ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D83
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1426/2012)
30 Ιανουαρίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΥΡΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Ν. Καλλής, για τον Αιτητή.
Ε. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής είναι αυτοτελώς εργαζόμενος μηχανικός αυτοκινήτων, ο οποίος λόγω εργατικού ατυχήματος στις 23.1.2007 υπέβαλε αίτηση για επίδομα ασθενείας για την περίοδο 2.12.2010 μέχρι 2.1.2011. Η αίτηση υπεβλήθη στις 15.12.2010 και υποστηριζόταν από αριθμό ιατρικών πιστοποιητικών.
Οι καθ΄ ων ενέκριναν την καταβολή επιδόματος ασθενείας για την περίοδο 12.12.2010 μέχρι 31.3.2011 και κατέβαλαν σ΄ αυτόν ποσό ύψους €3,341.86. Στις 3.3.2011, ο αιτητής μετά από εξέταση από Ορθοπεδικό-Χειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο, κρίθηκε ικανός για εργασία από 1.4.2011. Υπέβαλε όμως στις 10.6.2011 στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων δήλωση μη απασχόλησης για την περίοδο 20.6.2011-3.7.2011. Οι καθ΄ ων εξέτασαν τους ισχυρισμούς μη απασχόλησης του αιτητή και διαπίστωσαν ότι ο αιτητής συνέβαλε στη διεξαγωγή των εργασιών της επιχείρησης του καθόλη την περίοδο άδειας ασθενείας, με αποτέλεσμα ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απορρίψει το αίτημα για επίδομα ασθενείας ημερ. 15.12.2010 και να ζητήσει την επιστροφή του ποσού των €3,341.86, ως καταβληθέν αντικανονικώς. Ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στην τότε Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 16.3.2012. Η Υπουργός απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή ενημερώνοντας τον αιτητή με επιστολή της ημερ. 18.6.2012, η οποία σύμφωνα με το αιτητικό της προσφυγής παραλήφθηκε στις 6.7.2012. Η απορριπτική αυτή απόφαση αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη.
Στην εν λόγω επιστολή της Υπουργού γίνεται αναφορά στις προϋποθέσεις εισφοράς ασφαλιζομένου, ο οποίος δικαιούται επίδομα ασθενείας εφόσον δεν εργάζεται κατά την περίοδο της ασθενείας του. Καταγράφεται ότι στον αιτητή είχε ήδη καταβληθεί επίδομα ασθενείας ύψους €3,341.86 για την περίοδο 12.12.2010-31.3.2011. Η αίτηση που υπεβλήθη από τον αιτητή για περαιτέρω καταβολή επιδόματος ασθενείας, απορρίφθηκε στη βάση της απόφασης του Ιατρικού Συμβουλίου των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία από 1.4.2011.
Όταν ο αιτητής υπέβαλε δήλωση μη απασχόλησης για την περίοδο 20.6.2011-3.7.2011, διεξήχθη έρευνα, όπως στη συνέχεια αναφέρει η Υπουργός, από λειτουργούς των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, από την οποία διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής είχε συμβάλει στη διεξαγωγή των εργασιών της επιχείρησης του καθόλη την περίοδο ασθενείας του εφόσον βρισκόταν στο χώρο εργασίας του, ασκώντας μεγάλο μέρος των καθηκόντων του. Συνεπώς, η Υπουργός κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης και στην απαίτηση επιστροφής των χρημάτων που είχαν ήδη καταβληθεί, εφόσον η συμβολή του αιτητή στη διεξαγωγή των εργασιών της επιχείρησης του, δεν συνάδει με τον σκοπό και στόχο του επιδόματος ασθενείας, το οποίο καταβάλλεται όταν ο ασφαλισμένος δεν εργάζεται κατά την περίοδο ασθενείας του.
Ο αιτητής με την προσφυγή του διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, οφείλεται σε παράλειψη διεξαγωγής πλήρους ή δέουσας έρευνας και είναι προϊόν υπέρβασης και κατάχρησης εξουσίας. Αντίθετη είναι η θέση των καθ΄ ων οι οποίοι παραπέμπουν στις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας και ιδιαιτέρως στα άρθρα 31, 33 και 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 59(Ι)/2010, ως τροποποιήθηκε.
Το πρώτο που πρέπει να εντοπισθεί κατά την εξέταση της προσφυγής είναι ότι η αίτηση ακυρώσεως στρέφεται μόνο εναντίον της απόρριψης της αίτησης για επίδομα ασθενείας λόγω του ότι ο αιτητής εργαζόταν κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Δεν αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής η καθαυτό κατάσταση της υγείας του αιτητή ή τα ιατρικά πιστοποιητικά ή η γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου ότι από 1.4.2011 ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία ούτε και αναφέρεται αν αυτή η γνωμάτευση αποτέλεσε το αντικείμενο άλλης προσφυγής. Ότι ήταν ικανός για εργασία και μπορούσε να επιστρέψει στην εργασία του από 1.7.2011 πιστοποιείται και από τον Δρ. Ανδρέα Παναγιώτου, ιδιώτη ιατρό, (Παράρτημα 5 στην ένσταση). Επομένως, δεν θα τύχει εξέτασης οποιοδήποτε άλλο θέμα εκτός από το εύλογο της κρίσης της Υπουργού απορρίπτοντας την αίτηση στη βάση και μόνο ότι ο αιτητής εργαζόταν κατά την περίοδο ασθενείας του.
Το δεύτερο που πρέπει να λεχθεί είναι ότι ο αιτητής αναφέρεται στο άρθρο 48 του Νόμου που δεν τυγχάνει εδώ εφαρμογής, εφόσον το εν λόγω άρθρο αφορά μισθωτούς, ενώ ο αιτητής παραδεκτά είναι αυτοτελώς εργαζόμενος, με αποτέλεσμα να έχουν εφαρμογή τα άρθρα 31 και 33, στα οποία ορθά παραπέμπουν οι καθ΄ ων.
Δέουσα έρευνα ή έρευνα που είναι πλήρης ή επαρκής θεωρείται, κατά τη νομολογία, εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Καμηλέρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835). Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν προβαίνει πρωτογενώς στη διαπίστωση γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης με τη δική του, εφόσον βεβαίως η κρίση αυτή είναι εύλογη με δεδομένα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η διοίκηση, (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476).
Μια διοικητική πράξη πρέπει επίσης να είναι αιτιολογημένη προσδιορίζοντας τη βάση της ληφθείσας απόφασης και τους λόγους που τη στοιχειοθετούν. Σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι πρέπει να καταγράφονται ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η πράξη λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο, (Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220 και Ανδρέας Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 547/2012, ημερ. 24.1.2013). Επίσης η διοικητική πράξη μπορεί να συμπληρωθεί ως προς την αιτιολογία της, από στοιχεία του φακέλου εφόσον από το πρακτικό ή σκεπτικό της απόφασης γίνεται παραπομπή στα στοιχεία αυτά ώστε να προκύπτει η σκέψη της διοίκησης, (Δημοκρατία ν. Γαβριήλ (2004) 3 Α.Α.Δ. 234, Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).
Το άρθρο 31 του Νόμου αρ. 59(Ι)/2010, προδιαγράφει το δικαίωμα ασφαλισμένου προσώπου σε επίδομα ασθενείας «.. για κάθε ημέρα ανικανότητας προς εργασία, η οποία αποτελεί μέρος διακοπής της απασχόλησης» ως ημέρα δε ανικανότητας προς εργασία θεωρείται εκείνη για την οποία ιατρός τον συμβούλευσε να απέχει από οποιαδήποτε εργασία, κλπ. Σύμφωνα με το άρθρο 33(γ), δικαιούχο πρόσωπο εκπίπτει του δικαιώματος για λήψη επιδόματος ασθενείας εάν «εργάσθηκε σε ημέρα, για την οποία υπέβαλε αίτηση για επίδομα ασθενείας».
Στα περιστατικά της υπόθεσης διενεργήθηκε έρευνα από λειτουργούς της Υπηρεσίας των καθ΄ ων και μάλιστα επιτόπια στις 29.6.2011 στα γραφεία και το συνεργείο επιδιόρθωσης οχημάτων όταν αυτό ήταν ανοικτό. Ηλέγχθησαν τιμολόγια για την περίοδο 28.2.2011-30.6.2011, όταν εκδίδονταν τέτοια στους πελάτες του αιτητή. Ο ίδιος στην κατάθεση του, (μέρος του Παραρτήματος 6), ισχυρίστηκε ότι τους πελάτες του τους παρέπεμπε στον Ευγένιο Παναγιώτου για εξυπηρέτηση, πλήρωνε ο ίδιος το άτομο αυτό για την εργασία που του προσέφερε στη βάση τιμολογίων που εξέδιδε ο Παναγιώτου, χρεώνοντας τον. Ο αιτητής πρόσθεσε ότι δεν ήθελε να χάσει πάλι τους πελάτες του γι΄ αυτό απευθύνθηκε στον Παναγιώτου για βοήθεια. Ο ίδιος ο Παναγιώτου στη δική του κατάθεση ανέφερε ότι ήταν ο αιτητής που «έκλεινε» την εργασία με τους πελάτες και ο ίδιος πήγαινε στο συνεργείο του αιτητή και επιδιόρθωνε τα οχήματα. Στη συνέχεια τον χρέωνε για τον «κόπο» του, και αν χρειάζονταν εξαρτήματα, αυτά αγοράζονταν από τον ίδιο τον αιτητή. Τα τιμολόγια τέθηκαν στη διάθεση της Υπηρεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Κατά την ιεραρχική προσφυγή, ο αιτητής με πρόσθετη επιστολή του ημερ. 10.4.2012, υπέβαλε τα σχετικά τιμολόγια, (εκδομένα από τον ίδιο και προς τον ίδιο), τα οποία αποδείκνυαν, κατά τη θέση του, ότι ο αιτητής δεν είχε οποιοδήποτε οικονομικό όφελος. Επανέλαβε τη θέση του ότι διευθέτησε με φιλικό του συνεργείο την επιδιόρθωση των οχημάτων των πελατών του, ο δε αιτητής αφού εισέπραττε τα χρήματα από τους πελάτες του, τα κατέβαλλε στο συνεργείο Safety Line (Ευγένιος Παναγιώτου). Επιπλέον ο αιτητής χρέωνε τα ανταλλακτικά και εξαρτήματα και σ΄ αυτά οφειλόταν οποιαδήποτε διαφορά επί των αντίστοιχων τιμολογίων.
Υπό το φως των ανωτέρω, αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο. Διεξήχθη έρευνα, αυτή αφορούσε σε όλα τα πιθανά στοιχεία που η διοίκηση βρήκε μετά από επιτόπια επίσκεψη και απορρέει αβίαστα από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ότι πράγματι ο αιτητής, (όπως και ο ίδιος στην ουσία παραδέχεται), συνέβαλε στην παραγωγή εργασίας στο συνεργείο του, βρισκόμενος εκεί και ασκώντας μεγάλο μέρος των καθηκόντων του. Οι αιτιάσεις προς το αντίθετο είναι γενικές και αόριστες και δεν δικαιολογούν ακύρωση της απόφασης της Υπουργού επί της ιεραρχικής προσφυγής, (Κώστα ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 225). Ο αιτητής δεχόταν τηλεφωνήματα από τους πελάτες του προς επιδιόρθωση των οχημάτων τους, τους συναντούσε ή αποδεχόταν την επιδιόρθωση τους στο δικό του συνεργείο. Αγόραζε ο ίδιος τα εξαρτήματα και τα παρείχε στον Ευγένιο Παναγιώτου για την επιδιόρθωση ή τοποθέτηση τους. Εισέπραττε τα χρήματα, εξέδιδε τιμολόγια και πλήρωνε τα τιμολόγια με τα οποία ο Παναγιώτου τον χρέωνε για την εργασία του. Το Παράρτημα 6 στην ένσταση, «Δελτίο Επικοινωνίας» των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων πιστοποιεί τα ανωτέρω, (το όνομα Γιώργος Σ. Κυριάκου, είναι ο αιτητής με τον ίδιο αριθμό ταυτότητας) και φανερώνει ότι η επίσκεψη έγινε στο χώρο εργασίας του, ο οποίος προκύπτει από την Αίτηση για Επίδομα Ασθενείας (Παράρτημα 1), ότι είναι ο ίδιος με τη διεύθυνση της οικίας του. Επομένως καταρρίπτεται και ο ισχυρισμός που αναφέρθηκε κατά τις διευκρινίσεις και μόνο και όχι στην αίτηση ακυρώσεως ή την αγόρευση του αιτητή, ότι δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι το σπίτι του είναι ακριβώς πάνω από το συνεργείο του.
Ως προς τα τιμολόγια και τη διαφορά μεταξύ τους, η λειτουργός των Υπηρεσιών κατέγραψε τη θέση του αιτητή ότι η διαφορά οφειλόταν στη χρέωση των εξαρτημάτων από τον ίδιο στους πελάτες του.
Όλα τα πιο πάνω δείχνουν αβίαστα ότι ο αιτητής στην ουσία εργαζόταν κατά την περίοδο που λάμβανε επίδομα ασθενείας. Δεν ενέχει σημασία το γεγονός ότι δεν εργαζόταν ο ίδιος προς επιδιόρθωση των οχημάτων του, ασκώντας δηλαδή χειρονακτική εργασία. Όταν πρόσωπο λαμβάνει επίδομα ασθενείας είναι στη βάση του γεγονότος, ιατρικά πιστοποιημένο, ότι δεν είναι σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντα και τις ευθύνες της εργασίας που διεξάγει. Η συμβολή του αιτητή και η καθοδήγηση που έδιδε προς εκτέλεση των εργασιών του συνεργείου του, σαφώς και αποτελούσαν εργασία εντός της έννοιας του Νόμου , ο οποίος και δεν συναρτά τη διακοπή στο επίδομα ασθενείας με τυχόν κερδοφορία από την εργασία. Αρκεί η συμβολή στην εργασία αυτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