ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1729/11, 33/12 και 194/12)

 

10 Δεκεμβρίου 2013 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 1729/11)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΙΝΟΠΟΥΛΟΣ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 33/12)

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

(Υπόθεση Αρ. 194/12)

ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

 

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1729/11.

Αγ. Ευσταθίου (κα), για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 33/12 και

τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 194/12.

Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Γ. Καραπατάκης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2 στην

Υπόθεση Αρ. 1729/2011 και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 στην

Υπόθεση Αρ. 33/2012.

Π. Παπαγεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 5 στην

Υπόθεση Αρ. 1729/2011.

Ν. Κλεάνθους (κα) για Ε. Κελεπέσιη (κα), για το Ενδιαφερόμενο

Μέρος 7 στην Υπόθεση Αρ. 1729/11, το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 στην Υπόθεση Αρ. 33/2012 και το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 στην

Υπόθεση Αρ. 194/2012.

 

--------------------------------------

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι αιτητές στις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές επιδιώκουν ακύρωση της προαγωγής των οκτώ ενδιαφερομένων μερών στη θέση του Ανώτερου Υπαστυνόμου από 5.12.2011. 

 

         Η Δημοκρατία καταχώρησε την ένσταση της στις 23.5.2012, με την οποία διατεινόταν ότι η όλη διαδικασία που απέληξε στην προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών ήταν ορθή και νόμιμη, με πλήρη και δέουσα έρευνα και με ορθή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ΄ ων. 

 

         Η διαδικασία προχώρησε με την καταχώρηση των αγορεύσεων των αιτητών, αλλά στις 5.7.2013, ο κ. Κωμοδρόμος πριν την καταχώρηση της δικής του αγόρευσης, δήλωσε στο Δικαστήριο ότι το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα δεν θα υποστηρίξει την προσβαλλόμενη πράξη μετά από μελέτη της υπόθεσης.  Τα εμφανιζόμενα ενδιαφερόμενα μέρη δήλωσαν ότι επιθυμούσαν να προχωρήσουν με την καταχώρηση της γραπτής τους αγόρευσης για να υποστηρίξουν την προσβαλλόμενη πράξη, αντικείμενο των προσφυγών.

 

Το Δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη, η παρουσία των οποίων είναι υποστηρικτική της προσβαλλόμενης πράξης, έχουν αυτόνομο δικαίωμα να αμφισβητούν την ενέργεια της Δημοκρατίας να μην υποστηρίξει την προσβαλλόμενη πράξη.  Ακολούθησαν οι εκ πρώτης όψεως τοποθετήσεις όλων των διαδίκων και σύμφωνα με τις οδηγίες που δόθηκαν στις 13.9.2013, η Δημοκρατία καταχώρησε έγγραφο στο φάκελο των προσφυγών με το οποίο εξήγησε ότι δύο είναι οι λόγοι που οδήγησαν το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα να μην υποστηρίξει εν τέλει τη διοικητική πράξη.  Ο πρώτος σχετίζεται με το γεγονός ότι η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, παρά την αντίθετη άποψη του Γενικού Εισαγγελέα του οποίου ζητήθηκε σχετική γνωμάτευση από την Επιτροπή, θεώρησε ότι η αξιολόγηση και/ή η βαθμολογία των προσόντων των υποψηφίων από την προηγηθείσα Επιτροπή Αξιολόγησης, ενείχε προφανές αντικειμενικό σφάλμα με αποτέλεσμα η Επιτροπή Ενστάσεων να πιστώσει με τις ανάλογες μονάδες τους υποψήφιους που υπέβαλαν ένσταση εναντίον της κρίσης της Επιτροπής Αξιολόγησης να μην αποδώσει οποιαδήποτε μονάδα σε εκείνους τους τίτλους σπουδών που, κατά την άποψη της, δεν είχαν συνάφεια με τα αστυνομικά καθήκοντα.  Αυτό, όπως ήδη λέχθηκε, παρά την αντίθετη άποψη της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, ημερ. 7.7.2011, ότι δεν υπήρχε προφανές αντικειμενικό σφάλμα, το οποίο, για να θεωρείται ως τέτοιο, θα πρέπει να αναδύεται από μόνο του ως αντικειμενικό και να μην είναι απλώς σφάλμα κρίσης ή εκτίμησης. 

