ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 335/2012
20 Δεκεμβρίου, 2013
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
Μεταξύ:
THUSHARA C.K. MAJUWANA GAMAGE,
Αιτητή,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Για τον Αιτητή: κ. Χρ. Ρασπόπουλος.
Για τους Καθ΄ ων η αίτηση: κα Τ. Ιακωβίδου.
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, πολίτης της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σρι Λάνκα, εξασφάλισε άδεια εισόδου στη Δημοκρατία προκειμένου να φοιτήσει στον τετραετή αναγνωρισμένο/αξιολογημένο κλάδο σπουδών «Διοίκηση Επιχειρήσεων» του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Προς τούτο του χορηγήθηκε και άδεια προσωρινής παραμονής (στο εξής η Άδεια) ως φοιτητής μέχρι 30.9.11.
Με τη λήξη της Άδειας, ο αιτητής απευθύνθηκε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής το Τμήμα) για ανανέωση της για να συνεχίσει, όπως δήλωσε, τη φοίτηση του στο The Cyprus Institute of Marketing. Συναφώς επισύναψε στην αίτηση του και βεβαίωση του Ινστιτούτου ότι είχε εγγραφεί ως φοιτητής στο πρόγραμμα DMM (Diploma in Marketing Management), το οποίο θα ξεκινούσε στις 3.10.11 και θα συμπληρωνόταν τον Σεπτέμβριο του 2012.
Η αίτηση εξετάστηκε καθηκόντως από το Τμήμα, το οποίο διαπίστωσε ότι ο αιτητής δεν είχε ανανεώσει την εγγραφή του στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας για το εαρινό εξάμηνο του 2011 και, περαιτέρω, το πρόγραμμα DMM δεν ήταν αναγνωρισμένο/αξιολογημένο από το Υπουργείο Παιδείας, το οποίο με επιστολή του ημερ. 22.11.11 προς το Τμήμα δεν σύστηνε την μεταγραφή του αιτητή στη βάση ότι «. πήρε άδεια εισόδου και όχι θεώρηση εισόδου, λόγω του ότι εγγράφηκε σε Πανεπιστήμιο, σε αξιολογημένο κλάδο ενώ τώρα θέλει να εγγραφεί σε μη αξιολογημένο κλάδο».
Τα πιο πάνω τέθηκαν ενώπιον της Διευθύντριας του Τμήματος (στο εξής η Διευθύντρια), η οποία έκρινε πως η ενέργεια του αιτητή να επιδιώξει είσοδο στη Δημοκρατία για φοίτηση σε αξιολογημένο κλάδο σπουδών - αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο τη διαδικασία συνέντευξης βάσει σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 6.10.08 - συνιστούσε εξαπάτηση των Αρχών και, αφού απέρριψε την αίτηση του, τον κάλεσε με επιστολή ημερ. 13.2.12 να εγκαταλείψει την Κύπρο. Χωρίς όμως θετική ανταπόκριση, καθότι ο αιτητής με την υπό εξέταση προσφυγή πρόσβαλε την νομιμότητα της απόφασης της στη βάση οκτώ (8) νομικών λόγων. Με την αγόρευση όμως του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, προώθησε ως λόγους ακύρωσης (α) την πλάνη περί τα πράγματα και/ή το νόμο ως και την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, (β) την κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας και την παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας και (γ) την παραβίαση του δικαιώματος του αιτητή να τύχει προηγούμενης ακρόασης.
