ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Βασιλείου Χριστάκης ν. Δήμου Παραλιμνίου (1999) 3 ΑΑΔ 695
Αλευρά Ρέα και Άλλoι ν. Kωνσταντίνου Ι. Ηρακλέους και Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 85
Βασιλειάδης Αντώνης και Άλλες ν. Mάρως Κληρίδου - Τσιάππακαι Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 403
Θεοφυλάκτου Δημήτρης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 322
Θεμιστοκλέους Mάρθα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 495
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 868/2010 &
936/2010)
16 Δεκεμβρίου, 2013
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
(Υπόθεση Αρ. 868/2010)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------------------------
(Υπόθεση Αρ. 936/2010)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΣΤΙΒΑΡΟΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
---------------------------
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην 868/2010.
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης με Κάλια Στιβαρού (κα), για τον Αιτητή στην 936/2010.
Έλλη Φλουρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Ντίνος Πασπαλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Θ. Κωνσταντινίδου-Μάρκου.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Με τις πιο πάνω συνεκδικασθείσες προσφυγές, οι Δημήτρης Θεοφυλάκτου (αιτητής στην υπόθεση αρ. 868/2010) και Περικλής Στιβαρός (αιτητής στην υπόθεση αρ. 936/2010), αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η «ΕΔΥ»), που δημοσιεύθηκε στις 30.4.2010, με την οποία οι 1. Ανδρέας Ιγνατίου, 2. Λούης Τηλεμάχου, 3. Ευαγόρας Βρυωνίδης, 4. Κυριάκος Κούρος, 5. Δημητρης Χατζηαργυρού, και 6.Θεοδώρα Κωνσταντινίδου-Μάρκου, (τα «Ενδιαφερόμενα Μέρη»), προήχθησαν κατόπιν επανεξέτασης, στη μόνιμη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β', Εξωτερικές Υπηρεσίες, αναδρομικά από 1.7.2005. Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής.
Τα γεγονότα
Οι αιτητές ήταν συνυποψήφιοι για διορισμό στη θέση Ακόλουθου (Εξωτερικές Υπηρεσίες) του Υπουργείου Εξωτερικών. Τον Απρίλιο του 1996 η ΕΔΥ επέλεξε για διορισμό δεκατρία άτομα, μεταξύ των οποίων και ο Περικλής Στιβαρός. Ο αιτητής Θεοφυλάκτου που δεν συμπεριλαμβανόταν στους διορισθέντες προσέβαλε επιτυχώς την πιο πάνω απόφαση με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά την επανεξέταση όμως που έγινε τον Οκτώβριο του 1998 η ΕΔΥ απέκλεισε εκ νέου τον Δ. Θεοφυλάκτου, ο οποίος με νέα προσφυγή πέτυχε την ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ. Ακολούθησε νέα επανεξέταση και η ΕΔΥ στις 19.3.2002 αποφάσισε το διορισμό του Δ. Θεοφυλάκτου και άλλων 11 προσώπων στην προαναφερόμενη θέση Ακόλουθου αναδρομικά από 4.6.1996, που ήταν η αρχική ημερομηνία για διορισμό. Θέση την οποία ο Δ. Θεοφυλάκτου αποδέχτηκε. Όμως για τα άλλα 11 άτομα η απόφαση της ΕΔΥ συμπεριλάμβανε και την προαγωγή τους στη θέση του Γραμματέα Β΄ ή Υποπρόξενου (θέση προαγωγής) από 15.9.2000. Επειδή η ΕΔΥ απέρριψε σχετικό αίτημά του για προαγωγή όπως και των άλλων 11 προσώπων, ο Δ. Θεοφυλάκτου, άσκησε προσφυγή εναντίον της εν λόγω απόρριψης η οποία απορρίφθηκε. Στη συνέχεια, εναντίον της απορριπτικής απόφασης, άσκησε την Αναθεωρητική Έφεση 3764 στην οποία η Ολομέλεια στις 16.6.2006 εξέδωσε ακυρωτική απόφαση.
