ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Yπόθεση Αρ.: 1113/2011).
4 Δεκεμβρίου, 2013
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AMARASHINGHA RAMESH NAWANJANA,
ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ
NICHANTHA RAJEEVA ARARASINGHA ARACHCHIGE ΚΑΙ
JAYASINGHE KANKANAMGE CHULA MELANIE,
Αιτητή,
- και -
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
---------------------------
Μιχαήλ Ιωάννου, για τον Αιτητή.
Γιάννα Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Ο αιτητής γεννήθηκε στη Σρι-Λάνκα στις 2.7.1998. Αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 20.12.2010, αφού εξασφάλισε τουριστική θεώρηση εισόδου από το Προξενείο της Κύπρου στη Σρι-Λάνκα ισχύος μέχρι 7.1.2011. Σκοπός της άφιξής του ήταν να επισκεφθεί τους γονείς του που εργάζονται στην Κύπρο, η μεν μητέρα του ως οικιακή βοηθός με άδεια προσωρινής παραμονής με ισχύ μέχρι 6.1.2012 ως «ΤΕΛΙΚΗ - ΜΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΗ», ο δε πατέρας του ως αρτοποιός με άδεια προσωρινής παραμονής με ισχύ μέχρι 14.10.11 επίσης ως «ΤΕΛΙΚΗ - ΜΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΗ».
Μετά τη λήξη της άδειας επισκέπτη και αφού ο αιτητής συνέχισε να παραμένει στη Δημοκρατία παράνομα, στις 25.5.2011, οι γονείς του αιτητή, με επιστολή του δικηγόρου κ. Μ. Γ. Ιωάννου προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, αιτήθηκαν την παραχώρηση άδειας παραμονής για τον ανήλικο υιό τους, κυρίως για να έχει τη συνεχή φροντίδα και επίβλεψή τους, αλλά και για να μπορέσει να συνεχίσει τη φοίτηση του σε σχολείο στην Κύπρο. Προς υποστήριξη δε του αιτήματός τους αυτού, επισύναψαν στην εν λόγω επιστολή τα εξής έγγραφα: (α) βεβαίωση εγγραφής του αιτητή σε συγκεκριμένο ιδιωτικό σχολείο στη Λευκωσία για το έτος 2010-2011, και (β) επιστολή της εργοδότριας της μητέρας του αιτητή, ημερομηνίας 5.1.2011, προς το Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με την οποία ζητείτο όπως επιτραπεί στον αιτητή να παραμείνει στην Κύπρο με τη μητέρα του και να συνεχίσει τη φοίτησή του στο εν λόγω σχολείο.
Εν πρώτοις, το πιο πάνω αίτημα εξετάστηκε από διοικητική λειτουργό, η οποία, με σημείωμά της προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 20.6.2011, εισηγήθηκε την απόρριψή του.
Παραθέτω το περιεχόμενο του συγκεκριμένου σημειώματος:
«Με επιστολή του δικηγόρου τους, ο κος Nishantha Rajeeva Ararasingha Arachchige, A07-04966 και η σύζυγος του Jayasinghe Kankanamge Chuta Melanie, B-995828 αιτούνται παραχώρηση άδειας παραμονής για τον ανήλικο υιό τους (σχ. Επιστολή στα ερ.98-90).
Η μητέρα είναι οικιακή εργαζόμενη και η άδεια παραμονής της λήγει στις 6.1.2012 και ο πατέρας δουλεύει σε φούρνο και η άδεια παραμονής του λήγει στις 14.10.2011.
Στις 16.12.2010 ο υιός τους εισήλθε στη Δημοκρατία με άδεια επισκέπτη ισχύος 15 ημερών (μέχρι 7.1.2011). Εντούτοις, με την άφιξή του στην Κύπρο, εγράφη ως μαθητής στην Αμερικανική Ακαδημία τον 1/2011. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με την εργοδότρια της μητέρας του παιδιού πληροφορήθηκα ότι το παιδί ολοκλήρωσε την ΣΤ΄Τάξη του Δημοτικού.