 

         Ο δεύτερος λόγος μη υποστήριξης της διοικητικής απόφασης έγκειται στο ενδεχόμενο παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας εφόσον στην προαγωγική διαδικασία συμμετείχε ο Αρχηγός Αστυνομίας, τη στιγμή που ένας από τους υποψήφιους, ο οποίος είναι και ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν και ο αδελφός του Αρχηγού, Αμβρόσιος Παπαγεωργίου.  Η θέση αυτή της Δημοκρατίας στηρίχθηκε στην απόφαση Ιωάννης Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. υπ΄ αρ. 932/2003 κ.ά., ημερ. 20.10.2005, στην οποία αναφέρθηκε ότι κατά αντικειμενικό και όχι υποκειμενικό κριτήριο, δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε διοικητικά όργανα προσώπων που λόγω της σχέσης τους με πρόσωπα ή πράγματα, η συμμετοχή τους δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το αμερόληπτο της κρίσης τους. 

 

         Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων αναφορικά με το δικαίωμα των ενδιαφερομένων μερών να προχωρήσουν να καταχωρήσουν τις δικές τους αγορεύσεις προς υποστήριξη της προσβαλλόμενης πράξης παρά την αντίθετη άποψη της Δημοκρατίας ως προς τη νομιμότητα της, παρόλο που δηλώθηκε από τον κ. Κωμοδρόμο ότι η διοικητική πράξη δεν ανακλήθηκε και ούτε προτίθετο η διοίκηση να την ανακαλέσει εφόσον επιμένει στην ορθότητα και τη νομιμότητα της απόφασης που έλαβε.

 

         Όλοι οι συνήγοροι, περιλαμβανομένου και του κ. Κωμοδρόμου, ταυτίστηκαν στη θέση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν δικαίωμα να ακουστούν στην περαιτέρω διαδικασία εφόσον επηρεάζονται από τη δήλωση της Δημοκρατίας ότι δεν μπορεί να υποστηρίξει την προσβαλλόμενη πράξη, η οποία ήταν βεβαίως ευνοϊκή γι΄ αυτούς εφόσον προήχθησαν στη θέση των αιτητών που επιδιώκουν την ακύρωση.  Έγινε αναφορά στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Ζήνας Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060 και Δημοκρατία ν. Ιωάννη Σολωμού (2001) 3 Α.Α.Δ. 955, ως προς το δικαίωμα προσώπου του οποίου τα συμφέροντα διακυβεύονται ή επηρεάζονται δυσμενώς από την τυχόν ακύρωση διοικητικής πράξης να ακουστούν, ως αποτέλεσμα των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.  Ήταν περαιτέρω κοινή η εισήγηση ότι ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Δημοκρατία δεν υποστηρίζει πλέον τη διοικητική πράξη, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τους λόγους τους οποίους προβάλλει τώρα η Δημοκρατία και να κρίνει το ίδιο κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη είναι όντως ακυρωτέα ή όχι.

Επιχειρήθηκε διασύνδεση με την περίπτωση που το ενδιαφερόμενο μέρος δικαιωματικά καταχωρεί έφεση όταν έχει ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, παρά το γεγονός ότι η Δημοκρατία ή οι καθ΄ ων η αίτηση δεν καταχωρούν εξ ιδίων τους έφεση.  Σημασία έχει η στάση της διοίκησης και όχι η στάση της Γενικής Εισαγγελίας ούτως ώστε οι θέσεις των ενδιαφερομένων μερών να είναι πρόσθετες αυτών των καθ΄ ων η αίτηση. Επομένως, το Δικαστήριο θα πρέπει να ακούσει όχι μόνο τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα ως προς το γιατί η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί να υποστηριχθεί, αλλά και τα ίδια τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία στηρίζουν την εμμονή της διοίκησης στο ότι η παραχθείσα από αυτή διοικητική απόφαση είναι ορθή και νόμιμη.   

