδιορίζουν την εν γένει ικανότητα και αξία του Αξιωματικού και αποτελούν τα βασικά στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται η κρίση του. Για τους προαναφερθέντες λόγους και προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι κρινόμενοι με την ανώτατη διαβάθμιση κρίσης Αξιωματικοί έχουν όλα τα προσόντα για την κατάληψη, κατά προτεραιότητα, ανώτερης θέσης, το Συμβούλιο κατέληξε ότι, για την εφαρμογή της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου (4) του εν λόγω Κανονισμού 41, οι υπό κρίση Αξιωματικοί θα πρέπει να έχουν, τουλάχιστον στον κατεχόμενο βαθμό, στις Εκθέσεις Ικανότητάς τους, βαθμολογία στα εν λόγω ουσιαστικά προσόντα εξαίρετος.»
Αποτελεί κοινό στην ουσία έδαφος ότι έκαστος των αιτητών είχε στις βαθμολογίες του, όπως απορρέουν από τις εκθέσεις ικανότητας στον κατεχόμενο, αλλά και στον αμέσως προηγούμενο βαθμό, και βαθμολογία «εξαίρετος» και βαθμολογία «πολύ καλός», στα ουσιαστικά προσόντα. Κατά τα υπόλοιπα, οι αιτητές είχαν ικανοποιήσει το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων ως προς την κατοχή των άλλων προσόντων. Στη βάση της απόδοσης στον κατεχόμενο και στον προηγούμενο βαθμό σε ό,τι το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων καθόρισε ως ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα, όχι μόνο με τη βαθμολογία «εξαίρετος», αλλά και «πολύ καλός», το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων έκρινε όλους τους αιτητές προακτέους κατ΄ εκλογή.
Ούτε οι Κανονισμοί της Κ.Δ.Π. 90/90, ως τροποποιήθηκε, ούτε και οι συγκεκριμένες πρόνοιες του Κανονισμού 41 βάλλονται από τους αιτητές ως αντισυνταγματικοί ή ultra vires του Νόμου, ούτε ως έχοντες κατ΄ οποιοδήποτε άλλο τρόπο, οποιοδήποτε πρόβλημα που αν τίθετο θα εξεταζόταν κατά προτεραιότητα, (Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 240/2010 και 265/2010, ημερ. 29.12.2011). Με δεδομένη, επομένως, τη νομιμότητα των Κανονισμών, εναπόκειτο στο Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων να καθορίσει, όπως και καθόρισε, το σύνολο των προσόντων του Καν. 33, ως ιδιάζοντα για σκοπούς καθορισμού κρίσης για σκοπούς μελλοντικών προαγωγών. Έκαστος των αιτητών υστερεί στις εκθέσεις ικανότητας του σε ορισμένα επί μέρους στοιχεία είτε στον κατεχόμενο, είτε σε προηγούμενο βαθμό (η απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων αφορά τον κατεχόμενο τουλάχιστον βαθμό) και δεν έχει σημασία να αναφερθεί εδώ σε ποια στοιχεία υστερεί ο κάθε αιτητής και για ποια περίοδο. Τα δεδομένα άλλωστε δεν αμφισβητούνται ποσώς από τους αιτητές. Η ουσία είναι ότι οι αιτητές δεν είχαν χαρακτηρισθεί «εξαίρετοι» σε όλα τα ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα για την κατά προτεραιότητα κατάληψη ανώτερης θέσης, όπως αυτά χαρακτηρίσθηκαν από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων το οποίο είχε, ως διοικητικό όργανο, την ευθύνη και το δικαίωμα καθορισμού των προσόντων και τη βαθμολογία που θα λαμβανόταν υπόψη.