Βάσει των πιο πάνω, και ιδιαίτερα λόγω του ότι:
- Το παιδί φοίτησε μόνο μερικούς μήνες σε σχολείο της Κύπρου και ολοκλήρωσε την Στ΄Δημοτικού
- Οι άδειες παραμονής των γονιών του λήγουν σε 4 και 6 μήνες
και στη βάση των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας περί οικογενειακής επανένωσης και συγκεκριμένα του άρθρου 18ΚΙ (1) « (....) εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο συντηρών είναι κάτοχος άδειας διαμονής (.......), ο οποίος έχει εύλογη προοπτική να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία.
Εισηγούμαι όπως απορριφθεί το αίτημα των ενδιαφερομένων.»
Ακολούθως, στις 2.7.2011, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών υιοθετώντας την πιο πάνω εισήγηση, απέρριψε το αίτημα. Για την απόφαση αυτή ειδοποιήθηκε ο δικηγόρος του αιτητή, κ. Μ. Γ. Ιωάννου, με επιστολή ημερομηνίας 5.7.2011. Ως αποτέλεσμα καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση προβάλλει αριθμό λόγων ακύρωσης. Κρίνεται σκόπιμο όπως παρατεθεί αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την αγόρευσή του:
«Καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας απορρίφθηκε από τον καθ΄ ου η αίτηση το αίτημα του αιτητή για παράταση της άδειας παραμονής του στη Κύπρο. Ο αιτητής εξέθεσε όλους τους λόγους για τους οποίους έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να του δοθεί άδεια παράτασης στην άδεια παραμονής του, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι οι γονείς του διαμένουν στη Κύπρο για πολλά χρόνια και ο ίδιος είναι ανήλικος.
Ο καθ΄ ου η αίτηση απέρριψε το αίτημα του αιτητή χωρίς να προβεί στη δέουσα έρευνα και/ή αναιτιολόγητα. Η Διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων. Η υποχρέωση αυτή είναι σύμφωνα με τον Ν. Χαραλάμπους («Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου») «sine qua non προϋπόθεση για την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης» (Photos Photiades and Co. v. Δημοκρατίας, 1964, Α.Α.Δ. 102, σελ. 115). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Motorways Ltd v. Yπ. Οικονομικών, 1999, Α.Α.Δ. 447, σελ. 450).
Ο καθ΄ου η αίτηση απέρριψε το αίτημα του αιτητή λόγω πλάνης περί τα πράγματα. Σύμφωνα με το άρθρο 28.1 του Συντάγματος «πάντες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχουν ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως άνευ διακρίσεως φυλής, χρώματος, θρησκείς, γλώσσας, φύλου ή πολιτικών πεποιθήσεων». Στη παρούσα περίπτωση ο καθ΄ου η αίτηση λόγω πλάνης περί τα πράγματα δεν εκτίμησε σωστά τις οικογενειακές και άλλες περιστάσεις του αιτητή ο οποίας τυγχάνει ανήλικος και του οποίου οι γονείς διαμένουν και εργάζονται νόμιμα στην Κύπρο.
Σε σχέση με την πιθανότητα της πλάνης και τις επιπτώσεις της επί της εγκυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση του έντιμου δικαστού Κωνσταντινίδη, υπόθεση Παπαϊωάννου κ.α. εναντίον Δημοκρατίας (1991), 3 Α.Α.Δ., 713, 723, 724, 725.
Ο καθ΄ου η αίτηση ουδόλως έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι γονείς του αιτητή διαμένουν στη Κύπρο για 13 χρόνια και ασφαλώς έχουν εύλογη προοπτική να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία. Από το γεγονός αυτό πηγάζει και η άρνηση του να εξετάσει το θέμα της οικογενειακής επανένωσης κάτω από την κατάλληλη οπτική. Το θέμα της οικογενειακής επανένωσης, όπως αυτό ρυθμίστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με την Οδηγία 2003/86/ΕΚ ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικό) Νόμο (Ι)/2007.
Σύμφωνα με το άρθρο 18 ΚΘ «οικογενειακή επανένωση» σημαίνει την είσοδο και διαμονή στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές των μελών της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές προκειμένου να διατηρηθεί η οικογενειακή ενότητα».
