ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ  ΑΡ. 941/2010 &

944/2010)

 

2 Δεκεμβρίου, 2013

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 941/2010

ΤΑΚΗΣ ΗΛΙΑΔΗΣ,

Αιτητής,

-      ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

                                                                      Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 944/2010

 

1.            ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ,

2.            ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΟΥΤΟΥΝΟΥ,

3.            ΠΕΡΙΚΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

4.            ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΜΟΔΙΤΗ,

5.            ΑΝΔΡΕΑ ΠΡΟΚΟΠΙΔΗ,

6.            ΔΩΡΑΣ ΦΑΛΕΚΑΚΗ,

Αιτητών,

-      ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.          ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

2.          ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

                                                                      Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Γιώργος Σεραφείμ, για τον Αιτητή στην 941/10.

Αγνή Ευσταθίου (κα), για τους Αιτητές στην 944/10.

Ευγενία Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:   Οι παρούσες προσφυγές στρέφονται εναντίον της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας που κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 7.5.2010, ότι ενόψει της αφυπηρέτησης τους στις 1.4.2010 δεν έχουν δικαίωμα επιστροφής στις τάξεις της Αστυνομίας, παρά τις πρόνοιες του περί  Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2010, Ν.37(Ι)/2010, σύμφωνα με τις οποίες αυξήθηκε το όριο υποχρεωτικής αφυπηρέτησης όλων των μελών της Αστυνομίας μέχρι και το βαθμό του Λοχία κλιμακωτά μέχρι το 58ο, 59ο και 60ο έτος της ηλικίας τους, αναλόγως της ημερομηνίας γέννησης τους.

 

Η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης πριν από τη θέσπιση του πιο πάνω Νόμου ήταν, με βάση το άρθρο 12(2) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, η ηλικία των πενήντα πέντε ετών.  Σύμφωνα δε με το άρθρο 12(6) του ιδίου Νόμου, κάθε υπάλληλος αφυπηρετεί την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνεται η ηλικία της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του. Με βάση τις εν λόγω πρόνοιες, οι αιτητές, οι οποίοι συμπλήρωναν το όριο της ηλικίας αφυπηρέτησης τους εντός του Μαρτίου του 2010, αφυπηρέτησαν την 1.4.2010.

 

Ο περί Συντάξεων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2010 (Ν.37(Ι)/2010) (στο εξής «ο Νόμος»), δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.4.2010.  Την ίδια μέρα δημοσιεύθηκε και ο περί Αστυνομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2010 (Ν.36(1)/2010), ο οποίος προνοεί, μεταξύ άλλων, για την αύξηση του ορίου υποχρεωτικής αφυπηρέτησης ειδικών αστυνομικών.  Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις επίμαχες πρόνοιες των δύο αυτών Νόμων αυτούσιες, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει:

         

(Άρθρο 2 του Νόμου)

«2(α)  Η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει βαθμό υπαστυνόμου ή ανώτερο αυτού και ο οποίος συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 11η Μαρτίου 2010 είναι η ηλικία των εξήντα ενός ετών.

 

(β)  Η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει βαθμό όχι ανώτερο του λοχία και ο οποίος συμπληρώνει το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 11η Μαρτίου 2013 είναι η ηλικία των εξήντα ετών:

 

Νοείται ότι η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει βαθμό όχι ανώτερο του λοχία και ο οποίος συμπληρώνει το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του μεταξύ της 11ης Μαρτίου 2010 και της 10ης Σεπτεμβρίου 2011 και των δύο ημερομηνιών περιλαμβανομένων, είναι η ηλικία των πενήντα οκτώ ετών.

 

Νοείται περαιτέρω ότι η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει βαθμό όχι ανώτερο του λοχία και ο οποίος συμπληρώνει το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του μεταξύ της 11ης Σεπτεμβρίου 2011 και της 10ης Μαρτίου 2013, και των δύο ημερομηνιών περιλαμβανομένων, είναι η ηλικία των πενήντα εννέα ετών.»

 

 

Το άρθρο 2 του Ν.36(1)/2010 τροποποίησε τους περί Αστυνομίας Νόμους του 2004 έως 2008 (δηλαδή τον βασικό νόμο) με την ακόλουθη προσθήκη:

 

«44Α(1)  Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων κανονισμών, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης ειδικού αστυνομικού που συμπληρώνει το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 11η Μαρτίου 2010 είναι η ηλικία των εξήντα ετών.»

 

Στις 30.4.10  ο Αρχηγός Αστυνομίας ζήτησε γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα κατά πόσο σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία θα πρέπει να επιστρέψουν στην Υπηρεσία τα μέλη τα οποία είχαν αφυπηρετήσει την 1.4.2010. Η γνωμάτευση που δόθηκε από τη Νομική Υπηρεσία ως προς το επίμαχο ερώτημα, είχε ως εξής:

 

«1.  Σχετικά με το πρώτο ερώτημα, δηλ. κατά πόσο τα μέλη που συμπληρώνουν το 55ο ή το 60ο έτος της ηλικίας τους, μεταξύ 1.3.2010 και 10.3.2010, θα πρέπει να επιστρέψουν πίσω στην Υπηρεσία, η απάντηση είναι αρνητική.  Και τούτο γιατί, ο νέος περί Αστυνομίας Νόμος κάνει ειδική αναφορά σε μέλος της Αστυνομίας που συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 11 Μαρτίου 2010.  Κατά συνέπεια, όσα μέλη της Αστυνομίας συμπλήρωσαν το 55ο έτος ή το 60ο έτος της ηλικίας τους μεταξύ 1.3.2010 και 10.3.2010, θεωρείται ότι έχουν ήδη αφυπηρετήσει με βάση τις πρόνοιες της προγενέστερης νομοθεσίας.

 

2.   Αναφορικά με το ερώτημα της παραγράφου 3 της επιστολής σας, τα μέλη τα οποία είχαν ήδη αφυπηρετήσει την 1.4.2010, τα οποία αντιλαμβάνομαι αφηπηρέτησαν πριν την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας, δεν μπορούν να επιστρέψουν στην Υπηρεσία, γιατί δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες της νέας νομοθεσίας, αφού με την αφυπηρέτησή τους, δεν θεωρούνται μέλη της Αστυνομίας.

 

      Εξυπακούεται ότι, όσα μέλη αφυπηρέτησαν μετά την 1.4.2010 κατ΄ εφαρμογή της νέας νομοθεσίας, εάν υπάρχουν, δικαιούνται να επιστρέψουν στην Υπηρεσία.»

Ακολούθως με επιστολή ημερ. 7.5.2010 που απευθυνόταν προς τους αιτητές ο Αρχηγός τους κοινοποίησε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Οι δικηγόροι των αιτητών στις δυο προσφυγές επιδιώκουν την ακύρωση της εν λόγω απόφασης, προσεγγίζοντας το θέμα υπό διαφορετικό πρίσμα.  Συγκεκριμένα ο συνήγορος του αιτητη στην Υπόθεση 941/2010 ισχυρίζεται ότι υπήρξε αντισυνταγματική ερμηνεία του Νόμου ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας. Προκρίνει την τελολογική ερμηνεία και εισηγείται ότι εδώ πρόθεση του νομοθέτη που συνέτασσε το τροποποιητικό νομοσχέδιο ήταν να καλύψει μέλη της Αστυνομίας, όπως οι αιτητές, που συμπλήρωναν την συντάξιμη ηλικία των 55ετών μεταξύ 11.3.2010 και 31.3.2010 και υποχρεωτικά θα αφυπηρετούσαν την 1.4.2010. Το πρόβλημα προέκυψε λόγω του τυχαίου γεγονότος της αναπομπής του αρχικά ψηφισθέντος Νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και της καθυστερημένης επαναψήφισης του από τη Βουλή στα τέλη του Απρίλη του 2010.

 

Η συνήγορος των αιτητών στην υπόθεση 944/2010 θέτει επίσης θέμα πεπλανημένης ερμηνείας του Νόμου. Υποστηρίζει ότι η γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα σύμφωνα με την οποία οι αφυπηρετήσαντες την 1.4.2010 δεν είναι μέλη της Αστυνομίας και συνεπώς δεν καλύπτονται από τον τροποποιητικό Νόμο για την παράταση του ορίου αφυπηρέτησης, δηλαδή η αιτιολογία της επίδικης απόφασης, προσκρούει τόσο στο γράμμα του Νόμου όσο στην ίδια την πρόθεση του Νόμου. Επίσης θέτει θέμα μη δέουσας έρευνας από τους καθ' ών η αίτηση οι οποίοι δεν άσκησαν την αποφασιστική τους αρμοδιότητα αλλά περιορίστηκαν δεσμευτικά από τη νομική γνωμάτευση. Οι δύο υποθέσεις συνεκδικάστηκαν αφού έχουν κοινό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο.

 

Προέχει όμως η συνοπτική εξέταση της προδικαστικής ένστασης που εγείρουν οι καθ΄ ων η αίτηση, ότι η επίδικη δεν είναι εκτελεστή πράξη αλλά πληροφοριακού περιεχομένου. Πράξεις ή αποφάσεις πληροφοριακού χαρακτήρα ή που εκφράζουν την πρόθεση και όχι τη βούληση της διοίκησης, χωρίς να παράγουν έννομα αποτελέσματα, στερούνται του στοιχείου της εκτελεστότητας.  (βλ., μεταξύ άλλων, Υπ. Οικονομικών κ.ά. ν. Παπαξενοπούλου (1993) 3 Α.Α.Δ. 478, Krashias Dev. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198 και Κυβερνήτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 539).

 

Η προκειμένη περίπτωση όμως δεν αφορά απόφαση που απλά ανακοινώνει την άποψη της Διοικήσεως για μια κατάσταση πραγμάτων ή απλά ανακοινώνει την πρόθεση της σε σχέση με τις πρόνοιες του Νόμου. Ο ίδιος ο αρχηγός Αστυνομίας έθεσε θέμα ερμηνείας και αναδρομικότητας του Νόμου που εδράζεται στην αντίφαση μεταξύ της γραμματικής ερμηνείας της συγκεκριμένης πρόνοιας και της ίδιας της ημερομηνίας εφαρμογής του. Συνεπώς, τέθηκε από τους ίδιους τους καθ' ων η αίτηση θέμα ερμηνείας, ενώ λήφθηκε μονομερώς η απόφαση σύμφωνα με την οποία οι αιτητές που είχαν ήδη αφυπηρετήσει δεν καλύπτονται από την αύξηση της ηλικίας αφυπηρέτησης ώστε να επανέλθουν στις τάξεις της Αστυνομίας. Η προσβαλλόμενη πράξη υπό αυτή την σκοπιά παρήγαγε έννομες συνέπειες για τους αιτητές και θεωρείται εκτελεστή.

 

Προχωρώ με την εξέταση της ουσίας των εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Το ερώτημα είναι αν μπορούσαν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του Νόμου αναδρομικά προς όφελος των αιτητών, παρόλο που ο ίδιος ο Νόμος δημοσιευμένος στις 30.4.2010 δεν είχε γενική αναδρομική ισχύ.

 

Το βασικό αγαθό που προστατεύεται από την αρχή απαγόρευσης της αναδρομικότητας είναι η εμπιστοσύνη του πολίτη στην προοπτική μη ανατροπής ήδη κεκτημένων δικαιωμάτων ή ήδη δημιουργημένων έννομων σχέσεων ή καταστάσεων. (Α. Δημητρόπουλος, «Γενική Συνταγματική Θεωρία», Τόμος Α, σελ. 113).  Η αρχή ωστόσο δεν είναι άκαμπτη ούτε απόλυτη, ειδικότερα όταν από την εφαρμογή τυχόν αναδρομικής διάταξης δεν θίγονται άλλες συνταγματικές πρόνοιες.

 

Το άρθρο 82 του Συντάγματος που διέπει την έναρξη ισχύος των νόμων, δεν θέτει περιορισμό σχετικά με τη δυνατότητα να δοθεί αναδρομικότητα σε ένα νόμο. Σκοπός του είναι η ρύθμιση της τυπικής έναρξης του  (βλ. «Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας» Α. Ν. Λοϊζου, σελ. 259).

 

Σύμφωνα με τη νομολογία και τη συνδυασμένη ανάγνωση των Άρθρων 61 και 82 του Συντάγματος, ένας Νόμος που θεσπίζεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, δεν είναι αντισυνταγματικός απλά και μόνο επειδή περιέχει πρόνοιες που επενεργούν αναδρομικά, εκτός και αν επηρεάζονται συνταγματικά καθιερωμένα δικαιώματα.  Νόμος μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, εκτός εάν τέτοια αναδρομικότητα είναι αντίθετη ή ασύμφωνη με ειδική συνταγματική πρόνοια (βλ. Papanicopoulos and Others v. Morphou Co-Operative Credit Society (1986) 1 C.L.R 288, Απέητος κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ 64 (Πλήρης Ολομέλεια), Παπαϊώαννου ν. Παπαϊωάννου (2000)1 Α Α.Α.Δ 656, Υπόθ. Αρ. 1197/2008, Άκης Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας ημερ. 30.6.2010.)  Παλαιότερες δε υποθέσεις όπως οι Varnavides v. Ioannou (1982) 1 C.L.R. 263, Liatsou v. Ponirou (1985) 1 C.L.R. 165 και Ttofis Kyriacou & Son Ltd v. Rologis Ltd (1985) 1 CR 211, στις οποίες επετράπη αναδρομική ισχύς, δεν αφορούσαν νόμους που επηρέαζαν δικαιώματα αναγνωριζόμενα από το Σύνταγμα ούτε ήγειραν τέτοιο θέμα.

 

Σε κάθε περίπτωση Νόμος δεν ονομάζεται αναδρομικός καθαυτό γιατί μέρος των προϋποθέσεων για την ενέργεια του προέρχεται χρονικά πριν την θέσπιση του (βλ. Craies on Statute Law (1971), 7η Έκδοση, σελ. 387 και Δημοκρατία ν. Χατζηιωάννου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ 401,429).

 

Χαρακτηριστικά είναι τα όσα λέχθηκαν από τον Πική Δ. (όπως ήταν τότε) στην Ελληνική Τράπεζα ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Γ Α.Α.Δ 2470:

«Εφόσο διαπιστώνεται θετικά η νομοθετική βούληση για την απόδοση αναδρομικής ισχύος σε νόμο, το δίκαιο αναπλάθεται από το χρονικό σημείο που ορίζει ο νομοθέτης. Ένα από τα επακόλουθα του επαναπροσδιορισμού τον δικαίου είναι η υποχρέωση κάθε διοικητικής αρχής και οργάνου να εφαρμόσει το δίκαιο όπως έχει αναμορφωθεί [βλ. Βανέζης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 320/87, κ.α., αποφασίστηκε στις 30/10/89 και δημοσιεύτηκε στους τόμους (1989) 3 Α.Α.Δ.2252].

 

...............................................................................................

 

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν απαγορεύει, ούτε αποκλείει, την εκ των υστέρων αναμόρφωση του δικαίου, με επακόλουθο τον επαναπροσδιορισμό αποκρυσταλλωθέντων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η πρόσδοση αναδρομικής ισχύος σε νόμο είναι μεν παραδεκτή, αλλά, κατά κανόνα, όχι επιθυμητή. Η νομολογία έχει διαμορφώσει αριθμό κανόνων που σκοπούν στον περιορισμό της πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος σε νόμο, μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται αναντίλεκτα ότι αυτή είναι η βούληση του νομοθέτη».

 

 

 Επίσης σχετική είναι η ακόλουθη αναφορά από την Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ 2452, 2475:

«...... νόμος θεωρείται ότι είναι αναδρομικός, ο οποίος αφαιρεί ή μειώνει οποιοδήποτε κεκτημένο δικαίωμα που αποκτήθηκε με βάση τους υπάρχοντες νόμους, ή δημιουργεί νέα υποχρέωση, ή επιβάλλει καθήκον, ή συνάπτει νέα ανικανότητα αναφορικά με συναλλαγές ή λόγους του παρελθόντος.  Αλλά νόμος δεν ονομάζεται αναδρομικός νόμος καθαυτό γιατί μέρος των προϋποθέσεων για την ενέργεια του προέρχεται χρονικά πριν τη θέσπιση του - (Craies on Statute Law (1971), 7η έκδοση, σελ. 387).

 

Νόμος δεν είναι αναδρομικός, επειδή η εφαρμογή του βασίζεται ή εξαρτάται από γεγονότα του παρελθόντος.  Είναι αναδρομικός, εάν επηρεάζει δυσμενώς αποκρυσταλλωμένα κεκτημένα δικαιώματα που δημιουργήθηκαν πριν τη θέσπιση του (Tingiridou v. Republic (1987) 2 C.L.R. 1181, 1187 Μαρούλλα Χρ. Γιαννούλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 241)».    

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκτενέστερα θα διαφανεί στη συνέχεια η ρητή βούληση του νομοθέτη ήταν να δώσει αναδρομική ισχύ στις επίδικες διατάξεις. Επίσης δεν έχει καταδειχθεί ότι η αναδρομικότητα θα επηρεάσει δυσμενώς αποκρυσταλλωμένα δικαιώματα τρίτων.

 

Θα προχωρήσω στη συνέχεια στο ζήτημα της ερμηνείας, όπως συζητήθηκε από τις δυο πλευρές. Οι καθ'ών η αίτηση θεώρούν ότι οι αιτητές με την αφυπηρετήση τους την 1.4.2010 έπαυσαν να είναι μέλη της Αστυνομίας και δεν μπορούσαν να επωφεληθούν του πεδίου εφαρμογής των τροποποιητικών διατάξεων που τους αφορούσαν.  Σημειώνεται εδώ ότι «μέλος της Αστυνομίας» κατά το άρθρο 2 του περί Αστυνομίας Νόμου «σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο που διορίζεται με βάση τον παρόντα Νόμο».  Οι αιτητές ήταν από αυτή την άποψη μέλη της Αστυνομίας και ενέπιπταν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, εφόσον συμπλήρωσαν το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους μετά την 11.3.2010, στις πρόνοιες των τροποιητικών Νόμων.

 

Είναι αρχή του ερμηνευτικού δικαίου ότι οι Κανονισμοί, όπως και ο Νόμος, για σκοπούς ερμηνείας διαβάζονται στην ολότητα τους (βλ. Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ 429) Σκοπός της ερμηνείας των νόμων είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη μέσα από το κείμενο του Νόμου.  Η ερμηνεία πρέπει να είναι τέτοια που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα αλλά στη λειτουργικότητα των Νόμων (βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» (Τέταρτη Αναθεωρημένη Έκδοση) σελ.132 επ.)  Αποτελεί βασική ερμηνευτική αρχή ότι όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του νομοθέτη (βλ. Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η Έκδοση, σελ. 2, και Southfields Industries Ltd ν. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η κατά γράμμα ερμηνευτική προσέγγιση της τροποποιητικής πρόνοιας συνάδει με την τελεολογική της ερμηνεία. Συνεπώς η πρόθεση του νομοθέτη κατά τον χρόνο θέσπισης του τροποιητικού Νόμου είναι ξεκάθαρη ώστε να θεσπίσει μεταβατικές διατάξεις για εφαρμογή σταδιακού ορίου αφυπηρέτησης στους ήδη υπηρετούντες αστυνομικούς στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι  αιτητές. Αυτό προκύπτει και από τα πρακτικά της Βουλής στη συνεδρία ημερ. 18.3.10 (που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο Β, σελ.16) - όταν οι αιτητές ήταν ήδη υπηρετούντες, αφού αφυπηρέτησαν την 1.4.2010 - όπου αναγράφεται:

 

«2.  Να διασαφηνιστεί ότι θα εφαρμοστεί κλιμακωτό όριο ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης για όλους τους ήδη υπηρετούντες αστυνομικούς.  Συγκεκριμένα, να καθοριστεί ως όριο υποχρεωτικής αφυπηρέτησης τους σταδιακά το εξηκοστό πρώτο έτος, το εξηκοστό δεύτερο και το εξηκοστό τρίτο έτος της ηλικίας τους, ανάλογα με το πότε αυτοί συμπληρώνουν το ισχύον σήμερα όριο υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, δηλαδή το εξηκοστό έτος, προκειμένου για αστυνομικό που έχει βαθμό ανώτερο του λοχίας, ή το πεντηκοστό πέμπτο έτος, προκειμένου για αστυνομικό που έχει το βαθμό του λοχία ή κατώτερο αυτού.»[1]

 

Συνεπώς η ερμηνευτική οδός των επίμαχων διατάξεων στο ευρύτερο πλαίσιο του Νόμου, όπως προτάθηκε από τους δικηγόρους των αιτητών πράγματι δικαιώνει τις θέσεις τους. Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να αποκαταστήσει παραλείψεις, κενά ή σφάλματα στο Νόμο. Μπορεί όμως να ερμηνεύει τις καθαρές προθέσεις του νομοθέτη κατά τρόπο ώστε να δίδεται μια λογική στο αποτέλεσμα, αλλά δεν πρέπει να επεμβαίνει κατά τέτοιο τρόπο στον ίδιο το Νόμο που θα έτεινε να καλύψει και όσα ενδεχόμενα ο νομοθέτης θα έπρεπε ρητά να είχε προνοήσει ή εξαιρέσει αλλά δεν το έκανε. (βλ. σχετικά Υπόθεση Αρ. 1149/09, Παντελής Πολυβίου ν. Δημορκατίας, απόφαση επί αιτήσεως για προσωρινό διάταγμα ημερ. 24.8.09).  Στην προκειμένη περίπτωση ο Νομοθέτης καθόρισε το πλαίσιο εφαρμογής των επίμαχων διατάξεων και τα επηρεαζόμενα από αυτές πρόσωπα, με αναφορά σε συγκεκριμένες ημερομηνίες συμπλήρωσης του 55ου ή 60ου έτους της ηλικίας, ανάλογα με την περίπτωση.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Υπέρ των αιτητών επιδικάζονται έξοδα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                             Π. Παναγή, Δ.

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 



[1]    Για τη δυνατότητα να προστρέξει το Δικαστήριο στα πρακτικά συνεδριάσεων της Βουλής, βλ. Pepper v. Hart [1993] 1 All E.R. 42.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο