ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1708/2011)
27 Δεκεμβρίου, 2013
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΠΕΡΙΚΛΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ,
Καθ'ων η αίτηση.
Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ημερομηνίας 28/6/2013
Χρ. Χριστοφίδης για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Αιτητή.
Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Μετά την καταχώριση της ένστασης και ακολούθως των γραπτών αγορεύσεων των δικηγόρων των διαδίκων, προτού όμως η προσφυγή οριστεί για προφορικές διευκρινίσεις, ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, με την οποία ζητά όπως του επιτραπεί να προσάξει μαρτυρία με τη μορφή ενόρκων δηλώσεων, «για απόδειξη αμφισβητούμενων ισχυρισμών στην αίτηση ακυρώσεως».
Αντικείμενο της προσφυγής, είναι η απόφαση του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή όπως του χορηγηθεί επίδομα ανεργίας. Στη σχετική επιστολή με την οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή η προσβαλλόμενη με την προσφυγή επίδικη απόφαση, ως λόγος απόρριψης αναφέρεται, «σύμφωνα με κατάθεση, συμβάλετε στη διεξαγωγή των εργασιών της εταιρείας σας».
Ένα μέρος της προτιθέμενης μαρτυρίας, αφορά το περιεχόμενο συνομιλίας την οποία ο αρμόδιος ερευνών λειτουργός των καθ'ων η αίτηση, είχε στα πλαίσια επίσκεψης του στο χώρο εργασιών της εταιρείας C.P.M. (LARNACA) AUTOPARTS LTD, με τους Ανδρέα Μιχαήλ και Ανδρέα Ανδρέου και την οποία έλαβε υπόψη για να καταλήξει στο συμπέρασμα που τον οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης.
Σύμφωνα με τον ερευνώντα λειτουργό, ο Ανδρέας Μιχαήλ, ο οποίος για σκοπούς της εργασίας του ως μηχανικός υπενοικίαζε από την εταιρεία μέρος του χώρου που η τελευταία χρησιμοποιούσε για σκοπούς των εργασιών της, του ανέφερε ότι ο αιτητής επισκέπτεται καθημερινά το χώρο εργασιών της εταιρείας και ότι κατά τη συγκεκριμένη μέρα ήταν στο χώρο, όμως απεχώρησε λίγο πριν την έλευση του ερευνώντα λειτουργού, «για να παραδώσει εξαρτήματα». Ο Ανδρέας Μιχαήλ λόγω της σχέσης του με τον αιτητή και την εταιρεία ήταν απρόθυμος να δώσει κατάθεση.
Σύμφωνα πάντα με τον ερευνώντα λειτουργό, ο Ανδρέας Ανδρέου, υπάλληλος της εταιρείας, με τον οποίο επίσης είχε την ίδια μέρα συνομιλία, του ανέφερε ότι «ο μάστρε Κώστας», δηλαδή ο αιτητής, μόλις είχε φύγει και για περαιτέρω λεπτομέρειες και πληροφορίες τον παρέπεμψε στον υιό του αιτητή, ο οποίος ήταν επίσης παρών στον ευρύτερο χώρο. Ο τελευταίος, αν και έδειξε να δυσανασχετεί από την εκεί παρουσία του ερευνώντα λειτουργού, δέχθηκε να συνομιλήσει μαζί του. Όπως του ανέφερε, ο πατέρας του δεν εργαζόταν στην εταιρεία. Ούτε από τον Ανδρέα Ανδρέου λήφθηκε γραπτή κατάθεση.
Το υπόλοιπο μέρος της προτιθέμενης μαρτυρίας, η οποία σύμφωνα με την αίτηση θα προέλθει από το λογιστή της εταιρείας, αφορά στην επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας C.P.M. AUTOPARTS LTD., στην οποία διευθυντής και μέτοχος κατά 70%, είχε διατελέσει στο παρελθόν, ο αιτητής.
Σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, η συγκεκριμένη εταιρεία εξακολουθούσε να υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις στην υπηρεσία Φ.Π.Α., από το μητρώο της οποίας δεν είχε διαγραφεί, στοιχείο το οποίο επίσης έλαβαν υπόψη οι καθ'ων η αίτηση για να καταλήξουν στο συμπέρασμα που τους οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης.
Η μαρτυρία των Ανδρέα Μιχαήλ και Ανδρέα Ανδρέου, της οποίας η προσαγωγή αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης, σκοπό έχει τη διάψευση του ερευνώντα λειτουργού ως προς το περιεχόμενο της συνομιλίας που αυτός είχε με τα εν λόγω πρόσωπα κατά την επίσκεψη του στο χώρο εργασιών της εταιρείας. Σύμφωνα με την εν λόγω μαρτυρία, ουδέποτε λέχθηκαν από τα δύο αυτά πρόσωπα στον ερευνώντα λειτουργό τα όσα ο τελευταίος τους αποδίδει.
Η μαρτυρία του λογιστή της εταιρείας, της οποίας επίσης η προσαγωγή αποτελεί αντικείμενο της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης, σκοπό έχει να διαψεύσει τον ισχυρισμό των καθ'ων η αίτηση ότι η συγκεκριμένη εταιρεία δεν έχει διαγραφεί από το μητρώο της υπηρεσίας Φ.Π.Α., στην οποία εξακολουθεί να υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις και παράλληλα να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για σκοπούς διαγραφής, όπως και τις πωλήσεις που έγιναν από την εν λόγω εταιρεία, ιδιωτικά και με δημόσιο πλειστηριασμό.
Οι επί του προκειμένου θέσεις του αιτητή συνοψίζονται στην τελευταία παράγραφο της γραπτής αγόρευσης που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του καταχώρισαν για σκοπούς της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας. Παραθέτω το περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου:
"Από όλα τα πιο πάνω καθίσταται αντιληπτό οι πραγματικοί ισχυρισμοί για την απόδειξη των οποίων επιδιώκεται η προσαγωγή είναι απόλυτα σχετικοί με τα επίδικα θέματα και επομένως η προσαγωγή της επιδιωκόμενης μαρτυρίας είναι επιτρεπτή από τους διαδικαστικούς κανονισμούς και την Νομολογία ούτως ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του όλα τα πραγματικά γεγονότα για να δυνηθεί να αποφασίσει ορθά. Με κανένα τρόπο δεν γίνεται κατάχρηση διαδικασιών ούτε κατασπατάληση του δικαστικού χρόνου. Επιθυμούμε να έχουμε την ευκαιρία απονομής ορθής και δίκαιης δίκης, όπως επιβάλλει το άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6(2) της ΕΣΔΑ."
Η προτεινόμενη να προσαχθεί μαρτυρία είναι, σύμφωνα με τους συνηγόρους του αιτητή, απόλυτα σχετική με τους πιο κάτω προβαλλόμενους δύο λόγους ακύρωσης, τους οποίους και τείνει, σύμφωνα πάντα με τους συνηγόρους, να τεκμηριώσει:
"9. Η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή πράξη των καθ'ων η αίτηση, είναι προϊούσα έλλειψης δέουσας και επαρκούς έρευνας. Οι καθ'ων δεν έχουν διεξάγει καμιά απολύτως έρευνα ή/και επαρκή έρευνα και η προσβαλλόμενη απόφαση τους είναι εντελώς αυθαίρετη.
10. Η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή πράξη των καθ'ων η αίτηση, είναι προϊούσα πλάνης περί τα πράγματα, καθώς οι καθ'ων η αίτηση στηρίχθηκαν σε ανύπαρκτα γεγονότα και παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους ουσιώδη γεγονότα ή/και αξιολόγησαν λανθασμένα τα ενώπιον τους γεγονότα ή/και την κατάθεση του αιτητή."
Η ένσταση των καθ'ων η αίτηση επικεντρώνεται στη θέση ότι η προσκόμιση της επίμαχης μαρτυρίας θα αναιρούσε την έννοια του αναθεωρητικού ελέγχου και θα ωθούσε, ανεπίτρεπτα, το Δικαστήριο σε πρωτογενή αξιολόγηση αμφισβητούμενων γεγονότων. Η εν λόγω μαρτυρία δεν είναι, σύμφωνα με την κα Δρυμιώτου, σχετική με οποιοδήποτε επίδικο θέμα, ούτε τείνει να τεκμηριώσει οποιοδήποτε από αυτό. Αντίθετα, πρόκειται, σύμφωνα με τη συνήγορο, για μαρτυρία η οποία τείνει να διαφοροποιήσει, να αλλοιώσει ή να μεταβάλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης. Πέραν τούτου, το μέρος εκείνο της εν λόγω μαρτυρίας που θα προέλθει από το λογιστή της εταιρείας, πάσχει, γιατί χαρακτηρίζεται από ασάφεια, γενικότητα και αοριστία.
Βασικό νομικό έρεισμα των θέσεων του αιτητή, συνιστούν οι πρόνοιες των Κανονισμών 10(2) και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, όπως τροποποιήθηκαν με τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικό Κανονισμό 1975, από τις οποίες πηγάζει και οριοθετείται η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει οδηγίες αναφορικά, μεταξύ άλλων, με αποδεικτικά μέσα, οποτεδήποτε κρίνει αναγκαίο σε διαδικασία προσφυγής κάτω από το άρθρο 146 του Συντάγματος. Τις παραθέτω:
"10(2) Κατά την διάρκειαν της τοιαύτης ακροάσεως το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώση τοιαύτας οδηγίας αναφορικώς προς περαιτέρω εγγράφους προτάσεις, λεπτομερείας, αποκάλυψιν ή επιθεώρησιν εγγράφων, αποδεικτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων ενόρκων ομολογιών αποδεικνυουσών τα γεγονότα εφ' ων βασίζεται έκαστος διάδικος, επιθεώρησιν του επιδίκου μέρους, διαδικασίαν συμφώνως προς την παράγραφον 2 του Άρθρου 134, ημερομηνίαν δημοσίας ακροάσεως, καταχώρισιν και ανταλλαγήν μεταξύ των διαδίκων εγγράφου επιχειρηματολογίας εντός καθοριζομένων χρονικών ορίων ως και την διάρκειαν τυχόν μεταγενεστέρων αγορεύσεων, ή οιασδήποτε άλλας οδηγίας σχετικώς προς την διαδικασίαν της υποθέσεως ως ήθελε κρίνη αναγκαίον.
19. Καθ' οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώση τοιαύτας οδηγίας, αι οποίαι απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης."
Οι πιο πάνω πρόνοιες έτυχαν εξέτασης και ερμηνείας σε μια σειρά αποφάσεων πρωτόδικων αλλά και της Ολομέλειας, στις οποίες καθορίστηκε το πλαίσιο με το οποίο το θέμα προσεγγίζεται από τα Δικαστήρια. Θεωρώ άσκοπο και περιττό να επαναλάβω με λεπτομέρεια τις αρχές που η νομολογία μας έθεσε, αρχές οι οποίες είναι πολύ γνωστές. Περιορίζομαι να υπενθυμίσω πως το καθοριστικό κριτήριο στην κάθε περίπτωση, είναι η σχετικότητα της προτεινόμενης να προσαχθεί μαρτυρίας προς οποιοδήποτε επίδικο θέμα που εγείρεται στην προσφυγή και η αποδεικτική της αξία έναντι του συγκεκριμένου επίδικου θέματος. Με άλλα λόγια, η μαρτυρία πρέπει να τεκμηριώνει τους λόγους ακύρωσης (Sportsman Betting Co. Ltd. v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd. (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835). Όμως, η προτεινόμενη να προσαχθεί μαρτυρία δεν μπορεί να διαφοροποιεί, μεταβάλλει ή αλλοιώνει τα στοιχεία που ήδη λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 345). Όπως πολύ εύστοχα επί της συγκεκριμένης πτυχής του θέματος επισημαίνεται στην υπόθεση Ρούσος:
".... Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης. Το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνισή τους δεν εναπόκειται στο δικαστήριο αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγηση τους. (Βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (1992) 4 Α.Α.Δ. 3330 και Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 325). Βλ. επίσης και Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 - απόφαση της Ολομέλειας, στην οποία κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατή η πρωτογενής κρίση στοιχείων τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ. (Βλ. και Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 590/96/13.6.97 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 716/96/27.3.98).
Το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης πηγάζει από τη φύση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και από τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο διοικητικών πράξεων. Ως προς το πρώτο ζήτημα - τη φύση της δικαιοδοσίας - ο έλεγχος που συντελείται με την άσκηση προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, είναι ακυρωτικός, δηλαδή έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και όχι έλεγχος ουσίας. Ως προς το δεύτερο ζήτημα - του δικαστικού ελέγχου - σύμφωνα με πάγια και καλώς θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας το διοικητικό δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις διαπιστώνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιον της η διοίκηση."
Στο παρόν στάδιο, για σκοπούς αποκλειστικά της παρούσας αίτησης και χωρίς με οποιοδήποτε τρόπο να αποφαίνομαι ή να προδικάζω την τύχη οποιουδήποτε από τους λόγους ακύρωσης προς τεκμηρίωση των οποίων η προσαγωγή της εν λόγω μαρτυρίας επιδιώκεται, είμαι της γνώμης ότι το περιεχόμενο των συνομιλιών του ερευνώντα λειτουργού με τους Ανδρέα Μιχαήλ και Ανδρέα Ανδρέου, όπως και η προτεινόμενη να προσαχθεί μαρτυρία από το λογιστή της εταιρείας, θα μεταβάλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από τους καθ'ων η αίτηση, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης με την προσφυγή επίδικης απόφασης, με αποτέλεσμα η κατάσταση που θα δημιουργηθεί να έρχεται σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τις επί του προκειμένου νομολογιακές αρχές, όπως αυτές τέθηκαν και κατά καιρούς επαναβεβαιώθηκαν, έχουν δε τόσο εύγλωττα συνοψισθεί στην υπόθεση Ρούσος.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η ενδιάμεση αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με €300 κατ' αποκοπή έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση, ποσό το οποίο όμως να καταβληθεί στο τέλος της υπόθεσης.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