Έπεται ότι η αιτιολογία που δόθηκε στον κάθε ένα από τους αιτητές είναι πλήρης από την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη, η οποία περιέχει το αιτιολογικό της κρίσης και δεν παραπέμπει απλώς στα κριτήρια του Νόμου ή των Κανονισμών. Καταγράφεται η συγκεκριμένη αιτιολογία ότι οι εκθέσεις ικανότητας ενός εκάστου ήταν «εξαίρετος» και «πολύ καλός» στον κατεχόμενο και στον προηγούμενο βαθμό. Άλλωστε, η κάθε προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται στον οικείο σχετικό φάκελο «Αρ. Φακ. 15.15.17/12/19 Νοε 2012/ΥΠΑΜ/Γεν. Δντή» και επομένως ευλόγως ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αιτιολογία δεν είναι πλήρης, αυτή συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Αυτό είναι επιτρεπτό και θεμιτό εφόσον η αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί ως προκύπτουσα από το πρακτικό της απόφασης από όπου αναδύεται και η σκέψη της διοίκησης, (Δημοκρατία ν. Γαβριήλ (2004) 3 Α.Α.Δ. 234), και εφόσον τα στοιχεία είναι συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση και σύγχρονα μ΄ αυτή, (Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).
Περαιτέρω, η μη κατοχή των προσόντων για κρίση ενός εκάστου των αιτητών ως προακτέων κατ΄ απόλυτη εκλογή, τους αποστερεί το έννομο συμφέρον να διεκδικήσουν τη θέση, σύμφωνα με πάγια νομολογία. Αιτητής που δεν κατέχει τα προνοούμενα από το Νόμο ή τα προσδιοριζόμενα από το διοικητικό όργανο ή στα σχέδια υπηρεσίας προσόντα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει είτε την προαγωγή άλλου συναδέλφου του ή ατομική κρίση που αφορά τον ίδιο και μόνο, (Νικολάου ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (2002) 3 Α.Α.Δ. 733 και Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 404). Στην Κώστα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 110, κρίθηκε ότι δημόσιοι υπάλληλοι στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την απόρριψη αιτήματος τους για προαγωγή σε συνδυασμένη μισθολογική κλίμακα όταν δεν κατέχουν τα προσόντα για τέτοια ανέλιξη. Παρόμοια, αιτητής δεν μπορεί να προσβάλει κατακύρωση προσφοράς εάν και ο ίδιος δεν τηρούσε τις προδιαγραφές των όρων του διαγωνισμού, (Minico House Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 104) ή δεν ήταν η ίδια προσφοροδότης, (Δημοκρατία ν. Multi Klima Engineering Ltd (2002) 3 Α.Α.Δ. 307).
Οι υποθέσεις που αναφέρει ο κ. Οικονομίδης στην απαντητική του αγόρευση διαφοροποιούνται διότι η νομολογία όντως αναγνωρίζει έννομο συμφέρον σε αιτητή που αμφισβητεί την εγκυρότητα σχεδίου υπηρεσίας ή τη νομιμότητα όρου διαγωνισμού στη βάση των οποίων αποκλείστηκε, είτε λόγω μη κατοχής προσόντος, είτε λόγω μη ικανοποίησης συγκεκριμένου όρου. Οι υποθέσεις αυτές είναι η Μαρία Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1433, Λένια Σέργη ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 428 και C. & H. Heat Flow Limited v. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 168. Εδώ δεν υπάρχει τέτοια αμφισβήτηση. Όπως λέχθηκε ήδη, οι αιτητές δεν αμφισβητούν τη νομιμότητα των Κανονισμών στη βάση των οποίων λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις.