 

         Είναι ορθή βεβαίως η νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι συνήγοροι ότι ανεξάρτητα από τη στάση της Δημοκρατίας να μην υποστηρίξει τη διοικητική πράξη το Δικαστήριό δεν δεσμεύεται, οφείλει δε να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, τόσο επί των νομικών ζητημάτων, όσο και επί των γεγονότων, ακόμη και αν και οι δύο πλευρές συμφωνούν στην ακύρωση της πράξης, (Theocharis Dafnides v. Republic (1964) 3 C.L.R. 180), ή, ακόμη και όπου ο καθ΄ ου παραλείπει να καταχωρήσει ένσταση, (Andreas Lambrou v. Republic (1970) 3 C.L.R. 75), ή έστω και αν απουσιάζει ένας εκ των διαδίκων, εφόσον η διοικητική προσφυγή στρέφεται εναντίον της πράξης ή απόφασης και όχι εναντίον προσώπου, (Cyprus Transport Co Ltd (No. 1) v. Republic (1969) 3 C.L.R. 501).  Η φύση της διοικητικής προσφυγής δεν απαλλάσσει το Δικαστήριο από του να εκδώσει απόφαση αφού μελετήσει τη νομιμότητα της πράξης, έστω και αν δεν υποστηρίζεται τελικώς από το συνήγορο του καθ΄ ου, (Stavros Makris Ltd v. Republic) (1984) 3 C.L.R. 539).  Το Δικαστήριο γενικώς δεν δεσμεύεται από τις θέσεις των μερών, ακόμη και αν αυτές διατυπώνονται εκ συμφώνου, (Republic v. Alpan (Takis Bros) Ltd (1986) 3 C.L.R. 1820), έχοντας υπόψη τον εξεταστικό χαρακτήρα της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 που αμβλύνει το στοιχείο της αντιπαράθεσης που υπάρχει στην αστική δίκη.  Εναπόκειται  στον αιτητή, υπό το φως του τεκμηρίου της κανονικότητας της διοικητικής απόφασης και την εξ αυτής εκ πρώτης όψεως νομιμότητα της, να δείξει λόγο ακύρωσης, βάρος που φέρει βέβαια ο ίδιος, (Μαρούλα Σοφοκλή ν. Δημοσκρατίας, υπόθ. αρ. 313/2007, ημερ. 22.10.2008 και Ανδρέας Αγαπίου ν. Δημοκρατάις, συνεκδ. υποθ. αρ. 1271/2005 κ.ά., ημερ. 22.8.2008).

 

         Δεν υπάρχει, όπως και οι συνήγοροι όλων των διαδίκων ευθέως αναγνώρισαν, απευθείας νομολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος.  Η θέση του Δικαστηρίου στηρίχθηκε σε υποδείξεις της νομολογίας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορεί να αντιτίθεται στο διοικητικό όργανο που έχει παράξει τη διοικητική πράξη, από την οποία βεβαίως το ίδιο έχει επωφεληθεί.  Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Μαρία Λαμπρατσιώτη ν. Ηλιάνας Ανδρέου, Α.Ε. αρ. 137/2009, ημερ. 8.4.2013, λέχθηκαν τα εξής:

 

         «Άλλωστε η νομολογία αποδοκιμάζει την έγερση θεμάτων από το ενδιαφερόμενο μέρος που έρχονται σ΄ αντίθεση με τη θέση που λαμβάνει το διοικητικό όργανο, το οποίο είναι βεβαίως κατ΄ εξοχήν το αρμόδιο σώμα να αποφασίσει πώς θα χειριστεί μια ακυρωτική από το Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση.  Ένα ενδιαφερόμενο μέρος οφείλει να συνδράμει στην απόφαση και όχι να προβάλλει χωριστές αιτιάσεις στήριξης της διοικητικής πράξης έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης.  Η εμπλοκή του ενδιαφερομένου μέρους στην όλη διαδικασία αποσκοπεί στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης, (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Δέσποινα Κυπριανού κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, συνεκδ. προσφ. αρ. 1519/09, 190/10, 239/10 και 354/10, ημερ. 20.7.2012).»

 

         Στη Μορίτσης ν. Καρσερά - πιο πάνω -, η Ολομέλεια είχε αποδεχθεί ως ορθή την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων και ενδιαφερόμενο μέρος πρωτοδίκως, του οποίου ο διορισμός στη μόνιμη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, ακυρώθηκε, δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τη διαπίστωση της Ε.Δ.Υ. ότι η Καρσερά, (αιτήτρια πρωτοδίκως), κατείχε καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας εφόσον τέτοια αμφισβήτηση «.. για την κατοχή του επίμαχου προσόντος από την εφεσίβλητη, συνιστούσε ουσιαστικά μη αποδεκτό λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον η εμπλοκή του ενδιαφερομένου μέρους στη διαδικασία, αποσκοπούσε στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης.».