Με την εν λόγω απόφαση ο Δ. Θεοφυλάκτου πέτυχε να ληφθεί υπόψη η πλασματική του υπηρεσία για σκοπούς προαγωγής τυγχάνοντας έτσι ισότιμης μεταχείρισης με τους υπόλοιπους συναδέλφους του, με τους οποίους διορίστηκε αναδρομικά στη θέση Ακόλουθου. Προς συμμόρφωση με την εν λόγω απόφαση η ΕΔΥ στις 18.12.2006 προσήγαγε τον Θεοφυλάκτου αναδρομικά από 15.9.2000 στη θέση Γραμματέα Β΄και στις 12.6.2004 στη συνδυασμένη θέση Γραμματέα Α΄ ή Πρόξενου αναδρομικά από την 1.10.2002. Τον Απρίλη 2008 η ΕΔΥ προσήγαγε τον Θεοφυλάκτου στη μόνιμη θέση Σύμβουλου ή Γενικού Πρόξενου Β΄ από 1.5.2008.
Η επίδικη απόφαση προέκυψε ύστερα από επανεξέταση η οποία κατέστη αναγκαία μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε επιτυχή προσφυγή την οποία καταχώρισε το Ενδιαφερόμενο Μέρος Θεοδώρα Κωνσταντινίδου, εναντίον προηγούμενης απόφασης της ΕΔΥ, ημερομηνίας 24.5.2005, με την οποία προήχθησαν ο αιτητής Περικλής Στιβαρός και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2, 3, 4 και 5. Πρόκειται για την προσφυγή 1133/2005 ημερομηνίας 17.12.2009, Θεοδώρα Κωνσταντινίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, που συνεκδικάστηκε με την προσφυγή 1017/2005. Ο Δ. Θεοφυλάκτου δεν ήταν υποψήφιος κατά τη διαδικασία επανεξέτασης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη απόφασή του (στην υπόθεση 1133/2005) έκρινε ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή και η ληφθείσα απόφαση της ΕΔΥ η οποία την ασπάσθηκε έπασχαν, καθότι ήταν το αποτέλεσμα εσφαλμένης εντύπωσης και των δύο οργάνων ότι η εκεί αιτήτρια, Θεοδώρα Κωνσταντινίδου, δεν κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα και, ως εκ τούτου υστερούσε σε προσόντα έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών. Όπως τονίστηκε, στην περίπτωση της Θ. Κωνσταντινίδου είχε εμφιλοχωρήσει πλάνη περί τα πράγματα και περί το Νόμο και είχε παρατηρηθεί έλλειψη δέουσας έρευνας στο θέμα της κατοχής ακαδημαϊκών προσόντων. Στην προκείμενη περίπτωση η Θ. Κωνσταντινίδου κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα (Μ.Α. in International Politics του Πανεπιστημίου Universite Libre de Bruxelles), το οποίο όμως δεν προβλεπόταν από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, ούτε ως απαιτούμενο προσόν, ούτε ως πλεονέκτημα. Επρόκειτο δηλαδή για πρόσθετο προσόν μη προβλεπόμενο. Καθώς υπέδειξε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του, τέτοια προσόντα, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι νόμιμο να εκτιμηθούν και μέχρι την ημερομηνία λήψης της απόφασης.
Ενόψει της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης και αφού γνωστοποιήθηκε στα Ενδιαφερόμενα Μέρη ότι επανέρχονται στη θέση που κατείχαν παλαιότερα, δηλαδή στη θέση Γραμματέα Α΄ ή Προξένου από 1.10.2002, καθώς και ότι η μετέπειτα προαγωγή τους στη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α΄από 1.7.2007 συμπαρασύρεται, η Επιτροπή, στη συνεδρία της ημερομηνίας 24.2.2010, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης των έξι μόνιμων θέσεων Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β΄που κενώθηκαν. Αφού έκρινε ότι προάξιμοι ήταν οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 2, 3 και 5-12 του καταλόγου αρχαιότητας, περιλαμβανομένων του αιτητή στην προσφυγή 936/2010 και των Ενδιαφερομένων Μερών, όχι όμως και του αιτητή στην προσφυγή 868/2010, έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή 1133/2005, κάλεσε τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, (ο «Διευθυντής»), να υποβάλει νέα αιτιολογημένη σύσταση, πάντοτε με βάση τα στοιχεία που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο Διευθυντής σύστησε τα έξι Ενδιαφερόμενα Μέρη και αποχώρησε από τη συνεδρία. Η Επιτροπή ασχολήθηκε στη συνέχεια με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης καθώς και από τους προσωπικούς φακέλους και φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, όπως αυτά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, και έλαβε επίσης υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή, καθώς και τα τρία καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - έκρινε ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερείχαν των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1.7.2005.