Σύμφωνα με το άρθρο 18 Λ. (1) ο Διευθυντής επιτρέπει την είσοδο στη Δημοκρατία και την διαμονή στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές για σκοπούς οικογενειακής επανένωσης των ακόλουθων μελών της οικογένειας ...... «(γ) των ανήλικων τέκνων του συντηρούντος όταν ο συντηρών έχει την αποκλειστική επιμέλεια και την ευθύνη της συντήρησης τους».
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Προβάλλουν περαιτέρω ότι οι ισχυρισμοί που εγείρονται εκ μέρους του αιτητή στη γραπτή αγόρευσή του είναι παντελώς αόριστοι και ατεκμηρίωτοι και με αυτούς δεν στοιχειοθετείται οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης, επισημαίνοντας παράλληλα πως τα νομικά σημεία που θίγονται στο σώμα της αίτησης είναι διατυπωμένα πολύ γενικά, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
Σε σχέση με αυτή τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση, παρατηρώ τα εξής:
Σύμφωνα με τη νομολογία, οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 672:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου:
"Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον."»
Η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Πρέπει οι ισχυρισμοί να συνοδεύονται από εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).
Ισχυρισμοί περί υπέρβασης εξουσιοδοτικών νομικών πλαισίων, θα πρέπει να προβάλλονται ειδικά στην Αίτηση και να προσδιορίζεται το άρθρο του νόμου το οποίο παραβιάζεται, καθώς και ο τρόπος παραβίασης του. Αόριστοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να εξετάζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196 και Ζίζιρου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 631).
Μελετώντας τους λόγους ακύρωσης, όπως εκτίθενται και αναλύονται στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, υπό το φως της σχετικής νομολογίας, δεν θεωρώ ότι είναι γενικοί και αόριστοι, παρά μόνο φαίνεται να έχουν συγκεκριμενοποιηθεί και αιτιολογηθεί σε βαθμό που να επιτρέπεται η εξέταση τους.
Σε ό,τι αφορά την ουσία της υπόθεσης, o αιτητής παραπονείται εν πρώτοις ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και στερείται της δέουσας έρευνας αλλά και της επαρκούς αιτιολογίας. Είναι ειδικότερα η θέση του αιτητή ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν εν προκειμένω να λάβουν υπόψη τους, αλλά και να εκτιμήσουν ορθά τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, και ιδιαίτερα το γεγονός ότι (α) είναι ανήλικος, (β) και οι δύο γονείς του διαμένουν και εργάζονται νόμιμα στην Κύπρο, και (γ) ο ίδιος φοιτά σε σχολείο στη Λευκωσία.
Τα στοιχεία των φακέλων που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου καταρρίπτουν τα υπό αναφορά παράπονα. Στο σημείωμα της διοικητικής λειτουργού προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 20.6.2011, στο οποίο περιλαμβάνονται και όλα τα προσωπικά και οικογενειακά δεδομένα του αιτητή, φαίνεται με σαφήνεια τόσο η αιτιολογία απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, όσο και η έρευνα που διενεργήθηκε. Είναι δε στη βάση των όσων καταγράφονται στο εν λόγω σημείωμα, στο οποίο γίνεται παραπομπή και στην επιστολή του δικηγόρου των γονιών του ανηλίκου, που οι καθ΄ ων η αίτηση αποφάσισαν να απορρίψουν το αίτημα του αιτητή.
Είναι γεγονός ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης (Παράρτημα 8 στην ένσταση) είναι πράγματι λακωνική, συμπληρώνεται όμως με ευχέρεια από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου και ειδικότερα από το πιο πάνω σημείωμα. Σύμφωνα με τη νομολογία, η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης δεν είναι απαραίτητο να παρουσιάζεται μόνο στο σώμα της αλλά μπορεί να διαπιστώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου. (βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298). Όλα δε τα στοιχεία που αφορούσαν το καθεστώς διαμονής των γονιών του ανηλίκου που θα έκριναν καθοριστικά το δικαίωμα διαμονής του, ήταν ενώπιον του καθ' ου η αίτηση και κατά τεκμήριο λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν στα πλαίσια του καθεστώτος οικογενειακής επανένωσης. Σημειώνονται εδώ οι οδηγίες στο ερυθρό 168 του διοικητικού φακέλου, όπως η αίτηση εξεταστεί μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Νόμου για οικογενειακή επανένωση και εάν «ξεφεύγει» να εξεταστεί κατ΄ εξαίρεση.
Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί του αιτητή περί υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας, μη επαρκούς έρευνας και αναιτιολόγητης απόφασης, δεν ευσταθούν.
Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τους το γεγονός ότι οι γονείς του αιτητή, οι οποίοι διαμένουν στην Κύπρο για 13 χρόνια, έχουν εύλογη προοπτική να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην Κύπρο, αρνούμενοι με αυτό τον τρόπο να εξετάσουν το θέμα της οικογενειακής επανένωσης «κάτω από την κατάλληλη οπτική», ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή παραπέμπει συγκεκριμένα στα άρθρα 18ΚΘ και 18Λ(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως έχει τροποποιηθεί, σχετικά με την οικογενειακή επανένωση.
Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Πρέπει εξαρχής να διευκρινιστεί πως αιτητής στις υποθέσεις οικογενειακής επανένωσης είναι ο συντηρών, ο οποίος υποβάλλει αίτηση για μέλη της οικογένειας του που διαμένουν εκτός της Δημοκρατίας (εκτός των περιπτώσεων της επιφύλαξης του άρθρου 18ΛΑ(1)) και ότι η Διοίκηση σε τέτοια περίπτωση έχει ενώπιον της συγκεκριμένη αίτηση, προκειμένου να κρίνει τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 18ΛΒ, 18ΛΓ και 18ΛΖ (βλ. Petar Sivcev ν Δημοκρατίας Αρ. Υπ. 51/2007 ημερ. 17.7.2008 και Υπ. Αρ.1023/11 Len Thi Ha v Δημοκρατίας ημερ. 20.7.2012). Στην προκείμενη περίπτωση δεν είχε τεθεί από την πλευρά των γονιών του αιτητή τίποτε από τα πιο πάνω ενώπιον της Διοίκησης που να δικαιολογεί ουσιαστική εξέταση του αιτήματος παραχώρησης άδειας διαμονής του αιτητή υπό το πιο πάνω νομικό πρίσμα. Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις επισημάνσεις, η αιτιολογία στην οποία εστίασε ο καθ΄ου η αίτηση, ότι δηλαδή ο συντηρών δεν έχει εύλογη προοπτική να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία, κρίνεται εύλογη[1]. Υπό το φως των δεδομένων που είχε ενώπιον της η Διοίκηση και ιδιαίτερα ότι οι άδειες παραμονής και των δύο γονιών ήταν χρονικά περιορισμένες και θα έληγαν ως μη ανανεώσιμες/τελικές χωρίς να έχουν εκδηλώσει πρόθεση απόκτησης του καθεστώτος του «επί μακρόν διαμένοντος», η εκτίμηση της εύλογης προοπτικής κινήθηκε στα ορθά πλαίσια. Όπως εξάλλου υποδεικνύεται από την Πλήρη Ολομέλεια στην Motilla v Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 29, η φύση και ο σκοπός παραμονής καθορίζουν την εύλογη προσδοκία για εδραίωση της παραμονής και όχι απλώς η συνολική διάρκεια παραμονής, έστω και αν υπερβαίνει την πενταετία που προνοεί ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος, Κεφ.105. Δεν διαβλέπω οποιαδήποτε πλάνη στην εκτίμηση του καθ' ου η αίτηση ότι κανένας από τους δύο γονείς δεν είχε προοπτική μόνιμης διαμονής, ώστε να δικαιολογείται το συμφέρον του αιτητή να διαμείνει στη Δημοκρατία.
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Σύμφωνα με το άρθρο ΚΙ(1) του Κεφ. 105, οι διατάξεις των άρθρων 18Λ μέχρι 18ΛΗ που αφορούν στην οικογενειακή επανένωση, εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο συντηρών είναι κάτοχος άδειας διαμονής που εκδόθηκε δυνάμει του εν λόγω νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, διαρκείας ισχύως τουλάχιστον ενός έτους, «ο οποίος έχει εύλογη προοπτική να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία .....»