 

         Ένα ενδιαφερόμενο μέρος δικαιούται λαμβάνει μέρος στη διαδικασία διότι η αμφισβήτηση της διοικητικής απόφασης από τον αιτητή, που είτε δεν διορίστηκε, είτε δεν προάχθηκε προς όφελος του ενδιαφερομένου μέρους, το επηρεάζει άμεσα, εφόσον ακύρωση της πράξης ανατρέπει τα υπέρ του δεδομένα.  Από την άποψη αυτή  επικράτησε η πρακτική, (όπως θα εξηγηθεί και αργότερα), να επιδίδεται στο ενδιαφερόμενο μέρος η προσφυγή και εμπλέκεται στην όλη διαδικασία.  Αυτό έγινε και εδώ.  Συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης και οι υποθέσεις Ζήνα Πουλλή και Ιωάννη Σολωμού - ανωτέρω - δεν έχουν εφαρμογή στα εδώ γεγονότα.  Οι υποθέσεις εκείνες αφορούσαν, η μεν πρώτη την ολοκληρωτική απουσία του ενδιαφερομένου μέρους στην έφεση λόγω μη επίδοσης με αποτέλεσμα να ακυρωθεί διοικητική πράξη εν αγνοία του, η δε δεύτερη τη μη δυνατότητα παρέμβασης στη διαδικασία ατόμου του οποίου τα συμφέροντα δεν διακυβεύονταν από την κρίση της νομιμότητας του διορισμού ή της προαγωγής ετέρου προσώπου.

 

         Και στις δύο υποθέσεις η ουσία έγκειτο στην αναγκαιότητα της παροχής ευκαιρίας στα πρόσωπα που νομίμως επηρεάζονται ή όπως λέχθηκε στη Σολωμού, «οι ευνοηθέντες από την επίδικη δικαστική απόφαση», να λάβουν μέρος στην υπόθεση ώστε να ακουστεί η θέση τους, αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης.

 

         Εδώ στα ενδιαφερόμενα μέρη επιδόθηκαν δεόντως οι προσφυγές των αιτητών και επομένως  έχουν ήδη καταστεί μέρος στη διαδικασία, λαμβάνουν κανονικά μέρος σ΄ αυτή, εξ ου και ήδη έχουν ακουστεί και επιχειρηματολογήσει στο ζήτημα που έθεσε το Δικαστήριο.  Οι υποθέσεις Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 943, Vorkas v. Republic(1984) 3 C.L.R. 87 και το απόσπασμα που η κα Καλλιγέρου παρέθεσε στο Δικαστήριο από το βιβλίο του Ν. Χρ. Χαραλάμπους: «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου», 2η έκδ., σελ. 21, δεν θέτουν τα πράγματα διαφορετικά από όσα έχουν ήδη αναφερθεί στις Λαμπρατσιώτου και Μορίτσης ν. Καρσερά - ανωτέρω -.  Η φιλοσοφία για την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους παραμένει διαχρονικά η ίδια.  Το ενδιαφερόμενο μέρος παρεμβαίνει στη διαδικασία προς υποστήριξη και όχι ακύρωση της πράξης.  Η νομολογιακή αντίκρυση του ζητήματος στη Nissiotou και η αναφορά στον Χαραλάμπους - ανωτέρω - ότι, «Δεν μπορεί το ενδιαφερόμενο μέρος να παρέμβει για να υποστηρίξει την ακύρωση της πράξης», που είναι βεβαίως η φυσιολογική θέση που αναμένεται από αυτό, δεν πρέπει ταυτόχρονα να εκλαμβάνονται ως έναυσμα για αντιπαράθεση μεταξύ διοίκησης και ενδιαφερομένου μέρους.

 

         Το διοικητικό όργανο και το ενδιαφερόμενο μέρος έχουν κοινή επιδίωξη, αυτή της υποστήριξης της διοικητικής απόφασης.  Γι΄ αυτό και η ένσταση που καταχωρεί το διοικητικό όργανο, ως καθ΄ ου, καλύπτει και το ενδιαφερόμενο μέρος, του οποίου στην ουσία τα συμφέροντα προστατεύει.  Είναι αντινομικό για το ενδιαφερόμενο μέρος να αντιτίθεται στη βούληση του διοικητικού οργάνου.  Αυτή είναι η έννοια της Nissiotou, ότι:

 

«...... an interested party may only be heard in proceedings in a recourse under Article 146 or in a revisional jurisdiction appeal, in opposition, but not also in support of the annulment of an administrative decision which relates to him and which is the subject matter of the recourse or appeal.»