Αναφορικά με τον πρώτο ακυρωτικό λόγο, είναι θέση του αιτητή ότι το The Cyprus Institute of Marketing, ως εγγεγραμμένη Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, δεν έχει υποχρέωση να υποβάλει αίτηση για αξιολόγηση - πιστοποίηση οποιουδήποτε από τους κλάδους σπουδών που προσφέρει (άρθρα 31 και 40 του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου 67(1)/1996). Επομένως, η μεταγραφή ενός φοιτητή από αξιολογημένο κλάδο σε μη αξιολογημένο - όπως είναι η υπό κρίση περίπτωση - δεν απαγορεύεται και σύμφωνα με τις πρόνοιες των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 18Ν του ΚΕΦ.105 τέτοια μεταγραφή δεν αποτελεί εμπόδιο για ανανέωση της άδειας παραμονής του φοιτητή στη Δημοκρατία. Κατά συνέπεια, εισηγήθηκε, η αιτιολογία των καθ΄ων η αίτηση για μη ανανέωση της Άδειας δεν βρίσκει έρεισμα στο Νόμο και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου ή εσφαλμένης υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στις προϋποθέσεις ή κριτήρια που θέτει ο Νόμος. Σ΄ ότι δε αφορά τον δεύτερο ακυρωτικό λόγο, επικαλέστηκε τις πρόνοιες της παρ. 5 του άρθρου 18Ν για να εισηγηθεί ότι η διακριτική ευχέρεια που παραχωρείται στη Διευθύντρια για ανανέωση ή μη της Άδειας δεν ασκήθηκε σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές που διέπουν τον έλεγχο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, αφού η Διευθύντρια αρκέστηκε απλώς να ζητήσει την γνώμη του Υπουργείου Παιδείας και δεν προέβηκε, ως είχε υποχρέωση, σε δέουσα έρευνα σε σχέση με τα περιστατικά που συνθέτουν την υπόθεση. Τέλος, σ΄ ότι αφορά τον τρίτο ακυρωτικό λόγο, εισηγήθηκε ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης οι καθ΄ων η αίτηση είχαν καθήκον να δώσουν στον αιτητή την δυνατότητα να ακουσθεί πριν από την απόρριψη της αίτησης του, καθήκον που δεν τήρησαν κατά παράβαση του άρθρου 43(1) και (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99).
Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις των καθ΄ ων η αίτηση, οι οποίοι υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης από όλες τις απόψεις. Συγκεκριμένα, σ΄ ότι αφορά τα επιχειρήματα του αιτητή για τον πρώτο ακυρωτικό λόγο, αντέτειναν ότι η μη ανανέωση της Άδειας ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια της Διευθύντριας, η οποία την άσκησε με καλή πίστη και στη βάση των προνοιών του άρθρου 18Ν του ΚΕΦ.105 ένεκα του ότι ο αιτητής ήθελε να μεταγραφεί από αξιολογημένο κλάδο σε μη αξιολογημένο. Παρέπεμψαν συναφώς στις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου, για να επισημάνουν ότι το άρθρο αυτό θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2004/114/ΕΚ και όταν το Υπουργείο Παιδείας εισηγήθηκε τη μη ανανέωση της Άδειας βασίστηκε στις πρόνοιες της Οδηγίας αυτής, σύμφωνα με την οποία για να γίνει δεκτός φοιτητής σε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να μεταγραφεί σε άλλο κλάδο θα πρέπει ο κλάδος αυτός να είναι αναγνωρισμένος/αξιολογημένος. Σ΄ ότι δε αφορά τον δεύτερο λόγο, επεσήμαναν ότι η Διευθύντρια δεν αρκέστηκε απλώς στην εισήγηση του Υπουργείου Παιδείας, αλλά αξιολόγησε και όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεση της και, τέλος, σε σχέση με τον τρίτο ακυρωτικό λόγο, αντέτειναν ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, ΚΕΦ.105, η Διευθύντρια δεν έχει υποχρέωση πριν αποφασίσει για την ανανέωση ή μη μιας άδειας να καλέσει τον αιτητή για να ακούσει και τις δικές του παραστάσεις.
Έχω διεξέλθει με την πρέπουσα προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και αρχίζοντας από τον πρώτο ακυρωτικό λόγο θα ΄ταν χρήσιμο να παραθέσω αυτούσιο μέρος του άρθρου 18Ν του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ΚΕΦ.105, το οποίο προστέθη με τον Ν.184(1)/07 για σκοπούς - όπως διακηρύσσεται και στο προοίμιο του - εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2004/114/ΕΚ του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2004 σχετικά με τις προϋποθέσεις εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές, την ανταλλαγή μαθητών, την άμισθη πρακτική εξάσκηση ή την εθελοντική υπηρεσία».
18Ν. Για τους σκοπούς των άρθρων 18ΝΑ μέχρι 18ΝΖ, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
"άδεια διαμονής" σημαίνει κάθε άδεια η οποία εκδίδεται από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και επιτρέπει σε υπήκοο τρίτης χώρας να διαμένει νόμιμα στο έδαφος της Δημοκρατίας σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, όπως αυτή η άδεια περιγράφεται στο Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β) της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών», όπως η εν λόγω πράξη εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
"άδεια εισόδου" σημαίνει κάθε άδεια η οποία εκδίδεται από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και επιτρέπει σε υπήκοο τρίτης χώρας να εισέλθει στο έδαφος της Δημοκρατίας για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·
"άμισθος μαθητευόμενος" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας στον οποίο επιτράπηκε η είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας για χρονικό διάστημα άμισθης πρακτικής άσκησης όπως ορίζει η κυπριακή νομοθεσία·
"ίδρυμα" σημαίνει δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα -
(α) το οποίο είναι:
(i) εγγεγραμμένο κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2007. ή
(ii) αναγνωρισμένο από τη Δημοκρατία.
ή/και
(β) του οποίου το πρόγραμμα σπουδών είναι:
(i) εγγεγραμμένο κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2007. ή
(ii) αναγνωρισμένο από τη Δημοκρατία,
σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία ή τις κυπριακές διοικητικές πράξεις, για τους σκοπούς που ορίζει ο παρών Νόμος.
"μαθητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας .
"πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας" σημαίνει...
"Τμήμα Εργασίας" σημαίνει...
"φοιτητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας που έγινε δεκτός σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στον οποίο επιτράπηκε η είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας για να έχει ως κύρια δραστηριότητα την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών πλήρους φοίτησης με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών, ήτοι πιστοποιητικού, διπλώματος, ανώτερου διπλώματος, πτυχίου (Bachelor), μεταπτυχιακού (Master) ή διδακτορικού σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, πράγμα που ενδεχομένως συμπεριλαμβάνει προπαιδευτικό κύκλο ή μάθημα ή προπαρασκευαστικό κύκλο ή μάθημα για τις εν λόγω σπουδές βάσει των διατάξεων της κυπριακής νομοθεσίας, η διάρκεια του οποίου δεν υπερβαίνει τα δύο ακαδημαϊκά εξάμηνα. Για τους σκοπούς του άρθρου 18ΝΣΤ, ο παρών ορισμός εφαρμόζεται ως εάν η αναφορά στη Δημοκρατία ήταν αναφορά σε κράτος μέλος και η αναφορά στην κυπριακή νομοθεσία ήταν αναφορά σε νομοθεσία κράτους μέλους.
Από την σύγκριση του λεκτικού που χρησιμοποιεί το πιο πάνω άρθρο για τον όρο «φοιτητής» με το αντίστοιχο λεκτικό του ιδίου όρου του άρθρου 2 της Οδηγίας, αποκαλύπτεται ότι ο ημεδαπός νομοθέτης παρέλειψε να μεταφέρει στον σχετικό ορισμό φράση της Οδηγίας που αφορά το επίπεδο του κλάδου σπουδών, ο οποίος σύμφωνα με την Οδηγία πρέπει να είναι αναγνωρισμένος από το Κράτος Μέλος. Με επακόλουθο, αν δεν εμφιλοχωρούσε αυτή η παράλειψη, «φοιτητής» θα σήμαινε. «υπήκοο τρίτης χώρας που έγινε δεκτός σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στον οποίο επιτράπηκε η είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας για να έχει ως κύρια δραστηριότητα την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών πλήρους φοίτησης με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών αναγνωρισμένου από το κράτος μέλος.». Η Οδηγία επομένως, όπως ορθά επεσήμανε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, ορίζει πως όταν επιτρέπεται η είσοδος σε υπήκοο τρίτης χώρας στο έδαφος κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών πλήρους φοίτησης, αυτό προϋποθέτει ότι ο κλάδος σπουδών θα πρέπει να είναι αναγνωρισμένος από το κράτος-μέλος. Το γεγονός δε ότι ο ημεδαπός νομοθέτης - προφανώς εκ παραδρομής - δεν μετέφερε την επίδικη φράση στο άρθρο 18Ν του Νόμου είναι χωρίς ουσιαστική σημασία, καθότι σύμφωνα με το άρθρο 1Α του Συντάγματος υπερισχύει η Οδηγία. Όπως χωρίς σημασία είναι και η επίκληση από τον αιτητή των άρθρων 31 και 40 του Ν.67(1)/96, σύμφωνα με τις πρόνοιες των οποίων το The Cyprus Institute of Marketing δεν έχει υποχρέωση να υποβάλει αίτηση για αξιολόγηση οποιουδήποτε από τους κλάδους σπουδών που προσφέρει. Κι αυτό καθότι η Άδεια που χορηγήθηκε στον αιτητή ήταν υπό την προϋπόθεση παρακολούθησης σπουδών πλήρους φοίτησης, με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών αναγνωρισμένου από το Υπουργείο Παιδείας της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι για παρακολούθηση οποιουδήποτε κλάδου σπουδών. Τον όρο αυτό ο αιτητής δεν τον σεβάστηκε και ένεκα τούτου ήταν νόμιμο για τη Διευθύντρια να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που της παρέχει το άρθρο 18Ν του ΚΕΦ.105 για μη ανανέωση της Άδειας. Προστίθεται σχετικά ότι στη βάση των περιστατικών της υπόθεσης δεν στοιχειοθετήθηκε από τον αιτητή ότι η Διευθύντρια δεν άσκησε την υπό αναφορά διακριτική της ευχέρεια καλή τη πίστη και ενόψει όλων των πιο πάνω ο πρώτος ακυρωτικός λόγος δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο ακυρωτικό λόγο, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον πρώτο και το μόνο που κατά την άποψή μου χρειάζεται να προστεθεί είναι ότι καθηκόντως η Διευθύντρια ζήτησε τη γνώμη του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο είναι η αρμόδια Αρχή σε σχέση με τους αναγνωρισμένους και μη αναγνωρισμένους από την Κυπριακή Δημοκρατία κλάδους σπουδών. Ωστόσο, δεν συμφωνώ με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι απλώς η Διευθύντρια αρκέστηκε να ζητήσει τη γνώμη του εν λόγω Υπουργείου χωρίς οποιαδήποτε άλλη έρευνα, αφού όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τον αιτητή ήταν ενώπιον της και σε τελευταία ανάλυση αυτό που είχε σημασία ήταν αν ο αιτητής συμμορφώθηκε ή όχι με τον όρο που συνόδευε την Άδεια ο οποίος δεν ήταν άλλος από την παρακολούθηση σπουδών πλήρους φοίτησης με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών αναγνωρισμένου από το Υπουργείο Παιδείας. Έπεται ότι ούτε ο δεύτερος λόγος ευσταθεί και αναφορικά με τον τρίτο ακυρωτικό λόγο είναι αρκετό να υπενθυμίσω ότι σύμφωνα με τη νομολογία το δικαίωμα ακρόασης του άρθρου 43 του Ν.158(1)/99 έχει θέση όπου η διοίκηση θα επιβάλει τιμωρία ή πειθαρχική ποινή (Salaudi Khatataev v. Δημοκρατίας (2005) 48 Α.Α.Δ. 922, Μελέτης ν. Δημοκρατίας κ.α. (1989) 38 Α.Α.Δ. 347) και δεν είναι απόλυτο ώστε να επιβάλλεται πάντοτε στη Διοίκηση η υποχρέωση να καλεί τον αιτητή για να εκφέρει τις απόψεις του (Σταυρίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303). Τέτοια είναι και η υπό εξέταση περίπτωση όπου η Διευθύντρια δεν είχε να αποφασίσει για επιβολή τιμωρίας ή πειθαρχικής ποινής, αλλά για να ασκήσει διακριτική ευχέρεια που της παρέχει ο Νόμος σε σχέση με την ανανέωση ή μη της Άδειας.
Για όλα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