Η εισήγηση των αιτητών ότι σε προηγούμενες εκθέσεις ικανότητας οι ίδιες βαθμολογίες του «πολύ καλός» δεν απέτρεψαν το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων από του να θεωρήσει τους αιτητές προακτέους κατ΄ απόλυτον εκλογή, δεν φαίνεται να στηρίζεται σε παρόμοιες αποφάσεις του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων με τις οποίες καθορίσθηκαν ότι όλα τα κριτήρια του Κανονισμού 33, είναι ουσιώδη και ιδιάζοντα. Οι αιτητές δεν παραθέτουν στοιχεία ότι στις προηγούμενες βαθμολογίες, παρόμοια ήταν η θεώρηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ως προς όλα τα στοιχεία. Αν αυτή ήταν η θέση των αιτητών έφεραν και το βάρος να αποδείξουν ότι διαφοροποιήθηκε ανεπίτρεπτα η διαβάθμιση από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων για το 2012, παρά το ότι κατά τον ίδιο τρόπον το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων είχε και προηγουμένως καθορίσει και πάλι όλα τα αναφερόμενα στον Καν. 33, ως ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα.
Αντίθετα, φαίνεται να προκύπτει από την παρ. 8.1 της γραπτής αγόρευσης, για παράδειγμα, του αιτητή Χρίστου Κυπριανού στην προσφυγή αρ. 178/12, ότι δεν είχε γνωστοποιηθεί σε αυτόν ότι για το 2012 τα ίδια προσόντα στα οποία προηγουμένως είχε βαθμολογία «πολύ καλός», θα κρίνονταν από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων ως «ιδιάζοντα» για την κατάληψη ανώτερης θέσης. Παρόμοια τοποθέτηση υπάρχει και αφορά όλους τους αιτητές στις γραπτές αγορεύσεις τους. Αυτό δείχνει ότι για προηγούμενες κρίσεις ήταν διαφορετική η προσέγγιση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων. Ούτε μπορεί εύλογα να τίθεται ζήτημα ότι δόθηκε η αιτιολογημένη πεποίθηση στους αιτητές ότι θα ίσχυαν τα ίδια και για το 2012, όταν το μόνο που στην ουσία έπραξε το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, εντός πάντοτε των δικαιωμάτων του, ήταν να θεωρήσει όλα τα προσόντα του Καν. 33 ως ιδιάζοντα και ουσιώδη. Η τυχόν λιγότερη απαίτηση του Συμβουλίου κατά τις προηγούμενες κρίσεις δεν δίδει δικαίωμα ή απαίτηση όπως κατ΄ εξακολούθηση ακολουθείται η ίδια πορεία ή τακτική.
Ως προς το προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης, η θέση δεν είναι ορθή. Κατ΄ αρχάς, η απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων για τους αιτητές δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσμενής εν τη εννοία του άρθρου 43 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Η κρίση του προακτέου κατ΄ εκλογήν συνήδε απόλυτα με τις βαθμολογίες στις εκθέσεις ικανότητας τους. Η απόφαση επομένως του Συμβουλίου δεν ήταν έξω από το μέτρο που τέθηκε και δεν είναι βάσιμη η θέση του συνηγόρου των αιτητών ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης από την άποψη ότι δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να εκφέρουν τις απόψεις τους. Το άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ταξινομεί τις περιπτώσεις παροχής προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης όταν η έκδοση πράξης ή το διοικητικό μέτρο που θα ληφθεί είναι «... πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.». Η ερμηνευτική άσκηση που πρέπει να γίνει οφείλει να συμπλέει με την έννοια του κειμένου και η φράση «άλλως πως δυσμενούς φύσης», πρέπει να διαβαστεί ejusdem generis με τις προηγούμενες λέξεις που σαφώς υποδηλώνουν ότι το διοικητικό μέτρο ή η απόφαση επηρεάζει τη σχέση του διοικούμενου με την διοίκηση πειθαρχικώς ή που ενέχει κύρωση, περιέχοντας δηλαδή μομφή ως προς τον τρόπο ενάσκησης των καθηκόντων του διοικούμενου ή άπτεται της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του. Με άλλα λόγια, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα. Αυτό συνάδει και με το εδάφιο (2) του άρθρου 43, που επεξηγεί ότι όπου διοικητικό όργανο προτίθεται να στηρίξει την απόφαση του σε ισχυρισμούς εναντίον προσώπου, δηλαδή, κατηγορίες ή καταλογιζόμενα στο διοικούμενο ζητήματα, από τρίτους, οφείλει να δώσει την ευκαιρία στο διοικούμενο να απαντήσει τους ισχυρισμούς.
Όταν λοιπόν ένα διοικητικό όργανο αποφασίζει περί της υπόστασης διοικούμενου στην ιεραρχία ή τις προοπτικές του για προαγωγή, το πράττει μέσα στα πλαίσια του καθήκοντος του και με βάση τα δικαιώματα που του δίδει ο Νόμος ή οι Κανονισμοί και δεν θα ήταν βάσιμο να υποστηριχθεί ότι τέτοια απόφαση είναι δυσμενούς φύσεως ώστε να δίδεται δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, τότε πριν από κάθε προαγωγή το αρμόδιο διοικητικό όργανο θα έπρεπε να καλεί όλους τους υποψήφιους και να τους παρέχει την ευκαιρία να ακουστούν. Αυτό έπραξε και το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων. Ενήργησε στα πλαίσια της αρμοδιότητας του και οι αιτητές, κρινόμενοι κατά νόμο, δεν αντιμετώπιζαν πειθαρχικό μέτρο ή κύρωση ή άλλης φύσεως δυσμενή πράξη. Στην Αρτοποιείο Α. Θεοδώρου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 577, έγινε αναφορά με επιδοκιμασία στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτοπούλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ., Τόμος Ι, παρ. 159, όπου μνημονεύεται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και σχολιάζεται το δικαίωμα ακρόασης ως εξής:
«Με τη νομολογία του ΣΕ έχει οριοθετηθεί το πεδίο εφαρμογής της γενικής διάταξης του Άρθρου 20 § 2 του Συντάγματος. Έτσι έχει διαμορφωθεί ο κανόνας ότι η προηγούμενη ακρόαση του διοικουμένου είναι αναγκαία στην περίπτωση των ατομικών διοικητικών πράξεων, οι οποίες εκδίδονται αυτεπαγγέλτως και πού περιέχουν ρύθμιση, η οποία συνδέεται με την υποκειμενική συμπεριφορά του ενδιαφερομένου και επιφέρει θετική βλάβη στα δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντά του, και όχι όταν η κρίση του διοικητικού οργάνου για τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων της έκδοσης της δυσμενούς διοικητικής πράξης (βάσει δέσμιας αρμοδιότητας) στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα (ΣΕ 2595/11977, 796/1987, 3100, 4139/1988, 1713/1994) ή εκδίδεται κατά δέσμια αρμοδιότητα προς διαπίστωση αυτοδικαίως επερχομένης έννομης κατάστασης (ΣΕ 588/2003).»
Σχετική είναι και η υπόθεση Μίχαλος Δημητρίου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675, όπου κατ΄ εφαρμογή Νόμου ανεκλήθη διοικητική απόφαση ώστε να μην τίθετο θέμα «τιμωρίας» ή παροχής προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης. Σχετικά επίσης είναι τα αναφερόμενα στον Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 5η έκδ. σελ. 388, παρ. 624, ότι πρώτη προϋπόθεση της προηγούμενης ακρόασης είναι η διοικητική ενέργεια να είναι επιβαρυντική για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του ιδιώτη, επιφέροντας μάλιστα θετική βλάβη στα υπάρχοντα δικαιώματα ή συμφέροντα του.
Το Δικαστήριο, με όλο το σέβας, δεν συμφωνεί επομένως με τα αναφερθέντα στην απόφαση Δημητράκης Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 496/2009, ημερ. 11.6.2012, ενόψει της ανάλυσης που κατεγράφη ανωτέρω.