 

Η διασύνδεση που επιχειρήθηκε να γίνει με την περίπτωση που το ενδιαφερόμενο μέρος καταχωρεί έφεση εναντίον της ακυρωτικής πράξης που το επηρεάζει, έστω και όταν το διοικητικό όργανο δεν καταχωρεί έφεση, είναι ατυχής.  Κατ΄ αρχάς δεν είναι εδώ η περίπτωση έφεσης.  Άλλωστε, όπου το διοικητικό όργανο δεν καταχωρεί το ίδιο έφεση, αλλά στη συνέχεια  αποδέχεται την ακυρωτική απόφαση, δημιουργείται νέα πράξη και επομένως δεν δικαιούται παράλληλα να εφεσιβάλει την ακυρωτική απόφαση, (Κ.Ο.Α. ν. Γεωργίου Λ. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110 και Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ν. Ιουλίας Μιχαήλ (2007) 3 Α.Α.Δ. 433), ενώ και ο διορισμός με νέα απόφαση του ενδιαφερομένου μέρους μετά την ακυρωτική απόφαση, στερεί σ΄ αυτό το δικαίωμα να εφεσιβάλει την ακυρωτική απόφαση, δεχόμενο το διορισμό έτσι ώστε να μην διατηρεί πλέον έννομο συμφέρον εφόσον η διοικητική πράξη επί της οποίας κρίθηκε άκυρος ο διορισμός, εξέλιπε (Μαρία Λαμπρατσιώτη - ανωτέρω -).

 

Το πρόβλημα που εδώ αντιμετωπίζεται δεν έχει απαντηθεί, στη γνώση του Δικαστηρίου, από τη νομολογία.  Όταν ο δικηγόρος του διοικητικού οργάνου, που βεβαίως το αντιπροσωπεύει και ενεργεί καλόπιστα εκ μέρους του, που εδώ δεν είναι άλλος από τον Γενικό Εισαγγελέα, δεν υποστηρίζει τη διοικητική απόφαση, υποδεικνύοντας μάλιστα ενδεχόμενα προβλήματα κατά την παραγωγή της, μπορεί το ενδιαφερόμενο μέρος να υποκαταστήσει ουσιαστικά το νομικό σύμβουλο του διοικητικού οργάνου, το οποίο παρά τις προς το αντίθετο υποδείξεις του νομικού του συμβούλου, επιμένει στην ορθότητα της απόφασης του; Και μάλιστα σε βαθμό και έκταση που το διοικητικό όργανο, εδώ η Αστυνομία, αποστέλλει επιστολή στα ενδιαφερόμενα μέρη καλώντας τα, (σε όσα δεν είχαν), να ορίσουν δικηγόρο για να υπερασπιστεί  τις προσφυγές και κατ΄ επέκταση τα συμφέροντα τους διότι το ίδιο δεν είναι σε θέση να το πράξει λόγω οικονομικής κρίσης, (σχετική η επιστολή του Αντώνη Αντωνίου, Αστυνόμου Β΄, ημερ. 26.7.2013, ο οποίος έγραψε την επιστολή «γι΄ Αρχηγό Αστυνομίας»).

 

         Περαιτέρω, το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο δεν είναι στην ουσία διάδικο μέρος, εφόσον η προσφυγή αφορά τον αιτητή και το ίδιο το διοικητικό όργανο, λαμβάνει μέρος στη διαδικασία υπό το φως της καθιερωθείσας, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Nissiotou, πρακτικής, (δεν υπάρχει στο Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, οποιαδήποτε πρόνοια για επίδοση της αίτησης ακύρωσης σε ενδιαφερόμενα μέρη), να επιτρέπεται σε πρόσωπο  το οποίο συσχετίζεται με τη διοικητική  πράξη  να  λαμβάνει  μέρος στη διαδικασία, (δέστε και την  αναφορά στη Νέλλη Ψαρά Κρονίδου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 33, σελ. 35, για σχετικές οδηγίες πρακτικής  του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 24.7.1985 για επίδοση κάθε προσφυγής στα ενδιαφερόμενα μέρη με ευθύνη του αιτητή), κατ΄ αντιστοιχία με την «παρέμβαση» προσώπου στα εν Ελλάδι κρατούντα, όπου η αίτηση παρέμβασης αφορά την προσπάθεια τρίτου σε σχέση με τους αρχικούς διαδίκους προσώπου να καταστεί και εκείνος διάδικος, αλλά όχι αυτοδικαίως, (Ε.Π. Σπηλιωτοπούλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Έκδ. 12, Τόμος ΙΙ, σελ. 187-189, παρ. 556).