Η πιο πάνω προαγωγή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30.4.2010, με αποτέλεσμα την καταχώριση των παρούσων προσφυγών την 1.7.2010 και στις 13.7.2010 αντίστοιχα.
Νομικοί Ισχυρισμοί στην προσφυγή 868/2010 (Δημήτρη Θεοφυλάκτου)
Με τη γραπτή του αγόρευση (αρχική και απαντητική) ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην προσφυγή 868/2010 προωθεί τους εξής ουσιαστικά λόγους ακύρωσης:
(α) Υπό πλάνη θεωρήθηκε ως μη προσοντούχος υποψήφιος ο αιτητής Δημήτρης Θεοφυλάκτου, και
(β) Η απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη και πεπλανημένη - Παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Είναι δε η θέση του ότι η ΕΔΥ όφειλε εν προκειμένω να τον θεωρήσει προάξιμο υποψήφιο.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης όπως και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενδιαφερόμενου Μέρους Θεοδώρας Κωνσταντινίδου, ο οποίος έχει υιοθετήσει τη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση.
Έρεισμα για τον υπό (α) πιο πάνω λόγο ακύρωσης, αποτέλεσε η κρίση της ΕΔΥ ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της ακυρωτικής απόφασης (στην προσφυγή 1133/2005), δηλαδή στις 24.5.2005, ο αιτητής Δημήτρης Θεοφυλάκτου δεν είχε συμπληρώσει διετή τουλάχιστο ευδόκιμη υπηρεσία στη θέση Γραμματέα Α΄ ή Προξένου, η οποία είναι η αμέσως προηγούμενη της επίδικης, όπως απαιτεί η παράγραφος 6(α) του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Ως εκ τούτου δεν θεωρήθηκε προάξιμος υποψήφιος για την επίδικη θέση.
Ισχυρίζεται ειδικότερα ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή πως από τη στιγμή που ο αιτητής με απόφαση της ΕΔΥ ημερομηνίας 18.12.2006 προάχθηκε αναδρομικά από 15.9.2000 στη θέση Γραμματέα Β΄ ή Υποπρόξενου και εν συνεχεία και πάλι με απόφαση της Ε.Δ.Υ ημερομηνίας 12.6.2004 προάχθηκε αναδρομικά από 1.10.2002 στη θέση Γραμματέα Α΄ ή Προξένου θα έπρεπε να θεωρηθεί μεταξύ των προάξιμων υποψηφίων για την επίδικη θέση.
Δεν συμφωνώ με τη θέση του αιτητή. Η προσβαλλόμενη με τις παρούσες προσφυγές απόφαση λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης της οποίας ο ουσιώδης χρόνος ανατρέχει στο έτος 2005 και ειδικότερα στις 24.5.2005. Κατά το χρόνο εκείνο ο αιτητής, δεν κατείχε ακόμη τη θέση Γραμματέα Α΄ή Προξένου και, ως εκ τούτου, δεν είχε τα προσόντα για προαγωγή στην επίδικη θέση. Συνεπώς ορθά δεν θεωρήθηκε κατά την εξεταζόμενη διαδικασία ως προάξιμος υποψήφιος.
Σε σχέση με την υπό στοιχείο (β) πιο πάνω θέση του αιτητή, θεωρώ ότι τα όσα έχω ήδη αναφέρει σε σχέση με τον υπό (α) ισχυρισμό του, απαντούν και σε αυτή. Προς αποφυγή επαναλήψεων, αν ο αιτητής Θεοφυλάκτου κρινόταν από την ΕΔΥ μεταξύ των προάξιμων υποψηφίων, τότε θα παραβιάζετο το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 1133/2005. Δεν πρέπει να διαφεύγει άλλωστε της προσοχής ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης και η ΕΔΥ, σύμφωνα με τη νομολογία, όφειλε να ανατρέξει στο πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, που εν προκειμένω ανάγεται στο έτος 2005.
Η απόφαση για αναδρομική προαγωγή του αιτητή στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση λήφθηκε το 2007. Εκ των πραγμάτων λοιπόν ο αιτητής δεν μπορούσε να θεωρηθεί στην εξεταζόμενη περίπτωση ως υποψήφιος.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή 868/2010 πρέπει να απορριφθεί.
Προσφυγή αρ. 936/2010 του αιτητή Περικλή Στιβαρού
Θεωρώ σκόπιμο, προτού ασχοληθώ με τους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται από τον αιτητή Στιβαρό, να παραθέσω τα όσα η ΕΔΥ σημείωσε κατά την επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών:
«Επιλέγοντας τους Τηλεμάχου Λούη, Μάρκου-Κωνσταντινίδου Θεοδώρα, Χατζηαργυρού (Χατζή) Δημήτρη, Κούρο Κυριάκο, Ιγνατίου Ανδρέα και Βρυωνίδη Ευαγόρα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι, σ΄ ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ΄ αυτές τις τελευταίας προ του ουσιώδους χρόνου πενταετίας, αυτοί υπερέχουν ή δεν υστερούν από τους ανθυποψηφίους τους, αξιολογούμενοι ως καθόλα Εξαίρετοι, ενώ οι εκ των μη επιλεγέντων Στιβαρός Περικλής και Παναγιώτου Ανδρέας υστερούν, έστω και οριακά, αξιολογούμενοι με Πολύ Ικανοποιητικά σε δύο στοιχεία και ένα στοιχείο, αντίστοιχα, ενώ οι υπόλοιποι μη επιλεγέντες είναι ισοδύναμοι. Επιπλέον, οι επιλεγέντες διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων.
Σ΄ ό,τι αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή σημείωσε ότι όλοι οι επιλεγέντες διαθέτουν μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, εκ των οποίων ο Κούρος Κυριάκος διαθέτει, επιπρόσθετα, και διδακτορικό τίτλο σπουδών, όπως και οι μη επιλεγέντες. Τα εν λόγω προσόντα, παρότι είναι σχετικά δεν προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, συνεκτιμήθηκαν όμως με τα άλλα κριτήρια και τους αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.
Σ΄ ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι οι επιλεγέντες, πλην του Βρυωνίδη, υπερέχουν των μη επιλεγέντων, ως προς την ημερομηνία γέννησης. Σχετικά η Επιτροπή σημείωσε ότι οι εκ των επιλεγέντων Τηλεμάχου και Μάρκου-Κωνσταντινίδου, προηγουμένως κατείχαν άλλη θέση στη δημόσια υπηρεσία, με διαφορετικά καθήκοντα και ίδια ή χαμηλότερη κλίμακα, αντίστοιχα. Σε ότι αφορά τον Βρυωνίδη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός υστερεί σε αρχαιότητα, σε ότι αφορά την ημερομηνία γέννησης, του μη επιλεγέντα Στιβαρού Περικλή, ο οποίος, όμως, παρόλο που δεν υστερεί σε προσόντα, υστερεί, έστω και οριακά, σε αξία αφού σε δύο στοιχεία της αξιολόγησής του κατά το έτος 2003 αξιολογήθηκε με Πολύ Ικανοποιητικά, καθώς, επίσης, δεν διαθέτει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, την οποία ο επιλεγείς διαθέτει.
Η Επιτροπή, επιλέγοντας τους πιο πάνω υποψηφίους, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι και οι μη επιλεγέντες, Στιβαρός, Παναγιώτου, Οικονόμου και Χριστοδουλίδου, κατέχουν μεταπτυχιακά προσόντα, σχετικά με καθήκοντα της θέσης. Ωστόσο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι υποψήφιοι αυτοί, συγκρινόμενοι με τους επιλεγέντες, δεν υπερέχουν ή υστερούν σε αξία, υστερούν σε αρχαιότητα, πλην του Στιβαρού, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, και δεν διαθέτουν τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε ότι, ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασής της για προαγωγή των Τηλεμάχου Λούη, Μάρκου-Κωνσταντινίδου Θεοδώρας, Χατζηαργυρού (Χατζή) Δημήτρη, Κούρου Κυριάκου, Ιγνατίου Ανδρέα και Βρυωνίδη Ευαγόρα στη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β΄, Εξωτερικές Υπηρεσίες, αναδρομικά από 1.7.05, τα ακόλουθα πρόσωπα αποκαθίστανται σε άλλες θέσεις που κατείχαν και συγκεκριμένα οι ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ Λούης, ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΟΥ (ΧΑΤΖΗ) Δημήτρης, ΚΟΥΡΟΣ Κυριάκος, ΙΓΝΑΤΙΟΥ Ανδρέας και ΒΡΥΩΝΙΔΗΣ Ευαγόρας αποκαθιστανται στις μόνιμες θέσεις Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α΄, Εξωτερικές Υπηρεσίες, από 1.7.07, αντίστοιχα. Επειδή η θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α΄, Εξωτερικές Υπηρεσίες, στην οποία αποκατατάθηκαν οι προαναφερθέντες υπάλληλοι, αφορά συνδυασμένη θέση την οποία η Μάρκου Κωνσταντινίδου Θεοδώρα δεν κατείχε, θα πρέπει να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του Κανονισμού 12 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 έως 2009, που διέπουν προαγωγές μεταξύ συνδυασμένων θέσεων ή τάξεων, για να προαχθεί στη θέση αυτή η Μάρκου-Κωνσταντινίδου όπως και οι προαναφερθέντες, δηλαδή θα πρέπει η αρμόδια αρχή να υποβάλει στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας συγκεκριμένες βεβαιώσεις και σύσταση για προαγωγή της ή μη.»
Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επικεντρώθηκε ουσιαστικά στους πιο κάτω λόγους ακύρωσης:
(α) Παραβίαση δεδικασμένου και λανθασμένη εφαρμογή της ακυρωτικής απόφασης.
(β) Η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.
(γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε πάσχουσα και μη αντικειμενική έκθεση και/ή η ΕΔΥ δεν εξέτασε την ένσταση που υπέβαλε ο αιτητής για την υπηρεσιακή του έκθεση για το έτος 2003.
(δ) Η απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, και
(ε) Η διαδικασία πάσχει για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 6, Θεοδώρα Κωνσταντινίδου, λόγω του Κανονισμού 12 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 ως 2009.
Οι καθ' ων η αίτηση και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 6 διαφωνούν με όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς και ζητούν την απόρριψη της προσφυγής.
Με τον υπό (α) πιο πάνω λόγο ακύρωσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστηρίζει πως στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης και λανθασμένη εφαρμογή της κατά την επανεξέταση. Προβάλλεται ειδικότερα από μέρους του, πως με βάση την κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι είχε εμφιλοχωρήσει πλάνη περί τα πράγματα και περί το Νόμο και είχε παρατηρηθεί έλλειψη δέουσας έρευνας στο θέμα της κατοχής ακαδημαϊκών προσόντων σ΄ ότι αφορά τη Θεοδώρα Κωνσταντινίδου, Ενδιαφερόμενο Μέρος 6, η Ε.Δ.Υ. όφειλε κατά την επανεξέταση να εξετάσει (α) αν πράγματι το πιστοποιητικό επιτυχίας του Ενδιαφερόμενου Μέρους 6 στις εξετάσεις του πανεπιστημίου ULB Βρυξελλών αποτελούσε μεταπτυχιακό τίτλο, και (β) σε περίπτωση που κατόπιν έρευνας διαπίστωνε ότι πράγματι αποτελεί μεταπτυχιακό τίτλο να αξιολογούσε τη σχετικότητα του με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης όπως απαιτεί η νομολογία.
Η θέση αυτή δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση, το Ενδιαφερόμενο Μέρος 6 κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα, συγκεκριμένα ΜA in International Politics του Πανεπιστημίου Universite Libre de Bruxelles, το οποίο αποτελούσε πρόσθετο προσόν μη προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης είτε ως απαιτούμενο είτε ως πλεονέκτημα και το οποίο σύμφωνα με τη νομολογία μπορούσε να εκτιμηθεί μέχρι την ημερομηνία λήψης της απόφασης[1]. Κρίθηκε δε με την ακυρωτική απόφαση ότι υπό πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα τόσο ο Διευθυντής με την αρχική σύστασή του, όσο και η ΕΔΥ στη συνέχεια, υιοθετώντας τα λεγόμενα του Διευθυντή, θεώρησαν εσφαλμένα ότι η αιτήτρια δεν κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα και ως εκ τούτου υστερούσε σε προσόντα έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών. Συνεπώς, κατά την επανεξέταση η ΕΔΥ δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε οποιαδήποτε νέα εξέταση ή έρευνα σε σχέση με το μεταπτυχιακό προσόν της Θεοδώρας Κωνσταντινίδου.
Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης προς τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση. Η διοίκηση προβαίνουσα στην έκδοση νέας απόφασης οφείλει να μην επαναλάβει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας απόφασης (βλ. Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1999)3 Α.Α.Δ. 695). Επομένως, πολύ ορθά κατά την επανεξέταση ο Διευθυντής με τη νέα σύστασή του και ακολούθως η ΕΔΥ έλαβαν υπόψη το μεταπτυχιακό της αιτήτριας και του απέδωσαν την ανάλογη βαρύτητα.
Όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, ο Διευθυντής κατά την επανεξέταση σύστησε τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη. Ο αιτητής ισχυρίζεται πως η νέα σύσταση που έδωσε ο Διευθυντής είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η σύσταση του Διευθυντή εξετάζεται πάντοτε σε συνάρτηση με τα τρία νομοθετημένα κριτήρια (αξία, προσόντα και αρχαιότητα), όπως αυτά εξάγονται από τα στοιχεία των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων των υποψηφίων. Όπως δε έχει κατ΄ επανάληψη διακηρυχθεί, η σύσταση δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων, ούτε να δημιουργεί εικόνα εντελώς διαφορετική, ανατρέποντας τα υπάρχοντα δεδομένα.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, φαίνεται από τα τηρηθέντα πρακτικά, ότι ο Διευθυντής στη σύστασή του έκανε αναφορά σε όλα τα καθιερωμένα κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - προέβηκε δε σε κάποια σύγκριση αυτών. Επίσης έκανε αναφορά στο θέμα της κατοχής μεταπτυχιακών ακαδημαϊκών προσόντων από τους υποψηφίους.
Ειδικότερα σ΄ ό,τι αφορά το κριτήριο της αξίας, σύμφωνα με τη νομολογία, αυτό προσδιορίζεται αποκλειστικά και μόνο από μια πηγή πληροφόρησης, τις ετήσιες αξιολογικές εκθέσεις των υποψηφίων. Στην παρούσα περίπτωση από τα στοιχεία των εμπιστευτικών εκθέσεων, στη χρονολογική βάση των πέντε τελευταίων χρόνων προ του ουσιώδους χρόνου που χρησιμοποιήθηκε (2000-2005), προκύπτει ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερέχουν οριακά του αιτητή αξιολογούμενα ως καθόλα «εξαίρετοι», ενώ ο αιτητής, Περικλής Στιβαρός, αξιολογήθηκε το έτος 2003 στο κριτήριο συνεργασία/σχέσεις και στο κριτήριο Διευθυνική/Διοικητική ικανότητα με «πολύ ικανοποιητικά». Βέβαια αυτή η μικρή διαφορά στις αξιλογήσεις δεν προσδίδει υπεροχή στην αξία (βλ. Βασιλειάδης ν. Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403 και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 495).
Στο κριτήριο προσόντα τόσο ο αιτητής όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη πληρούν τα απαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Επιπλέον, διαθέτουν πρόσθετα προσόντα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης ως πλεονέκτημα. Καθώς σημειώνει ο Διευθυντής τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα αφού τα συνεκτίμησε.
Στο κριτήριο αρχαιότητα κανονικά λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς μέτρου σύγκρισης, η ημερομηνία διορισμού στην αμέσως προηγούμενη με την επίδικη θέση που, στην προκείμενη περίπτωση, είναι ίδια και για τον αιτητή και για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Ο αιτητής όμως, με βάση την ημερομηνία γέννησης, υπερέχει του Ενδιαφερόμενου Μέρους 3. Η αρχαιότητα λόγω διαφοράς στην ηλικία είναι συμβολική και όχι ουσιστική (βλ. Αλευρά κ.ά. ν. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85). Δύσκολα δημιουργεί αρχαιότητα τέτοια που να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Θεωρώ ότι η πιο πάνω παρατεθείσα συγκριτική εικόνα αιτητή και Ενδιαφερομένων Μερών με βάση τα τρία νομοθετημένα κριτήρια στο σύνολό τους, συμβαδίζει με όσα ο Διευθυντής διατυπώνει για να καταλήξει στη σύσταση των Ενδιαφερομένων Μερών.
Συνεπώς η σύσταση του Διευθυντή ήταν εν προκειμένω σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων και πλήρως αιτιολογημένη, όπως απαιτεί το άρθρο 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90 (όπως έχει τροποποιηθεί).
Παραπονείται επίσης ο αιτητής ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε πάσχουσα και μη αντικειμενική έκθεση, καθώς και ότι η Ε.Δ.Υ παρέλειψε να εξετάσει την ένσταση που υπέβαλε ο αιτητής για την υπηρεσιακή του έκθεση του έτους 2003.
Όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, ο αιτητής αξιολογήθηκε για το έτος 2003 σε δύο στοιχεία με «πολύ ικανοποιητικά». Με επιστολή του ημερομηνίας 27.2.2004, η οποία απευθυνόταν στον Πρέσβη, Σ. Ζακχαίο, Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών και στον Πρέσβη Θ. Θεοφίλου, αξιολογούντα και μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης, ο αιτητής διαμαρτυρήθηκε έντονα για την εν λόγω μείωση. Στις 9.3.2004 έλαβε απάντηση από τον αξιολογούντα λειτουργό, ο οποίος τον πληροφορούσε ότι η αξιολόγησή του παρέμεινε ως έχει.
Ο αιτητής διατείνεται ότι ακολούθησε και δεύτερη επιστολή του προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών και την Ε.Δ.Υ ημερομηνίας 17.3.2005. Αντίγραφο της εν λόγω επιστολής, η οποία απευθύνεται στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, με κοινοποίηση στην Ε.Δ.Υ, επισυνάπτεται στην αγόρευση του αιτητή. Είναι η θέση του τελευταίου ότι η Ε.Δ.Υ όφειλε να εξετάσει την ένσταση του πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο η απόρριψη της ένστασης του ήταν ορθή.
Δεν προκύπτει από τον Νόμο ή τους σχετικούς Κανονισμούς οποιαδήποτε νομική υποχρέωση εκ μέρους της Ε.Δ.Υ να εξετάσει το παράπονο του αιτητή. Ούτε είχε ποτέ ενώπιον της οποιοδήποτε σχετικό αίτημα. Επί του προκειμένου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αφού εξετάστηκε από τον αξιολογούντα λειτουργό ή ένσταση που είχε υποβάλει ο αιτητής με την επιστολή του ημερομηνίας 27.2.2004, απεστάλη στην Ε.Δ.Υ η τελική έκθεση αξιολόγησης, όπως άλλωστε προβλέπεται από τους σχετικούς Κανονισμούς[2], μαζί με τη σχετική αλληλογραφία, χωρίς να της ζητηθεί να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Ο ισχυρισμός του αιτητή για την αποστολή δεύτερης επιστολής στην Ε.Δ.Υ με ημερομηνία 17.3.2005, δεν έχει στοιχειοθετηθεί. Διεξήλθα προσεκτικά τόσο τους προσωπικούς φακέλους του αιτητή (Τεκμήρια 2(α) και 2(β) αντίστοιχα) όσο και τους φακέλους Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων του (Τεκμήρια 2(γ) και 2(δ) αντίστοιχα) και δεν εντόπισα τέτοια επιστολή. Προκύπτει δε από το Παράρτημα Ψ4 στην αγόρευση του αιτητή, επιστολή ημερομηνίας 14.6.2010 εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή προς τον αιτητή, ότι η επιστολή ημερομηνίας 17.3.2005 «από κατ΄ αρχήν έρευνα στους φακέλους που τηρούνται στο Υπουργείο δεν φαίνεται να έχει σταλεί στην Ε.Δ.Υ». Εν πάση περιπτώσει, βρίσκω ότι οι υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 4Δ Α.Α.Δ. 2331 και Σαμαρά ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 1356/99, ημερ. 16.2.2001, στις οποίες παρέπεμψε ο αιτητής για να υποστηρίξει την υπό εξέταση θέση του, διακρίνονται από την παρούσα με βάση τα γεγονότα τους. Η δε τελευταία ανετράπη κατ΄ έφεση.
Παραπονείται ακόμη ο αιτητής ότι η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή ευσταθεί. Προκύπτει από τα τηρηθέντα πρακτικά, ότι η Ε.Δ.Υ κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφαση, έλαβε υπόψη της όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, τόσο αυτά που υπήρχαν στο φάκελο πλήρωσης της θέσης, όσο και αυτά που υπήρχαν στους προσωπικούς φακέλους και φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων. Με βάση δε τα δεδομένα του αιτητή και των Ενδιαφερομένων Μερών, σε ό,τι αφορά τα τρία νομοθετημένα κριτήρια (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), τα οποία έχουν παρατεθεί πιο πάνω, αλλά και τα όσα εν γένει ανέφερε, η κρίση της εν προκειμένω φαίνεται να ήταν εύλογη και στο πλαίσιο της νομολογίας που καθορίζει ότι το διοικητικό όργανο οφείλει να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο υπό το φως του συνόλου των τριών κριτηρίων, διότι είναι ακριβώς αυτός ο συνυπολογισμός των κριτηρίων που αποκτά σημασία. Περαιτέρω, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη είχαν υπέρ τους και την αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή, στοιχείο που προσθέτει στην αξία και που πολύ ορθά επίσης έλαβε υπόψη της η Ε.Δ.Υ.
Τέλος, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η συνεδρία της ΕΔΥ στις 24.2.2010 δεν είναι «έγκαιρη και σύμφωνα με τον Νόμο». Έρεισμα για την εισήγηση του αποτελεί η ακόλουθη αναφορά από τα πρακτικά της συγκεκριμένης συνεδρίας:
«Επειδή η θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α' Εξωτερικές Υπηρεσίες, στην οποία αποκαταστάθηκαν οι προαναφερθέντες υπάλληλοι αφορά συνδυασμένη θέση την οποία η Μάρκου-Κωνσταντινίδου Θεοδώρα δεν κατείχε, θα πρέπει να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του Κανονισμού 12 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (γενικών) Κανονισμών του 1991 έως 2009, που διέπουν προαγωγές μεταξύ συνδυασμένων θέσεων ή τάξεων, για να προαχθεί στη θέση αυτή η Μάρκου-Κωνσταντινίδου όπως και οι προαναφερθέντες, δηλαδή θα πρέπει η αρμόδια αρχή να υποβάλει στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας συγκεκριμένες βεβαιώσεις και σύσταση για την προαγωγή της ή μη».
Υποστηρίζοντας την πιο πάνω θέση ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι θα έπρεπε να είχαν ήδη υποβληθεί από τον Προϊστάμενο του Τμήματος οι απαραίτητες βεβαιώσεις για το ενδιαφερόμενο μέρος 6, Θεοδώρα Κωνσταντινίδου προκειμένου να εξετάσει η ΕΔΥ, αν μετά από τις εν λόγω βεβαιώσεις, θα την προάξει.
Παρατηρώ ότι όπως προκύπτει από το πιο πάνω πρακτικό της ΕΔΥ οι από μέρους της ζητούμενες βεβαιώσεις και σύσταση για προαγωγή, δεν αφορούν την επίδικη θέση αλλά τη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α', στην οποία τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη που προάχθηκαν μαζί με την Θεοδώρα Κωνσταντινίδου αποκαταστάθηκαν από 1.7.2007. Συνεπώς, δεδομένου ότι οι δύο θέσεις ήταν συνδυασμένες, για να αποκατασταθεί και το ενδιαφερόμενο μέρος 6 στην εν λόγω θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Α', η ΕΔΥ βάσει του προαναφερόμενου Κανονισμού ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει τις συγκεκριμένες βεβαιώσεις και σύσταση. Ενέργεια η οποία δεν εξετάζεται γιατί δεν αφορά τη νομιμότητα της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται, με έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Βλ. σχετικά τις σελίδες 15-19 της ακυρωτικής απόφασης.
[2] Βλ. Κανονισμό 10 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990 έως 1993.