Περαιτέρω, το άρθρο 43(1), οριοθετεί ρητά το δικαίωμα ακρόασης ως ισχύον «εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά». Άτομα συνεπώς στα οποία ο νόμος δεν δίδει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης δεν καλύπτονται, (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155). Οι Κανονισμοί της Κ.Δ.Π. 90/90, δεν επιβάλλουν τη γνωστοποίηση της βαθμολογίας σε αξιωματικούς εκτός όπου στις εκθέσεις ικανότητας κατά τον Καν. 30(9), η αξιολόγηση είναι με βαθμολογία «μέτριος» ή «απαράδεκτος», δηλαδή, βαθμολογία 4-6 ή 1-3 αντιστοίχως κατά τον Καν. 30(5), οπότε η βαθμολογία γνωστοποιείται αμέσως και γραπτώς για τις εντός δέκα ημερών παραστάσεις του αξιωματικού. Εδώ η βαθμολογία των αιτητών ήταν «πολύ καλός» στα στοιχεία εκείνα που τέθηκε, δηλαδή, βαθμολογία 9 και επομένως δεν τίθετο θέμα γνωστοποίησης της ως δυσμενούς φύσεως.
Δεν είναι δε ορθή η θέση των αιτητών ότι ο Νόμος αρ. 158(Ι)/99, δεν αφορά τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Στην έναρξη του ο Νόμος αναφέρει ότι πρόκειται για Νόμο που «κωδικοποιεί τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου» και ως τέτοιος πρέπει να ερμηνεύεται. Όπου άλλος ειδικός Νόμος ή δευτερογενής νομοθεσία, όπως οι Κανονισμοί, προνοούν συγκεκριμένη μεταχείριση επί ορισμένων θεμάτων, τότε ισχύει η ειδική πρόνοια και όχι ο γενικότερος Νόμος. Δεν υπάρχει στην υπό κρίση περίπτωση διαφορά μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας, εφόσον οι Κανονισμοί έλκουν την ύπαρξη τους από την πρωτογενή νομοθεσία, η οποία, υπενθυμίζεται, δεν προσβάλλεται ως αντισυνταγματική, ούτε και οι Κανονισμοί ως ultra vires. Ισχύουν, επομένως, τα λεχθέντα στην Ακίνητα Λούλλας Ιωαννίδου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, στην οποία παραπέμπουν οι καθ΄ ων.
Τέλος, είναι φανερό από όλες τις υποθέσεις ότι οι προηγούμενες βαθμολογίες του «πολύ καλός» για παρελθόντα έτη είχαν γνωστοποιηθεί σε ένα έκαστο των αιτητών και αυτό ουδόλως αμφισβητείται. Ουδέποτε οι αιτητές θεώρησαν τις επί μέρους βαθμολογίες τους ως ενστάσιμες ώστε να επιδιώξουν ανατροπή τους. Άρα είχαν την ευκαιρία να εκθέσουν τις απόψεις τους προηγουμένως (Δαγτόγλου - ανωτέρω - σελ. 338, παρ. 626), και επομένως τώρα δεν μπορούν να παραπονούνται για μη δοθέν προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης. Αλλά και πάλι το σημαντικό εδώ είναι ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων εντός της αρμοδιότητας του ήταν που καθόρισε όλα τα προσόντα ως ιδιάζοντα για κρίση στον επόμενο βαθμό και δεν υποχρεούτο εκ των προτέρων να γνωστοποιήσει τέτοια απόφαση. Άλλωστε, ο ίδιος ο Καν. 41(4)(α)(ii) από την τροποποίηση του με την Κ.Δ.Π. 351/05, ημερ. 29.7.2005, προέβλεπε την κρίση του προακτέος κατ΄ απόλυτον εκλογή εφόσον οι εκθέσεις του υποψηφίου είναι εξαίρετες σε όλα τα ιδιάζοντα ουσιαστικά προσόντα, γεγονός γνωστό σ΄ όλους τους αιτητές.
Οι προσφυγές συνεπώς αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης.
Έκαστη προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον εκάστου αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη της συνένωσης και της κοινής πορείας μετά από αυτή.
Έκαστη προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται στη βάση του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.