 

         Στην Κύπρο, η νομολογία επί της παρέμβασης αφορά τρίτα πρόσωπα (και όχι ενδιαφερόμενα μέρη), που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν έννομο συμφέρον, (Συμβούλιο Φαρμακευτικής κ.ά. ν. Εταιρείας Σόλων Αγγελίδης Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 488 και ΕΤΕΚ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 666).  Δεν αποκτά κάθε πρόσωπο που συμμετέχει στην παραγωγή της διοικητικής πράξης και έννομο συμφέρον για προάσπιση της ορθότητας της απόφασης, (Δήμος Έγκωμης ν. Δημοκρατίας) (1997) 3 Α.Α.Δ. 346 και ΕΤΕΚ ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -).

         Το Δικαστήριο υπό το φως όλων των ανωτέρω, καταλήγει στα εξής:  (i) τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ήδη διάδικα μέρη στην όλη διαδικασία ακύρωσης της διοικητικής πράξης, (ii) τα όσα η Δημοκρατία προτείνει ως επιχειρήματα για να μην υποστηρίξει τη δικαστική απόφαση περνούν από τον έλεγχο του Δικαστηρίου, (iii) οι αιτητές, ή ορισμένοι εξ αυτών, επιδιώκουν την ακύρωση της πράξης για διάφορους λόγους πέραν αυτών που εκ των υστέρων η Δημοκρατία θεωρεί ότι δεν υποστηρίζουν τη διοικητική απόφαση, έτσι ώστε αν οι λόγοι μη υποστήριξης της πράξης που προτείνονται από το Γενικό Εισαγγελέα δεν γίνουν αποδεκτοί από το Δικαστήριο, θα πρέπει να εξεταστούν και οι έτεροι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης, (iv) τα ενδιαφερόμενα μέρη επιθυμούν να υποστηρίξουν και όχι να αμφισβητήσουν την προσβαλλόμενη πράξη στα πλαίσια της νομολογίας που τους δίδει αυτό το δικαίωμα και (v) η διαφορά που έχει ανακύψει είναι μεταξύ διοίκησης και Γενικής Εισαγγελίας, ως νομικού συμβούλου της διοίκησης.

 

 Κατά το Δικαστήριο, η διαφορά αυτή ως προς την αντιμετώπιση της υπόθεσης αφορά κατ΄ εξοχήν το νομικό σύμβουλο της Αστυνομίας και του Υπουργού Δικαιοσύνης, (ο  οποίος είναι καθ΄ ου η αίτηση 2 και για τον οποίο δεν λέχθηκε οτιδήποτε ως προς τη θέση που λαμβάνει έναντι της μη υποστήριξης της διοικητικής πράξης από το Γενικό Εισαγγελέα).  Προκύπτει ενδεχομένως θέμα τάξης μεταξύ Γενικής Εισαγγελίας και Αρχηγού Αστυνομίας ως προς την έκταση και το βαθμό που ο τελευταίος ενεργών ως διοικητικό όργανο δύναται να μην ακολουθεί τη συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αναλόγων επιπτώσεων επί της πορείας της διαδικασίας.  Σ΄ ένα ευνομούμενο κράτος με σαφείς και οριοθετημένους ιεραρχικούς κανόνες θα αναμενόταν από το διοικητικό όργανο να ακολουθεί τη συμβουλή του νομικού του συμβούλου και δη του Γενικού Εισαγγελέα, να ανακαλεί τη διοικητική απόφαση και να προβαίνει σε νέα διαδικασία παραγωγής της πράξης, χωρίς τα προβλήματα που εντόπισε ο νομικός του σύμβουλος.

 

         Παρά την παραδοξότητα του όλου εγχειρήματος, θα δοθεί η δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη λόγω του σταδίου που βρίσκεται η υπόθεση να καταχωρήσουν τις δικές τους αγορεύσεις.

 

         Δίδονται οι ανάλογες οδηγίες.

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                    Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο