ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D7
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1092/2010)
8 Ιανουαρίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Κ. Καντούνας, για τον Αιτητή.
Ε. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: O αιτητής, ο οποίος είναι Ελληνοκύπριος, με αίτηση του προς το Υπουργείο Υγείας ημερομηνίας 20/7/2010 ζήτησε όπως χορηγηθεί ταυτότητα νοσηλείας τόσο στον ίδιο, όσο και στη σύζυγο του. Με βάση τα πιστοποιητικά που επισύναψε, το συνολικό ακαθόριστο εισόδημα της οικογένειας του για το έτος 2009 υπερέβαινε τα καθορισμένα στους περί Κυβερνητικών Ιατρικών Ιδρυμάτων και Υπηρεσιών (Γενικούς) Κανονισμούς του 2000 έως 2007, εισοδηματικά κριτήρια και ως εκ τούτου αξιολογήθηκε ως μη δικαιούχος λόγω ψηλών εισοδημάτων.
Η απορριπτική απόφαση των καθ'ων η αίτηση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 20/7/2010. Στην εν λόγω επιστολή γίνεται εκτενής αναφορά στις νομοθετικές πρόνοιες που αφορούν στο δικαίωμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που παρέχεται σε Κύπριους και Ευρωπαίους πολίτες, μόνιμους κάτοικους Κύπρου και στα καθορισμένα εισοδηματικά κριτήρια.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(1), δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (ταυτότητα νοσηλείας κατηγορίας «Α») παρέχεται σε πρόσωπα άγαμα των οποίων το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα δεν υπερβαίνει τα €15.377,41 και σε κάθε μέλος οικογένειας της οποίας το ακαθάριστο εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των €30.754,83 αυξανόμενο κατά €1.708,60 για κάθε εξαρτώμενο τέκνο.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(2), ταυτότητα νοσηλείας κατηγορίας «Β» (μειωμένα τέλη) παρέχεται σε πρόσωπα άγαμα των οποίων το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα υπερβαίνει τα €15.377,41 αλλά όχι τα €20.503,22 και σε κάθε μέλος οικογένειας της οποίας το εισόδημα, υπερβαίνει τα €30.754,41 αλλά όχι €37.589,23, αυξανόμενο κατά €1.708,60 για κάθε εξαρτώμενο τέκνο.
Σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 660/2002, το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα περιλαμβάνει τα εισοδήματα από όλες τις πηγές, δηλαδή από εργασία, οποιοδήποτε επάγγελμα ή επιχείρηση, τόκους, ενοίκια κλπ (με εξαίρεση το δημόσιο βοήθημα, το επίδομα τέκνου και τη φοιτητική χορηγία) πριν από την αφαίρεση οποιουδήποτε φόρου, εισφοράς ή άλλης αποκοπής.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(5), οποιοδήποτε πρόσωπο δεν εμπίπτει στις πιο πάνω κατηγορίες, καταβάλλει έναντι του προβλεπόμενου στους Κανονισμούς ποσού τελών και δικαιωμάτων, ποσό ανάλογο με το εισόδημά του, ή αν είναι μέλος της οικογένειας, ποσό ανάλογο με τα εισοδήματα της οικογένειας του όπως καθορίζεται στο σχετικό πίνακα. Νοείται ότι το ποσό αυτό είναι το ανώτατο ποσό με το οποίο μπορεί να επιβαρυνθεί ο ασθενής ή η οικογένεια του, ανάλογα με την περίπτωση, για μια ή περισσότερες θεραπείες μέσα στο ίδιο έτος.
Για σκοπούς συμπλήρωσης του πλαισίου που διέπει τα επίδικα θέματα, θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και την εφαρμογή του Κοινοτικού Κανονισμού ΕΟΚ 833/04, Ευρωπαϊκή Κάρτα Ασφάλισης Ασθενείας (εφεξής ''ΕΚΑΑ'') εκδίδεται στους κατόχους ταυτότητας νοσηλείας «Α» και «Β» δυνάμει των πιο πάνω προνοιών.
Αναφορικά με την παροχή δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε Τουρκοκύπριους που επισκέπτονται τα κυβερνητικά νοσοκομεία, εφαρμόζοντο από το Υπουργείο Υγείας οι εκάστοτε αποφάσεις που το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδιδε μέσα στα πλαίσια της πολιτικής (δέσμης μέτρων) για τους Τουρκοκύπριους που διαβιούν κατά κύριο λόγο στις κατεχόμενες περιοχές και οι οποίες αποσκοπούσαν «στο να απολαμβάνουν (οι Τουρκοκύπριοι) στον βαθμό του δυνατού, τα δικαιώματα και ωφελήματα που παρέχει η Κυπριακή Δημοκρατία στους πολίτες της».[1] Με την Απόφαση που τύγχανε εφαρμογής κατά τον ουσιώδη χρόνο, το Υπουργικό Συμβούλιο έκρινε ότι στα πλαίσια των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και για τους λόγους που αναφέρθηκαν στη σχετική Πρόταση του Υπουργείου Υγείας, θα εκδίδεται ΕΚΑΑ σε Τουρκοκύπριους που διαμένουν στα κατεχόμενα και είναι κάτοχοι ταυτότητας νοσηλείας, χωρίς να εξετάζονται τα εισοδήματα τους.
Τέλος, και προτού ασχοληθώ με την ουσία της προσφυγής, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αποσπάσματα της σχετικής Πρότασης προς το Υπουργικό Συμβούλιο που αφορούσε στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των Τουρκοκυπρίων:
"Με βάση τις κατά καιρούς Αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου οι Τουρκοκύπριοι που διαμένουν στα κατεχόμενα και αποτείνονται στις Κυβερνητικές Ιατρικές Υπηρεσίες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εξυπηρετούνται δωρεάν μόνο με την παρουσίαση ταυτότητας ή διαβατηρίου της Δημοκρατίας. Με τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία τους χορηγείται ταυτότητα νοσηλείας κατηγορίας «Α» (δωρεάν περίθαλψης), διάρκειας έξι μηνών.
.... Η διαφορετική αυτή μεταχείριση προέκυψε λόγω αδυναμίας ελέγχου των εισοδημάτων των Τουρκοκυπρίων που διαμένουν στα κατεχόμενα."
Στην κρινόμενη περίπτωση ο αιτητής, επικαλούμενος αντισυνταγματική δυσμενή διάκριση σε βάρος του για το λόγο ότι στους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας παρέχονται διαχρονικά υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης εντελώς δωρεάν, εξ' αφορμής και μόνο της εθνικής τους καταγωγής, επιδιώκει την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Προβαίνοντας σε εκτενή αναδρομή στο πραγματικό ιστορικό αλλά και στη διοικητική πρακτική σε ό,τι αφορά την προνομιούχα αντιμετώπιση των Τουρκοκυπρίων στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από δημόσια νοσηλευτήρια, ο αιτητής θεωρεί ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 6[2] και 28[3] του Συντάγματος. Η διάκριση αυτή, επιχειρηματολογεί ο αιτητής, συνίσταται στο ότι οι Τουρκοκύπριοι καθίστανται δικαιούχοι ταυτότητας νοσηλείας και ΕΚΑΑ, χωρίς να εξετάζονται τα εισοδήματα τους, ενώ ο ίδιος ως Ελληνοκύπριος, δεν έχει το ίδιο δικαίωμα, αφού υπεισέρχονται εισοδηματικά κριτήρια.
Ο αιτητής επικαλείται επίσης την υποχρέωση συνεισφοράς στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων ενός εκάστου, που επιβάλλεται δυνάμει των προνοιών του άρθρου 24[4] του Συντάγματος και την απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 911/2004, Mehmet Birinci κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 14/2/2006, προκειμένου να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του ότι, εφόσον οι Τουρκοκύπριοι δεν συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη με οποιονδήποτε τρόπο δεν θα έπρεπε να επωφελούνται της δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κατ' ανάλογο τρόπο που νομίμως κρίθηκε ότι αποκλείονται από την παροχή ειδικής χορηγίας για φοιτητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Από την άλλη, οι καθ'ων η αίτηση δέχονται ότι με βάση τις κατά καιρούς αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και ειδικά την Απόφαση 62148 ημερομηνίας 9/6/2005, ταυτότητα νοσηλείας εκδίδεται σε όλους τους Τουρκοκύπριους οι οποίοι κατοικούν στις κατεχόμενες περιοχές ανεξαρτήτως εισοδημάτων, καθώς επίσης ότι η ταυτότητα νοσηλείας εκδίδεται μόνο με την προσκόμιση ταυτότητας ή του διαβατηρίου που εκδίδει η Κυπριακή Δημοκρατία. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πιστοποιητικό που εκδόθηκε από τις κατοχικές αρχές, ο έλεγχος του τόπου διαμονής γίνεται με την ενυπόγραφη δήλωση του Τουρκοκυπρίου.
Ωστόσο, οι καθ'ων η αίτηση θεωρούν ότι εν προκειμένω δεν παραβιάζονται οι πρόνοιες του άρθρου 28 του Συντάγματος και ότι η διαφοροποίηση είναι εύλογη καθότι δεν υπάρχει ουσιαστική ομοιογένεια μεταξύ των πραγματικών καταστάσεων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Θεωρούν ότι το πολιτικό πρόβλημα που υφίσταται και το δεδομένο ότι δεν είναι δυνατή η χρήση ή ο έλεγχος πιστοποιητικού εισοδήματος που εκδόθηκε από τις κατοχικές αρχές, καθιστούν τη διαφορετική αντιμετώπιση των Τουρκοκυπρίων στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, εύλογη.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να πω ότι το κατά πόσο η διαφοροποίηση που γινόταν από το 1981 στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων συνιστά ή όχι άνιση μεταχείριση, γεγονός το οποίο φαίνεται, αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την ένσταση και τη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου των καθ'ων η αίτηση, να έχει σοβαρά προβληματίσει τους τελευταίους, δεν θα με απασχολήσει. Το ζητούμενο εδώ είναι εάν το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη συνταγματικότητα των όσων το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, μπορεί να οδηγηθεί στην αποδοχή της προσφυγής και να ακυρώσει την επίδικη πράξη.
Η βασική αρχή η οποία προκύπτει από τη νομολογία είναι πως, εφόσον δεν μπορεί να επιτύχει η προσφυγή, η άσκηση συνταγματικού ελέγχου δεν δικαιολογείται. Η εν λόγω αρχή τέθηκε στην υπόθεση Dias United Publishing Co. Ltd. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, στην οποία διακρίθηκε η υπόθεση Papaxenophontos and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1037, ως εξής (σελ. 556-558):
"Ανακύπτει όμως άλλο θεμελιακό ερώτημα που άπτεται, και αυτό, της δικαιοδοσίας μας. ΄Οπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο σελ. 98, παράγρ. 127 (βλ. και Ατομικά Δικαιώματα του ίδιου σελ. 1040) ο Δικαστής
"δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ' αυτού ...", ο δε "έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία".
Και αυτά κατά το σχολιασμό απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας σε σχέση με αίτηση ακυρώσεως το θέμα της οποίας δε διαφέρει από αυτό της παρούσας. Μεταφέρουμε τη σύνοψη της απόφασης από την ίδια σελίδα του πιο πάνω συγγράμματος:
"Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε να κρίνει μια αίτηση ακυρώσεως της αρνήσεως της διοικήσεως να μεταγράψει από αλλοδαπό σε ημεδαπό πανεπιστήμιο φοιτητή πατέρα παιδιού κάτω των δώδεκα ετών, με το επιχείρημα παραβάσεως της αρχής της ισότητας, γιατί ο νόμος προβλέπει μεν τη μεταγραφή των αντίστοιχων μητέρων, αλλά όχι των πατέρων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε σωστά, ότι "η παράβαση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, η οποία πράγματι υπάρχει, μπορεί να οδηγήσει στη μή εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως, όχι όμως και στην υπαγωγή σ' αυτήν και φοιτητών πατέρων, γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας".
.............................
Για να ήταν δυνατή η χορήγηση τέτοιας άδειας χρειαζόταν θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη. Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μή εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του. Δεν θα ήταν δυνατό δια της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. ΄Αρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.
.............................................................
..... Αναφέρεται στο θέμα και ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο (ανωτέρω), και νομίζουμε πως μπορούμε να καταλήξουμε με την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από τη σελ. 99:
"Ενατη θεμελιώδης πρόταση είναι ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γίνεται μόνο, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος. Αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής. Ο λόγος αυτού του περιορισμού είναι ότι τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές. Δεν ασχολούνται επομένως με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς. Κατά συνέπεια, αν η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως, δε θα μπορούσε να θεμελιώσει αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, το δικαστήριο δε χρειάζεται και επομένως δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διατάξεως."
Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε έκτοτε επανειλημμένα σε αριθμό υποθέσεων. (Βλ. Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78, Τοmris Orses κ.ά. ν. Υπουργείου Οικονομικών, δια μέσου της Υπηρεσίας Χορηγιών και Επιδομάτων (2010) 3 Α.Α.Δ. 567 και Gonul Ertalu κ.ά. ν. Υπουργείου Οικονομικών, δια μέσου της Υπηρεσίας Χορηγιών και Επιδομάτων (2011) 3 A.Α.Δ. 831).
Στην υπόθεση Μάρκος Ιωσηφίδης ν. Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, Υπόθεση Αρ. 352/2006, ημερομηνίας 30/4/2007, της οποίας τα πραγματικά περιστατικά πλησιάζουν περισσότερο με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, ο αιτητής, επαναπατρισθείς από την Αυστραλία, υπέβαλε αίτηση για επιχορήγηση των διδάκτρων των δύο παιδιών του που φοιτούσαν στη δεύτερη και τέταρτη τάξη ιδιωτικής σχολής στη Λεμεσό. Η αίτηση του ενεκρίθη και του χορηγήθηκε το ποσό των £900 - £450 για κάθε παιδί. Το εν λόγω ποσό ήταν και το μέγιστο ποσό στο οποίο ως Ελληνοκύπριος εδικαιούτο, σε αντίθεση με τους Τουρκοκύπριους μαθητές του ίδιου σχολείου, οι οποίοι επιδοτούντο με ολόκληρο το ποσό των διδάκτρων και πρόσθετα τους παραχωρούντο δωρεάν βιβλία. Ο αιτητής προσέφυγε στο Δικαστήριο εγείροντας θέμα άνισης μεταχείρισης. Το Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση Dias United Publishing Co. Ltd. (πιο πάνω), απέρριψε την προσφυγή εφαρμόζοντας την αρχή ότι, εφόσον δεν μπορεί να επιτύχει η προσφυγή δεν δικαιολογείται η άσκηση συνταγματικού ελέγχου.
Στην κρινόμενη περίπτωση, εφαρμόζοντας τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία mutatis mutandis, θεωρώ ότι ακόμη και αν οι σχετικές αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και /ή διοικητική πρακτική στην οποία αναφέρεται ο αιτητής που διέπει τη δωρεάν περίθαλψη των Τουρκοκυπρίων, κρινόταν αντισυνταγματική, ουδόλως θα ωφελείτο ο αιτητής, ούτε και κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια την αυτόματη ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτό θα γινόταν μόνο με νομοθετική τροποποίηση ή επέκταση των υφιστάμενων κριτηρίων για τη δωρεάν περίθαλψη των Τουρκοκυπρίων και στους Ελληνοκύπριους. Τέτοια αρμοδιότητα όμως εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Επομένως, η προσφυγή είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.
Στην κρινόμενη περίπτωση υπάρχει ακόμα μια παράμετρος, η οποία αν και φέρνει στο προσκήνιο θέματα έννομου συμφέροντος του αιτητή και συγκεκριμένα κατά πόσο το έννομο συμφέρον του τελευταίου εξακολουθεί να είναι ενεστώς, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου, δεν προτίθεμαι να την εξετάσω. Περιορίζομαι απλά να επισημάνω ότι πρόκειται για την πολύ πρόσφατη νομοθετική τροποποίηση που επήλθε μετά την επιφύλαξη της απόφασης στην παρούσα προσφυγή και συγκεκριμένα με τον Τροποποιητικό περί Ιατρικών Ιδρυμάτων και Υπηρεσιών (Ρύθμισης και Τέλη) Νόμο του 2013, Ν. 35(Ι)/2013. Σύμφωνα με την εν λόγω τροποποίηση, καμία παροχή (δωρεά ή μειωμένου κόστους υπηρεσία, που παρέχεται σύμφωνα με τους περί Κυβερνητικών Ιατρικών Ιδρυμάτων και Υπηρεσιών Γενικούς Κανονισμούς του 2000 έως 2013) δεν χορηγείται σε πρόσωπο εκτός εάν:
"α) έχει καταβάλει εισφορές σε ασφαλιστέες απολαβές ή/και έχουν λογιστεί υπέρ του εξομοιούμενες περίοδοι ασφάλισης, σύμφωνα με τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 2010 έως (Αρ. 4) του 2012, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, τουλάχιστον για τρία (3) συνολικά έτη, και
β) κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, έχει υποβάλει, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως (Αρ. 3) του 2012, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, φορολογική δήλωση την οποία είχε υποχρέωση να υποβάλει δυνάμει του άρθρου 5 του εν λόγω νόμου."
Από τις εν λόγω προϋποθέσεις δεν εξαιρέθηκαν οι Τουρκοκύπριοι, με αποτέλεσμα αυτοί να μην έχουν το δικαίωμα της δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης εάν δεν μπορούν να αποδείξουν τα εισοδήματα τους.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει και για τους οποίους έχω καταλήξει ότι ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €300 υπέρ των καθ'ων η αίτηση.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
[1] (α) Απόφαση Αρ. 20.902 ημερομηνίας 15/10/1981
(β) Απόφαση Αρ. 57.594 ημερομηνίας 30/4/2003
(γ) Απόφαση Αρ. 57.937 ημερομηνίας 28/5/2003
(δ) Απόφαση Αρ. 62.148 ημερομηνίας 9/6/2005
(ε) Απόφαση Αρ. 63.719 ημερομηνίας 3/5/2006
[2] Τηρουμένων των ρητών διατάξεων του Συντάγματος ουδείς νόμος ή ουδεμία απόφασις της Βουλής ή οιασδήποτε των Κοινοτικών Συνελεύσεων ως και ουδεμία πράξις ή απόφασις οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου εν τη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή διοικητικόν λειτούργημα θέλει υποβάλλει εις δυσμενή διάκρισιν οιανδήποτε εκ των δύο κοινοτήτων ή οιονδήποτε πρόσωπον ως τοιούτον ή υπό την ιδιότητα αυτού ως μέλους κοινότητος.
[3] (1) Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.
(2) Έκαστος απολαύει πάντων των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προβλεπομένων υπό του Συντάγματος άνευ ουδεμιάς δυσμενούς διακρίσεως αμέσου ή εμμέσου εις βάρος οιουδήποτε ατόμου ένεκα της κοινότητος, της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, της γλώσσης, του φύλου, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, της γεννήσεως, του πλούτου, της κοινωνικής τάξεως αυτού ή ένεκα οιουδήποτε άλλου λόγου, εκτός εάν διά ρητής διατάξεως του Συντάγματος ορίζηται το αντίθετον.
[4] (1) Έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρη εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων αυτού.